Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΑΝΟΜΙΑ: Αναζητούνται αποθέματα συνεργασίας και συνεννόησης

Η κατάληψη της Νομικής από μετανάστες είναι το πιο πρόσφατο περιστατικό, που μακραίνει λίγο ακόμα τον ήδη μακρύ κατάλογο από γεγονότα και συμβάντα, τα οποία συμβάλουν μέρα με τη μέρα στην εδραίωση της αντίληψης, ότι η παραβατικότητα κι η ανομική συμπεριφορά τείνουν να εξελιχθούν πλέον σε ενδημικά κοινωνικά φαινόμενα.

Η αίσθηση, ότι ο καθένας μπορεί ανεξέλεγκτα να συμπεριφέρεται μ’ όποιον τρόπο του αρέσει, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις ή τις συνέπειες που προκαλεί με τις πράξεις του στο κοινωνικό σύνολο, διαβρώνει λίγο - λίγο τις κοινωνικές σχέσεις κι απειλεί να διαρρήξει την κοινωνική συνοχή πολύ περισσότερο απ’ ότι οι αντιδράσεις για τα διαδοχικά οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης.

Μια ομάδα ανθρώπων μπορεί να κλείσει επί ώρες έναν δρόμο ή το κέντρο μιας πόλης, μια ομάδα μαθητών να καταλαμβάνει ένα σχολείο, κάποιοι να παρκάρουν όπου βολεύονται, άλλοι να πετάνε οπουδήποτε τα σκουπίδια τους, άλλοι να μην πληρώνουν εισιτήριο, διόδια ή φόρους, άλλοι να χτίζουν όπου κι όπως μπορούν, άλλοι το ένα κι άλλοι τ’ άλλο και, ασφαλώς, ο καθένας μας θα μπορούσε να προσθέσει κάποιο περιστατικό που έχει υπόψη του.

Κάθε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά κι όλες μαζί συνθέτουν την περίπλοκη λειτουργία της δημοκρατίας και εν γένει των θεσμών στη χώρα μας. Ο καθένας, ατομικά ή συλλογικά, αντιλαμβάνεται τα δικαιώματά του ή τις ανάγκες του σαν το μέτρο που καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο οφείλουν να προσαρμόζονται και να εξελίσσονται δραστηριότητες όλων των άλλων πλην του εαυτού του.

Τον κεντρικό ρόλο σ’ αυτό το γαϊτανάκι καταστρατήγησης της νομιμότητας έχει διαχρονικά το ίδιο το κράτος, το οποίο με τον τρόπο που έχει οργανωθεί και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του, έχει συμβάλει στην εμπέδωση της πεποίθησης, ότι το «μέσο», η συναλλαγή, το ρουσφέτι -κατά το κοινώς λεγόμενο- είναι κατά κανόνα ο κανόνας, προκειμένου οι πολίτες να επιτύχουν, είτε να ευνοηθούν, είτε να μην αδικηθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντί του. Ταυτόχρονα, η στρεβλή επίδειξη ανοχής και αδιαφορίας από την πλευρά των οργάνων του κράτους, ακόμα και για κραυγαλέες περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς, έχει καλλιεργήσει μια γενικευμένη αντίληψη του στυλ: «Έλα μωρέ, στην Ελλάδα όλα γίνονται».

Οι κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση, οι νόμοι αλλάζουν και πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο, οι δημόσιοι φορείς κι υπηρεσίες αυξάνονται και πληθύνονται, αλλά οι παθολογίες κι οι δυσλειτουργίες του συστήματος οξύνονται και παρακολουθούν με αξιοθαύμαστη συνέπεια τη σταδιακή διολίσθηση σε μια κατάσταση αδράνειας και λειτουργίας από κεκτημένη ταχύτητα.

Στις μέρες μας βιώνουμε πλέον το αδιαχώρητο, το αδιαχώρητο όχι μόνο σε μετανάστες ή λαθρομετανάστες, ακίνητα, αυτοκίνητα, διατάξεις, δημοσίους υπαλλήλους, ανέργους, φόρους, αλλά το αδιαχώρητο στην υπομονή και την απαντοχή μας. Δεν πάει άλλο, όλοι συμφωνούν σ’ αυτό -έστω κι αν χρειάστηκε να φτάσουμε στο χείλος της αβύσσου για να το παραδεχτούμε- αλλά προς τα πού πρέπει να πάει; Ο καθένας έχει τη λύση έτοιμη, που όμως -ως δια μαγείας- είναι διαφορετική απ’ αυτήν που προτείνει ο άλλος κι όλοι μαζί δείχνουν σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που κάθε φορά επιλέγει ν’ ακολουθήσει η κυβέρνηση.

Έτσι, μέσα σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης του πολιτικού κόσμου και συνολικά του μοντέλου διακυβέρνησης που ακολουθήθηκε από το 1975, αλλά και με τους μηχανισμούς του κράτους αποδιοργανωμένους και αμφισβητούμενους, είναι προφανές, ότι οι συνθήκες για την εκδήλωση φαινομένων ανομίας και παράβασης των κανόνων που διέπουν την κοινωνική συμβίωση, είναι όχι απλώς πρόσφορες, αλλά ιδανικές. Δεν είναι τυχαίο, ότι στις μέρες μας οι κρατικοί μηχανισμοί ασφάλειας και καταστολής βρίσκονται σε καθημερινή δράση.

Οι μετανάστες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι πιθανόν ν’ αποχωρήσουν από τη Νομική, εκείνο που φαίνεται να παραμένει είναι η ανοιχτή πληγή στα πλευρά του κοινωνικού ιστού, που συντίθεται από μύρια προβλήματα και παθογένειες, για την αντιμετώπιση όμως των οποίων έχουν εξαντληθεί τα όποια αποθέματα ανεκτικότητας, κατανόησης, αλληλεγγύης και συνεργασίας, που είναι σε θέση να την επουλώσουν και να την ιάνουν.

Πριν φτάσουμε στο ο θεός να βάλει το χέρι του, ας αναζητήσουμε την ύστατη αυτή ώρα έναν κοινό τόπο συνάντησης και συνεννόησης, ας ενώσουμε πρώτα τα δικά μας χέρια. Κάποτε περηφανευόμασταν, ότι στα δύσκολα οι 'Ελληνες ενώνονται. Είναι δυνατόν, ακόμα και τώρα, κάποιοι να δυσκολεύονται να δουν κατάματα τις δυσκολίες;

Foto by
Glauco Dattini

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ: Αρχή του τέλους ή νέα αρχή;

Με ταχείς ρυθμούς συνεχίζεται η νομοθετική παραγωγή, προκειμένου οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές να έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον Φεβρουάριο, γεγονός που θα φέρει πιο κοντά και την εκταμίευση της τέταρτης δόσης του δανείου προς την χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από την ψήφιση του μνημονίου τον περασμένο Μάιο, μέχρι σήμερα, σε διάστημα ενός εξαμήνου, έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή περισσότεροι από σαράντα (40) νόμοι, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι κυρώσεις διεθνών συνθηκών.
Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό θεσμικών αλλαγών και σε συνδυασμό με όσες κυοφορούνται ή προωθούνται προς ψήφιση, εύλογα δημιουργείται η απορία, πώς είναι δυνατόν το σύστημα δικαίου να κατορθώσει να αφομοιώσει και να ενσωματώσει αποτελεσματικά τις αλλαγές, αλλά και κατά πόσον είναι προετοιμασμένη η υφιστάμενη διοικητική υποδομή, η δημόσια γραφειοκρατία, για την εφαρμογή, την τήρηση ή την επιβολή του, ώστε να το υποστηρίξει με συνέπεια σε όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου. Έπειτα, η διατύπωση οποιασδήποτε διάταξης νόμου, η όποια γενική κι απρόσωπη ρύθμιση, ίσως είναι το εύκολο, στη συνέχεια όμως απαιτείται η εξειδίκευση και ο καθορισμός του τρόπου, των διαδικασιών και των μέσων εφαρμογής της. Οι γνωστές «ερμηνευτικές εγκύκλιοι», που επεξεργάζονται συνήθως οι υπηρεσιακοί παράγοντες, διαδραματίζουν σε κάθε περίπτωση το ρόλο εκείνου που θα δώσει στη νομοθετική ρύθμιση τη δυνατότητα να γίνει πράξει και να παράγει τ’ αποτελέσματά της κι είναι γεγονός ότι η έκδοσή τους απαιτεί πολύ μελέτη και προφανώς αρκετό χρόνο.
Παράλληλα, αυτό το διάστημα εξελίσσεται και το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών του δημοσίου, μία κρίσιμη πτυχή του οποίου είναι η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Όλος αυτός ο σχεδιασμός είναι προφανές, ότι θα προκαλέσει αναστάτωση και ανατροπές στο εσωτερικό των δημοσίων υπηρεσιών και θα επηρεάσει όλους όσους εμπλέκονται στην προσπάθεια να επιμεληθούν, προωθήσουν και τελικά υλοποιήσουν και ελέγξουν την εφαρμογή των θεσμικών αλλαγών στο σύνολό τους.
Ας μην γελιόμαστε, είναι πρακτικά αδύνατο οι δημόσιοι υπάλληλοι, εκείνοι δηλαδή που καλούνται πρώτοι απ’ όλους ν’ αλλάξουν και να πρωταγωνιστήσουν ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον που αλλάζει δραματικά στο πλαίσιο της διοικητικής μεταρρύθμισης, να κατορθώσουν να σηκώσουν στις πλάτες τους και το βάρος της ταυτόχρονης προώθησης και υποστήριξης της θεσμικής μεταρρύθμισης στο σύνολό της. Είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη ν’ αλλάξουν νοοτροπίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις, που έχουν εμπεδωθεί από χρόνια. Είναι αδύνατον οι ίδιοι άνθρωποι, χωρίς συμμετοχή στη θέσπιση του νέου πλαισίου, χωρίς χρόνο για μετεκπαίδευση και με τις αποδοχές μειωμένες κατά 30%, να είναι διαθέσιμοι, ή και διατεθειμένοι ακόμα, για άμεση ανταπόκριση και απόδοση.
Οι δυνατότητες που έχει το διοικητικό σύστημα ν’ απορροφήσει τέτοιου είδους και εύρους αλλαγές είναι γεγονός ότι δεν επαρκούν, αλλά κρισιμότερο κι απ’ αυτό είναι ότι δεν διατίθεται η απαραίτητη κουλτούρα για την έγκαιρη αφομοίωση και προσαρμογή των αλλαγών μέσα σ’ αυτές τις έκτακτες κι επιτακτικές συνθήκες. Πόσο μάλλον, όταν καλείται να υποστηρίξει ένα εγχείρημα, που υπερβαίνει κατά πολύ τον στενό πυρήνα ενός υπουργείου ή έστω την άσκηση μιας καθ’ ύλην αρμοδιότητας.
Το γεγονός, ότι ήδη μιλάμε –έστω και δειλά– για την είσοδο ιδιωτών στο χώρο είσπραξης των εσόδων του κράτους, αποδεικνύει ένα μέρος από το μέγεθος του προβλήματος. Τα πράγματα προς τα εκεί πορεύονται, προς την συρρίκνωση και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα μόνο στις απόλυτα αναγκαίες δραστηριότητες για τη εκτέλεση των βασικών κρατικών αναγκών. Αν η υγεία και η παιδεία περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, προς το παρόν είναι δυσδιάκριτο, είναι άλλωστε τόσα πολλά τα θέματα που αναμένουν τη σειρά τους για ρύθμιση, ώστε είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή να μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να προβλέψει, πώς θα εξελιχθεί ο χώρος του ελληνικού δημοσίου τα επόμενα δύο – τρία χρόνια.
Γεγονός παραμένει, ότι το ελληνικό δημόσιο, όπως το γνωρίσαμε, το λατρέψαμε και το σιχτιρίσαμε επί τόσες δεκαετίες, σύντομα θα βρίσκεται κλεισμένο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.