Με καρτερία κι αξιοπρόσεχτη στωικότητα, τρία χρόνια τώρα,
αντιμετωπίζουμε τα διαδοχικά «χτυπήματα» κι αρκούμαστε στην καταγραφή τους.
Πότε είναι η Μέρκελ, πότε η τρόικα, πότε το eurogroup, πότε οι δανειστές, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Ένας
ιδιότυπος μαζοχισμός και ηττοπάθεια χαρακτηρίζει τη στάση μας. Η
όποια αντίδρασή μας περιορίζεται πια, είτε στην ανούσια σιωπηρή μας συμφωνία με
κάποια από τις «έξυπνες» ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, είτε με τη
μαχητική επιδοκιμασία μας –με έντονο κούνημα του δείκτη– σ’ όποια αμετροεπή δήλωση του
Τσίπρα, του Καμμένου ή κάποιου άλλου από το αποκαλούμενο και «αντιμνημονιακό
τόξο».
Άλλος στη θέση μας, μετά από τέτοια ανατροπή δεδομένων, ύστερα από
τόσο ραγδαία συρρίκνωση των εισοδημάτων του και πτώση του βιοτικού του
επιπέδου, θα ‘χε επαναστατήσει με τον ίδιο του τον εαυτό, θα είχε πάρει την
κατάσταση στα χέρια του, θα αντιδρούσε. Θα διεκδικούσε το ταχύτερο δυνατό να
ξεφύγει απ’ αυτή την αυτοκαταστροφική περιδίνηση και την επιπόλαια περιπλάνηση
σε χρόνους περασμένους, σε ψευδεπίγραφες ψευδαισθήσεις και σε υποθετικές
υποσχέσεις. Θα σκεφτόταν, θα σχεδίαζε, θα επιχειρούσε.
Μεγάλη ευθύνη για τη διαμόρφωση της στάσης αυτής έχει κι η κυβέρνηση,
η οποία δημιουργεί σε κάθε ευκαιρία κλίμα καθησυχασμού και ελέγχου των
εξελίξεων, που, όμως, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στο ευμετάβλητο σκηνικό που
εξελίσσονται τα γεγονότα και στο περιβάλλον που καθημερινά ανατρέπεται κι
επιδεινώνεται. Δεν καταλαβαίνω, αν πρώτα και πάνω απ’ όλα η κυβέρνηση επιδιώκει
να επιβεβαιώνει τα πεπραγμένα της, που επί της ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο από
περικοπές, φορολογία και αυξήσεις. Αυτή η στασιμότητα κι η παρακολούθηση του
χρόνου που κυλά μέσω των ανά τακτά χρονικά διαστήματα επισκέψεων της τρόικα ή
επ’ ευκαιρία της διέλευσης κάποιου αλλοδαπού αξιωματούχου, υποθηκεύει και σε
μεγάλο βαθμό ματαιώνει τις θυσίες και τις στερήσεις που υποβάλλεται το
κοινωνικό σύνολο και δημιουργεί με βεβαιότητα τις προϋποθέσεις για τη λήψη και
νέων μέτρων.
Η αισιοδοξία κι η ελπίδα μπορεί προς στιγμήν να δημιουργούνται με
επικοινωνιακά τρυκ και «στημένες» επιτυχίες, αλλά είναι αδύνατο να διαρκέσουν
και να παράγουν σε βάθος χρόνου τα ευεργετικά αποτελέσματά τους, λειτουργώντας
ως οιονεί πυροκροτητές κοινωνικής ανάτασης, αν δεν συνοδεύονται από απτά
δείγματα και πεπραγμένα. Η εντύπωση της στιγμής κι ο φευγαλέος ενθουσιασμός δεν
αρκούν, ώστε ν’ αποτελέσουν τις σπίθες της ανάκαμψης και της ανάπτυξης, αν δεν
γίνουν ευδιάκριτα τα σημάδια της σταθεροποίησης και της βελτίωσης των συνθηκών
στο σύνολο των δραστηριοτήτων και των λειτουργιών του κράτους, αλλά και της
κοινωνίας.
Μιλάμε καθημερινά με οικονομικούς όρους, έχουμε φάει τη λογιστική
και τα χρηματοοικονομικά με το κουτάλι, έχουμε γίνει ειδικοί σε όλους τους
τομείς και τις εξειδικεύσεις των οικονομικών επιστημών. Θεωρίες κι αναλύσεις
μερόνυχτα, στη Βουλή, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο.
Αποτέλεσμα, βρε, παιδιά. Δείξτε μου μια επιχείρηση που πήρε έναν υπάλληλο, μια
διαδικασία του δημοσίου που απλουστεύθηκε, μια ξένη επένδυση που ολοκληρώθηκε,
έναν αναπτυξιακό στόχο που τέθηκε κι επιτεύχθηκε.
Ωραίες οι επιτροπές κι οι συζητήσεις στη Βουλή για ευθύνες και
παραλείψεις υπουργών, θαυμάσιες οι εξαγγελίες για τιμωρία των επίορκων
υπαλλήλων, εξαιρετικές οι προσπάθειες για εξυγίανση της λειτουργίας των Δήμων,
από ‘κει και πέρα; Πέρα από τα σχέδια, τους πειραματισμούς –αν γίνονται– τις
προθέσεις, τις δηλώσεις, τα πήγαιν’ έλα; Υπάρχει κάποιος συνολικός
προγραμματισμός για το πού πηγαίνουν τα πράγματα; Τι σκοπεύουμε και πού
αποβλέπουμε; Οι δόσεις είναι το μόνο ζητούμενο; Οι εκθέσεις της τρόικα και μόνο
αποτελούν τα πεπραγμένα μας; Υπάρχουμε πλέον μόνο και μόνο για να περιμένουμε
τι θα γράψουν στην έκθεσή τους οι ελεγκτές ή για να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε
απ’ τον φαύλο κύκλο της μέχρι σήμερα αβελτηρίας μας;
Εξίσου προβληματική και κατώτερη των περιστάσεων η αντιπολίτευση. Αν
η κυβέρνηση πολιτεύεται ωσάν να μην έχει συμβεί τίποτα, τα κόμματα της
αντιπολίτευσης διαγκωνίζονται ποιο θα πλειοδοτήσει σε λαϊκισμό, παραπλάνηση κι
αλαζονεία. Αφ’ υψηλού, ειδικά η αξιωματική αντιπολίτευση, ζει το μύθο της σαν
να βρίσκεται σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη. Τίποτε δεν υπάρχει πέρα από τις ρήσεις
των στελεχών της, έξω από τα στενά πλαίσια της Κουμουνδούρου. Ένας θυμός και
μια γκρίνια, μια ξινίλα και μια επιθετικότητα, άνευ προηγουμένου. Δεν είναι ότι
δεν ακούγονται ολοκληρωμένες και σαφείς απόψεις –και γιατί ν’ ακουστούν
άλλωστε;– αλλά γιατί οι απόψεις κι οι γνώμες που ακούγονται σηματοδοτούν –στο
βαθμό που διαθέτουν συνοχή κι ειρμό– το νεφελώδες, το σκοτεινό, το απροσδιόριστο.
Γροθιές στην αυτογνωσία, κλωτσιές στην προοπτική. Αν η κοινωνία έχει περιέλθει
σε κατάθλιψη κι απελπισία, εξαιτίας των δύσκολων περιστάσεων και τις
οικονομικής ασφυξίας από κυβερνητικές αποφάσεις, οι εκδοχές των αντιπολιτευόμενων επιτείνουν και
διεκτραγωδούν ακόμη περισσότερο την ούτως ή άλλως βαριά και δυσβάσταχτη
πραγματικότητα.
Στον πόλεμο, λοιπόν, όχι μόνο απροετοίμαστοι κι ανυποψίαστοι, αλλά μόνοι
και χωρίς πολεμοφόδια, δίχως συμμάχους, χωρίς σχέδιο. Έχουμε όμως ψυχή,
τσαγανό, σθένος. Έτσι νομίζω τουλάχιστον. Εμείς δεν είμαστε που
υπερηφανευόμαστε για τις εθνικές μας επιτυχίες, για το αρχαίο πνεύμα το
αθάνατο; Για το «’21», για το «έπος του ‘40»; ‘Η μήπως τα θυμόμαστε αυτά εκ του
ασφαλούς, για να χαϊδέψουμε τ’ αυτιά μας ή για να κάνουμε μόνο τις
αντιδιαστολές μας και να δηλώσουμε τη διαφορετικότητά μας από τους «άλλους»,
τους «βάρβαρους», τους «ξένους»; Μόνο για μαγκιά; Μόνο μεταξύ μας;
Ναι, μεταξύ μας, αλλά για να παρασύρει δημιουργικά ο ένας τον άλλον,
να συμπαρασταθεί ο ένας στον άλλον, να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Η ζωή, το
παρόν και το μέλλον βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, εμείς κρατάμε στα χέρια μας
και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, μα προπαντός το σήμερα και το αύριο,
τη ζωή μας την ίδια. Περιμένοντας να κινητοποιηθούμε με παραγγέλματα και
συνθήματα, όπως κάποιες άλλες παλιότερες εποχές, ματαιοπονούμε, μα –το
σπουδαιότερο– καθυστερούμε.
Η επανεκκίνηση της κοινωνίας θα σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση της
οικονομίας. Το πρόβλημα είναι πρώτα και κύρια ψυχολογικό και δευτερευόντως
οικονομικό. Κι άλλοτε δεν είχαμε πόρους, κι άλλοτε βρισκόμασταν χαμηλά, το
παλέψαμε, δουλέψαμε, κοπιάσαμε, κάπου φτάσαμε. Χάσαμε στο δρόμο το βηματισμό
μας, ίσως κι ένα μέρος απ' την ψυχή μας, θ’ αφήσουμε να χαθούν όλα; Ούτε τότε είχαμε τις καλύτερες κυβερνήσεις,
ούτε τις καλύτερες αντιπολιτεύσεις. Μήπως έχουμε υπερεκτιμήσει κάποια πράγματα, ενώ αντίθετα έχουμε υποτιμήσει κάποια άλλα; Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ αυτά που
επιτρέπουμε να μας σερβίρουν. Κι εμείς –κακά τα ψέματα– δεν είμαστε κι η πιο
συγκροτημένη κοινωνία. Ψάχνοντας μέσα μας όμως, μπορούμε να βρούμε, όχι μόνο το χαμένο μας
εαυτό, αλλά και την άκρη του νήματος. Ν’ ανακαλύψουμε το χαμένο μας πείσμα και
την ξεχασμένη μας αυτοπεποίθηση.
Μπορούμε να κινητοποιηθούμε. Έμπνευση και κουράγιο να μας δώσει η πίστη μας κι η θέληση για ζωή,
η επιθυμία κι ο πόθος να πάμε μπροστά, ψηλά, μακριά. Να προκόψουμε και πάλι. Με
τις δυνάμεις και τις γνώσεις μας, με τη συνεργασία και την επιμονή μας, με την
υπομονή και το μεράκι μας. Με τις δικές μας δυνάμεις. Σ’ αυτά ξεσυνηθίσαμε να
πιστεύουμε κι ήρθε η ώρα να τα ξαναβρούμε. Όλα τ’ άλλα, τα μεγαλεπήβολα και
θαυμαστά, όλα τα συναρπαστικά και τα μεγαλειώδη –όπως π.χ. το ένδοξο παρελθόν–
ας μείνουν για μια στιγμή, ας μείνουν στην μπάντα τούτη την ώρα, έχουμε δουλειά
μπροστά μας και δουλειά που ήδη από καιρό μας περιμένει. Αξίζει και πρέπει ν' αναζητήσουμε την ψυχή μας, έστω και με την «ψυχή στο στόμα».
Ειδάλλως, όπως λέει κι η λαϊκή σοφία, «Όποιος δε θέλει να ζυμώσει,
δέκα μέρες κοσκινίζει».
(Έρχεται κι η τρόικα την άλλη βδομάδα…)
Foto: Sonia Horvath