Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Και ναι και μεν κι αλλά.


‘Οσους αστερίσκους κι αν βάλεις, όσες υποσημειώσεις κι αν προσθέσεις, όσες ενστάσεις κι αν προβάλεις μπορεί και να ‘χεις δίκιο, ακόμα κι ο Βενιζέλος άλλωστε το επεσήμανε. Ξέρεις πού έχεις άδικο; Εκεί που προσπαθείς να με πείσεις για όσα λίγο – πολύ συμφωνούμε, λες κι εγώ δεν ζω σ’ αυτόν τον τόπο, δεν γνωρίζω τι έχει προηγηθεί, δεν ανησυχώ για τις εξελίξεις, δεν αγωνιώ για το μέλλον. Εκεί που πας και πάλι να φορτώσεις με ερωτηματικά κι επιφυλάξεις, με υποψίες και αμφιβολίες μια κατά γενική ομολογία εξαιρετική ενέργεια, χάνεις το δίκιο σου. Εκεί που πας με τη γνωστή ξύλινη και προσχηματική γλώσσα να κρατήσεις αποστάσεις, να διαφοροποιηθείς, να γκρινιάξεις, χάνεις κι εμένα.

Φτηνό, πολύ φτηνό το βρίσκω –ξέρεις– να με θεωρείς τόσο ανόητο κι αφελή. Τόσο φτηνό όσο και το να υποστηρίζεται, ότι όλα αυτά που ζούμε τα τελευταία 24ωρα, είναι χάριν αποπροσανατολισμού και προπετάσματος καπνού ενόψει νέων δυσβάσταχτων μέτρων. Ζώντας αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα από πρώτο χέρι κι από μέσα, οποιαδήποτε στιγμή με τη φόρα που είχαν πάρει οι εξελίξεις θα μπορούσα ν’ αποπροσανατολιστώ. Φονικό, τσαμπουκάδες, συμπλοκές, σπασίματα εφημερίδων. Χίλια δυο γεγονότα να γεμίζουν ο Ευαγγελάτος, ο Πρετεντέρης κι οι λοιπές ενημερωτικές δυνάμεις, όχι ένα, όχι δύο, αλλά δεκαδύο 48ωρα απευθείας μεταδόσεων, αναλύσεων και «ανταλλαγής απόψεων» μεταξύ μας και δώστου και πάλι απ’ την αρχή.

Μην το υποτιμάς τόσο αυτό που εξελίχτηκε αιφνιδιάζοντας τους πάντες και προπαντός εκείνους που έπρεπε. Μην το μειώνεις δείχνοντας μια μικροψυχία που δεν σου πρέπει στο κάτω κάτω. Παρεκτός κι αν η συντήρηση της έκρυθμης κατάστασης άφηνε περιθώρια νομιμοποίησης και σε άλλες ομάδες, που ο μόνος δρόμος πολιτικής «επικοινωνίας» τους γίνεται με βαριοπούλες, λαδομπογιές και γιαούρτια.

Θυμάμαι –ξέρεις– όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, κάποιες ανάλογες φωνές τότε που εξαρθρώθηκε η «17 Νοέμβρη». Πάλι το ίδιο ανούσιο μουρμουριτό για δήθεν αποπροσανατολισμούς, σκευωρίες και τα συμπαραμαρτούντα. Μη μου θυμίζεις πάλι και πάλι αυτή την κοντόφθαλμη, καιροσκοπική και μικροκομματική θεώρηση των πολιτικών εξελίξεων. Μονίμως μια καχυποψία συνωμοσίας και μια υπόνοια σκοπιμότητας. Μην με κρατάς ετσιθελικά μέσα στη μιζέρια μιας αέναης αμβισβήτησης κι ενός διαρκούς αντίλογου. Δεν σου ζητάω ούτε ν’ απογειωθώ –πώς θα μπορούσα άλλωστε;– ούτε να πανηγυρίσω, ούτε να ζητωκραυγάσω σημαιοστολίζοντας το μπαλκόνι. Μην με υποτιμάς όμως.

Δεν θα πω τίποτε άλλο. Μακάρι ένα ερώτημα ν' απαντηθεί και μάλιστα τόσο σύντομα και τόσο καίρια. 'Ενα τελευταίο που θα ήθελα είναι μόνο τούτο: Πίσω απ’ αυτή την εξαιρετική εξέλιξη, δεν θα μπω στη διαδικασία να μοιράζω ούτε εύσημα, ούτε επινίκια. Αισθάνομαι ικανοποιημένος, ανακουφισμένος κι αν όλα εξακολουθήσουν να εξελίσσονται με μεθοδικότητα και σύνεση, πιστεύω πως θα μπορέσω ν’ ανακτήσω ένα μέρος από τη χαμένη εμπιστοσύνη μου σε θεσμούς, όργανα και διαδικασίες. Ο δρόμος είναι μπροστά κι είναι δύσκολος, δύσβατος κι επίπονος. Δεν προτίθεμαι να παραγράψω ό,τι διεκδικώ κι ό,τι ζητάω, αλλά δεν θα πάψω να πιστεύω ότι κι όλα δεν είναι ίσωμα.

Με το τσουβάλιασμα των πάντων αδιακρίτως και συλλήβδην δεν πετυχαίνουμε τη συνένωση κι ομογενοποίησή τους, αλλά τουναντίον τη διάλυση και την καταστροφή τους.


Foto: Sadegh Miri
 

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

"Μην τον ρωτάς τον ουρανό".


Λόγο το λόγο και κουβέντα την κουβέντα έχουμε βρεθεί προ πολλού αλλού, πέρα και μακριά από αξίες, συνήθειες κι εποχές. Πήραν τα χρόνια τα αρώματα, τις γεύσεις, τις «καλημέρες», αλλά και τα οράματα και τις ιδέες κι άφησαν πίσω τους την πίκρα της απογοήτευσης, τη θλίψη της διάψευσης, τη μελαγχολία της μοναξιάς, την οργή της απελπισίας. Η σκόνη του χρόνου, που τζούζει στα μάτια και τα κάνει να δακρύζουν συχνότερα, σκεπάζει μέρα τη μέρα το παρόν, που, όπως έρχεται και σμίγει με πτυχές της κρίσης, γίνεται ακόμα πιο πνιγυρό, πιο απάνθρωπο, πιο αφιλόξενο. 

Μας πήρ’ ο πόνος και νυχτωθήκαμε. Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό σήμερα, που νομίζουμε έχουν ακυρωθεί όλες μας οι δυνατότητες κι έχουν σβήσει όλες οι ελπίδες, παραβλέπουμε ότι υπάρχουν διέξοδοι κι έξοδοι κινδύνου, υπάρχουν αλέες και ξέφωτα ζωντάνιας, υπάρχουν άνθρωποι και όνειρα υπαρκτά, υπάρχουν τρόποι και μέθοδοι, αντίδρασης, αντίστασης, δημιουργίας και διαφυγής. 

Αν απλώσουμε το χέρι, θα διαπιστώσουμε ότι μέσα στο σκοτάδι, αλλά πάντα εκεί δίπλα μας, υπάρχει και κάποιο άλλο ή κάποια άλλα χέρια απλωμένα. Χέρια που αναζητούν και ψάχνουν, υποφέρουν κι αγωνιούν, ελπίζουν και περιμένουν. Χέρια που, αν δεν τα ξεπεράσεις με τη βιασύνη της καθημερινής ανάγκης, της πολυάσχολης ατομικότητας, της αδιάφορης ρουτίνας, μπορούν να σε κατευθύνουν, όπως θα σμίξετε, σ’ ένα νοσταλγικό και φορτισμένο πισωγύρισμα, που θα πλημμυρίζει όμως από τ’ αρώματα της ελπίδας και τις γεύσεις τις ζωής. Δεν θά ‘ναι μια απελπισμένη βουτιά στο παρελθόν, αλλά ένα δημιουργικό και ζωογόνο σάλτο στο μέλλον. 

Το βλέμμα σου το σκοτεινό, αυτό που έχει σκεπαστεί από το βαρύ πέπλο της νύχτας, θα μπορέσει να φωτιστεί και να φωτίσει το σκοτάδι και να διακρίνει, να ξεχωρίσει και να προσπεράσει, τελικά, ό,τι μας βρήκε κι ότι μας λύπησε. Ν’ αφήσει πίσω το σκοτάδι και την παγωνιά της αλοτρίωσης, της αποξένωσης, του ανταγωνισμού και να ανασάνει φράσκιες ανάσες ζωής με μια ματιά, μ’ ένα φιλί, μ’ ένα τραγούδι. 

Μ’ ένα τραγούδι. 

Πόσα μας έμαθε ο Χατζιδάκης! Πόσα όνειρα μας κέντισε ο Ξαρχάκος! Πόσες ελπίδες μας ύφανε ο Θεοδωράκης! Πόσοι έρωτες, πόσες αγάπες, πόσες πίκρες κι απογοητεύσεις. Πόσες ζωές φύγαν με τα καμιόνια των δεκαετιών στον περασμένο αιώνα. Πόσες αναμνήσεις φορτώσαμε στους ώμους μας, σαν βάρος δυσβάσταχτο, σαν διάψευση και σαν απαντοχή. Αυτές οι ζωές, που δεν ήταν ομορφότερες γιατί ήταν φτωχικές, που δεν ήταν ελκυστικότερες γιατί ήταν αθώες, που δεν ήταν πεφωτισμένες γιατί ήταν συλλογικότερες, αυτές οι ζωές, οι περασμένες μας κι όσες έχουν φύγει, αυτές που ζουν μέσα απ’ τα τραγούδια, στα βιβλία, στον κινηματογράφο, την ποίηση, τη ζωγραφική, αυτές είναι η προίκα μας, ο πολιτισμός μας. Μπορεί να μην ανοίγεις πια το ράδιο και ν’ ακούς «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», όμως ο ουρανός είναι εκεί, το ίδιο γαλανός, το ίδιο ξάστερος, το ίδιο μυστηριώδης κι ερωτικός. Μπορεί ο Χατζηδάκης να μην είναι εδώ, αλλά είναι διαρκώς παρών, επίκαιρος, αλλά και βασανιστικά προνοητικός. 

Το ένιωσα έντονα πριν λίγες μέρες, μαζί νομίζω μ’ άλλες τέσσερις- πέντε χιλιάδες κόσμο. Μέσα από τραγούδια που ένωσαν φωνές, αλλά και ζωές, που έφεραν το χτες στο σήμερα, όχι σαν βάρος και πίκρα, αλλά σαν φως κι ελπίδα ζωής. Μέσα στη νύχτα που φωταγωγήθηκε από δράσεις προσφοράς και ανιδιοτέλειας, κάτω απ’ την Ακρόπολη που έλαμπε σαν αστέρι στον ουρανό επισκιάζοντας όλα όσα αυτές τις τέσσερις-πέντε χιλιάδες κόσμου χώριζαν. 

Μπορούμε να πιάσουμε την άκρη του νήματος προς το αύριο, μπορούμε να σταθούμε όρθιοι μέσα στην καταιγίδα, μπορούμε να βρεθούμε και πάλι στο μονοπάτι της ελπίδας. Ας πάρουμε δύναμη, κουράγιο και πείσμα από αυτά που ο καθένας κουβαλάει μέσα του, απ’ αυτά που η συνείδησή του υπαγορεύει σαν σωστά, απ’ αυτά που η ψυχή του αισθάνεται ανθρώπινα. 

Γύρω μας υπάρχουν πάντα μοναδικές ευκαιρίες να ζωντανέψουμε την ελπίδα και την ελπίδα μας. Ας τολμήσουμε ν’ απλώσουμε με σιγουριά το χέρι για να διαπιστώσουμε πόσο κοντά μας είναι, πόσο εύκολο είναι. 

Εμείς έχουμε τις απαντήσεις, ο ουρανός είναι εκεί για να μας εμπνέει. Ας στρέψουμε το βλέμμα να τον κοιτάξουμε.


Κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν όπως οι φωνές της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Βασιλικού έσμιγαν μοναδικά σε τραγούδια από τον ελληνικό κινηματογράφο στο Ηρώδειο, "Μαζί για το παιδί".

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Η αχώνευτη δημοκρατία.


Δεν ξέρω αν τελικά η Μέρκελ θα συμφωνήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες για το σχηματισμό κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» ή αν θα επιχειρήσει να συνεργαστεί με τους «Πράσινους». Να σου πω και κάτι; Δεν μ’ ενδιαφέρει κάν τι θα κάνουν η Μέρκελ κι οι άλλοι πολιτικοί στη Γερμανία για τη Γερμανία.

Εκείνο που παρατηρώ, είναι αυτό που από μέρες τώρα γράφεται και συζητιέται, ότι δηλαδή μετά τις εκλογές είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθεί η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών –CDU για τους ειδικότερους– και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και κανένας δεν απορούσε και κανένας δεν αντιδρούσε και κανένας δεν βγήκε να καταγγείλει το αδιανόητο και το ανιστόρητο και το… –κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο καταστροφικό και κακό– ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Το αντίθετο, εφόσον καμιά πολιτική δύναμη δεν συγκεντρώνε την απαραίτητη πλειοψηφία στη Γερμανική Βουλή –Bundestag για τους ειδικότερους και πάλι– ήταν κάτι παραπάνω από φυσικό και βέβαιο, ότι τα πολιτικά κόμματα θα έρχονταν σε συνεννόηση και συνεργασία προκειμένου να εξευρεθεί η προσφορότερη λύση για να κυβερνηθεί η χώρα.

Με αυτή την πολιτική κουλτούρα, μ’ αυτή τη θεσμική ωριμότητα και ιστορική συνείδηση, περιμένουμε, λοιπόν, οι Γερμανοί πολίτες, οι σύμμαχοι κι εδώ και τρία χρόνια δανειστές μας, να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν τη λογική μας, την Ελληνική νοοτροπία, που επιβάλει να γίνονται ξανά και ξανά εκλογές, αν κάποιο κόμμα δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία; Έχουμε την  απαίτηση, ο λαός αυτός να είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί και να κατανοήσει, ότι υπάρχουν τόσο μεγάλες κι αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στη χώρα μας, οι οποίες αποτελούν τελικά και το ανυπέρβλητο εμπόδιο για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, ώστε να μην αναγκαστεί η χώρα να καταφεύγει σε επαναληπτικές εκλογές;

Με αυτή την αφετηρία, με αυτόν τον προβληματισμό κατά νου, αναλογίζομαι πόσο υπολείπεται η πολιτική μας κουλτούρα από εκείνη της Γερμανίας, της μόνης ίσως χώρας που, τελευταία και με την ευκαιρία της οικονομικής κρίσης, δεν χάνουμε ευκαιρία για να κατηγορήσουμε, να στηλιτεύσουμε ή να βρίσουμε. Δίχως να σημαίνει ότι όλες οι επιλογές κι αποφάσεις που το πρόσφατο διάστημα χρειάστηκε να παρθούν στόχευαν προς τη σωστή κατεύθυνση, δίχως να σημαίνει, ότι η αντιμετώπιση της χώρας μας με το ξέσπασμα της κρίσης, αποτέλεσε υπόδειγμα κοινοτικής αλληλεγγύης κι ανιδιοτελούς Ελληνο-Γερμανικής συνεργασίας, εκείνο που ξεχωρίζει είναι η αδιαμφισβήτητη πολιτική ωριμότητα, αποφασιστικότητα και σύνεση. Η συνέπεια κι η σταθερότητα μεταξύ πολιτικών λόγων και πράξεων, η μετριοπάθεια απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους κι η σαφήνεια των εξαγγελιών και των δηλώσεων.

Οι Γερμανοί πολίτες προσερχόμενοι στις κάλπες δεν διακατέχονταν ούτε από ψευτοδιλήμματα, ούτε από ψευδεπίγραφους εκβιασμούς. Δεν εξαναγκάζονταν να κατευθυνθούν στο «μη χείρον βέλτιστο», ούτε φοβόντουσαν για μετεκλογικές κυβερνητικές τερατογεννέσεις. Άκουγαν και έκριναν, γνώριζαν κι επέλεγαν, πίστεψαν κι αποφάσισαν.

Εμείς πώς συμπεριφερόμαστε; Τα πολιτικά κόμματα στην πατρίδα μας πώς λειτουργούν και πώς επικοινωνούν τις πολιτικές τους; Το πέρυσι δεν είναι αιώνες πριν για να το ξεχάσουμε, ούτε το 2009 απέχει τόσο πολύ για να μη θυμόμαστε τι συνέβη. Προχτές μόλις, από το βήμα της ΔΕΘ, τι ζήτησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τον πρωθυπουργό; Εκλογές. Αλλά, μήπως κι ο Αντώνης Σαμαράς, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το αντιμνημονιακό λάβαρο δεν κράδαινε και πηγαινοερχόταν στα Ζάππεια μέχρι τελικά να αναρριχηθεί στον πρωθυπουργικό θώκο πριν ένα χρόνο, ξεχνώντας έκτοτε όλα όσα υποστήριζε;

Πέντε φορές έχουν πραγματοποιηθεί βουλευτικές εκλογές στη χώρα μας από το 2004 μέχρι σήμερα. Κάθε δυο χρόνια περίπου εκλογές, λες κι οι δημοκρατικές διαδικασίες εξαντλούνται εκείνη την ηλιόλουστη –απ’ ότι θυμάμαι συνήθως– μέρα και μετά αρχίζουν τα παζάρια, τα τσαλίμια κι οι υπεκφυγές κι η δημοκρατία στο «έλεος του Θεού». Τα γνωστά τερτίπια των πολιτικών μας κομμάτων, που άλλα λένε, άλλα σκέφτονται κι άλλα πράττουν μετά τις εκλογές, γιατί –βλέπεις– εδώ στην Ελλάδα «υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και άλλα που γίνονται και δεν λέγονται».

Ποιοι θεσμοί και ποιες δημοκρατικές διαδικασίες να στεριώσουν; Ποιες πολιτικές συμπεριφορές να καρποφορήσουν και ποιες πολιτικές αποφάσεις ν’ απλωθούν στο χρόνο και να βλαστήσουν, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά και ποιος αντιπολιτεύεται, άσχετα με το ποιος έχει την πλειοψηφία και ποιος βρίσκεται στη μειοψηφία. Ένας διχασμός διαχρονικός, ψυχοφθόρος κι επικίνδυνος, που τώρα με την κρίση δείχνει απειλητικά τις παρενέργειές του για την κοινωνική συνοχή και γαλήνη. Μια διαρκής εθνική άμυνα απέναντι στους «άλλους», είτε ξένοι, είτε ντόπιοι είναι αυτοί, που εξουθενώνει τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις κι αποπροσανατολίζει τη βούληση και την επιθυμία της κοινωνίας για πρόοδο. Ένας παρατεταμένος θρήνος και μια οιμωγή για τα «χαμένα», τα «παρελθόντα», είτε πατρίδες ήταν αυτά, είτε πρόσωπα, είτε συνήθειες, που ακυρώνει τη λογική κι αγκυλώνει τις όποιες προσπάθειες σε μια καθημερινή ανέξοδη κι ατελέσφορη διαχείριση.

Τρία χρόνια μέσα στην κρίση και δεν κατορθώσαμε πουθενά να συνεννοηθούμε, δεν βρέθηκε ούτε ένα στραβό για να διορθώσουμε όλοι μαζί και να πάμε παρακάτω. Δεν συμφωνήσαμε ούτε δευτερόλεπτο όλοι μαζί για τα χρειαζούμενα σ’ έναν έστω τομέα, σε μια διαδικασία, σ’ ένα θέμα. Άσπρο εσύ; Μαύρο εγώ. Τα ζήσαμε, τα ζούμε. Μιλάμε για αξιοπιστία και μένουμε στα λόγια. Βρίζουν και λοιδορούν τους πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα οι φασίστες και νομίζεις ότι εκφράζουν το μέσο Έλληνα, την κοινή λογική, τόσο κοντά στην αλήθεια βρίσκονται. Και τ’ ακούνε οι «άλλοι» κι αναλώνονται σε «τόξα» και σε σφεντόνες, πάνε ξυπόλητοι στ’ αγκάθια και δεν καταλαβαίνουν ότι οι «άλλοι» τους την έχουν στήσει με μπαζούκας.

Συνεργασία και συναίνεση για ανατροπές και γενναίες αποφάσεις χρειάζονται στο δημόσιο λόγο και στο δημόσιο βίο. Συνεργασία κι όχι εκλογές και κουβέντες του καφενείου. Να παύσει η άσκοπη φλυαρία κι οι «κορώνες» σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και ν’ αρχίσει μια ουσιαστική συζήτηση για την εμβάθυνση έστω και την περιφρούρηση του πολιτεύματος. Ας βρουν επιτέλους έναν κοινό τόπο για τα ουσιώδη και τα χρειαζούμενα κι ας αφήσουν τα μεγαλεπήβολα και τα μακρόπνοα. Κανένας δεν ζητά ταυτήσεις κι αλλοτριώσεις, κανείς δεν ζητά το απόλυτο και τ’ αλάνθαστο στην λειτουργία των κομμάτων, όλοι όμως έχουν την απαίτηση ν’ αφήσουν κατά μέρος την ξύλινη γλώσσα και την υποκρισία και ν’ αγγίξουν την ουσία και το ζητούμενο της πολιτικής που είναι η κοινωνία κι οι ανάγκες της.

Οι Γερμανοί ψήφισαν και σε λίγες μέρες θα έχουν κυβέρνηση. Μπορεί δύσκολα, μπορεί μετά από υποχωρήσεις και συμβιβασμούς –κάποιοι λένε ότι μπορεί μερικοί απ’ αυτούς να μας συμφέρουν κιόλας– το σίγουρο είναι ότι θα έχουν κυβέρνηση για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Εκεί οι πολιτικές δυνάμεις αντιπαρατίθενται, ανταγωνίζονται, αλλά όταν πρέπει συνομιλούν, συνεργάζονται, συνεχίζουν. Η λογική πρυτανεύει. Σε ανάλογη περίπτωση οι «δικοί» μας θα έψαχναν για «προδότες» και «πουλημένους» και θα ζητούσαν εδώ και τώρα εκλογές. Το θυμικό αποθεώνεται. 

Ίσως γιατί οι Γερμανοί μπόρεσαν να χωνέψουν με το πέρασμα των αιώνων και των χρόνων τα βελανίδια που έτρωγαν όταν εμείς είχαμε δημοκρατία, ενώ εμάς, αυτή η δημοκρατία –όσα χρόνια κι αν περάσουν– θα μας κάθεται στο στομάχι.

Foto: El Porte-Bonheur

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Η χρυσή αυγή του πολιτικού συστήματος.



Αν η χρυσή αυγή τεθεί εκτός νόμου ο κασιδιάρης θα πάρει το Δήμο Αθημαίων με περίπατο. Αν οι δυνάμεις του –κατά δήλωσή τους– «δημοκρατικού τόξου» θέλουν να παραδώσουν την πρωτεύουσα της χώρας στους φασίστες, ας αρχίσουν να συναγωνίζονται σε ασυναρτησίες και σε λύσεις του ποδαριού. Αν η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα δεν αναλογιστούν με ψυχραιμία και σύνεση το διακύβευμα των επιλογών τους για την κοινωνία και τον τόπο, σ’ αυτό το κομβικό σημείο που έφτασαν οι εξελίξεις, είναι βέβαιο ότι οι επερχόμενες θα είναι πολλαπλάσια χειρότερες.

Καθαρές κουβέντες, ο κοινωνικός εκφασισμός δεν λειτουργεί επιλεκτικά και αλά καρτ. Ο εθισμός της κοινωνίας στη δυσανεξία της διαφορετικότητας, της ανοχής σε παραβατικές και παράνομες συμπεριφορές, της απαξίωσης των πολιτικών διαδικασιών, της κατάριψης αξιών και κανόνων, αποτελεί μια μακρόχρονη διαδικασία, που όμως η ευωχία κι ο καταναλωτικός οίστρος έσπρωχναν παραπίσω κι έχωναν κάτω απ’ το χαλί της άνεσης, όπως όλες τις αμαρτίες και τις «πληγές» της χώρας. Τώρα που η οικονομική κρίση έχει εξελιχθεί σε κοινωνικό ολετήρα και τα δήθεν κάστρα της ευρωπαϊκής μας μας πορείας, της ισχυρής οικονομίας και των δημοκρατικών κατακτήσεων πάνε περίπατο, οι καχεξίες, οι στρεβλώσεις κι οι αναπηρίες κράτους και κοινωνίας αποκαλύπτωνται με δραματικό τρόπο, απειλώντας να σαρώσουν όχι μόνο τα επίπλεστα επιτεύγματα, αλλά και την ίδια μας την υπόσταση ως κράτος και κοινωνία.

Η αδυναμία των θεσμών να συγκρατήσουν, να διαχειριστούν, να κατευθύνουν και να εκτονώσουν τη διάχυτη δυσφορία κι απογοήτευση, επιτείνει την κοινωνική πίεση και την εξωθεί σε διεξόδους απόλυτης σύγκρουσης και τελεσίδικης αναμέτρησης. Η επανάληψη κατ’ εξακολούθηση –μεσούσης της οικονομικής κρίσης– των ίδιων «συνταγών» πολιτικής, η αδυναμία να αναλυθούν ενώπιον της κοινωνίας τα αίτια της κρίσης, ν’ αναλυφθούν οι ευθύνες και να παρθούν ριζοσπαστικές αποφάσεις, αποπολιτικοποιεί μαζικά κοινωνικές ομάδες και στρώματα και πυκνώνει εκ των πραγμάτων πολιτικά σχήματα που, στα μάτια της κοινωνίας, φαντάζουν οι ιδανικοί και αποφασισμένοι τιμωροί και ανατροπείς του κατεστημένου πολιτικού συστήματος.

Με εγκληματική ελαφρότητα και περισσή πολιτική επιπολαιότητα οι εκτροπές έγιναν «θέαμα», παραπολιτικό σχόλιο, επιθεωρησιακά νούμερα και διαδικτυακά πειράγματα. Η βία κυκλοφορούσε ανάμεσά μας κι εμείς νομίσαμε, ότι σιδηροφράσσοντας το κοινοβούλιο ή αποκλείοντας ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα η δημοκρατία δεν κινδυνεύει, κυκλοφορώντας με συνοδεία δεκάδες αστυνομικούς εξασφαλίζουμε τη λειτουργία των θεσμών, τοποθετώντας κλειδαριές ασφαλείας κι αλεξίσφαιρα τζάμια προστατεύουμε το κράτος. Ο εχθρός όμως ήταν ήδη μέσα. Ελλόχευε ύπουλα και καρτερικά. Με τον εκφυλισμό και την κατάρευση της κοινωνικής συνοχής όσο εξελισσόταν κι αγρίευε η κρίση, όσο οι αποφάσεις των κυβερνήσεων έπλητταν αδιακρίτως και ισοπεδωτικά τη ραχακοκαλιά της κοινωνίας, τη μεσαία τάξη, τόσο τα περιθώρια του περιθώριου στένευαν, γιατί όλο και περισσότεροι καθημερινά προσέτρεχαν από ανάγκη, απογοήτευση, θυμό στις εγκληματικές υπηρεσίες του. Το έφεραν στο προσκήνιο, στο επίκεντρο στο κέντρο της οικονομικής κρίσης.

Ποιος θα πιάσει τώρα τ’ αναμένα κάρβουνα; Ποιος θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά;

Αυτό το χρέος ανήκει σε όλους. ‘Οπως κι αν το πιάσεις, απ’ όπου κι αν το δεις, πάνω στο ίδιο κλαδί βρισκόμαστε, στριμωγμένοι είμαστε και καλό θα είναι ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με οριμότητα και σοφροσύνη. Δεν το «έχουμε», είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε, εφόσον καθένας προσδοκά απ’ αυτή την «ιστορία» το κομματικό του κέρδος. Αυτή είναι η θρυαλλίδα που απειλεί να οδηγήσει στην πλέον οδυνηρή κοινωνική έκρηξη. Αν κάποιοι μετά απ’ αυτήν προσβλέπουν να ξυπνήσουν καθισμένοι στις κυβερνητικές καρέκλες είναι οι πλέον ανεύθυνοι κι επικίνδυνοι. Αν κάποιοι θεωρούν πρόσφορες τις συνθήκες για να ξεφύγουν απ’ το περιθώριο και ν’ αναμετρηθούν με τις απαντοχές και το θυμικό της κοινωνίας αντιπαρατάσσοντας τη βία απέναντι στη βία, θα είναι από τους πρώτους που θα σαρωθούν από τα θραύσματα της κοινωνικής διάλυσης.

‘Ενας δρόμος υπάρχει κατά τη γνώμη μας κι αυτός δεν είναι άλλος από εκείνον της –έστω πειθαναγκασμένης– συνεννόησης. Είτε κάτω από τον Πρόεδρο, είτε κάτω απ’ τον ήλιο, είτε κάτω από βροχή, τα πολιτικά κόμματα οφείλουν, ως ελάχιστο δείγμα πολιτικής ευθύνης, να ομονοήσουν και να δώσουν απτά δείγματα συμπεριφοράς σε όλους μας. Θάρρος και δύναμη χρειάζεται ο καθένας μας, η κοινωνία. Στο δύσκολο ξεκίνημα αυτά είναι τα προαπαιτούμενα και στη συνέχεια οι πολιτικές πρωτοβουλίες κι αποφάσεις, με μεθοδικότητα, συνέπεια, αποφασιστικότητα.

Είναι δύσκολος ο δρόμος που οδηγεί στην αποκατάσταση της τιμής και της υπόληψης του πολιτικού συστήματος. Αν δεν περάσουν όμως κόμματα, πολιτικοί, ΜΜΕ και δημοσιογράφοι απ’ αυτές τις συμπληγάδες, απ’ αυτήν την αναβάπτιση, δεν υπάρχει ελπίδα. Αυτό είναι το ζητούμενο και το πρόβλημα. Η χρυσή αυγή μπορεί να γίνει αφορμή για τη λύση του; 

Foto: James Markus

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Ο παλιός είναι παλιός.


Παλιά μας τέχνη κόσκινο. Στα παλιά μας τα παπούτσια, αν η ζωή κι οι ανάγκες μας είναι αλλού, αν με τη στάση και τη συμπεριφορά μας, με τα λεγόμενα και τα δρώμενα, απογοητευόμαστε, δυσαρεστούμαστε, διχαζόμαστε ή αποπροσανατολιζόμαστε. Όλος ο κόσμος, όλα αυτά που ξέραμε και θεωρούσαμε σταθερά και δεδομένα, έχουν ανατραπεί, έχουν αλλάξει. Του κόσμου όλου και της οικουμένης ο προσανατολισμός κι οι συντεταγμένες έχουν μεταβληθεί κι έχουν μετατοπιστεί απ’ τη μια άκρη της γης στην άλλη, τίποτα δε φτάνει όμως για ν’ αφυπνίσει και να τρομάξει την «Ελληνίδα» συνήθεια, ούτε καν η «Ελληνίδα κόρνα».
Πιάνω τον εαυτό μου να γκρινιάζει και να κατακρίνει κυβερνώντες και κυβερνήσεις για αδράνεια, για διαχείριση του παρόντος, για στερεότυπες συμπεριφορές και για παλαιοκομματικά τερτίπια. Δυσανασχετώ, επειδή ακολουθείται η πεπατημένη, επιλέγεται το μικρότερο πολιτικό κόστος, διευθετούνται τα προβλήματα με περιστασιακές λύσεις. Εκνευρίζομαι, γιατί αποφεύγονται τα αυτονόητα, καταστρατηγείται η κοινή λογική και παραγνωρίζεται η αξία του μέτρου, αλλά ρίχνοντας μια ματιά, μια πιο ψύχραιμη ματιά, πιο πέρα διαπιστώνω, ότι ο «παλιός» κόσμος είναι πανταχού παρών.
Η αντιπολίτευση και τα κόμματα, οι αρχηγοί κι οι αρχηγίσκοι, πολιτεύονται σαν ανεύθυνοι άρχοντες. Κρίνουν, επικρίνουν, κατηγορούν και καταγγέλλουν, τάζουν λαγούς με πετραχήλια, υπόσχονται και τα πιο απίθανα κι απίστευτα, δεν δεσμεύονται επί της ουσίας για τίποτε κι έχουν επιπλέον και την ανευθυνότητα να εγκαλούν –πολλές φορές με περισσό θράσος– όσους δυσανασχετούν ή αντιδρούν στις απόψεις τους. Το «άσπρο – μαύρο» ζει και βασιλεύει κι η ισοπέδωση καλά κρατεί, στο όνομα της αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση.
Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μήπως βρίσκονται σε άλλο μήκος κύματος; Μήπως έχουν εκσυγχρονίσει το συνδικαλιστικό τους λόγο και την επιχειρηματολογία τους για να πείθουν και να ευαισθητοποιούν τους εργαζόμενους; Μήπως έχουν καταβάλει προσπάθεια να ξεφύγουν απ’ τη λογική του «κάτω τα χέρια» και του «ενάντια» και ν’ ακολουθήσουν περισσότερο συναινετικές κι ευέλικτες πρακτικές διεκδίκησης; Μήπως έχουν απαλλαγεί από κομματικές ή άλλες εξαρτήσεις και δεσμεύσεις; Μήπως έχουν αναπτύξει συνδικαλιστικά αντανακλαστικά με αλληλεγγύη και αλτρουισμό πέραν του στενά εννοούμενου συντεχνιακού συμφέροντος;
Οι επιχειρηματίες είναι συνεπείς; 'Εχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες και τους όρους που θέτει ο σκληρός ανταγωνισμός; Έχουν συμβάλει στον εκσυγχρονισμό και την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς; Αναλαμβάνουν επιχειρηματικό ρίσκο για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και για τη βελτίωση της κερδοφορίας τους; Αναζητούν για τη διατήρηση των επιχειρήσεών τους καινοτόμες εφαρμογές κι ευέλικτες λύσεις πέραν των απολύσεων και της μείωσης του εργασιακού κόστους; Επιζητούν την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας σε όφελος και του κοινωνικού συνόλου;
Τα «Μέσα», τα ΜΜΕ –κατά το κοινώς λεγόμενο– οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα έχουν μεταβάλλει στάση, ρόλο και σχέση έναντι του κοινού; Άλλαξαν τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων και των ειδήσεων; Προσέγγισαν μ' ευαισθησία και σοβαρότητα το φαινόμενο της κρίσης και τις συνέπειές του; Πρόταξαν την ανάγκη της κοινής γνώμης για ενημέρωση έναντι των σκοπών ή των συμφερόντων τους; Κάλυψαν την ανάγκη του κοινού τους αυτή τη δύσκολη συγκυρία για προσιτή αλλά και ποιοτική ψυχαγωγία;
Πού αλλού να κοιτάξεις; Σε ποιον θεσμό να ρίξεις το βλέμμα και να μη διαπιστώσεις, ότι ο παλιός κόσμος «λύνει και δένει». Στην εκπαίδευση που ακόμα ψάχνουμε αν έχουν περισσότερη βαρύτητα τα θρησκευτικά από τη βιολογία ή την ιστορία; Στο στρατό, που για να κλείσει ένα στρατόπεδο τον πρώτο λόγο έχει η κάθε τοπική κοινωνία κι όχι ο σχεδιασμός για την άμυνα της χώρας; Στη δικαιοσύνη, που οι δίκες κι όλες οι διαδικασίες για την απονομή της ακολουθούν τη λογική και τις συνήθειες περασμένων αιώνων; Στο σωφρονιστικό σύστημα και τις άθλιες συνθήκες κράτησης ή στις διοικητικές διαδικασίες και τις ατέρμονες εμμονές τους;
Άφησα για το τέλος εμένα. Εμένα, που με άνεση και παρρησία υψώνω τον τόνο της φωνής και σε πολλές περιπτώσεις –ιδιαίτερα στους χαλεπούς μας καιρούς– με ευκολία και το χέρι. Έχω βελτιωθεί ως άτομο, ως πολίτης; Από πού να πιάσω και πού να τελειώσω; Μήπως όμως –γιατί κι αυτό ακούγεται με μεγάλη ευκολία στις μέρες μας– είμαι παντελώς ανεύθυνος; Μήπως όλοι εμείς οι ανώνυμοι κι οι πολυπληθείς, που απογοητευόμαστε, δυσανασχετούμε, θυμώνουμε, βρίζουμε ή και διαπληκτιζόμαστε, εμπίπτουμε σε κάποιον άγραφο νόμο «περί ευθύνης πολιτών»; Μήπως δεν μας αφορούν οι νόμοι κι οι κανόνες που υπάρχουν ή αφορούν μόνο τους επώνυμους, όλους αυτούς που με την πρώτη ευκαιρία λοιδορούμε, κατηγορούμε και προπηλακίζουμε; (Μην κουράζεσαι, ξέρω τι θα πεις «το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι»). Μήπως εμείς δεν επιλέγουμε τους ταγούς μας; Μήπως το άλλοθι της από κούνια αθωότητας, μας επιτρέπει να μένουμε διαρκώς στο απυρόβλητο και να 'χουμε το άλλοθι να κάνουμε ό,τι νομίζουμε κι ό,τι μας συμφέρει;
Ίσωμα δεν είναι όλα. Ούτε όλα είναι μαύρα κι άραχνα, τουναντίον, αλλά θα πρέπει να πάψει η εξαίρεση να επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αυτή η πολυεπίπεδη κρίση, όπως πολλοί και σε πολλές περιπτώσεις έχουν επισημάνει, μπορεί ν’ αξιοποιηθεί σε όφελος της κοινωνίας και των θεσμών της. Μπορεί το παλιό, το φθαρμένο, το «βαρίδι» να παραμεριστεί, να περάσει στο παρελθόν και η Ιστορία από βάρος να γίνει δύναμη κι εφαλτήριο προς το μέλλον.
Τελευταία μας έχουν πάρει από κάτω οι οικονομικές προσεγγίσεις και λες και θαμπωθήκαμε από το ξαφνικό success story που μας προέκυψε και χάσαμε τη λαλιά μας για όλες τις μεγάλες αλλαγές και ανατροπές που θα πρέπει η κοινωνία μας να πετύχει. Πάψαμε να ψάχνουμε με επιμονή και πείσμα για το καινούργιο ως ιδέα, ως νοοτροπία, ως έκφραση, ως στάση ζωής. Αν κάποιοι σήμερα ψάχνουν και ψάχνονται είναι μόνο όσοι αναζητούν την «κεντροαριστερά».
Πέσαμε με τα μούτρα στη μιζέρια και την απογοήτευση της καθημερινότητας και παραβλέπουμε τις τεράστιες αλλαγές που μπορούμε να διεκδικήσουμε, αλλά επιπόλαια αφήνουμε στα αζήτητα ή σε χέρια αδέξια. Σερνόμαστε έτσι από τις συνήθειες και τις νόρμες ενός παρελθόντος, που ενώ του καταλογίζουμε την ευθύνη για τη δεινή μας κατάσταση στο παρόν, εξακολουθούμε να βολευόμαστε στην ασφάλεια της πεπατημένης του. Δαιμονοποιούμε πρόσωπα, εποχές, κόμματα, καταστάσεις, περιστάσεις, τη ζωή την ίδια και τους εαυτούς μας τους ίδιους οικτίρουμε ολημερίς. Τραβάμε δεξιά κι αριστερά κόκκινες γραμμές, τον κόσμο όλο μουτζουρώνουμε, ακόμα και την κεντροαριστερά με τα στερεότυπα και τους αποκλεισμούς του παρελθόντος την οριοθετούμε, αντί να κάνουμε το αυτονόητο, όλοι, καθένας στο βαθμό και το μέτρο που τον αφορά κι έχει την ευθύνη, να προσπαθήσει ν’ αλλάξει κάτι από τον παλιό του εαυτό, από τις παλιές του συνήθειες, από τα παλιά του δεδομένα. (Ας μην επιτρέψουμε –λέω εγώ τώρα– στο σκύλο μας να λερώσει στην εξώπορτα του άλλου ή στο δημόσιο χώρο).
Πάμε μπροστά. Αν είναι κάτι να κρατήσουμε, ας μην είναι ο «παλιός καλός καιρός», αλλά οι «παλιές αγάπες», γι' αυτές που μπορεί να επιμένει ο στίχος να «μη μιλάς», αλλά –ας το φωνάξουμε επιτέλους– αυτές κάποτε μπορεί να ήταν η αξιοπρέπεια, το φιλότιμο, ο σεβασμός, η εργατικότητα, το μεράκι κι όλες αυτές οι αρετές κι οι αξίες, που ξέμειναν πίσω, όπως τρέχαμε βιαστικά και φουριόζικα με τον εγωισμό μας παραμάσχαλα για να προφτάσουμε να σκαρφαλώσουμε στο «ΚΤΕΛ» για την ατομική μας επιτυχία, για την ατομική μας ανέλιξη, για την επαγγελματική μας καταξίωση, στο «ΚΤΕΛ» του χτες που μας έφερε στο σήμερα.
Να σου πω, λοιπόν, τι καταλαβαίνω απ' όλα αυτά; Ο παλιός δεν είναι αλλιώς. Ο παλιός είναι παλιός (έστω κι αν τα ΚΤΕΛ ως τις μέρες μας πριμοδοτούνται –από πού αλλού;– απ' το κράτος για ν' αγοράσουν καινούργια λεωφορεία).

Foto: Floriana Barbu



Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Σεπτέμβρης των αποφάσεων.

 
Θα το διαπίστωσες κι εσύ ίσως το πόσο πληθωρικά, θερμά και πολυποίκιλα υποδεχτήκαμε το Σεπτέμβρη. Κάποια απ’ τις πολυάριθμες ευχές σίγουρα θα έκφρασε κι εσένα, αποσπώντας σου κάποιο «like», πιθανόν να θέλησες και ‘συ να συμμετάσχεις με λέξεις, εικόνες ή τραγούδια προσθέτοντας το δικό σου προσωπικό πρωτομηνιάτικο καλωσόρισμα. Ο νέος μήνας με την είσοδό του προκάλεσε λες μια ομαδική επιθυμία και ξεσήκωσε ένα κύμα λαχτάρας για μια νέα αρχή. Λες και δεν θα ερχόταν όπως κάθε χρόνο, σαν να ‘ταν ο πρώτος Σεπτέμβρης που συναντούσαμε, θαρρείς κι αυτός ο Αύγουστος, που έριχνε με την τελευταία του μέρα και την αυλαία του καλοκαιριού, μας είχε κουράσει, μας είχε ζορίσει.

Ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αφετηρία αναζητάμε. Την άκρη ενός αόρατου, αλλά δυνατού και σταθερού νήματος, που θα μπορεί να κατευθύνει τα βήματά μας με ασφάλεια και σιγουριά στην έξοδο αυτού του φαύλου κύκλου που βρισκόμαστε. Το «κάτι» που θα είναι ικανό να μας παρασύρει με ορμή και δυναμισμό προς τα μπρος και να μας κινητοποιήσει να ξεφύγουμε από την αδράνεια και την θλίψη. Την επανεκκίνηση της ζωής και την κινητοποίηση της κοινωνίας. Την πρόοδο και τη δημιουργία. Την πρόοδο και τη δημιουργία; Για ποιους και με ποιους όρους;

Πάντα στο «δια ταύτα» βρίσκονται τα δύσκολα. Εκεί που θα πρέπει να αποσαφηνιστούν προθέσεις, σκοποί και σκοπιμότητες, να αναλυθούν συνέπειες, λόγοι κι εναλλακτικές, να εξηγηθούν προτεραιότητες, ιεραρχήσεις και ανάγκες, να συμφωνηθούν πολιτικές, διαδικασίες και πλαίσια. Η ώρα της απόφασης είναι η πιο δύσκολη και γίνεται ακόμα δυσκολότερη όταν δεν κατέχεις απόλυτα την πρωτοβουλία των αποφάσεων και των ελιγμών, όταν δεν είσαι αυτοδύναμος κι αυτάρκης στους πόρους και τα μέσα, όταν δεν διαθέτεις πολιτικές συμφωνίες και κοινωνικές συναινέσεις.

Στα δύσκολα, σ’ αυτά που η μια ή η άλλη επιλογή δεν είναι βέβαιο, ότι οδηγεί στα σωστά αποτελέσματα, εκεί που η αμφιβολία κι ο προβληματισμός, η συνήθεια ή η αλαζονία, αναχαιτίζουν και «μουδιάζουν» την αποφασιστικότητα, ο μόνος σύμβουλος που μπορεί να προσφέρει την καταλληλότερη λύση είναι η αλήθεια, η ενημέρωση, η διαφάνεια. Όποιοι άλλοι σύμβουλοι και παρατρεχάμενοι ή παρακαθήμενοι, όποιες άλλες υποδείξεις, παραινέσεις ή προτροπές, όποιοι άλλοι λόγοι, αιτίες ή σκοπιμότητες, εισηγούνται ή υπαγορεύουν την αποσιώπηση, την παραπλάνηση, την επικοινωνιακή διαχείριση μόνο, είναι βέβαιο, ότι παρασέρνουν τις επιλογές και τις αποφάσεις σε δύσβατες ατραπούς και σε μισοσκότεινα μονοπάτια, που αργά ή γρήγορα, ερχόμενα στο φως, θα δημιουργήσουν μεγαλύτερα προβλήματα και θα προκαλέσουν σοβαρότερες παρενέργειες.

Γράφονται οι παραπάνω γραμμές με τη σκέψη, ότι η εποχή που εγκαινίασε αυτός ο Σεπτέμβρης προοιωνίζεται από τις πλέον δύσκολες και ευαίσθητες που έχουμε βιώσει ακόμα και μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης. Οι εξελίξεις για τη χώρα έχουν περιέλθει πλέον σ' ένα οριακά κομβικό σημείο. Το επόμενο διάστημα οι χειρισμοί απαιτούν ιδιαίτερη ακρίβεια, συνέπεια και υπολογισμό. Οι αποφάσεις απαιτούν σοβαρότητα, υπευθυνότητα, συλλογικότητα. Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού του 2014, απ' τη μια, αλλά και το μεσοπρόθεσμο –γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ της Πανεπιστημίου– ότι πρέπει να χωρέσουν στους κωδικούς, όπως τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι, χωράνε; Οι αλλαγές στο δημόσιο, απ' την άλλη, κι από κοντά τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα φώτα και τα νερά, συν τις ΠΥΡΚΑΛ, ΕΛΒΟ και λοιπές αμυντικές δυνάμεις, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ κι όχι καμιά δροσιστική Caipirinia ανάμνηση της καλοκαιριάτικης χαλάρωσης.

Όλα κρέμονται από μία κλωστή. Αν θα είναι αυτή ο μίτος για να ξεκινήσει η πορεία προς την έξοδο του λαβύρινθου ή εκείνη που θα σπάσει συμπαρασύροντας στο κενό θυσίες, προσπάθειες κι ανθρώπους, είναι στο χέρι της κυβέρνησης να το επιλέξει, να το σχεδιάσει και να το εκτελέσει. Το τι θα πουν «οι άλλοι» είναι γνωστό, για το «δια ταύτα» όμως η κυβέρνηση πρέπει ν' αποφασίσει κι αυτό το «δια ταύτα» είναι κρίσιμο, δύσκολο, περίπλοκο. Δεν είναι δυο λέξεις, ούτε καν μια ατάκα. Δεν είναι μια εικόνα, ούτε κάποιο θέαμα. Δεν είναι υπεκφυγή, ούτε μισόλογο. Είναι ξακάθαρες απόψεις, ειλικρινείς κουβέντες, απλότητα. λογική και μέτρο. Είναι η οριοθέτηση του «με ποιους πας», είναι το ορόσημο «πού πας». Αυτό το «δια ταύτα» θα καθορίσει αυτόν και τους επόμενους Σεπτέμβρηδες.

Αυτός ο Σεπτέμβριος έδειξε την ανάγκη και την αδημονία που υπάρχει για ένα νέο ξεκίνημα, μια νέα αρχή. Την ανάγκη διεξόδου απ' τον φαύλο κύκλο της μιζέριας και την επιθυμία ν' ακουστεί ένας ψίθυρος αισιοδοξίας. (Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ το αποφάσισε κι ας μην το παραβλέπουν και σκόπιμα ή επιπόλαια ορισμένοι το προσπερνάνε). Μένει να φανεί αν κι η κυβέρνηση το κατάλαβε ή αν αυτός ο Σεπτέμβρης –πρόωρα– θα την εκθέσει.

Foto: Kah Kit Yoong  






Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Οι ληγμένες διακηρύξεις.


Βάλε το «κάθε εποχή έχει» στο ψαχτήρι του Google και θα μείνεις έκπληκτος για το πόσα πολλά λέγεται ότι έχει κάθε εποχή, τους ήρωές της, τις ανάγκες της, την ιστορία της, τους μύθους της, τον Αλαντίν, αλλά και τους ποιητές της. Η εποχή μας άραγε, εκτός από μνημόνια, απογοήτευση κι αδιέξοδα, έχει κάποια άλλα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να την διακρίνουν και ποια είναι αυτά; Γιατί θα μείνουμε στην ιστορία και γιατί να μείνουμε στην ιστορία; Μόνο γιατί «λεφτά υπάρχουν» ή γιατί «μαζί τα φάγαμε»;

Η εποχή μας διακρίνεται από μια μεγάλη έλλειψη, από ένα μεγάλο κενό, που, κάτω από το βάρος της οικονομικής κρίσης, παραβλέπεται και αποσιωπάται. Κρύβεται πίσω από τα άγχη και τις αγωνίες της καθημερινότητας και ξεχνιέται στην προσπάθεια να προφθάσουμε το σήμερα, να διαχειριστούμε το παρόν. Δεν δημιουργήθηκε στις μέρες μας, αλλά στις μέρες μας η έλλειψη αυτή γίνεται ακόμα πιο εμφανής –τι αντίφαση!– και το κενό περισσότερο κραυγαλέο και βασανιστικό. Και πιο πριν υπήρχε, αρκετά χρόνια πριν, αλλά ο βηματισμός μας ως κράτος κι ο προσανατολισμός μας ως κοινωνία ήταν συντονισμένοι και στραμμένοι αλλού, σ’ άλλες προτεραιότητες κι ενδιαφέροντα. Η κεκτημένη ταχύτητα της επιδοτούμενης και δανειοδοτούμενης ανάπτυξης, ο εφησυχασμός κι η ασφάλεια του καναπέ και του καινούργιου διαμερίσματος, η χαλαρότητα κι η ευκολία της επικοινωνίας και των σχέσεων, δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για επίπονους προβληματισμούς και για κουραστικές αναζητήσεις.

Η ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ ήταν ο τελευταίος μεγάλος εθνικός στόχος που επιτεύχθηκε. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, επί των ημερών του Κώστα Σημίτη, αποτέλεσε οραματισμό κι επιδίωξη, στόχο κι εθνική κατάκτηση με τεράστια σημασία για την πορεία της χώρας. Η επιτυχία αυτή αποτέλεσε τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας ως τις μέρες μας, πορείας που είναι προφανές πλέον και πανθομολογούμενο, ότι σωστά χαράχτηκε από τον Κωσταντίνο Καραμανλή και πολύ σωστά ακολουθήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου στη συνέχεια.

Η μεταπολιτευτική πορεία της χώρας σηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή πορεία της. Η Ελλάδα ήταν παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και διαδραμάτισε, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτικού γίγνεσθαι και την ευημερία των λαών της. Όχι χωρίς προβλήματα, όχι χωρίς πισωγυρίσματα, όχι χωρίς πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Πάντα όμως με θέσεις, πάντα με βούληση, πάντα παρούσα. Η Ευρώπη πρόσφερε ένα οικείο και προσιτό πολιτικό και γεωγραφικό χώρο, παρά τις αντιθέσεις και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, παρά τις ανισότητες και το δημοκρατικό έλλειμμα. Η Ελλάδα αισθανόταν ασφαλής και δυνατή, η Ευρώπη ήταν εκεί κάθε φορά που η χώρα μας χρειαζόταν μια πυξίδα κι ένα όραμα για να πάει μπροστά, κάθε φορά που χρειαζόταν να κινητοποιηθεί πολιτικά και οικονομικά, κάθε φορά που χρειαζόταν ένα άλμα προς το μέλλον, προς τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, προς τις αρτιότερα οργανωμένες κοινωνίες.

Στις μέρες μας, στις μέρες της οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα, τον Ευρωπαϊκό νότο, αλλά και την Ευρώπη γενικότερα, η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει και ν’ αποτελέσει ένα νέο εθνικό όραμα, έναν νέο εθνικό στόχο. Η Ευρώπη μπορεί ν’ αποτελέσει το χώρο συνάντησης και προβληματισμού όλων των δημοκρατικών και προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, το πεδίο ζύμωσης και σύνθεσης όλων των ιδεών κι απόψεων για το παρόν και το μέλλον, για τα κράτη και τους λαούς. Η Ευρώπη μπορεί ν’ αποτελέσει το διακριτό ορόσημο ανάμεσα σ’ εκείνους που αγωνιούν κι αγωνίζονται για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, για τη δημοκρατία και την ευημερία για όλους, για μια Ευρώπη ενιαία, εύρωστη, ακμαία και ισχυρή και τους άλλους, όλους όσους με σκοπιμότητα κι ιδιοτέλεια κακοποιούν και λοιδορούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ιστορία και πασχίζουν για μια Ευρώπη διχασμένη, διαλυμένη, απομονωμένη, ξεκομμένη από τις παγκόσμιες εξελίξεις και μακριά από τις πολιτικές, πολιτισμικές και πνευματικές της αρχές κι αξίες.

Απέναντι σ’ αυτές τις πολιτικές δυνάμεις των άκρων και του περιθωρίου, που, με αφορμή την οικονομική κρίση και τα προβλήματα που δημιουργεί στην κοινωνία μας, φιλοδοξούν κι επενδύουν στο φόβο, την ανομία, την ισοπέδωση και το μίσος, μπορεί να δημιουργηθεί ένα ευρύτατο πολιτικοκοινωνικό μέτωπο, μια ευρεία συμμαχία για τη ζωή και το αύριο μέσα στην Ευρώπη, για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Υπάρχει η δυνατότητα να ορθωθεί ένα ισχυρό δημοκρατικό ανάχωμα, που θα κοιτάζει πέρα από τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, πίσω από τις πλάτες τις τρόικας και των δανειστών και θα οραματιστεί μιαν Ελλάδα της ανάπτυξης και της δημιουργίας, μιαν Ελλάδα της νεότητας και του αύριο, μιαν Ελλάδα της δημοκρατίας και των θεσμών. Η Ευρώπη γι’ αυτήν την Ελλάδα μπορεί να είναι το όραμα και το όχημα, μαζί με την Ευρώπη για την Ελλάδα, γιατί τίποτε δεν κατακτιέται δίχως βοήθεια, δίχως συμπαραστάτες, δίχως συνεργάτες. Στην Ευρώπη και στις δυνάμεις της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, στις δυνάμεις που μπορούν να κοιτάξουν με καθαρή ματιά στον ορίζοντα και να διακρίνουν, ότι το μέλλον της Ευρώπης για να υπάρξει πρέπει να είναι κοινό για τα κράτη και τους λαούς, ενιαίο για την αγορά και την παραγωγή. Δίκαιο για τους λαούς και τις κοινωνίες.

Αυτό το όραμα θα μπορούσε να καλύψει το μεγάλο κενό που σήμερα, αλλά κι από χρόνια, λείπει από την πολιτική ατζέντα των φθαρμένων και ξεπερασμένων απ’ την ίδια τη ζωή ιδεολογημάτων της μεταπολίτευσης. Αυτό το όραμα θα μπορούσε ν’ αποτελέσει το σύγχρονο GPS των πολιτικών φορέων και προσώπων, που ψάχνουν στα τυφλά δεξιά κι αριστερά πότε την είσοδο της «σοσιαλδημοκρατίας» και πότε την εμπασιά της «κεντροαριστεράς». Αυτό το όραμα που θα είχε τη δύναμη ν’ αφήσει πίσω ληγμένες διακηρύξεις και παρωχημένα συνθήματα και να κοιτάξει την κοινωνία στα μάτια δίχως τις ενοχές των διαχωριστικών γραμμών και τις αγκυλώσεις των δογματικών παρατάξεων. Αυτό το όραμα που θα καλούσε για να σχηματοποιηθεί και να πάρει σάρκα και οστά ανθρώπους με φιλοδοξίες και φιλότιμο, αποφασιστικότητα και ήθος, αισιοδοξία κι αυτοσυγκράτηση. Αυτό το όραμα, που θα είχε για να δίνουν ενέργεια στον πυρήνα του πολυάριθμους ατομικούς ηγέτες υπεύθυνους για τον εαυτό τους και τις πράξεις τους κι όχι στην κορυφή του κάποιον χαρισματικό, αλλά μοναχικό κι ανεξέλεγκτο ηγέτη.

Αυτό το όραμα είναι εφικτό, αρκεί για να το δούμε ν’ απομακρύνουμε το βλέμμα από τον καθρέφτη της φιλαρέσκειας, του εγωισμού και του ατομισμού μας, φτάνει να μη ζητάμε τα πάντα απ’ τους άλλους δίχως να είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε τίποτα.

Οι ευχές, τα λόγια κι οι προσδοκίες καταναλώνονται εύκολα και πολλές φορές ανέξοδα, σε ημερίδες, συνέδρια και συνδιασκέψεις, η κατανάλωση όμως ανέξοδα του σήμερα υποθηκεύει και πισωγυρίζει το αύριο. Μπορούμε με πράξεις να ξεφύγουμε από την απελπισία του σημερινού Ευρωπαϊκού «μεσαίωνα» και να χαράξουμε μιαν ελπίδα αναγέννησης για τη χώρα, για την Ευρώπη, για όλους.

«Το μέλλον αλλάζει όταν το κοιτάζουμε».
Σήμερα που ξαναβρεθήκαμε ας κοιταχτούμε βαθειά στα μάτια, ίσως έχει απομείνει κάτι από την αρχέγονη σπίθα της διορατικότητας, της φαντασίας και του αλτρουισμού, που τόσο λείπουν απ’ την εποχή μας, αλλά που αποτελούν δομικά συστατικά για τη γέννηση των οραμάτων.