Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Μια κεντροαριστερά στα μέτρα μας.


Ποια «κεντροαριστερά» μπορεί να προκύψει δεν ξέρω, νομίζω, όμως, ότι έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα στα επιτελεία των κομμάτων που την ευαγγελίζονται και δηλώνουν ότι την επιθυμούν και την επιδιώκουν, οι πιθανότητες να έχει αίσια κι επιτυχή έκβαση το όποιο εγχείρημα, είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Δύο χρόνια μετά την απόπειρα των «58» και τέσσερα μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, δεν διαφαίνεται να δημιουργείται ένα βιώσιμο σχήμα στον πολιτικό χώρο μεταξύ δεξιάς κι αριστεράς. Το κενό στον κεντρώο προοδευτικό χώρο όχι μόνο υφίσταται, αλλά με διαδοχικές πράξεις και παραλείψεις των «πρωταγωνιστών» του, διαρκώς διευρύνεται.

Όλες οι απόπειρες αρχίζουν και τελειώνουν μέσα σε ένα πλέγμα διαδικαστικών λεπτομερειών και οργανωτικών παραμέτρων. Κουβέντα να γίνεται με άλλα λόγια, εφόσον εκείνο που είναι προφανές είναι ότι, όχι μόνο κάθε πλευρά κρατά για τον εαυτό της το προνόμιο της πρωτοβουλίας των κινήσεων και της οιονεί ηγεμονίας, αλλά –όπερ και κρισιμότερο– καθένας από τους «διατιθέμενους» κι ενδιαφερόμενους διατηρεί στο ακέραιο τις προσωπικές του διαφορές και αντιθέσεις.

Η αδυναμία των ηγεσιών να διατυπώσουν μια αξιόπιστη και ρεαλιστική πρόταση για την αντιμετώπιση των υφισταμένων προβλημάτων, για την έξοδο από την κρίση και τη δημιουργία συνθηκών για την ανάδυση ενός σύγχρονου και λειτουργικού κρατικού μοντέλου, μεγεθύνεται από τη διάχυτη εντύπωση, ότι η μόνη τους φροντίδα, παρά τη δύσκολη συγκυρία της χώρας και της κοινωνίας, είναι η διατήρηση και διαχείριση μεριδίων κομματικής επιρροής κι εξουσίας με φόντο τις αγεφύρωτες διαφορές του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος. Καθένας για μια κεντροαριστερά στα μέτρα του.

Για να μην γελιόμαστε, το πρόβλημα είναι καθαρά του ΠΑΣΟΚ. Δίχως διάθεση να μειωθεί ή ν’ αγνοηθεί η πολιτική υπόσταση που έχουν ως κόμματα ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ή η ΔΗΜΑΡ, ποσώς αυτοί οι χώροι είναι σε θέση να επηρεάσουν πλέον αποφασιστικά το εκλογικό σώμα. Ο καυγάς δεν γίνεται για το πάπλωμα, αλλά για τις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους που συναισθηματικά επιμένουν και μένουν πιστοί στο ΠΑΣΟΚ, καθώς και για τις διόλου ευκαταφρόνητες εκατοντάδες χιλιάδες που επιλέγουν να απέχουν των εκλογικών διαδικασιών αποστασιοποιημένοι κι από το παρόν ΠΑΣΟΚ κι από τον επελεύνοντα –μέχρι πρότινος– ΣΥΡΙΖΑ.

Επί της ουσίας και υπό τις παρούσες συνθήκες, για να μην γελιόμαστε και κοροϊδευόμαστε περιμένοντας –όχι τον Γκοντό– αλλά την ανάδυση της «κεντροαριστεράς», είναι –χοντρικά– σαν να περιμένουμε το θαύμα να ξανασμίξουν και να ξαναβρεθούν σε κοινό πολιτικό μετερίζι –πόσο μάλλον σε τραπέζι– ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος κι ο Σημίτης με ολίγη από Σταύρο Θεοδωράκη. Για τα παιδιά της ΔΗΜΑΡ –τα νυν ορίτζιναλ– όπως ο Θανάσης Θεοδωρόπουλος, ο Παπαθεοδώρου ή ο Ανδρέας Παπαδόπουλος κ.λπ. δεν τίθεται θέμα, είναι μέσα.

Κάποια άλλα όμως «παιδιά» –γερόλυκοι της πολιτικής θα το έλεγα– μεταρρυθμιστές, όπως ο Σπύρος Λυκούδης ή κι ο Γρηγόρης Ψαριανός ακόμα, σιγά μη χαλάσουν την υστεροφημία τους ψάχνοντας επ’ άπειρον ψύλλους στ’ άχυρα της κεντροαριστεράς [ή περιμένοντας πότε ο Ερμής στον αστερισμό του ΠΑΣΟΚ θα πάψει να ‘ναι ανάδρομος]. Το δρόμο -εξάλλου– όταν έρθει με το καλό εκείνη –διακινδυνεύω να προβλέψω– η ώρα θα τον έχει ανοίξει ο Φώτης Κουβέλης.

Για να το χοντρύνουμε και λίγο παραπάνω, όλη αυτή η συζήτηση περί την κεντροαριστερά δεν θα γινότανε, αν κάποιοι πίστευαν, ότι το ΠΑΣΟΚ σαν ΠΑΣΟΚ μπορεί από μόνο του και σε βάθος χρόνου έστω να «πάρει τ’ απάνω του» και να κατορθώσει να διεκδικήσει με αξιώσεις την εξουσία. Κάτι τέτοιο, απ’ τη στιγμή που το «πατριωτικό» –ή όπως αλλιώς θες πέσ’ το, «ακραίο» θα το έλεγα εγώ– κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, μαζί με κάποιους άλλους «παλαιάς κοπής» πρασινοφρουρούς και ΠΑΣΟΚους, μετακινήθηκαν βλέποντας φως –όχι το αληθινό– εξουσίας στο ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται ανέφικτο. Ας μη γελιόμαστε. [Μάλλον κι ο Γιώργος κατά ‘κει το πάει…]

Βαρίδια, ξεβαρίδια, αυτοί που έφυγαν δεν πήραν μόνο ψήφους αλλά έδωσαν πολιτικό βάθος στον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι σαν άτυπη νομιμοποίηση στη διεκδίκηση της εξουσίας. Αν δίπλα σ’ όλα αυτά βάλει κάποιος και την απαξίωση, τη φθορά της πολύχρονης διακυβέρνησης, τα σκάνδαλα και όλα τα συμπαραμαρτούντα, καταλαβαίνει γιατί αυτή η «μαύρη τρύπα» στο κέντρο του πολιτικού χάρτη είναι πλέον πολύ δύσκολο να κλείσει μόνο από το πάλαι ποτέ κραταιό κι «ενωμένο – δυνατό» ΠΑΣΟΚ, το οποίο απλώς και προς το παρόν μόνο «είναι εδώ».

Το εγχείρημα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, όσο ο Αλέξης Τσίπρας, μέσω των κυβερνητικών του επιλογών, διολισθαίνει και μετατοπίζεται στα δεξιότερα του νοητού άξονα αριστερά – δεξιά.  Όσο ο Αλέξης Τσίπρας, χάριν της εξουσίας, μεταμορφώνεται σε συστημικό εργαλείο της, τόσο, δίκην παντοδύναμης μαύρης τρύπας, θα τείνει ν’ απορροφήσει προσωπικότητες και σχήματα που κινούνται στα δεξιά του.

Οι κεντροαριστερές ανταύγειες της Αριστεράς ευρισκόμενης, μάλιστα, και με τη διακυβέρνηση στα χέρια, όχι μόνο θα σαγηνεύσουν, αλλά θα είναι σε θέση να ξελογιάσουν και να συνεπάρουν στην κυριολεξία όσο πλησιάζει ο εκλογικός χρόνος και τις πλέον ανθεκτικές, αδρανείς, αλλά κι ανένταχτες προς το παρόν πολιτικές δυνάμεις προερχόμενες κυρίως από το ΠΑΣΟΚ.

Απ’ την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλκοντας –παρά τις διαφαινόμενες δυσκολίες– τη Νέα Δημοκρατία κεντρικότερα, τόσο κι αυτός απ’ την πλευρά του θα στερεί πολιτικό χώρο και δυνατότητες ευελιξίας και ελιγμών στον κεντρώο χώρο. Η διαφαινόμενη προσέλκυση προσωπικοτήτων ευρύτερης αποδοχής κι εμβέλειας από το φιλελεύθερο φάσμα, θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για την προσχώρηση στη νέα Νέα Δημοκρατία δυνάμεων και πέρα απ' ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ. Ήδη κάποιοι με την έλευση του έαρος ετοιμάζουν δειλά – δειλά τις αποσκευές τους για τα ψηφοδέλτια του Κυριάκου.

Τι μένει, λοιπόν, για την κεντροαριστερά; Οι καλές προθέσεις κι οι επιστολές. Κάτι είναι κι αυτό, αλλά μόνο για τα ρεπορτάζ και τα δελτία, η κοινωνία κι οι ανάγκες της βρίσκονται από καιρό αλλού. Λυπάμαι, αλλά αν τη δεις στο εγγύς μέλλον σχηματοποιημένη, γράψε μου κι εμένα. [Σίγουρα, θα ‘ναι η πιο αναπάντεχη, αλλά κι ευχάριστη ταυτόχρονα είδηση].

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Αυτή η χώρα δεν υπάρχει.


Τα σωσίβια δεν ήτανε το πρόβλημα, ούτε τότε, ούτε τώρα. με την πυξίδα είχαμ’ ένα θέμα. Ο μπούσουλας δεν χάθηκε –δυστυχώς– τώρα τελευταία, στις μέρες μας, έχει χαθεί από χρόνια, πολλά χρόνια πριν.

Ο προσανατολισμός κι η πορεία που τύχαινε να έχουμε κατά καιρούς, εντελώς περιστασιακά και κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες ή φωτισμένες ηγεσίες, απλώς συνέβαλε να επιπλέουμε και ν’ αρμενίζουμε στο χρόνο, να βρίσκουμε, μέσα στο πέλαγος της άγνοιας, του εγωισμού και του επαρχιωτισμού μας, μέσα στα τελματωμένα νερά της μικρής πατρίδας,  μια σανίδα που να μας κρατά για λίγο στον αφρό, στην επιφάνεια.

Ανάσες ήτανε ζωής, που τις αρπάζαμε και τις ρουφούσαμε αχόρταγα μέχρι να ξεθυμάνουν ένα ηλιόλουστο πρωί και να χαθούν, αφήνοντάς μας πάλι μεσοπέλαγα μέσ’ στη μιζέρια να τσαλαβουτάμε, μέσ’ στη διχόνοια, στην οιμωγή μας και στο μίσος. Με τα πλεμόνια γεμάτα αχαριστία, γεμάτα χολή κι εκδικητικότητα για ό,τι στον αφρό μπόρεσε και μας κράτησε δίχως να καταβάλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια, αλλά και δίχως πρόνοια –τότε στα πάνω, τα έτοιμα και τα εύκολα– τα κόλπα και τα μυστικά του πέλαγου να μάθουμε για να κρατάμε στους δύσκολους καιρούς γερό τιμόνι.

Βουλιάζουμε. Ούτε τα χέρια δε χτυπάμε πια να μείνουμε στην επιφάνεια με πείσμα, με αυταπάρνηση, με ελπίδα. Ο σώζων εαυτόν σωθείτο. Μόνος του καθένας, έχει τα χέρια μόνο να κρατά σφιχτά αρχαία λάβαρα ή θαυματουργές εικόνες, να τα υψώνει με ορθάνοιχτες παλάμες στα μούτρα μπρος αυτών που τρεις και λίγο αποθεώνει και με το δάχτυλο εκεί, προτεταμένο, τους ένοχους ολημερίς να δείχνει με μανία.

Τι να τα κάνεις, το λοιπόν, τα σωστικά; Πολλοί στις μέρες μας άδικα θαλασσοδέρνωνται και πνίγονται στ’ αλήθεια, αλλά το πάθος για να ζήσουνε, να φτάσουνε, να βγούνε, είναι πολύ –πόσο μικρή για την περίσταση η λέξη– πιο μεγάλο από το όποιο κύμα, την όποια αναποδιά, την όποια απώλεια ή της ζωής κακοτυχία.

Σ’ όσους έχουν ξεχάσει πώς αληθινά παλεύουν, έχουν ξεχάσει πως είναι ξύπνιος να ονειρεύεσαι, έχουν ξεχάσει πώς γεννιούνται οι ελπίδες, όσα σωσίβια κι αν βρεις να τους φορέσεις, πάλι στον πάτο θα κολλήσουν με τη μία. Είναι βαριές κι ασήκωτες οι αλυσίδες που τους σέρνουν –από υλικά καλά του παρελθόντος– είναι σφιχτά δεμένα τα βαρίδια κι είναι φτωχοί κι αυτοί οι καιροί από ιδέες, από ηγέτες, από λύσεις, που μόνο θαυματοποιοί πλανόδιοι, φελλοί ή απατεώνες καταφέρνουν να επιπλέουν.

Γι’ αυτούς που τη στεριά οραματίζονται, τη στέρεα γη κι όχι τη δήθεν ουτοπία, αυτούς που ψάχνουν, επιμένουν, συνεχίζουνε, σωσίβια και λέμβοι σωστικοί τούς είναι άχρηστα, αχρείαστα. Αυτοί αντέχουν στις φουρτούνες και στα δίσεχτα. Αυτοί την Ιστορία δεν τη μηρυκάζουνε, ούτε την περιφέρουν τραγουδώντας, αυτοί την ιστορία τους τη γράφουνε, τη ζούνε, την αλλάζουνε.

Υπάρχουν κάπου εκεί δίπλα, ναι υπάρχουνε. Ψάξ’ τους μέσα στο χαλασμό και την αντάρα, αυτοί είναι για όλους μας σωσίβια, καπεταναίοι ανώνυμοι, που η υπομονή, η γνώση και το πείσμα τους έχει χαράξει τη σωστή πορεία από χρόνια και ξεχωρίζει των καιρών μας τα σημάδια, αυτών των δίσεκτων κι ανάποδων καιρών τ’ ανεμολόγια και τις συντεταγμένες, όπως ο φάρος ξεχωρίζει στο σκοτάδι.

Μαζί μ’ αυτούς, αλλά και μ’ όσους το θελήσουνε, όλοι μαζί πάλι τη χώρα αυτή, τη χώρα μας, να βρούμε, γιατί, αυτή η χώρα που στην ανυποληψία χάθηκε, υπάρχει δεν ξεχάστηκε και βρίσκεται εκεί που μονοιασμένοι θα βρεθούμε.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Για ένα moratorium ελπίδας.


Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι πλέον γύρω μας, που να μη μας πληγώνει, να μη μας απογοητεύει, να μη μας ενοχλεί, να μη μας στεναχωρεί. Έχει στενέψει ασφυκτικά, νομίζω, ο ζωτικός χώρος, έχει μικρύνει απελπιστικά, ο περίγυρος των ανθρώπων που μπορούμε να στηριζόμαστε, να εμπιστευόμαστε, να αγαπάμε και να επιθυμούμε τη συναναστροφή και την παρέα τους.

Έχει περιοριστεί δραματικά η νομιμοποιητική εμβέλεια θεσμών, λειτουργιών και οργάνων. Έχουν συρρικνωθεί τα περιθώρια αποδοχής ή ανεκτικότητας κανόνων, οδηγιών κι επίσημων απόψεων. Η διάχυτη κρίση εμπιστοσύνης και δυσπιστίας, επιβεβαιώνουν σε κάθε ευκαιρία  τη μεταστροφή της κοινωνίας προς την εσωστρέφεια και το βαθύ ρήγμα της με το πολιτικό σύστημα.

Είναι τόσες πολλές κι αλλεπάλληλες οι διαψεύσεις των τελευταίων ετών, είναι τόσο απροσδόκητες και ραγδαίες οι ανατροπές, που η οπισθοδρόμηση και το πισωγύρισμα δεν αφορά μόνο την οικονομική κατάσταση, αλλά απλώνεται κι αγκαλιάζει όλες τις δραστηριότητες και συνήθειες, όλες τις πτυχές και τις εκφάνσεις της ζωής, την καθημερινότητά μας την ίδια.

Τα συμπεράσματα για όλην αυτή την κατάσταση έχουν κουτσά - στραβά εξαχθεί. Καθένας και καθεμιά έχουν καταλήξει για τις αιτίες, τους λόγους και τις αφορμές, προσεγγίζοντάς τα, βέβαια, από τη σκοπιά του κι από τη μεριά που βλέπει τα πράγματα και τις εξελίξεις. Δεν νομίζω να υπάρχει συμπολίτης μας που να μην έχει τη δική του εκδοχή και άποψη για το τι έφταιξε.

Εκείνο, όμως, που λίγο - πολύ νομίζω τώρα πλέον, έχει γίνει κοινή πεποίθηση και κοινός τόπος για τους πιο πολλούς, είναι ότι στη χώρα –ανεξάρτητα από αιτίες και λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση– για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και τα προβλήματα, για ν’ ανασάνει η κοινωνία κι η οικονομία, θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες αλλαγές και να ληφθούν στοχευμένες αποφάσεις. Οι περισσότερες απ’ αυτές –αν όχι όλες– αφορούν άμεσα ή έμμεσα το κράτος και τις λειτουργίες του.

Απέναντι σ’ αυτή την πλειοψηφούσα αντίληψη, εκείνο που γίνεται παντοιοτρόπως αντιληπτό είναι η παρατεινόμενη δυστοκία, η διαρκής αναβλητικότητα κι η δεδομένη απροθυμία για την ανάληψη αυτών των αναγκαίων κι επειγουσών πρωτοβουλιών από τους κυβερνώντες. Η διαπίστωση αυτή, σε συνδυασμό με τις ψευδολογίες και τις υπερβολές του τελευταίου χρόνου, που επιχειρούν να τη συγκαλύψουν, να τη δικαιολογήσουν ή να την αποδώσουν σε μύριους όσους εξωγενείς κι υποχθόνιους λόγους κι επιβουλευτές, τροφοδοτούν και μεγεθύνουν την κοινωνική αμηχανία κι επιτείνουν το υφιστάμενο οικονομικό πρόβλημα της χώρας.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι δυνατόν να παρατείνεται επ’ άπειρον. Τώρα, μάλιστα, που και το προσφυγικό πρόβλημα άρχισε ν’ αφορά, όχι μόνο κάποια νησιά ή περιοχές, αλλά το σύνολο της επικράτειας, η επίσπευση της αντιμετώπισης των χρόνιων εκκρεμοτήτων μετατρέπεται σε άκρως επιτακτική και αδήριτη. Το αντίδωρο της ελπίδας και της προοπτικής, μέσω συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών, θα πρέπει να είναι η βαλβίδα εκτόνωσης και κατευνασμού της περιρρέουσας κοινωνικής απογοήτευσης κι απελπισίας.

Εκ των πραγμάτων, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ έχει την ευθύνη και την πρωτοβουλία των κινήσεων, δυστυχώς όμως, για χίλιους δυο λόγους που καθημερινά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αδυνατεί ν’ απεγκλωβιστεί απ’ τις ιδεοληψίες και τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων. Η κυρίαρχη και νομοτελειακή αντίληψη για το «κράτος – λάφυρο» στα χέρια των κυβερνώντων της μεταπολεμικής Ελλάδας, επιβεβαιώνεται με τον πλέον προκλητικό κι αδέξιο τρόπο.

Ο εγκλωβισμός και το αδιέξοδο όμως του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην αντιμνημονιακή τους ρητορεία, δεν θα πρέπει ν’ αποτελέσουν τη θρυαλλίδα που θα οδηγήσει στην κατάρρευση και την καταστροφή κι όλη τη χώρα. Η ανατροπή των προσδοκιών και των ψευδαισθήσεων, που ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας βλέπει να κατεδαφίζεται και να γκρεμίζεται συθέμελα από το καλοκαίρι κι ύστερα, δεν θα πρέπει να συμπαρασύρει και την κοινωνία στο σύνολο της.

Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, πολύ δε περισσότερο μαγικές. Φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, τι κάνουμε; Θα χοροπηδάμε χαρούμενα πάνω στα συντρίμμια που καθημερινά δημιουργούνται δεξιά κι αριστερά; Θα τ’ αφήσουμε όλα στην τύχη τους και θα κλειστούμε στον εαυτό μας κοιτάζοντας μόνο την πάρτη μας; Θα πάρουμε τον ομματιών μας για τα ξένα ή θα επιτρέψουμε στο φασισμό να αποδείξει πόσο λάθος έχουμε ισοπεδώνοντας σε κάθε ευκαιρία τα πάντα;

Η γνώμη μου είναι, ότι όλοι θα πρέπει να κάνουμε το κάτι παραπάνω, αυτό που με χίλιες δυο δικαιολογίες και προφάσεις αποφεύγουμε να κάνουμε μια ζωή, μια ζωή κι όχι μόνο τα χρόνια της κρίσης, σ’ αυτά που βολικά αναφερόμαστε. Πρώτη η κυβέρνηση εννοείται. Κι αν όχι η παρούσα, γιατί δεν θέλει ή δε μπορεί, ή κι εγώ δεν ξέρω τι, εκείνη που θα έχει το θάρρος, παραμερίζοντας το πολιτικό κόστος, συζητώντας, συνεργαζόμενη και συνθέτοντας, να πει με ειλικρίνεια αλήθειες και να σταθεί υπεύθυνα με την εμπιστοσύνη της παρούσας Βουλής, αναλαμβάνοντας ν’ αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και την αξιοπρέπεια στο λαό, όχι στα λόγια και στα μπαλκόνια, αλλά στην καθημερινή πολιτική της δραστηριότητα.

Καιρός είναι, νομίζω, εκείνοι που επιβάλουν σε όλους εμάς τα τελευταία χρόνια κατά τις αντιλήψεις τις αποφάσεις τους για μέτρα, περικοπές και μειώσεις, να τολμήσουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους δίχως περιστροφές και αστερίσκους, δίχως μικροϋπολογισμούς και υστεροβουλίες και να καταλήξουν σ’ ένα αξιόπιστο πρόγραμμα - χρονοδιάγραμμα εξόδου από την κρίση. Να διορθώσουν και ν’ αποκαταστήσουν μεθοδικά και με ευαισθησία, όλα όσα στραβά κι ανάποδα διαπίστωναν και κατήγγειλαν ο ένας για τον άλλον επί δεκαετίες, παραδειγματίζοντας, αλλά κι επιβάλλοντας όπου και αν χρειάζεται,  σ' όλους εμάς ν’ ακολουθήσουμε.

Προσωπικά, πολλά –για να μην πω τίποτα απ’ αυτά– δεν ελπίζω, αλλά κι άλλη διέξοδο το πεπερασμένο μου μυαλό αδυνατεί, μέσα στο πλαίσιο της Συνταγματικής μας τάξης να επινοήσει. Θα πεις –και με το δίκιο σου– «δουλεία δικιά σου είναι, ρε φίλε, να βρεθεί λύση;» Θα ‘θελα όμως –θα σου απαντήσω– τα παιδιά μου, μα κι όλοι οι νέοι, να παν στις άλλες εκλογές για να ψηφίσουν κι όχι, ή να βρίσκονται κάπου μακριά στα ξένα ή αηδιασμένα ν’ αδιαφορήσουν, αφήνοντας –όπως και τόσοι άλλοι– αυτή η δημοκρατία, που ολημερίς κάποιοι τη βρίζουν, να γίνει εργαλείο και μέσο, ώστε ο αυταρχισμός, ο φανατισμός, οι ιδεοληψίες κι όλα τα στραβά μας και τ’ ανάποδα αυτή τη χώρα να διαλύσουν.