Ώρες και μέρες ατέλειωτες, χρόνια πια, έχουμε αποδυθεί κι επιδοθεί σ’ έναν μέχρις εσχάτων αγώνα, ώστε ν’ αναδείξουμε και ν’ αποδείξουμε μεταξύ μας κι ενώπιον όλων, όλη τη μιζέρια και τη δυστυχία που εκ των πραγμάτων δημιουργεί η οικονομική κρίση. Φεύγει και το 2013 κι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε, όχι –όπως θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα– με ποιον τρόπο θα κατορθώσουμε να ξαναφτιάξουμε το κράτος και τις ζωές μας, αλλά ούτε καν για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι αιτίες και θα διορθωθούν τα λάθη που οδήγησαν τη χώρα κι εμάς σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς αλλάξαμε, μνημόνια και μεσοπρόθεσμα αναθεωρήσαμε, μέτρα και φόρους δοκιμάσαμε, αλλά η κατάσταση συνολικά, όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει βελτιωθεί, αλλά τουναντίον η απαισιοδοξία, η ανασφάλεια κι η αβεβαιότητα κυριαρχούν και δυναστεύουν την καθημερινότητά μας.
Οι δοκιμασμένες πολιτικές συνταγές και λύσεις του παρελθόντος είναι πανταχού παρούσες, δηλητηριάζοντας το παρόν πιο επικίνδυνα και ύπουλα από την αιθαλομίχλη στην ατμόσφαιρα. Οι μεν κυβερνώντες συγκρατούν παντοιοτρόπως το χρόνο μέσω του σημειωτόν και της στασιμότητας μήπως διαφανεί η όποια διέξοδος που –το πιθανότερο– θα στηρίζεται σε κάποιας μορφής πανευρωπαϊκή λύση για την αντιμετώπιση της ύφεσης, έστω και με πολλούς αστερίσκους για την περίπτωσή μας. Οι δε αντιπολιτευόμενοι σπρώχνουν με βιά το χρόνο μπροστά προς τις εκλογές, προσβλέποντας να εισπράξουν το ταχύτερο σε ψήφους τη λαϊκή απογοήτευση, απόγνωση κι αγανάκτηση, αδιαφορώντας αν η απελπισία που απλόχερα σκορπούν διεγείρει το θυμικό.
Και οι μεν και οι δε λειτουργούν ωσάν να βρισκόμαστε στην Ελλάδα του χίλια εννιακόσια ενενήντα και βάλε, στην «ισχυρή Ελλάδα» του 2000 και μετά. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι κυβερνητικές επιλογές ακολουθούν τη λογική των διευθετήσεων και των εξυπηρετήσεων –στο μέτρο που επιτρέπουν οι συνθήκες– εκείνων των εποχών, αλλά κι οι αντιπολιτευτικές δεσμεύσεις κι εξαγγελίες μόνο για την επιστροφή σ’ εκείνες τις εποχές μας προδιαθέτουν.
Σ’ αυτή τη αποπνιχτική μούχλα του παρελθόντος, όπως την αποπνέουν τα κόμματα σήμερα, ο πολίτης αισθάνεται δραματικά αποξενωμένος και απελπιστικά μόνος. Δεν έχει πού να στρέψει το κεφάλι και πού να κατευθύνει τα βήματά του. Υπομένει και υφίσταται, απ’ τη μια την κυβερνητική πολιτική, που του στερεί κάθε δυνατότητα να ονειρευτεί και να σχεδιάσει το μέλλον του κι απ’ την άλλη τις κραυγές και την ανερμάτιστη συνθηματολογία της αντιπολίτευσης, που ακρωτηριάζουν κάθε ελπίδα για διέξοδο σ’ ένα καλύτερο αύριο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, παθητικά παρακολουθεί, προσπαθώντας εκ των ενόντων να δημιουργήσει τις διόδους που θα του επιτρέψουν ν’ ακολουθήσει κάποιες από τις σταθερές και τις αξίες που διατηρούν ακόμα την επιρροή τους. Εμπειρικά επιχειρεί να προστατευθεί από τις επιπτώσεις της πολυεπίπεδης κρίσης και να διασώσει κάποια από τα συστατικά στοιχεία της κοινωνικής συνοχής κι αλληλεγγύης. Διαισθητικά δραστηριοποιείται και συμμετέχει, αναζητώντας ισορροπίες και ασφάλεια σ’ ένα αποδιοργανωμένο κι αλλοτριωμένο περιβάλλον.
Ξημερώνει μια ακόμη Πρωτοχρονιά σε λίγο κι η χώρα μας και μαζί μ’ αυτή κι όλοι μας, έχουμε ανάγκη μια ανάσα, ένα λιμάνι στο πέλαγος της κρίσης, μια πυξίδα, μια ελπίδα. Οι ευχές, απ’ όπου κι αν προέρχονται, μοιάζουν με στρακαστρούκες που μετά το σύντομο «μπαμ» εξαφανίζονται και ξεχνιούνται. Τα λόγια δεν φτάνουν, όσο ευχάριστα κι εγκάρδια κι αν είναι, όσο ειλικρινή κι αληθινά, να καλύψουν το κενό που έχει δημιουργηθεί το διάστημα που έχει ήδη παρέλθει. Αναλώνουμε όλη μας τη δύναμη και τα ψυχικά αποθέματα, όλο μας το χρόνο, στο να εξιστορούμε και να περιγράφουμε όψεις δυστυχίας και πτυχές μιζέριας. Έχουμε μείνει δραματικά πίσω σε πράξεις και πρωτοβουλίες, σε έργα και δράσεις.
Σημαντικές οι μέχρι τώρα κοινωνικές εκδηλώσεις συμπαράστασης κι αλληλεγγύης, τα συσσίτια όμως δεν είναι ο στόχος κι ο προορισμός μας, ούτε η διανομή ειδών πρώτης ανάγκης στις πλατείες, αυτά πρέπει ν’ αποτελούν το εφαλτήριο και το σάλπισμα αφύπνισης για να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν δημιουργήσουμε ένα καλύτερο κράτος, όχι από ένα ακόμα καλύτερο συσσίτιο.
Ελπίδα μπορεί να μη φαίνεται, αλλά ελπίδα υπάρχει. Το ξέρουμε κι ας μην την ψάχνουμε. Το διαισθανόμαστε κι ας μην τ’ ομολογούμε. Υπάρχει μέσα μας, στην ψυχή μας, στο βλέμμα του παιδιού, στο «ευχαριστώ», στο «συγγνώμη», στο «σ’ αγαπώ», στο μαζί. Σε μας απόκειται να επιλέξουμε, αν θα μείνουμε στα λόγια και τα ευχολόγια του χτες, στην απελπισία της απραξίας, ή θα προχωρήσουμε συντονισμένα κι υπεύθυνα επιλέγοντας την κρυφή ελπίδα που μας έφερε σ’ άλλη μια πρωτοχρονιά, τη ζωντανή ελπίδα που οδηγεί στο αύριο. Άλλες επιλογές δεν υπάρχουν.