Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Παιχνίδι με τη φωτιά.


Παίζουμε.

Κυνηγητό, κρυφτό, τις «κουμπάρες», παιχνίδι για παιχνίδι δεν έχει μείνει –από ‘κείνα που παίζαμε πιο παλιά στις αλάνες και τις γειτονιές– που να μην «παίζεται» με αφορμή το κείμενο φάντασμα του «αντιρατσιστικού νομοσχεδίου». Μόνο η σοβαρότητα «δεν παίζει», απλώς και μόνο επειδή αυτή έχει πάει περίπατο.

Δεν προσφέρεται για πλάκα το θέμα, αλλά επί τόσες ημέρες και με τόσα πήγαιν’ έλα, με τόσες δηλώσεις, ανακοινώσεις και συνομιλίες, έχει χάσει και την ουσία και το περιεχόμενο η ενασχόληση με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Σε επίπεδο αρχηγών φτάνει η κουβέντα μήπως και κατορθώσει κι επιλυθεί το δυσεπίλυτο και ακανθώδες –όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα– για τα ελληνικά δεδομένα θέμα της ρατσιστικής βίας. Οι «αρχηγοί» πάντα ξέρουν κάτι περισσότερο από δοσολογίες συμβιβασμού και συνταγές συνεργασίας. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου –τηλεοπτικού βεβαίως.

Οι «ασκοί του Αιόλου» έχουν ανοίξει και το θέμα του φασισμού θα πρέπει να τοποθετηθεί πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Όλα τα «απόνερα» της οικονομικής κρίσης, των αλλαγών που έφερε η παγκοσμιοποίηση και το άνοιγμα των αγορών, οι πόλεμοι στην Αφρική και την Ασία, «πλημμυρίζουν» εν είδη προσφυγικών κυμάτων και τσουνάμι οικονομικών μέτρων, ανασφάλειας και φοβιών τις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες. Τα γεγονότα στη Στοκχόλμη και το Λονδίνο ούτε μεμονωμένα μπορούν να θεωρηθούν, ούτε τυχαία.

Η χώρα έχει χρέος ν’ αντιληφθεί τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και να κρούσει με όλη της τη δύναμη –ως κυματοθραύστης των προσφυγικών κυμάτων της Ευρώπης εξ Ανατολών– τον κώδωνα του κινδύνου. Να πρωτοστατήσει και να πρωταγωνιστήσει στην αφύπνιση της παραζαλισμένης απ’ την οικονομική ύφεση και τη λιτότητα Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν είναι μόνο θέμα οδηγιών, δεν είναι μόνο θέμα ευρωπαϊκής νομοθεσίας ή εθνικού δικαίου, είναι θέμα ζωής ή θανάτου. Τον φασισμό, την ξενοφοβία, την αυτοδικία, τη βία δεν θα την αποτρέψουν, ούτε θα την εμποδίσουν άψυχα κείμενα νομοθετικών ρυθμίσεων και ποινικών διατάξεων μόνο. Το φαινόμενο που απλώνεται σαν αργός θάνατος χρόνια τώρα, αλλά που γιγαντώνεται όσο η οικονομική κρίση αφαιρεί, όχι μόνο κεκτημένα, προνόμια, εισοδήματα, αλλά σε πάμπολλες περιπτώσεις και τα στοιχειώδη χρειαζούμενα για την επιβίωση, δεν αντιμετωπίζεται στα χαρτιά, ούτε στα λόγια. Χρειάζονται έργα, συνεργασίες, οργανωμένες πολιτικές πρωτοβουλίες και δυναμικές ενέργειες με βάθος χρόνου και με τη συμμετοχή όλων των ευρωπαϊκών λαών, όλων των πολιτών. Η Ευρώπη έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ έναν άλλον προσανατολισμό.

Η λήψη μέτρων καταστολής, αυταρχισμού και κρατικής βίας το μόνο που θα προκαλέσουν είναι περισσότερο μίσος, περισσότερη βία, περισσότερο πόνο. Θα απαιτήσουν και την απορρόφηση περισσότερων πόρων. Επιμένοντας μόνο στη νομοθετική ρύθμιση του θέματος, είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα, αλλά και το μάτι σε όλες εκείνες τις δυνάμεις που έχουν κάθε λόγο να επιτείνεται ο φαύλος κύκλος της βίας, της ανασφάλειας, της ανομίας και της συρρίκνωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Επί βδομάδες μιλάμε, λοιπόν, χωρίς επί της ουσίας να λέμε τίποτα. Ψάχνουμε ένα κρυμμένο νομοσχέδιο, κρυμμένοι πίσω από μια ευρωπαϊκή οδηγία. Παίζουμε.

Αν είχαν κάτι να κάνουν οι αρχηγοί αύριο, αυτό θα έπρεπε να ήταν κατ’ αρχήν η ομόθυμη –όχι απλώς ομόφωνη– η ομόθυμη και χωρίς περιστροφές καταδίκη του φασισμού κι η καταγγελία των δυνάμεων που, με πρόσχημα τους δημοκρατικούς θεσμούς, απεργάζονται την αποδυνάμωση και εν τοις πράγμασι κατάλυσή της. Ταυτόχρονα, να συμφωνήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλιών οι οποίες θα συγκεκριμενοποιηθούν και χρηματοδοτηθούν σε συνεργασία με όλους τους θεσμικούς παράγοντες και φορείς (Δήμοι, πανεπιστήμια, οργανώσεις κ.λπ.) για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος. Το σπουδαιότερο όμως, να εξαγγείλουν την εκκίνηση σειράς γενναίων μεταρρυθμιστικών διεργασιών, που θα κορυφωθούν με την αναθεώρηση του Συντάγματος, για την εκ βάθρων αλλαγή του πολιτικού συστήματος, από τον τρόπο εκλογής των βουλευτών, τη χρηματοδότηση των κομμάτων, τις εκλογικές περιφέρειες και τον εκλογικό νόμο, τη λειτουργία της κυβέρνησης, των πολιτικών γραφείων κ.ο.κ. με σταδιακή διαμόρφωση και αποτίμηση και των πόρων που θα εξοικονομηθούν. Δραστικές παρεμβάσεις για ν’ ανασάνει η κοινωνία και να απελευθερωθεί ο πολιτικός κόσμος απ’ την ομηρία, τη δυσπιστία και την αμφισβήτηση.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Η συζήτηση όμως για το «αυγό του φιδιού» είναι μια ωραία συζήτηση όσο το φίδι κοιμάται. Όταν, όχι μόνο το φίδι έχει ξυπνήσει, αλλά και το αυγό το ίδιο έχει σπάσει, το να εξακολουθείς τη συζήτηση ή να καμώνεσαι πως με φοβέρες και ξόρκια μπορείς να το αντιμετωπίσεις ή αφελής είσαι ή εγκληματικά αμελής. Σε αντίθετη περίπτωση, η στάση σου υποκρύπτει υπολογισμό και σκοπιμότητα. «Το παίζεις».

Ας σκεφθούν μέχρι αύριο, όσοι εξακολουθούν να «παίζουν» παιχνίδια τακτικής κι υπολογισμών. Ας αναλογιστούν με σύνεση, όσοι επιμένουν να μετρούν τι θα πάρουν και τι θα δώσουν. Το παιχνίδι με το φασισμό δεν είναι μόνο παιχνίδι στρατηγικής και εξουσίας, αλλά παιχνίδι με τη φωτιά κι «όποιος παίζει με τη φωτιά καίγεται», λέει η λαϊκή σοφία.

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Ανάπτυξη στα Κινέζικα: 发育



Από πού άραγε να ‘ρχεται και πώς να ‘ναι; Ποιος τη φέρνει και με ποιον τρόπο; Απ’ τα βάθη της Αναστολής, οι «φιλικοί» Κινέζοι θα τη φέρουν; Τα πετροδόλαρα του Κουβέιτ θα τη φανερώσουν ή μήπως την έχει κι αυτή η Μέρκελ άσσο στο μανίκι; Βρίσκεται στη θάλασσα, στον αέρα ή στο βουνό; Την κατέχουν οι εμποροβιοτέχνες ή μήπως ο ΣΕΒ;

«Ανάπτυξη», η μαγική λέξη των ημερών μας. Η λέξη-κλειδί για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την ανάκαμψη της χώρας. Λυδία λίθος για τη φωταγώγηση του τούνελ και τη σηματοδότηση της εξόδου του. Κλισέ σε κυβερνητικά χείλη και πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Ανάπτυξη. Ακούμε κι εμείς και καρτερούμε ολημερίς, περιμένουμε, λες κι είναι το μετρό για αεροδρόμιο ή ο προαστιακός για Νερατζιώτισσα [τραίνο για Πάτρα –έστω και ως παράδειγμα– θ’ αργήσουμε μερικά(;) χρονάκια ακόμα να δούμε].

«Επενδύσεις», άλλη φοβερή λέξη-καραμέλα. Ποιος μπορεί να είναι αντίθετος; Κανείς, μόνο που ο καθένας την ονειρεύεται και την λαχταρά με τους δικούς του όρους, με τις δικές του προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις πεποιθήσεις του, με γνώμονα το συμφέρον και τις επιδιώξεις του. Εδώ χαλάνε τα πράγματα, ανατρέπονται οι προσδοκίες και διαψεύδονται οι ελπίδες. Οι μεν διαφωνούν με τους δε, οι δε δεν συμφωνούν με τους άλλους κι οι άλλοι είναι κάθετα αντίθετοι μ’ εκείνους. Καθένας με τους υπολογισμούς, από τη σκοπιά και για πάρτη του.

Έτσι, «ο χρυσός μας φέρνει πιο κοντά», αλλά άλλοι με το «πιο κοντά» εννοούν την απασχόληση κι άλλοι την προστασία του περιβάλλοντος. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ συνέβαλε στη δημιουργία χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας, αλλά κάποιοι επιμένουν ότι η εκ νέου κρατικοποίησή του ενδέχεται να είναι πιο συμφέρουσα. Η προσέγγιση κρουαζιερόπλοιων στα ελληνικά λιμάνια συμβάλει στην τόνωση της εισροής συναλλάγματος, αλλά αν το πλήρωμα δεν είναι Έλληνες καλύτερα οι τουρίστες να λύσουν κάβους και να σαλπάρουν γι’ άλλα πιο φιλόξενα λιμάνια. Άλλοι πάλι «ψωνίζουν μόνο Ελληνικά», αν και τα μόνα ελληνικά αγροτικά προϊόντα σαπίζουν πάνω στις λεμονιές και τις πορτοκαλιές στην Αχαΐα κ.ο.κ. Κατάλογος ολόκληρος από αντιφάσεις και αντιθέσεις που συνθέτουν τη σύγχρονή πραγματικότητα, τη σύγχυση της κοινωνίας και την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, να τη συνεγείρουν, να την οργανώσουν και να την κατευθύνουν.

Κανείς απ’ όσους έχουν την ευθύνη και τις τύχες των ανθρώπων στα χέρια τους δεν αναφέρεται στην ουσία του προβλήματος και δεν τολμά να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Οι κυβερνώντες επιμένουν στη διαχείριση μιας ανεξέλεγκτης δημοσιονομικά κρατικής μηχανής με επικοινωνιακά τρυκ κι οι αντιπολιτευόμενοι μπιζάρουν στην περιστασιακή εντύπωση μιας ανεξέλεγκτης καθημερινής ισοπέδωσης και καταστροφολογίας. Στη μέση η κοινωνία, να μαζεύει τα κομμάτια της, να σέρνεται, αλλά να επιμένει όρθια, καταναλώνοντας απ’ τη μια αναπτυξιακές εξαγγελίες κι απ’ την άλλη συνωμοσιολογικές καταγγελίες. Η αλήθεια –έστω κι η μισή– χαμένη στο θόρυβο και τις κραυγές, θαμμένη σε πρωτοσέλιδα και υπότιτλους.

Οι πολλοί, οι ανώνυμοι, έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα προβλήματα και τη δυσπραγία του διπλανού, στη μελαγχολία κι την απελπισία των απέναντι, στην ανέχεια και το στρίμωγμα κάποιων γνωστών, στα κλειστά μαγαζιά της γειτονιάς, στους άνεργους και στις αυτοκτονίες, που έχουν μετατραπεί πια σε ποσοστά επί τοις εκατό και άψυχους αριθμούς. Κάθε τι που είναι συνυφασμένο με το θυμικό και το συναίσθημα, όπως ο πόνος, η θλίψη, η στενοχώρια, μαγνητίζουν και προσελκύουν τα βλέμματα και επιδρούν στη διαμόρφωση της στάσης και της ψυχολογίας της κοινωνίας. Το «μονοξείδιο της ενημέρωσης» έχει αναισθητοποιήσει κι ακινητοποιήσει την κοινωνία.

Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα ανασφάλειας, αβεβαιότητας, εσωστρέφειας και σκληρής λιτότητας, ποιος από μόνος του να ‘χει τη διάθεση να κοιτάξει δίπλα του, πιο πέρα απ’ το σπίτι ή μέσα στο μαγαζί του για μιαν ευκαιρία; Ποιος να έχει το κέφι να την ψάξει στη γειτονιά του, στο χώρο δουλειάς του, στο πανεπιστήμιο ή στην κοντινή πλατεία; Ποιος έχει το κουράγιο να  δοκιμάσει να ξεφύγει; Ποιος να δοκιμάσει μιαν αναζήτηση μόνος ή μαζί με το γείτονα, το φίλο, το συγγενή, τον συνάδελφο ή το συνέταιρο; Η ανάπτυξη από κάπου μπορεί να ‘ρθει, από πού ακριβώς κανείς δεν δείχνει να ξέρει, όμως όλοι ξέρουν να περιμένουν. Η ανάπτυξη φαντάζει κάτι ξένο, κάτι σαν ξωτικό, απόμακρο, ξεκομμένο κι ιδιαίτερο από όλους κι απ’ όλα. Η ανάπτυξη είναι κάτι σαν τη θεία απ’ το Σικάγο, το «μάννα εξ ουρανού» ή το γιατρικό, που θα μας το δώσουν –μπορεί να ‘ναι και πικρό ή δύσπεπτο– θα το καταναλώσουμε κι όταν με το καλό συνέλθουμε ή ξυπνήσουμε, όλα μας τα προβλήματα και πάλι θα έχουν λυθεί.

Είναι γεγονός, ότι μετά τις πρόσφατες εκταμιεύσεις των δόσεων, έχει δημιουργηθεί μια ευκαιριακή κι επικοινωνιακή αισιοδοξία, που δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος ή αναλυτής για τη διακρίνεις. Μιλάνε στην κυβέρνηση για «στροφή του πλοίου», «ανάκαμψη», «πρωτογενές πλεόνασμα» στο τέλος του ’13, παραβλέποντας ότι ο χρόνος τρέχει τόσο γρήγορα, που το τέλος του 2013 έχει σχεδόν φτάσει. Αυτά που πρέπει να γίνουν μέχρι τότε είναι τόσα πολλά, που η καταγραφή τους και μόνο φτάνει για να εξαντλήσει το χρόνο. Οπότε;

Καλές οι αποκρατικοποιήσεις, «καλοί» οι Κινέζοι, οι Άραβες κι οι λοιποί φερόμενοι ως εν δυνάμει επενδυτές –για τους Γερμανούς ούτε κουβέντα στα φανερά– αλλά οι μόνοι ικανοί άμεσα ν’ αλλάξουν το τοπίο είναι οι Έλληνες. Πέρα από αριθμούς και δείκτες, στατιστικές και δεδομένα, ο αποφασιστικός παράγοντας, που μπορεί να επανεκκινήσει την ατμομηχανή του τραίνου της ανάπτυξης, είναι η ελληνική ψυχολογία, το κλίμα που επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας. Οι Έλληνες είναι οι πρώτοι που πρέπει να πεισθούν, ότι δικαιούνται και μπορούν να ελπίζουν βάσιμα στις δυνάμεις και τις προοπτικές της χώρας, της οικονομίας, της κοινωνίας. Στις δυνάμεις τους.

Αυτό θα πρέπει να είναι το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης. Αυτός θα πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος των πολιτικών της από ‘δω και πέρα. Να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους για συμμετοχή. Τα πεδία των επιλογών της πολλά και δύσκολα, αλλά μέσα από τις αποφάσεις της και μόνο περνούν όλες οι μετέπειτα αντιδράσεις της κοινωνίας, της οικονομίας, της αγοράς. Η κυβέρνηση καλείται να δείξει και ν’ ανοίξει το δρόμο, όχι με ΜΑΤ, ούτε με δακρυγόνα –αρκετά δάκρυα χύθηκαν μέχρι σήμερα– αλλά με σχέδιο ανάπτυξης, με προτάσεις ανά τομέα, με διάθεση για έργο κι όχι μόνο για διευθετήσεις.

Είναι γεγονός, ότι μια κατάσταση κρίσιμη, τρία χρόνια μετά, φαίνεται ότι σταθεροποιείται ως προς βασικές αρχές και άξονες, όπως π.χ. εμπιστοσύνη ότι μένουμε στο ευρώ, προοπτική για βελτίωση των οικονομικών μεγεθών, απόψεις και «φωνές» ότι μέσα στο ’14 –κατά τη γνώμη μας μετά τις Ευρωεκλογές του Μαΐου– είναι αναγκαίο ν’ αναπροσαρμοστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα δημοσιονομικά δεδομένα. Αυτές οι «κοινές» πλειοψηφούσες στην κοινωνία πεποιθήσεις πρέπει να κεφαλαιοποιηθούν από την κυβέρνηση και να μετουσιωθούν σε απτές δράσεις και συμπεριφορές. Με ενημέρωση, με κίνητρα, με πολιτικές πρωτοβουλίες, με σοβαρότητα και επιμονή, με σταθερότητα και θέληση, έχει σημασία να ξεκαθαρίσει το θεσμικό νεφέλωμα και το νομοθετικό αλαλούμ ως προς τις σταθερές και τους άξονες της οικονομικής ανάπτυξης. Με συγκεκριμένες πολιτικές, με συγκεκριμένες ενέργειες, με συγκεκριμένους αποδέκτες. Τη θέση του φόβου να πάρει και πάλι η αισιοδοξία κι η προσμονή, ότι «κάτι μπορεί ν’ αλλάξει». Κάτι όχι ουρανοκατέβατο και θεόπεμπτο, ούτε μαγικό ή ταχυδακτυλουργικό, αλλά αποτέλεσμα και δημιούργημα της κοινής πίστης και της συλλογικής θέλησης να πάμε και πάλι μπροστά.

Οι Έλληνες πρέπει να είναι παρόντες, να μπουν μπροστά και πρώτα απ’ όλους στο εγχείρημα της ανάπτυξης, ειδάλλως, όλα τα δισεκατομμύρια των Κινέζων και να ‘ρθουν για επενδύσεις, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι όλα στη χώρα θα τους φαίνονται πιο κινέζικα κι απ’ τα… κινέζικα.


Φωτο: www.qiyedaxue.net

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Η επιστράτευση της λογικής.



Η «Ζούγκλα» της Κικής Δημουλά δεν συμπεριλαμβάνεται –όπως  «Ο πληθυντικός αριθμός» ή η «Σκόνη»– στο βιβλίο λογοτεχνίας της Γ’ Λυκείου.  Δεν αδικώ την Επιτροπή για την επιλογή, πού να φανταστεί πόσο επίκαιρες πτυχές θα μπορούσε ν’ αποχτήσει στις μέρες μας με αφορμή μια βόλτα της ποιήτριας στην Κυψέλη. Άλλωστε, οι μαθητές έχουν τόσες άλλες «ζούγκλες» να διδαχτούν, να παραδειγματιστούν, να μιμηθούν. Χαμένοι σε σελίδες και κεφάλαια και σε μερόνυχτα εντατικού διαβάσματος τούτες τις μέρες ιδιαίτερα, πολλοί απ’ αυτούς ίσως δε μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη δηλητηριώδη αφθονία αντιθέσεων και τα τόσα αθέατα θηρία που ξεπήδησαν στη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας «για ένα παγκάκι», ακολουθώντας τις κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας που έσερναν τα social media.

Μα, κι οι καθηγητές τους, χρόνο πολύ στα σίγουρα δε βρήκαν για να εκφράσουν την αντίθεσή τους για τον τρόπο που τα μέσα και η μάζα, οι επώνυμοι ή οι ανώνυμοι, ανέδειξαν και χειρίστηκαν το θέμα. Ίσως κάνανε πράξη το: «Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει –έχει μεγάλη πείρα ο χαμός». Όλη τους η σπουδή κι όλη η φούρια, μονάχα για την απεργία, για την επιστράτευση και για ανακοινώσεις που αρχίζουν από «όχι». «Όχι στις διώξεις…», «όχι στις νέες ρυθμίσεις…», «όχι στη συμμετοχή των διευθυντών…».

Έχει πολλούς θορύβους η εποχή μας. Η κρίση ξεκαπάκωσε μυριάδες ενοχλήσεις, που άλλοτε περνούσαν απαρατήρητες ή ανεπαίσθητες, ενώ τώρα βιώνονται ως καρφιά κι αγκάθια στο ξεγυμνωμένο κουφάρι της κοινωνικής συνενοχής. Φανέρωσε αδυναμίες χρόνιες κι αγκυλώσεις εγγενείς. Πάθη που ξεγλιστρούσαν απαλά πάνω απ’ το καλογυαλισμένο κέλυφος της επάρκειας και στερεότυπα που διαλάνθαναν επιδέξια πίσω από την τροφαντή κενότητα των σχέσεων.

Οι τελείες χάθηκαν, έστω κι οι άνω. Γι’ αυτό φταίνε τα κόμματα, μπήκαν παντού και δεν μπαίνουν πλέον πουθενά. Ο λόγος ατελείωτος κι αμέτρητος ασύνδετος κι ασυνάρτητος, καταναλώθηκε και σπαταλήθηκε δίχως περίσκεψη, δίχως μέτρο, δίχως λογική. Ο λόγος έγινε βία, αφόπλισε τα επιχειρήματα και το διάλογο κι όπλισε δάχτυλα κι οθόνες. Οι λέξεις αραδιάζονται και ξιφουλκούν επιτιθέμενες σε όποια γνώμη, άποψη ή σκέψη θεωρηθεί πως παραβαίνει, παρεκτρέπεται ή δεν ταιριάζει μ’ εκείνη που σκοτεινιάζει το μυαλό και φωτίζει την οθόνη μου.

Έχει βία πολύ η εποχή μας. Μια βία πυκνή κι υπόκωφη από χρόνια, που έχει ξεσπάσει σήμερα σαρώνοντας αξίες απλές κι ανθρώπινες, που διαιώνιζαν τη συνύπαρξη και δικαίωναν την κοινή μας πορεία. Αξίες που γειτόνευαν με την κοινή λογική και θεμελιώνονταν στην κοινή πείρα και τα βιώματα. Δεν είναι οι τεχνολογίες που τις ισοπέδωσαν, ούτε η κρίση που σ’ αυτήν έντεχνα φορτώνουμε όλα τα στραβά και τ’ ανάποδά μας. Ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, ο αλτρουισμός, το φιλότιμο, η αλληλεγγύη δεν καταργήθηκαν από τα μνημόνια, ούτε ακυρώθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Δεν μπορούν όμως και να διατηρηθούν με νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές διατάξεις.

Την ευκολία πρόσβασης στις τεχνολογίες, την ελευθερία έκφρασης, την ανοχή και την ανεκτικότητα των θεσμών, την κοινωνική εξέλιξη, από εργαλεία προόδου, ανάπτυξης, πολιτισμού κι επικοινωνίας, τα μετατρέπουμε σε όπλα και σε καταπέλτες σκότους, εμπάθειας, μισαλλοδοξίας. Μεταφέρουμε σ’ ένα άυλο εικονικό κόσμο ό,τι χαμερπές και ποταπό, ό,τι ασήμαντο κι ανήθικο. Δίνουμε αξία και προσοχή σ’ εκείνα που διχάζουν, ταπεινώνουν, προσβάλουν. Αδιαφορούμε για τη σύνθεση, τη συνδιαλλαγή, τη συγγνώμη.

Με τις ταχύτητες των μέσων και τις ευκολίες των δικτύων νομίζουμε πως κατακτήσαμε και την απόλυτη αλήθεια, το απόλυτο δίκαιο, το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα. Καθένας για τον εαυτό του και κατά τις ανάγκες του διεκδικεί ολοένα και περισσότερο «αέρα» σ’ ένα χώρο που ασφυκτιά ήδη από την πολυκοσμία, την πολυγνωμία, την πολυχρωμία. Ανάμεσα σ’ όλο αυτό το «πολυ-» δεν αναζητάμε το ίδιο, το παρόμοιο, το ανάλογο, το μέτρο. Δεν ψάχνουμε τον διάλογο, τη συμπλήρωση, την ολοκλήρωση. Δεν αναζητάμε τη γνώση, τη μόρφωση, την επικοινωνία. Την αντίθεση γυρεύουμε για να ξεσπάσουμε, το διαφορετικό επιδιώκουμε για να επιτεθούμε, το σφάλμα καταδιώκουμε για ν’ αποθεώσουμε το εγώ μας.

Δεν ξέρω πια πού βρίσκεται η κοινή λογική κι αν με τη φόρα που όλοι έχουμε πάρει μπορεί κάπου να φτάσουμε ενωμένοι και σώοι. Τις απώλειες ήδη τις μετράμε σχεδόν καθημερινά και δεν είναι μόνο όσοι υποφέρουν από την έλλειψη των χρειαζούμενων. Ανοίγοντας τον υπολογιστή σου μπορείς να τα δεις. Αυτά που χάνουμε ανεπαίσθητα κι αδιόρατα με φοβίζουν, αυτά που πυροβολούμε με τα ίδια μας τα χέρια, είτε Ιστορία λέγονται, είτε Ζωή, είτε Αναμνήσεις, είτε Αξίες. Αυτά που θάβουμε –όπως στους κήπους κάποιοι τις χύτρες με τα ευρώ– στα άδυτα της λήθης και της αχαριστίας, όπως ο φόβος της σιωπής, η παγωνιά της μοναξιάς, η τυρρανία των ολίγων.


"Την ποίηση δεν την εννοούμε. Πρωτίστως τη νιώθουμε. Πριν μας δοθούν κατευθύνσεις και οδικοί χάρτες"