Οι λίστες άνοιξαν, τους πιάσαμε τους φοροφυγάδες. Ολοκληρώθηκε κι η φορολογική μεταρρύθμιση κι έτσι όλοι οι μαγαζάτορες, οι έμποροι, οι σουβλατζήδες κι οι καφετζήδες μαζί αποδίδουν πλέον στο κράτος τον –ελάχιστο λόγω χαμηλού τζίρου– ΦΠΑ. Οι πρατηριούχοι μπήκαν σε σειρά, οι γιατροί κι οι δικηγόροι, απ’ την άλλη, κόβουν –έστω και «κουτσουρεμένες»– αποδείξεις, όπως πράττουν υδραυλικοί κι ηλεκτρολόγοι, ενώ οι ταξιτζήδες –μετά το άνοιγμα μάλιστα του επαγγέλματος– ούτε που διανοούνται να μην εκδώσουν απόδειξη μετά από κάθε «κούρσα» –ας είναι και διπλομισθωμένη. Τα κρατικά ταμεία εξασφάλισαν για μερικούς ακόμα μήνες μισθούς και συντάξεις.
Η αγωνία για την επόμενη δόση εξέλειπε; Γίναμε επιτέλους πλεονασματικοί κι αυτάρκεις;
Παραμύθια κι όνειρα φθινοπωρινής νυκτός.
Αν η χώρα δεν παράγει, όσοι πολιτικοί κι αν κρεμαστούν στα τηλεοπτικά παράθυρα, όσοι επίορκοι κι αν πηγαινοέρχονται στην Ευελπίδων, όσα κλεμμένα κι αν κυνηγηθούν από φορολογικό παράδεισο σε φορολογικό παράδεισο, την πύλη του παραδείσου των αγορών δεν πρόκειται να διαβούμε στον αιώνα τον άπαντα.
Έφυγε κι η Μέρκελ και το μόνο που μας έμεινε τελικά είναι η εντύπωση. Οι εντυπώσεις δεν παράγουν πλούτο, δεν παράγουν εισοδήματα, δεν παράγουν ευημερία, μπορεί ν’ αναπαράγουν προσωρινά ψευδαισθήσεις και να καλλιεργούν ελπίδες, αλλά παραμένουν άνθρακες, ο θησαυρός δεν βρίσκεται.
Μάγοι με δώρα μπορεί να υπάρχουν στους θρύλους ή στα παραμύθια, θείοι πολυεκατομμυριούχοι και κληρονομιές αμύθητες μπορεί να υπάρχουν στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες ή τα μυθιστορήματα, θαμμένοι θησαυροί ή ξεχασμένες περιουσίες μπορεί να υπάρχουν στην καλπάζουσα φαντασία ή σε ευφάνταστα μυαλά. Στην εποχή μας, όποιος περιμένει να λύσει μ’ αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά του προβλήματα και ν’ αποκτήσει πλούτο, το πιθανότερο είναι ότι θα πεθάνει στην ψάθα. Στην περίπτωσή μας, μπορεί να εξασφαλίσουμε περισσότερο χρόνο για να φυτοζωούμε ξεχασμένοι στα αζήτητα της Ευρώπης, έχοντας κρεμάσει στον γαλάζιο μας ουρανό –μπορεί και με πανώ απ’ την Ακρόπολη– φαρδιά πλατιά την πολιτική απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων, να μας συντηρούν με δανεικά, μήπως κάποια στιγμή φιλοτιμηθούμε ή βαρεθούμε και σηκωθούμε να φύγουμε μόνοι μας.
Όμως θα ‘ναι κρίμα.
Θα ‘ναι κρίμα, γιατί η χώρα διαθέτει πλούτο, χίλιους δυο «πλούτους» έχουμε. Το «πλούσιο λεξιλόγιο της γλώσσας», τον «πλούτο των ιδεών της αρχαίας σκέψης», τον «πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς», το «πλούσιο φυσικό τοπίο και περιβάλλον», αλλά και τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, επειδή όμως κανείς απ’ αυτούς δεν εξαργυρώνεται σε κάποιο τραπεζικό γκισέ, αισθανόμαστε φτωχοί, δεν κάνουμε καν τον κόπο ν’ αναρωτηθούμε μήπως όλα αυτά τα «πλούτη» είναι τελικά ο πλούτος μας.
Γιατί άραγε δεν σχηματίζονται όλο το χρόνο ουρές τουριστών για να επισκεφθούν το μουσείο της Ακρόπολης;
Γιατί άραγε η Πινακοθήκη δεν διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό;
Γιατί το Τατόι ρημάζει απ’ την εγκατάλειψη και την αδιαφορία;
Γιατί δεν δημιουργούνται σε κάθε νησί μας υποδομές για προσφορά τουριστικών υπηρεσιών ποιότητας;
Γιατί δεν υπάρχουν παγκοσμίου φήμης έδρες αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο ή παγκοσμίου κύρους έδρα Μακεδονικών Μελετών στο Αριστοτέλειο;
Γιατί δεν βουλιάζει η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη από επισκέπτες από κάθε γωνιά της γης όλες τις εποχές του χρόνου;
Γιατί δεν δημιουργούνται παγκοσμίου ενδιαφέροντος γεγονότα για τη μουσική, την Ιστορία, το περιβάλλον, την τέχνη, τον ελληνικό πολιτισμό;
Γιατί γι’ αυτά τα αυτονόητα δεν ξεσηκώνονται και δεν κινητοποιούνται πανεπιστημιακοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες, τοπικές κοινωνίες, πολιτιστικοί φορείς, οργανισμοί κι οργανώσεις; Γιατί δεν ευαισθητοποιούνται ομογενείς, ευεργέτες, εταιρείες;
Μήπως γιατί η Ελλάδα είναι μικρό μέγεθος για τις αγορές, αμελητέα ποσότητα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Μήπως γιατί είναι μια μικρή χώρα, χωρίς πρώτες ύλες και ανταγωνιστικές υποδομές, χωρίς επιρροή και διεθνές κύρος; Μήπως γιατί φταίνε οι πολιτικοί, φταίνε οι συνθήκες, φταίνε τα συμφέροντα, φταίνε οι ξένοι;
‘Η μήπως, γιατί καθένας απ’ αυτούς τους «υπεύθυνους» φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, για ό,τι ο ίδιος έχει ανάγκη, για το συμφέρον του και νοιάζεται μόνο για τη μικρή νησίδα των αρμοδιοτήτων και της ευθύνης του; Μεριμνά μόνο για ν’ αποσπά τη μερίδα του λέοντος των κρατικών επιχορηγήσεων, των επιδοτήσεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων, για τις πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, για να τα ‘χει καλά με τις εξουσίες και να τακτοποιεί τις υποθέσεις του διασφαλίζοντας τον τόπο του, τη θέση του, την τσέπη του;
Κι άλλοι λαοί, όμως, βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ εμάς ή είναι κι ακόμα μικρότεροι και σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες. Παρόλα αυτά έχουν επινοήσει τρόπους να μεγιστοποιούν εκείνα που έχουν, να μετατρέπουν το πρόβλημα σε καινοτομία, να δημιουργούν τις προϋποθέσεις και να αξιοποιούν τις ευκαιρίες. Οι λαοί αυτοί ούτε στους άλλους φροντίζουν να φορτώνουν τις αναποδιές και τις ατυχίες τους, ούτε περιμένουν μακάριοι το «μάνα εξ ουρανού», ούτε –πολύ περισσότερο– κάνουν αμάν να πιάσουν κανένα φοροφυγάδα μήπως μπει κανένα «φράγκο» στ’ άδεια ταμεία τους ή να ‘ρθει καμιά Μέρκελ για να βρουν ευκαιρία να ξαναμαλώσουν μεταξύ τους, αν έφτασε μ’ άδεια χέρια ή αν έφερε καθρεφτάκια και γλυκά για την επίσκεψη.
Πλούτο έχουμε, όραμα, ενότητα και διάθεση δεν έχουμε.
Τώρα στα δύσκολα, βούρδουλες και χούντες ονειρευόμαστε –λες και δεν έχουμε δοκιμάσει πού οδηγούν– σαν να ‘ναι οι θεόπνευστες λύσεις, που θα μας βγάλουν με το ξύλο και τον αυταρχισμό απ’ το τέλμα. Πακέτα και επιμηκύνσεις εκλιπαρούμε –λες και δεν ξέρουμε τι έγινε με τα προηγούμενα– σαν άμα τα πάρουμε σύντομα, έτσι ανοργάνωτοι που πορευόμαστε, δεν θα ξαναψάχνουμε εναγωνίως την επόμενη δόση. Μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές υποσχόμαστε μ’ ευκολία –λες κι αφορούν κάποιους άλλους– σαν να μην γνωρίζουμε ότι ουσιαστικά δεν θέλουμε να τις κάνουμε, ότι κατά βάθος όλα θέλουμε να μείνουν όπως είναι.
Άλλοθι εφευρίσκουμε και προφάσεις, αλλά κανένα άλλοθι πια δεν έχουμε, καμιά πρόφαση δεν μπορεί να μας δικαιολογήσει.
Πρόφαση και υπεκφυγή είναι ότι εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει διέξοδος, δεν υπάρχει δρόμος. Δρόμος υπάρχει. Είναι ένας δρόμος, μονόδρομος, που οδηγεί με σιγουριά κι ασφάλεια στην έξοδο, αλλά για να φτάσουμε να βαδίσουμε σ’ αυτόν τον δρόμο, θα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε πως με τα άλλοθι και τις προφάσεις φτάσαμε στο αδιέξοδο. Πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε τον κόπο να εφεύρουμε τον τρόπο για να επικοινωνήσουμε και να συνεννοηθούμε μεταξύ μας δίχως αναστολές, υπεκφυγές και φλυαρίες και να βαδίσουμε, να τρέξουμε, αυτόν τον δύσκολο δρόμο.
Τότε πιθανόν να μπορέσουμε, με πολύ κόπο και μόχθο, ν’ αξιοποιήσουμε και τον πλούτο της χώρας. Τον πλούτο που απλόχερα η φύση και το πνεύμα των προγόνων δημιούργησαν, αλλά που με την αδιαφορία και το βόλεμα, με την ιδιοτέλεια και το θράσος μας, αντί να του προσθέσουμε αξία και να το διαφυλάξουμε ως πολύτιμη κληρονομιά για εμάς και τις γενιές που έρχονται, αφήσαμε στις μέρες μας να θαφτεί κάτω από τόνους αναξιοπιστίας, ειρωνείας, περιφρόνησης και χλευασμού της παγκόσμιας κοινής γνώμης.