Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Σκέψεις για τα σκουπίδια.


Κάντε «like», πατήστε και μερικά «Ha», «Ha», «Ha» στη φωτογραφία και πάμε για την επόμενη...

Σε πέντε – έξι χρόνια που θα ξαναγίνουν τα σκουπίδια βουνό να τα ξαναπούμε, έτσι; Πιθανόν να είναι κάποιοι άλλοι στα πράγματα, κάποιοι δήμαρχοι να κοιμούνται ήσυχοι στα σπιτάκια τους, μπορεί και κάποιος υπουργός απ’ τους πρωτεργάτες των επικείμενων μονιμοποιήσεων να έχει εκλεγεί από τη Βουλή και πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τότε, τα ρεπορτάζ θα γίνονται και πάλι μπροστά σε απεργούντες συμβασιούχους κι η αλήθεια θα ασφυκτιά στον πάτο κάποιου κάδου σκουπιδιών.

‘Ετσι είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, γιατί αν θέλαμε να είναι αλλιώς θα είχαμε μεριμνήσει να πράξουμε κι αλλιώς. Ποιος μας εμπόδισε; Μήπως οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες των Δήμων; [Προσέξτε μη σας φύγει κανένας πόντος]. Αυτές οι ανάγκες είναι κάτι σαν το δημόσιο χρέος, που και όλο να μας χαριστεί την άλλη μέρα πάλι θα χρωστάμε. ‘Ετσι κι οι ρημάδες οι «πάγιες και διαρκείς ανάγκες», έστω κι αν όλες οι οργανικές θέσεις να καλυφθούν με μονίμους, πάλι την επόμενη μέρα θα λείπει κάποιος φύλακας, κάποιος οδοκαθαριστής, κάποια καθαρίστρια.

Ούτε το ίδιο το Σύνταγμα (2001) δεν κατόρθωσε να σταθεί εμπόδιο που απαγορεύει ρητά τις μονιμοποιήσεις συμβασιούχων, πόσο ν’ αντέξει ο έρμος ο 2190 (Νόμος Πεπονή) που μέσα σε λίγα χρόνια το άρθρο για τους συμβασιούχους τροποποιήθηκε πάνω από 200 φορές. Ούτε ο Καλλικράτης, πολύ περισσότερο, που σε κάποιους κυβερνητικούς κι αυτοδιοικητικούς ακόμα κάθεται στο στομάχι.

Μιλάμε, λοιπόν, για τα ίδια και τα ίδια, πότε δίπλα σε σωρούς από σκουπίδια, πότε πίσω από ατέλειωτες ουρές δημοσίων υπηρεσιών, πότε μπροστά σε κάποιο πινάκιο δικαστηρίου, πότε για κάποια παράταση πληρωμής, τη διαγραφή ενός προστίμου ή τη νομιμοποίηση κάποιου αυθαίρετου. Η παράλογη κανονικότητα της χώρας, ο παραλογισμός που μας έφερε στην κρίση, πανταχού παρών κι ακόμα συζητάμε και συζητάμε κι αναζητούν τάχα λύσεις οι υπεύθυνοι, αλλά λύσεις υπάρχουν μόνο στα λόγια.

Δυστυχώς, οι «νέοι» του πολιτικού συστήματος έχουν αποδειχθεί στο κυβερνητικό έργο πιο παλιοί κι απ’ τους παλιούς, πιο συντηρητικοί κι απ’ τους συντηρητικούς, πιο ρουσφετολόγοι απ’ τους ρουσφετολόγους, πιο ανίκανοι απ’ τους πιο ανίκανους. Ούτε κάν «αριστεροί» δεν κατόρθωσαν να φανούν στην πράξη, μόνο στα λόγια και τους τσαμπουκάδες, την παραβατικότητα και τη μαγκιά• σ’ αυτά σκίζουν.

Δεν γίνεται τίποτα κι αυτός είναι ο βρόγχος που μας πνίγει καθημερινά.. Τίποτα και φως από πουθενά. Γυρίζουμε όπως ο σκύλος γύρω - γύρω απ΄την ουρά του επί τόσα χρόνια. Δεν ισοπεδώνω, αλλά τώρα με τον τρόπο που πολιτεύεται αυτή η κυβέρνηση θα έπρεπε η αντιπολίτευση να κάνει πάρτι, να μην μπορεί κυβερνητικός εκπρόσωπος και βουλευτής της συμπολίτευσης να σταθεί, να βγει απ’ το σπίτι του, να σηκώσει το χέρι στη Βουλή, όχι εξαιτίας του φόβου προπηλακισμών ή βιαιοπραγιών, αλλά εξαιτίας των παληνωδιών, των αστοχιών και των διαδοχικών λαθών σε χειρισμούς, ενέργειες κι αποφάσεις.

Αντ’ αυτού φλυαρίες και ανούσιες δηλώσεις, ποιος να πιστέψει και ν’ ακολουθήσει; Ποιος να πιστέψει τι; Ποιος και γιατί να διαδηλώσει; Για να έρθει ο Κυριάκος ή η Φώφη να ξανακάνουν τα ίδια; Κανείς δεν τολμά να πάρει τη χώρα στις πλάτες του, κανείς δεν έχει το παράστημα και το θάρρος να πει πώς θα ξεφύγει η χώρα απ' αυτά που τη βασανίζουν χρόνια ολόκληρα. Βολεμένοι σε ρόλους και σε ποσοστά περιμένουν, απλώς περιμένουν να περάσει ο χρόνος, δεν θέλουν και δεν είναι ικανοί να κάνουν κάτι άλλο. [Α, συζητείται η Νέα Δημοκρατία να καταθέσει πρόταση μομφής κατά του Καμένου. Ναι, κι η Συμπαράταξη θ' αναζητήσει την ανάπτυξη με «την αναδιοργάνωση και αξιολόγηση των διαδικασιών και των δομών» του κράτους].

Μπαγιάτικες εκφράσεις, ξεπερασμένες απόψεις, ξαναζεσταμένες ιδέες. Να βγω, λοιπόν, να πάω πού; Να ψηφίσω να βγάλω ποιον; Θα το πω όπως το νιώθω, τις φορές που δημιουργήθηκαν κάποιες σοβαρές προϋποθέσεις και διεφάνει μια πιθανότητα η χώρα να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της πεπατημένης, δυνάμεις μέσα από το πολιτικό σύστημα, απ' τα ίδια τα κόμματα, αλλά κι απ' αυτό που καλείται γενικά κι αόριστα «κατεστημένο», συνέπραξαν ώστε η πιθανότητα αυτή ν' ανατραπεί κι οι εξελίξεις ν' ακολουθήσουν εκ νέου, με νέες –μάλιστα– περικοπές και βάρη για τους πολίτες, την ίδια κατεύθυνση, την ίδια αδιέξοδη κι αναποτελεσματική πορεία.

Μετά το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, ζούμε το πρόβλημα των συμβασιούχων κι επί ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, αυτό και μόνο υποδηλώνει την παταγώδη αποτυχία του πολιτικού συστήματος ν' αντιμετωπίσει σοβαρά κι υπεύθυνα το μείζον πρόβλημα του τόπου μέσα στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κι ανταγωνιστικό περιβάλλον, να επεξεργαστεί και να προτείνει ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης κι ανάπτυξης, ένα ρεαλιστικό σχέδιο με άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ενέργειες και δράσεις για την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία. Αντ' αυτού αντιπαραθέσεις και κόντρες για τα μικρά και τ' ασήμαντα, απειλές και καταγγελίες για το θεαθείναι και χάριν γούστου, εφήμερες δηλώσεις κι αναλώσιμες ατάκες.

Κάτι σάπιο υπάρχει στο πολιτικό μας σύστημα, μια βαθειά πληγή, μια γάγγραινα που πυορροεί απαξιώνοντας τα κόμματα, εμποδίζωντάς τα να οργανωθούν και να λειτουργήσουν ανοιχτά, δημοκρατικά, με φαντασία, μ' αποφασιστηκότητα, χωρίς φόβο για την κοινωνία, δίχως άγχος για την εξουσία. Η χρόνια δυσωσμία της δηλητηριάζει κι αφιονίζει την κοινωνία.

Τα σκουπίδια που εξακολουθούν να είναι εδώ, για μια ακόμα φορά μας το θυμίζουν.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Στο Σύνταγμα, αδέρφια, στο Σύνταγμα.


Μπορεί, όλα αυτά που αυτές τις μέρες βλέπουν το φως της δημοσιότητας, να μην έχουν καμιά σημασία ή σπουδαιότητα για το δημόσιο διάλογο ή να μην έχουν και καμιά επίπτωση στις εξελίξεις και στην κυβερνητική πορεία, αποτελούν όμως, για τη φτωχή τη λογική μου, αυταπόδεικτα σημάδια κι ακράδαντες αποδείξεις για την προϊούσα έκπτωση και τον ξεπεσμό των πολιτικών ηθών, για την παγίωση του βδελυρού και προσβλητικού ύφους άσκησης εξουσίας, όπως το αντιλαμβάνομαι να κυριαρχεί με ιδιαίτερη επιμονή και ένταση τα τελευταία χρόνια.

Την αλαζονεία την έχω ζήσει σ’ όλο της το μεγαλείο κι όλη της τη δόξα. Απ’ το 2000 κι ύστερα δεν αισθάνομαι και τίποτα άλλο· μια ξιπασιά, ένας κομπασμός κι ένα «εμείς είμαστε και κανείς άλλος». Με στυλ εκατό και βάλε καρδιναλίων τα ύστερα του ΠΑΣΟΚ, με τη γνήσια λαϊκότητα και τη δεξιά χοντροκοπιά η Καραμανλική εφταετία της Νέας Δημοκρατίας. Με τρέλαιναν, δε μπορώ να πω, αλλά δεν εξέπεμπαν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν αυτή την αλητεία κι αυτό το θράσος που διακρίνει την εκφορά του δημόσιου διαλόγου στις μέρες μας, από το σύστημα και τον μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Ένας ξεπεσμός και μια χυδαιότητα σε σωρεία δημοσιεύσεων, ένα μίσος και μια αποστροφή για την όποια αντίθετη άποψη, ένα κατηγορητήριο και μια συκοφαντία για τον κάθε πολιτικό ή κομματικό αντίπαλο. Ανοχή κι ελαστικότητα σε ασχήμιες και παραβατικότητες, δυσανεξία κι επιθετικότητα σε επικρίσεις και δυσάρεστα σχόλια. Κι όλα αυτά μαζί μ’ ένα ασύλληπτο μηχανισμό προπαγάνδας, ψεμμάτων και διαστρεβλώσεων.

Η αίσθηση που διαχέεται είναι ότι για το σημερινό σύστημα εξουσίας καθένας που δεν ακολουθεί ή δεν υποτάσσεται στη λογική του είναι εκ προοιμίου εχθρός, αντίπαλος, ένοχος. Μια καθημερινή κοροϊδία κι ένα διαρκές ξεγέλασμα της κοινωνίας με λογοπαίγνια και γρίφους, με υποσχέσεις και προσμονές, με υπεκφυγές κι αναβολές. Ένα απίθανο άλλοθι διακυβέρνησης με κάθε τρόπο και κάθε κόστος, επειδή –λέει– ο λαός απήλλαξε την κυβέρνηση για το ολέθριο α’ εξάμηνο του 2015, για το δημοψήφισμα και τις τραγικές του συνέπειες στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο ίδιος λαός κι όχι κάποιος άλλος έχει απαλλάξει κι όλους τους προηγούμενους που κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο και για τις Ολυμπιάδες και για τα χρηματιστήρια και για τα θαλασσοδάνεια και για τη διαπλοκή και για τη λιτότητα και για όλα. Εκλογές έγιναν. Τι τα επικαλούνται κάθε τρεις και λίγο; Τι τα θυμούνται και μας τα θυμίζουν μόλις οι αντιπαραθέσεις ανάψουν και τα επιχειρήματά τους τελειώσουν; Περσινά ξινά σταφύλια κι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.

Οι «κακοί προηγούμενοι», μωρέ τι μας λες; Διαλύσατε το σύμπαν με την άρνηση των πάντων και την ισοπέδωση κάθε θεσμού και κανόνα όσον καιρό ήσασταν στην αντιπολίτευση και τώρα που είδατε τα δύσκολα της διακυβέρνησης και το χάρο με τα μάτια σας θυμηθήκατε να κατηγορήσετε το Μητσοτάκη και τον έναν και τον άλλον για δουλικότητα και προδοσία· για μη συναίνεση.

Ναι, ο Μητσοτάκης φταίει, αλλά όχι γι’ αυτά που τον κατηγορείτε, αλλά γιατί έκανε τη βλακεία με το που βγήκε πρόεδρος να ζητήσει εκλογές για να σωθεί η χώρα. Μη σώσει και σωθεί, ρε Κυριάκο. Αυτούς επιλέξαμε, αυτούς απαλλάξαμε από τις αυταπάτες τους, αυτούς γουστάρουμε να μας φέρνουν το ένα μνημόνιο μετά το άλλο, αυτούς να μας φτύνουν κατάμουτρα από τηλεοράσεις και διαδίκτυα. Και να σου θυμίσω και κάτι, ρε Κυριάκο, σκληρό, ναι, αλλά πέρα για πέρα αληθινό, στο είπε, άλλωστε, κι ο κύριος πρωθυπουργός. Βλέπεις εσύ να κουνιέται φύλλο; Ακούς, πέρα απ’ τις μουρμούρες και τις γκρίνιες, κανένανε να διαδηλώνει, να σπάει πεζοδρόμια, πλατείες, να καίει αυτοκίνητα και μαγαζιά;

Μας τη διδάξανε καλά την αξιοπρέπεια, φαρσί μας μάθανε το σεβασμό και στη δημοκρατία και στους άλλους και τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα. Ναι, τώρα που οι πιτσιρικάδες, οι 18άριδες, που βράζει το αίμα τους, ακούνε «Τσίπρας» κι εκλογές και παίρνουν δρόμο, ακούνε ΣΥΡΙΖΑ, κόμματα, διαδηλώσεις και σκανε στα γέλια. Εκεί μας καταντήσατε, στους δρόμους να βγαίνουμε και να παραμιλάμε κι αν σε καμιά συγκέντρωση βρισκόμαστε, εμείς κι εμείς, άσπρα κεφάλια κι οι φαλάκρες να φαν κι οι κότες.

Αν κάποιοι το γουστάρουνε το φτύσιμο και την κοροϊδία όμως, εγώ δε γουστάρω, ούτε το survivor γουστάρω –αλλά δεν είμαι γι’ αυτό εξοργισμένος. Είμαι εξοργισμένος, γιατί μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον της υποκρισίας, της ακαλαισθησίας και του τίποτα έχουν βαλτώσει όλοι, ναι, βάλτωσαν όλοι, πολιτικοί, κόμματα, χέρι – χέρι βουλευτάδες και δημοσιογράφοι, εκδότες κι αχυράνθρωποι του Τύπου και των Μέσων, της επιστήμης, του πολιτισμού. ‘Ολοι σ’ ένα δηλητηριώδες γαϊτανάκι αδιαφορίας, συνήθειας, απελπισίας. Όλοι σ’ έναν μοιραίο χορό του Ζαλόγγου –που δεν τον χορέψαμε το 2010 γιατί οι τότε «κακοί» του ΠΑΣΟΚ κι ο Παπανδρέου δεν άφησαν– ποδοπατώντας στ’ αποκαΐδια των ψευδαισθήσεων και της μικρόνοιάς μας, της κοντής μας μνήμης και της αχαριστίας μας.

Καλά που μας φωνάζει μεθαύριο ο Τατσόπουλος στο Σύνταγμα. Εκεί καταντήσαμε…