Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

'Εξοδος από την κρίση: Ας κάνουμε την έκπληξη

Για μια ακόμα φορά η κοινή γνώμη έμεινε έκπληκτη. Για μια ακόμα φορά είδαν το φως της δημοσιότητας απόψεις και σχόλια από «ειδικούς» και μυημένους. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας Ολυμπιακός – Π.Α.Ο. και τα όσα ακολούθησαν έδωσαν άφθονο υλικό σε όλους. Για μια ακόμα φορά.

Πόσες φορές θα πρέπει να εκπλαγούμε ακόμα και για πόσα διαφορετικά γεγονότα ή συμβάντα θα πρέπει να πλημμυρίσουν οι οθόνες, τα ερτζιανά και τα έντυπα, από γνώμες και απόψεις «ειδικών» και μη; Δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Το κάθε τι σ’ αυτή τη χώρα μπορεί ανά πάσα στιγμή να μας εκπλήξει. Τη μια μπορεί να είναι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, την άλλη η διαπλοκή πολιτικών κι επιχειρηματιών, την παράλλη η έκταση της φοροδιαφυγής ή η εξάπλωση των φαινόμενων ανομίας και πάει λέγοντας. Μια ζωή μέσα στην έκπληξη και το ξάφνιασμα ζούμε. Τι υποκρισία!

Οι κυβερνώντες υποκρίνονται ότι έχουν επίγνωση των προβλημάτων της χώρας και των πολιτών και προωθούν πολιτικές για τη λύση τους, τα όργανα του κράτους υποκρίνονται ότι εργάζονται για την έγκαιρη κι αποτελεσματική υλοποίηση των αποφάσεων των κυβερνώντων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και των πολιτών κι οι πολίτες υποκρίνονται με τη σειρά τους, ότι συμμετέχουν πρόθυμα στην κοινή προσπάθεια και συμβάλουν με την καθημερινή δραστηριότητά τους στην ανάπτυξη κι ευημερία αυτού του κράτους, αυτού του τόπου. Όλοι μαζί υποκρίνονται ότι πασχίσουν και κοπιάζουν για το κοινό καλό, στην πραγματικότητα όμως δεν κάνουν τίποτε περισσότερο –ο καθένας απ’ την πλευρά του– από το να επιδιώκουν και να προωθούν απλώς και μόνον την ικανοποίηση των ιδιοτελών συμφερόντων τους.

Αυτό άλλωστε είναι, αν θέλετε, και το μόνο κοινό συμπέρασμα –ο κοινός παρανομαστής– όλων των ερευνών και μελετών που αφορούν διαχρονικά τη συλλογική μας συμπεριφορά, ως πολίτες και ως οργανωμένο κράτος, από την εποχή του 1821. Ναι, εκείνη τη μακρινή εποχή, που –όπως και τόσες άλλες– επαναπροσεγγίζουμε οι σύγχρονοι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για να «διορθώνουμε» ανακρίβειες και να προσθαφαιρούμε στοιχεία στα βιογραφικά ιστορικών και μη προσώπων –ο κύριος Κώστας Καραμανλής μπορεί βάσιμα να ελπίζει.

Ατομισμός, ίντριγκες, προδοσίες, σπιουνιές, διχασμοί. Το συμφέρον κι ιδιοτέλεια κινούν και κινητοποιούν, απλώς από εποχή σε εποχή αλλάζει το –μείζον ή έλασσον– ιδεολογικό περιτύλιγμα. Ελευθερία ή Θάνατος, Μεγάλη Ιδέα, Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, Εδώ και Τώρα Αλλαγή, Ενωμένη Ευρώπη.


Ο λόγος υποκατάστατο της πράξης, το σύνθημα υποκατάστατο του σχεδίου, ο νόμος υποκατάστατο της κοινής λογικής, η επιβίωση της ομάδας υποκατάστατο της επιδίωξης κοινού σκοπού, το εγώ υποκατάστατο του εμείς. Μέσα σ’ αυτές τις αντιφάσεις πάλλονταν και παλινδρομούσαν οι πολιτικές επιλογές, μέσα απ’ αυτές φιλτράρονταν κι αμβλύνονταν οι κοινωνικές επιδιώξεις. Όλα «μικρο-» και «παρα-». «Μικρο-πολιτική», «μικρο-συμφέροντα», «μικρο-αστοί», «μικρο-μεσαίοι», «μικρο-ιδιοκτήτες», αλλά και «παρα-πολιτική», «παρα-γοντισμός», «παρα-οικονομία», «παρα-τρεχάμενοι», «παρά-γκα».

Με όλα αυτά τα άχθη στους ώμους κι από πάνω και μια βαριά κληρονομιά από μάρμαρα και μανουάλια στο δισάκι μας, περιφερόμαστε για δεκαετίες σ’ αυτόν τον τόπο, μα ποτέ δεν συναντηθήκανε πραγματικά, ούτε για να οραματιστούμε και ν’ αναζητήσουμε τρόπους ζωής, ούτε να συνεργαστούμε και να ψάξουμε ένα κοινό αύριο. Όλα δήθεν –κι όλοι μ’ ένα τηλεκοντρόλ ή έναν φραπέ στο χέρι– κι όταν ξέσπαγε «το κακό», όλοι δήθεν ξαφνιασμένοι, όλοι δήθεν ανήξεροι, κάποιοι δήθεν να ψάχνουν μαχαίρι που «θα φτάσει ως το κόκαλο» ή ενόχους που δήθεν θα τιμωρηθούν «όσο ψηλά κι αν ίστανται».

Ο κόσμος που ξέραμε έχει πάρει διαφορετικές στροφές κι όμως επιμένουμε να τον ζούμε με τον ίδιο τρόπο. Η χώρα που ζούσαμε δεν υπάρχει κι όμως επιμένουμε ν’ ακολουθούμε τις ίδιες περπατησιές. Εμείς οι ίδιοι, ο ίδιος ο εαυτός μας, είναι πλέον κάποιος άλλος, κι όμως επιμένουμε να του χαμογελάμε κάθε πρωί στον καθρέφτη σαν να μην τρέχει τίποτα.

Πριν ξαναξαφνιαστούμε στο επόμενο «ντέρμπι» –που δεν είναι αναγκαίο να είναι ποδοσφαίρου– ας προσπαθήσουμε να βάλλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Η αναζήτηση διεξόδου απ’ αυτήν την πολυεπίπεδη κρίση δεν μπορεί να είναι υπόθεση μόνο των κυβερνώντων, ούτε η προσπάθεια επιβίωσης ατομική υπόθεση του καθενός. Μπορεί όλοι μαζί να μην τα φάγαμε, εντάξει, αλλά, δεν νομίζετε, πως είναι αναγκαίο όλοι μαζί ν’ αναζητήσουμε διεξόδους, αντί όλοι μαζί να τρώμε αχόρταγα τις σάρκες μας;

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας: Μουσείο Τυπογραφίας

Έπρεπε να γίνει αναφορά από τον Τρόικα, για να έρθει δυναμικά στο προσκήνιο της επικαιρότητας –για μια ακόμα φορά– το θέμα της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου. Επί της ουσίας ο καυγάς μεταξύ κυβέρνησης και κομμάτων της αντιπολίτευσης γίνεται για το πάπλωμα, αλλά κουβέντα δεν ακούγεται από κανέναν για την ταμπακέρα, το πώς δηλαδή η ακίνητη περιουσία του δημοσίου πρόκειται ή προτείνεται ν’ αξιοποιηθεί. Και γι’ αυτό το θέμα θα πρέπει, ως φαίνεται, ν’ ανακαλύψουμε την πυρίτιδα.

Ταξιδεύοντας σε χώρες του κόσμου, εντύπωση προξενεί η εφευρετικότητα των ανθρώπων σε κάθε γωνιά του πλανήτη ν’ αξιοποιούν σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα, αντικείμενα, καταστάσεις, σχέσεις κ.ο.κ. και να τα στεγάζουν σε μουσεία, αλλά και να δημιουργούν, όπου δεν υπάρχουν, εκ του μη όντως χώρους, στους οποίους να εκθέτουν επίσης οτιδήποτε μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον ή την περιέργεια των αλλοδαπών ή ντόπιων επισκεπτών.

Αρχαιολογικά κι ιστορικά μουσεία, μουσεία με αυτοκρατορικές άμαξες κι ενδυμασίες, μουσεία φυσικής ιστορίας και κέρινων ομοιωμάτων, αλλά και μουσεία τεχνολογίας, νομισμάτων μέχρι και τηλεφώνων, αποτελούν σημεία αναφοράς για την τουριστική βιομηχανία διαφόρων χωρών και πόλους έλξης για τους επισκέπτες.

Δεν πάει το μυαλό μου στα εγκαταλελειμμένα ολυμπιακά ακίνητα, ούτε καν στο «φιλέτο» –κατά τους αναλυτές– του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό, πηγαίνει σ’ ένα κτήριο μικρό κι ασήμαντο, σ’ ένα κτήριο που κάποιοι μπορεί καθημερινά να περνούν απ’ έξω και να μην το έχουν προσέξει κάν. Δεν θα μπορούσε να είναι σε πιο κεντρικό σημείο της Αθήνας και πιθανόν δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο πρόσφορο και δεκτικό σε αξιοποίηση κι ανάπτυξη, λόγω και του περιβάλλοντος χώρου.

Διακόσια μέτρα απ’ την Ομόνοια, επί της οδού Σταδίου, μεταξύ των σημερινών οδών Σανταρόζα και Αρσάκη, ρημάζει κλειστό από χρόνια το κτήριο που στέγασε το «βασιλικόν τυπογραφείον» του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που χτίστηκε το 1834 με σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Joseph Hoffer. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα δημόσια κτήρια της Αθήνας και ταυτόχρονα από τα πρώτα δείγματα ενός πρώιμου και λιτού κλασικισμού στην Ελλάδα.

Αυτό το ιστορικό κτήριο, που από την εποχή του μεσοπολέμου (1931-1932) στέγασε υπηρεσίες του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού το Εθνικό Τυπογραφείο ήδη από το 1906 είχε μεταστεγαστεί στο κτήριο επί της οδού Καποδιστρίου, όπου εξακολουθεί να στεγάζεται και να λειτουργεί μέχρι σήμερα, παραμένει κλειστό από το 1986, ενώ το 1987 χαρακτηρίστηκε ως «χρήζον ειδικής προστασίας» και δέκα χρόνια αργότερα (1997) ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Το 2001 η «Θέμις Κατασκευαστική» –εταιρεία που εποπτεύεται από το υπουργείο Δικαιοσύνης– ανέλαβε το έργο της ανακαίνισης του.

Έκτοτε κατ’ επανάληψη έχει τεθεί από την υπηρεσία του Εθνικού Τυπογραφείου το αίτημα ν’ αξιοποιηθεί το κτήριο αυτό προκειμένου να εκτεθούν ιστορικά κειμήλια και μηχανήματα (λινοτυπικές και μονοτυπικές μηχανές, χειροκίνητα πιεστήρια κ.λπ.) τυπογραφίας, που σώζονται μέχρι σήμερα, όπως κάσσες με ξύλινα τυπογραφικά στοιχεία και άλλα αξιόλογα αντικείμενα και αρχεία, καθώς και φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως σε τόμους από το 1833, που εκδόθηκε το πρώτο ΦΕΚ.

Καμιά από τις προσπάθειες αυτές δεν έχει καρποφορήσει μέχρι σήμερα. Έτσι, αφενός το Εθνικό Τυπογραφείο αναγκάζεται να έχει σχεδόν στοιβαγμένο σε μια μικρή αίθουσα όλον αυτόν τον εξοπλισμό, που παραμένει ουσιαστικά αναξιοποίητος, αλλά παράλληλα και να διαθέτει πιστώσεις για τη μίσθωση κτηρίου (Μάρνη 8) για να στεγάζει το τμήμα αρχείου ΦΕΚ, αναγνωστηρίου και βιβλιοθήκης, που εξυπηρετεί καθημερινά εκατοντάδες πολίτες.

Το περασμένο καλοκαίρι είδε το φως της δημοσιότητας μελέτη, που προέκυψε από τη συνεργασία της Διεύθυνσης Αναστύλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και της «Θέμις Κατασκευαστική», σύμφωνα με την οποία οι δύο μεγάλες αίθουσες του κτιρίου θα μετατραπούν αντίστοιχα σε «Αίθουσα Παλαιού Τυπογραφείου» και σε «Αίθουσα Θέμιδος».

Ταυτόχρονα, θα δημιουργηθεί εντευκτήριο για τις εκδηλώσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο ανήκει το κτήριο έπειτα από την παραχώρησή του από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, αλλά και δικαστικά γραφεία, ως αναπόφευκτη λύση στο επίμονο αίτημα των δικαστών που στεγάζονται στο κτίριο του Αρσάκειου, το οποίο, όπως υποστηρίζουν, δεν επαρκεί πλέον για τις ανάγκες τους.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν, ότι ο χώρος μάλλον θα χρησιμοποιηθεί για να στεγάσει τα γραφεία των δικαστών. Αν τελικά επικρατήσει μόνο αυτή η λύση, δεν θα πρέπει να απορούμε, πώς άλλες χώρες έχουν την ικανότητα και τη φαντασία ν’ αξιοποιούν ακόμα και την «ουρά» αναμονής ή τον αέρα που αναπνέουν, ενώ στη χώρα μας οι κάθε λογής κρατικές γραφειοκρατίες κι οι λειτουργοί τους χρειάζονται γραφεία στην καρδιά σχεδόν του ιστορικού κέντρου, προς δόξαν, όχι μόνο των αντιλήψεων που υπάρχουν για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά και για την απλούστευση των διαδικασιών, την αποκέντρωση ή και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.