Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Θα πάει μακριά η βαλίτσα;


Εντάξει, μπροστά στις κεντροαριστερές κορώνες και κοινότυπες διαπιστώσεις, που ακούγονται δεξιά κι αριστερά, ο λόγος που διατυπώνει ο Σταύρος Θεοδωράκης ακούγεται σαν μελωδία. Μπορεί να μην είναι της ευτυχίας, αλλά, σε παρακαλώ, δεν αντέχεται άλλο αυτή η κατάσταση με τα κεντροαριστερά σχήματα, κινήσεις, μορφώματα, κόμματα κι αποκόμματα. Έχει ένα όριο κι η υπομονή, αλλά κι η σοβαρότητα.

Εντάξει -και πάλι- το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου δεν τους κάνει, που -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- έχει πει κανείς τι είναι αυτό που τους «βρωμάει» -για να πούμε και πάλι του στραβού το δίκιο- πέραν του Ευάγγελου Βενιζέλου; Δηλαδή, αν αύριο το πρωί, είτε θες γιατί πείστηκε, είτε γιατί εξαναγκάστηκε, είτε γιατί έτσι του ήρθε ρε αδερφέ, ο Βενιζέλος τα παρατούσε κι έφευγε από την αρχηγία, όλα θα μπορούσαν να συζητηθούν σε νέα συλλογική και συνολική βάση;

Αστεία πράγματα -σε παρακαλώ, και πάλι- αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίες. Ρητορείες εκ του ασφαλούς και πολιτικάντικοι καιροσκοπισμοί στην πλάτη του λαού και εις βάρος ενός κόμματος που σηκώνει επί δύο χρόνια στην συγκυβέρνηση κι άλλα δυο πιο πριν μόνο του τη διαχείριση της κρίσης.

Έχει ευθύνες. Τεράστιες. Έχει κάνει λάθη. Άπειρα. Στελέχη του έχουν παρανομήσει. Ουκ ολίγα. Από πια παράθυρα θα εξαπέλυαν τους μύδρους τους κατά του συστήματος, κατά της Γερμανίας, κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά του ευρώ, κατά πάντων και δια πάντων, αν το ΠΑΣΟΚ δεν έκανε τις επιλογές που έκανε; Πού θα βρίσκονταν όλοι αυτοί που σήμερα, είτε κυβερνούν, είτε αντιπολιτεύονται -με πρώτους και καλύτερους κάποιους απ' το βαθύ ΠΑΣΟΚ προερχόμενους- αν δεν είχε υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο ή αν δεν είχε συμφωνηθεί το δεύτερο;

Ούτε το ΠΑΣΟΚ μ' ενδιαφέρει να υπερασπιστώ, ούτε κανέναν. Η αλήθεια έχει πάντα τουλάχιστον δυο όψεις, δεν έχει όμως άπειρες. Δεν μπορεί για πράγματα αυταπόδεικτα και χιλιοειπωμένα, για δεδομένα που δεν επιδέχονται -καλώς ή κακώς- αμφισβήτηση, να βγαίνει ο κάθε φέρελπις πολιτικός και να μας τρελαίνει στην αρλούμπα και την αερολογία.

Ακόμα κι ο ΣΥΡΙΖΑ -και μπράβο του- τα «μαζεύει» σιγά – σιγά συναισθανόμενος, συναισθανόμενη η ηγεσία του, το βάρος της ευθύνης που άρχισε να της αναλογεί μετά την αύξηση των δημοσκοπικών ποσοστών του. Κι έχεις τον κάθε «κεντροαριστερό» να πιπιλάει νυχθημερόν τους ευσεβείς του πόθους για μια κεντροαριστερά που ούτε το πολιτικό της σχέδιό της έχει συλλάβει, ούτε την προοπτική της μπορεί να αναλύσει, ούτε τη δυνατότητα κυβερνησιμότητάς της μπορεί να επικαλεστεί. Απλώς να λέει, να μιλάει. Τζάμπα μαγκιές και μάγκες του κιλού γιατί είπαμε, είναι οι μαλάκες του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή και την κυβέρνηση που βγάζουν τα κάστανα απ' τη φωτιά κι έτσι μπορούν όλοι αυτοί να βγάζουν λόγους και να κάνουνε δηλώσεις για τους ευσεβείς τους πόθους. Όνειρα θερινής νυχτός.

Λοιπόν, -για να τελειώνω γιατί έχω και μια βαλίτσα να ετοιμάσω- γι' αυτό χαρακτηρίζω έτσι τον πολιτικό λόγο του Σταύρου Θεοδωράκη, γιατί διαφέρει απ' όλες αυτές τις ξεπερασμένες παπάρες -πια- της μεταπολίτευσης, γιατί ο λόγος του, μέσα στον αυθορμητισμό και το ανεπιτήδευτο, λέει κι αλήθειες και σκέψεις για λύσεις, που ξεφεύγουν απ' τα κλισέ και τα τετριμμένα. Δεν θέλει ο άνθρωπος να μας σώσει ντε και καλά μόνος του. Δεν τον έχω παρακολουθήσει, αλλά δεν αποκλείει τίποτε, δεν τραβάει εκ προοιμίου κόκκινες, πράσινες και φούξια γραμμές. Είναι κακό;

Αν αύριο το φέρει έτσι η ζωή, η εξέλιξη των πραγμάτων, η κάλπη η ίδια, τι θα κάνουμε; Αν δεν προκύψει Πρόεδρος απ' αυτή τη Βουλή κι οδηγηθούμε σε εκλογές, αλλά απ' αυτές δεν βγαίνει αυτοδύναμη κυβέρνηση -κάποιοι συζητάνε στα σοβαρά την αυτοδυναμία και μάλιστα με κάθε... σοβαρότητα- τι θα κάνουμε; Εκλογές επί εκλογών; Δεν θα δημιουργηθούν εκ του αποτελέσματος κι απ' την ανάγκη απ' τα πράγματα συνεργασίες; Θα πηγαίνουμε για Πρόεδρο και θα καταλήξουμε να ψηφίσουμε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία; Η σοβαρότητα στο απόγειο.

Δεν έχω υποδείξεις -κι ούτε όφειλα άλλωστε- αλλά εκείνοι που υποδεικνύουν κι έχουν λύσεις για όλα, αλλά τις κρατάνε για λογαριασμό τους αν κι εφόσον τους στηρίξουμε -το λέω κομψά- ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω. Βα-ρέ-θη-κα. Τους βαρέθηκα. Χίλιες φορές το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, που τουλάχιστον ξέρω τι με περιμένει, αλλά είναι στην πρώτη γραμμή μ' όλα τα λάθη και τις αδυναμίες του, παρά τους άλλους όλους που προσδοκούν από την πτώση του να στήσουν καταστήματα και καριέρες εθνοσωτήριες.

Ουφ!... «Γυναίκα, ετοίμασες τη βαλίτσα;»

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Η εύκολη δεκαετία του '80.


Εύκολα δεν υπάρχουν. Αυτό το μήνυμα έφτασε από παντού τις τελευταίες ημέρες στη χώρα, σαν απάντηση στην εντεινόμενη το τελευταίο διάστημα επικοινωνιακή κυβερνητική καμπάνια σχετικά με την οικονομική θέση της χώρας και τις σχέσεις με τους δανειστές.

Μια πραγματικότητα σκληρή, αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Μια πραγματικότητα, που θα πρέπει ν' αντιληφθούμε κι όλοι μαζί να προσπαθήσουμε ν' αντιμετωπίσουμε. 'Εχει διανυθεί πολύς δρόμος, αλλά η ανηφορική πορεία συνεχίζεται. Χρειάζεται υπευθυνότητα, συνέπεια, προσπάθεια. Απαιτείται σχέδιο, οργάνωση, έλεγχος. Είναι απαραίτητη η συλλογικότητα, η ειλικρίνεια, η υπευθυνότητα. Τα κεφάλια μέσα, λοιπόν, κι εξακολούθηση της προσπάθειας. Καθόλου εύκολο, καθόλου ευχάριστο.

Πώς να είναι εύκολο ή ευχάριστο όμως κάτι στο οποίο δεν έχουμε μάθει; Πώς να μας προσελκύει και να μας κινητοποιεί κάτι από το οποίο ούτε μνήμες έχουμε, ούτε παραδείγματα; Η ζωή μέχρι πρόσφατα ότι είχε να μας διδάξει ήταν η ασφάλεια της εργασίας και του εισοδήματος, η ευχαρίστηση της κατανάλωσης, η ικανοποίηση της άνεσης κι η ευκολία της ανέλιξης και της κοινωνικής καταξίωσης. Ποιος νοιαζόταν αν ήταν από πάντα έτσι και ποιος ασχολιόταν πού βρίσκονταν τα λεφτά; Ποιος ασχολιόταν με τη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης και την αποβιομηχάνιση ή την εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής;

Έτσι ξέραμε μέχρι να εμφανιστεί η κρίση ότι εξελίσονταν τα πράγματα, εύκολα. Εύκολη πρόσβαση στο δημόσιο, εύκολη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εύκολη αύξηση μισθού, εύκολη συνταξιοδότηση, εύκολη απόκτηση ή αλλαγή αυτοκινήτου, εύκολη ανοικοδόμηση ή αγορά σπιτιών, εύκολη αποφυγή υποχρεώσεων, εύκολη διασκέδαση κι αναψυχή. Εύκολη ζωή. Είχε προηγηθεί η εύκολη μεταπολίτευση, η εύκολη συμμετοχή στα κοινά, η εύκολη κομματική ανέλιξη, η εύκολη απεργία, η εύκολη διακυβέρνηση, η εύκολη αντιπολίτευση. Η εύκολη δημοκρατία.

Όλες οι ευκολίες που βρήκαν ξαφνικά κι αιφνίδια επιχειρηματίες και μεροκαματιάρηδες, πλούσιους και φτωχούς, νέους και γέρους, άνδρες και γυναίκες. Απελευθέρωση από όλες τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς ενός αναχρονιστικού και ξεπερασμένου παρελθόντος. Τα χρονοντούλαπα έκλεισαν ερμητικά, οι δρόμοι άνοιξαν για την αλλαγή, για τη συμμετοχή, για την κοινωνική απελευθέρωση. Γέμισαν οι τοπικές και τα στήθια αέρα ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης. Γέμισαν και τα μυαλά. Φούσκωσαν. Μαζί και κάποια πορτοφόλια. Όλο και περισσότερα. Όλα ήταν πλέον δυνατά. Όλα εύκολα.

Οι εναλλαγές στην εξουσία των προσώπων και των κομμάτων απόχτησαν με το χρόνο διαδικαστικό χαρακτήρα. Ο μεροκαματιάρης τακτοποιήθηκε. Ο επιχειρηματίας χρηματοδοτήθηκε. Ο άνεργος διορίστηκε. Ο αγρότης επιδοτήθηκε. Ο μάστορας έγινε εργολάβος. Παιδεία, υγεία, ασφάλιση δωρεάν. Το κράτος που ολημερίς βρίζαμε έφτανε και περίσσευε για να μας παρέχει δωρεάν τα πάντα.

Η Ευρώπη πέρασε στο λαϊκό υποσυνείδητο κάτι σαν το ATM της γωνίας. Πετιέται ο υπουργός οικονομικών σ' ένα Γιούρογκρουπ, παίρνει εύκολα ένα πακέτο κι η ζωή συνεχίζεται το ίδιο εύκολα, το ίδιο ξένοιαστα, το ίδιο ανεύθυνα. Ακόμα και το χρηματιστήριο το περάσαμε για Προπατζίδικο. Εύκολη ανάπτυξη.

Αν κάτι με πληγώνει από τη δεκαετία του '80 δεν είναι τα λάθη που διάφοροι ανακαλύπτουν με ευκολία στις μέρες μας. Δεν είναι ότι πολλές από τις ελπίδες και τα οράματα που γεννήθηκαν τότε, ξέφτισαν εύκολα ή πέθαναν άδοξα. Δεν είναι ούτε ότι οι πρωταγωνιστές που αποθεώθηκαν τότε αμφισβητούνται κι αποκαθηλώνονται. Δεν είναι αυτά, γιατί μπορώ να μετρήσω και να εκτιμήσω εκείνα τα σημαντικά που στέριωσαν θεσμούς, άνοιξαν προοπτικές, σηματοδότησαν εξελίξεις. 'Οσοι πραγματικά ενδιαφέρονται, οι πολλοί ανώνυμοι, γνωρίζουν. Δεν τους αγγίζει η ισοπέδωση.

Εκείνο που με πληγώνει, είναι ότι όλα τότε έγιναν «εύκολα». Όλα, συλλήβδην. Μαζί με τα καλά, τα κοινωνικά δίκαια, τα οικονομικά απαραίτητα, τα εθνικά επείγοντα κι όλα τ' άλλα, τα στραβά κι ανάποδα, δίχως μέτρο, δίχως αξιολόγηση, δίχως ασφαλιστικές δικλείδες. Μαζί με τα αιτήματα δεκαετιών και γενιών, δίπλα στις ανάγκες των μη προνομιούχων και των αποκλεισμένων, των περιθωριοποιημένων απ' το κράτος και την κοινωνία κι όλοι οι άλλοι, τα συμφέροντα, οι καιροσκόποι, οι τυχοδιώκτες, οι γυμνοσάλιαγκες της εξουσίας. Πριν από μας για μας.

Έτσι, οι αγώνες έχασαν τον προσανατολισμό τους, η συμμετοχή έχασε το δημιουργικό της περιεχόμενο, η αλληλεγγύη τη λυτρωτική της δύναμη. Όλα στο πιάτο. Τα μπουχτίσαμε. Δεν τα λαχταρήσαμε όπως άλλες γενιές, όπως μέχρι τότε ο μεροκαματιάρης το βδομαδιάτικο, όπως ο επιχειρηματίας την αύξηση του τζίρου, όπως ο άνεργος το μεροκάματο, όπως ο αγρότης την πρώτη σοδειά. Ακόμα κι η «αριστερά», αυτή διαρκής και κοπιώδης ιδεολογική αναζήτηση, η κοινωνική σύγκρουση κι ο καθημερινός αγώνας, έγινε εύκολη, έγινε «αριστερισμός», έγινε μόδα, έγινε t-shirt.

Αν κάτι με πληγώνει και στις μέρες μας, είναι ότι αυτή η ευκολία που εκδηλώθηκε τότε, εκείνη τη δεκαετία, και καλλιεργήθηκε τις δεκαετίες που ακολούθησαν, είναι η ευκολία κι η βολή που εμπεδώθηκε στη συλλογική μας συμπεριφορά και μας έκανε μαλθακούς, εύπλαστους, άτολμους. Είναι ότι περιμένουμε. 'Οπως με τα χρόνια μας έμαθαν. Τώρα περιμένουμε από τον Σαμαρά, περιμένουμε από τον Τσίπρα, περιμένουμε από κάποιον ηγέτη, από κάποια άλλη κυβέρνηση, από τον έναν και τον άλλον. Περιμένουμε να βρεθούν και πάλι οι εύκολες λύσεις μέσα από το κράτος, μέσα απ' την κάλπη. Περιμένουμε να γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του '80. Το πόσο λάθος υπολογίζουμε, μας το υπενθύμησαν εύγλωττα οι αγορές.

Ο δρόμος είναι μπροστά κι είναι δύσκολος. 'Οσο πιο γρήγορα αφήσουμε πίσω μας τη δεκαετία του '80, αλλά κι όλες τις άλλες δεκαετίες ως τις μέρες μας, εκεί που ανήκουν, στο παρελθόν και την Ιστορία, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να συμφιλιωθούμε -όπως συνέβη τότε- με το παρελθόν μας. Τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να κοιτάξουμε ξεκάθαρα προς το αύριο, να το διεκδικήσουμε και ν' αγωνιστούμε για να το κάνουμε δικό μας και μέλλον των παιδιών μας. Τόσο πιο εύκολα θ' αντιληφθούμε, ότι τα εύκολα έχουν τελειώσει κι από μας εξαρτάται αυτό να μη συμβαίνει ούτε οριστικά, ούτε αμετάκλητα.

PHOTO: e-MORFES

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Πόσες "κεντροαριστερές" υπάρχουν;


Αν μη τι άλλο, όσοι εξακολουθούν ακόμα να παρακολουθούν το εγχείρημα ανασυγκρότησης της «κεντροαριστεράς», δεν πλήττουν. Μετά το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, που από καιρό διαγκωνίζονται –χωρίς να… συνωστίζονται– σ’ αυτόν τον χώρο του νοητού ιδεολογικο-πολιτικού άξονα, όλο και κάποιο φιλότιμο και φιλόδοξο κομματικό στέλεχος ανακινεί το θέμα με το που ανακοινώνει με κάθε επισημότητα την πρόθεσή του να συνδράμει στην προσπάθεια συσπείρωσης αυτού του χώρου.

Προβεβλημένοι, αλλά και λιγότερα γνωστοί, πολιτικοί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και με ποικίλες αφορμές ή και προφάσεις, διαφοροποιούνται κι αποσκιρτούν από το κόμμα με το οποίο εξελέγησαν κι επιλέγουν, αυτοπροσδιοριζόμενοι σαν «κεντροαριστεροί» να ηγηθούν κινήσεων και πρωτοβουλιών, ώστε να σχηματοποιηθεί εκ νέου ο πολιτικός χώρος μεταξύ δεξιάς κι αριστεράς.

Σε μια περίοδο που οι πολιτικές επιλογές είναι εν πολλοίς δεδομένες και τα περιθώρια της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής ασφυκτικά, σε μια συγκυρία που απαιτείται συνεργασία και συνεννόηση και σε μια ιστορική καμπή για το μέλλον και την προοπτική της χώρας, επιλέγεται ο δρόμος της διάσπασης και του περαιτέρω κατακερματισμού σημαντικών πολιτικών δυνάμεων, δίχως επί της ουσίας να διατυπώνονται αξιόπιστες και πειστικές εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις. Μόνη ειδοποιός διαφορά οι λεκτικοί χαρακτηρισμοί κι οι επιθετικοί προσδιορισμοί. «Προοδευτικός», «θετικό πρόσημο», «επανεκκίνηση» κι άλλα τέτοια επικοινωνιακά κι ευφάνταστα, ενώ επί της ουσίας οι μόνες μεταξύ τους «αγεφύρωτες» διαφορές ή επιμέρους διαφοροποιήσεις, έχουν ως αφετηρία, κατά κύριο λόγο, προσωπικές αντιθέσεις και φιλοδοξίες.

Κενό υπάρχει. Υπάρχει γιατί μεταξύ των φιλελεύθερων πολιτικών της κυβέρνησης και των λαϊκιστικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, χωρά ο τεκμηριωμένος πολιτικός λόγος κι η δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική δράση. Χωρούν πολιτικές που στηρίζονται στη μελέτη, τον σχεδιασμό, τον ρεαλισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη. Χωρούν αλλαγές κι ανατροπές ουσίας, μακράς πνοής, ανάπτυξης. Χωρούν πρωτοβουλίες και δράσεις προστασίας για τις ευπαθείς ομάδες, για τους μη προνομιούχους, για όσους η κρίση απειλεί με περιθωριοποίηση. Χωρούν αποφάσεις για την ανατροπή παραδοσιακών διαδικασιών και δοκιμασμένων αλληλεξαρτήσεων. Χωρούν η αλήθεια, η συνεννόηση, η λογική. Χωρούν ο διαρκής αυτοέλεγχος κι η συστηματική προσπάθεια αλλαγής νοοτροπίας και συμπεριφοράς απέναντι στους θεσμούς, τους πολίτες και την πολιτική.

Κενό υπάρχει, γιατί το 2012 ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τους μεταξύ τους ενδοκυβερνητικούς συσχετισμούς κι ισορροπίες. Συμβιβάστηκαν με την επιφανειακή λογική της κυβερνησιμότητας. Εγκλωβίστηκαν ή και βολεύτηκαν στο περιστασιακό σύνθημα για «διάσωση της χώρας». Προσδέθηκαν στη συντηρητική λογική και στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας ακολουθώντας την «στα τυφλά» στην υπερψήφιση άρον - άρον των εκτελεστικών νόμων των δανειακών συμβάσεων και στις υποδείξεις των δανειστών. Όταν η ΔΗΜΑΡ αποφάσισε την αποχώρησή της από το κυβερνητικό σχήμα ήδη είχε διαρρεύσει πολύτιμος χρόνος για αναστροφή του κλίματος. Το ΠΑΣΟΚ που εξακολουθεί να παραμένει, παραπαίοντας από το παρατεταμένο επικοινωνιακό success story του πρωθυπουργού, ήδη θα πρέπει να διαισθάνεται ότι όλα έχουν κριθεί.

Με τα προς το παρόν δεδομένα, λοιπόν, χώρος για το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ δεν διαφαίνεται στον πολιτικό ορίζοντα. Σπατάλησαν τον πολιτικό τους χρόνο και μαζί την υπομονή και τις απαντοχές των ψηφοφόρων τους. Ακόμα και τώρα, προ των εκλογών, εξακολουθούν ν’ αναλώνουν τις τελευταίες τους δυνάμεις σε τακτικισμούς κι εσωκομματικές έριδες  διασπασμένοι σε κομμάτια, ομάδες κι ομαδούλες. Φαινόμενα διάλυσης κι εκφυλισμού, που ίσως όμως αποτελέσουν και τον καταλύτη, ώστε να ξεκαθαριστεί το πολιτικό τοπίο ή και να κριθεί, τελικά, προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα της μετεκλογικής κυβερνητικής πλειοψηφίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ.

Το τέλος της συσπείρωσης της «κεντροαριστεράς» υπό τις τρέχουσες συνθήκες, δεν σημαίνει, ασφαλώς, ούτε το τέλος του κόσμου, ούτε το τέλος της αναζήτησης. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι ο χώρος θα παραμείνει –αν δεν τον πάρει το… ποτάμι– «κενός», εφόσον ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θα κινδυνεύσει με διάσπαση αν επιχειρήσει σ’ αυτή τη συγκυρία να επεκταθεί προς το κέντρο, στη δε Νέα Δημοκρατία υπό τον Αντώνη Σαμαρά κεντρώα ανοίγματα είναι από υποτονικά έως αδιανόητα.

Οι συνθήκες, επομένως, που μετεκλογικά θα προκύψουν, το πιθανότερο να ευνοούν και να επιτρέπουν μιαν πιο ολοκληρωμένη κι ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των προσωπικοτήτων και δυνάμεων που σήμερα διεκδικούν διασπασμένες για τον εαυτό τους και κατ’ αποκλειστικότητα το προνόμιο να εκφράσουν αυθεντικά την «κεντροαριστερά». (Τότε που μάλλον θα διαπιστωθεί στην κάλπη, ότι ο «μικρός δικομματισμός», δεν ήταν τόσο μικρός όσο μερικοί νόμιζαν).

Εκτός κι αν όλα αυτά τα περί «κεντροαριστεράς», γίνονται και λέγονται από ορισμένους, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν ότι θα ξανακαθίσουν στα έδρανα και της επόμενης Βουλής.

Photo: Philosophy and Crisis

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

'Οχι, κύριε Λυκούδη.


Με κάθε σεβασμό. Με μεγάλη προσοχή κι ειλικρινές ενδιαφέρον, διάβασα και ξαναδιάβασα την τοποθέτηση του κυρίου Λυκούδη όπως δημοσιοποιήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Προκειμένου να σιγουρευτώ, ανέτρεξα και στο συγκεκριμένο απόσπασμα, όπως ακούστηκε από το βήμα της Βουλής.

Όχι, κύριε Λυκούδη. Στην παρούσα συγκυρία για τη χώρα και τον λαό, όπως εύστοχα την περιγράψατε, δεν χωρούν ευχές. Δεν χωρούν ευχές από εσάς. Ευχές και παραινέσεις κι εικασίες ή προτροπές μπορώ να διατυπώνω εγώ στο ιστολόγιό μου ή όπου άλλου επιθυμώ. Ευχές μπορούν να διατυπώνουν οι άλλοι, οι ασχολούμενοι με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή δημοσιολογούντες στα τηλεοπτικά παράθυρα και καφενεία, οι δημοσιογράφοι κι όποιος άλλος ασχολείται με την πολιτική, αλλά δεν μετέχει μιας των συνταγματικά κατοχυρωμένων εξουσιών. Δεν είναι βουλευτής, δεν είναι κυβερνητικό στέλεχος, δεν είναι δικαστής.

Όχι, κύριε Λυκούδη. Σ' αυτή την κρίσιμη πολιτικά καμπή οι καλές διαθέσεις κι οι ευσεβείς πόθοι έχουν τελειώσει. Ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Οι καλές προθέσεις μας οδήγησαν στις διπλές εκλογές του 2012. Οι καλές προθέσεις σχημάτισαν την τρικομματική κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά. Οι καλές προθέσεις οδήγησαν στις καθυστερήσεις και τις αναβολές στην προώθηση των μνημονιακών δεσμεύσεων για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Οι καλές προθέσεις οδήγησαν τη ΔΗΜΑΡ εκτός κυβέρνησης. Οι καλές προθέσεις.

Όχι, κύριε Λυκούδη. Αυτή την ώρα -πάντα θα έπρεπε αλλά τώρα υπάρχει ένας παραπάνω λόγος- αυτή την ώρα, λοιπόν, είναι η ώρα της ατομικής ευθύνης. Είναι η ώρα του χρέους και του καθήκοντος. Είναι η ώρα των πράξεων. Διαπιστώσεις λίγο - πολύ πολλοί έχουν κάνει κι εξακολουθούν να κάνουν ολοένα και πιο έντονα όσο το πολιτικό κλίμα φορτίζεται. Δεν μου λένε πλέον τίποτε. Ούτε ότι οι κυβερνώντες καθυστερούν, υπαναχωρούν κι υποκύπτουν. Το γνωρίζουμε. Όπως άριστα κι από πρώτο χέρι γνωρίζει κάθε ευσυνείδητος πολίτης τα διαδοχικά πλήγματα που δέχονται τα τελευταία χρόνια τα εισοδήματά του, η αξιοπρέπειά του, η ίδια του η ζωή.

Όχι, κύριε Λυκούδη. Οι εύκολες λύσεις των κυβερνήσεων εθνικής σωτηρίας, ενότητας, ευκαιρίας ή σκοπού όχι μόνο θα πρέπει από πείρα να είναι έξω από την πολιτική λογική σε καιρό ειρήνης, αλλά να 'ναι έξω κι απ' την πρακτική μας λόγω πολιτικής θεώρησης κι ιδεολογικής τοποθέτησης. Πόσο όμορφο κι ειδυλλιακό ακούγεται το «όλοι μαζί». Πόσο ελκυστικό και παραπλανητικό. Το ιδανικό. Μόνο που ιδανικά δεν υπάρχουν στην πολιτική. Κάτι θα έχει πάρει τ' αυτί σας για την «τέχνη του εφικτού».

Όχι, κύριε Λυκούδη. «Οι βασικές πολιτικές δυνάμεις της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης» -μπορεί επαναλαμβάνω να ακούγεται υπέροχο- δεν μπορούν τούτη την ώρα να συμφωνήσουν. Τους λόγους εσείς πρώτος θα τους γνωρίζετε ασφαλώς καλύτερα. Αλλά, σας παρακαλώ, δεν θέλω να συμφωνήσουν. Δεν πρόκειται για πείσμα και ινάτι επειδή το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε την πρόταση για ένα μεγάλο κυβερνητικό σχήμα -ο κύριος Βενιζέλος και το ΠΑΣΟΚ την είχε θέσει ευθέως, αλλά γιατί ο προσανατολισμός κι οι τάσεις που διαμορφώνονται δίκην πολιτικών προτάσεων στον χώρο αυτό κάθε άλλο παρά μπορούν να συμπίπτουν με αυτές που τούτη την ώρα έχει ανάγκη η χώρα κι ο λαός. Και το αναφέρω για να μην ματαιοπονούμε. Μετά τις εκλογές οι πολίτες ελεύθερα κατά την κρίση τους ας το επιλέξουν. (Ας αποφασίσουν, αν «θα δοθεί ειδική μοριοδότηση σε όσους και όσες συμμετείχαν στο αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα» προκειμένου να επαναπροσληφθούν στη νέα ΕΡΤ). Τώρα όμως -αφού επί της ουσίας κι εσείς το ξέρετε- δεν γίνεται να γίνει.

Όχι, κύριε Λυκούδη. Εσείς προσωπικά αλλά κι όλοι εκείνοι που διαφοροποιήσατε τη θέση σας από τη ΔΗΜΑΡ κι υπηρετείτε με εντολή του ελληνικού λαού τα καθήκοντά σ' αυτό το Κοινοβούλιο. Όλοι εσείς, που ναι μεν θέλετε, αλλά το πολιτικό ή όποιο άλλο ιδεολογικό, συναισθηματικό κι εγώ δεν ξέρω τι κόστος σας εμποδίζει, οφείλετε πρώτοι να σηματοδοτήσετε τις εξελίξεις για το νέο, για την αλλαγή, για την επόμενη μέρα. Είναι πανέμορφο να προτρέπουμε και να παραινούμε ξανά και ξανά εκ του ασφαλούς τους συναδέλφους πολιτικούς που έχουν βάλει ξανά και ξανά «τα χέρια τους στη φωτιά». Είναι εύκολο να υποδεικνύουμε λύσεις σ' εκείνους που παίζουν κορώνα - γράμματα -για να μη μασάμε τα λόγια μας- τη θέση τους, την αξιοπιστία ή τη συνείδησή τους. Αυτό το κόστος, επιτρέψτε μου σας παρακαλώ, κύριε Λυκούδη, το πολιτικό, είναι η άλλη όψη της ανευθυνότητας, της υπεκφυγής, της υπαναχώρησης, της συναλλαγής. Είναι η κοινή μήτρα όλων των μέχρι σήμερα δεινών της χώρας μας, του λαού μας, του πολιτικού κι οικονομικού μας συστήματος. Το γνωρίζετε. Εμποδίστε το.

Το μεγάλο «ναι» -αν μου επιτρέπεται ν' αντιστρέψω το «όχι» σας, κύριε Λυκούδη, δεν είναι στην εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση που, ναι έχετε δίκιο, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά και τις παθογένειες που εύστοχα περιγράψατε. Το μεγάλο «ναι» είναι η προσωπική συμβολή στη διαμόρφωση και προώθηση του πολιτικού πλαισίου που διατυπώσατε με μεγάλη συνέπεια, το οποίο διαισθάνομαι ότι εκφράζει και τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Είναι η προσωπική στράτευση στην υπόθεση της πολιτικής σταθερότητας, όχι μέσω αυτής της κυβέρνησης, αλλά μέσω μιας πλειοψηφίας που θα αναδειχθεί από αυτό το Κοινοβούλιο στη βάση των προτάσεών σας, η οποία θα συμφωνήσει, θα συνεργαστεί και θ' αναδείξει και την κυβέρνηση που στη συνέχεια θα υλοποιήσει τις προγραμματικές σας προτάσεις -κι όποιες άλλες- στο χρονικό ορίζοντα που ισχύει η λαϊκή εντολή, μέχρι την Άνοιξη του 2016.

Ναι, κύριε Λυκούδη. Σ' αυτούς τους άξονες να καλέσετε δημόσια τους λοιπούς αυτού του κοινοβουλίου να συναινέσουν και να δεσμευτούν, κόμματα κι ανεξάρτητοι, αρχηγοί και ηγέτες. Μέσα στη Βουλή θέτοντας τον εαυτό σας πρώτο σ' αυτή την «πολιτική σταυροφορία» -αν είναι δόκιμος ο όρος- για να πάρει έτσι μια ανάσα ο λαός και να ξεφυσήξουμε με ανακούφιση για τους επόμενους μήνες. Να σοκαριστούμε ευχάριστα. Να αισθανθούμε ότι όντως πέρα απ' τις ευχές και τα λόγια, υπάρχει τόλμη, υπάρχει αξιοπρέπεια, υπάρχει ελπίδα. Να σοβαρευτούμε. Όλοι. Να επανέλθει το μυαλό στη θέση του, γιατί αν συνεχίσει έτσι όπως πάει αυτός ο πολιτικός κατήφορος δεν θέλω να φανταστώ πού μπορεί να βγάλει. Τα βλέπουμε και τ' ακούμε καθημερινά.

Ναι, κύριε Λυκούδη. Από εσάς προσωπικά, αφού δώσατε το δικαίωμα με τη δημόσια τοποθέτησή σας, αλλά κι επειδή η εκτίμησή μου στο πρόσωπό σας είναι μεγάλη, εσείς κι όλοι όσοι επηρεάζονται πολιτικά από εσάς, τοποθετηθείτε δημόσια κι αναζητήστε με ρεαλισμό κι υπευθυνότητα τις δεσμεύσεις και τις συνεργασίες για τις πολιτικές λύσεις που προτείνατε, για τους άξονες πολιτικής, που οδηγούν στο αύριο. Δίχως αποκλεισμούς και προϋποθέσεις, αλλά με σαφείς στοχεύσεις και δεσμεύσεις. Εκεί θα κριθεί πόσοι επιθυμούν πραγματικά το καλό του τόπου και του λαού και πόσοι αξιοποιούν την ανάγκη και την εμπιστοσύνη του λαού δι' ίδιον όφελος. Πόσοι ψαρεύουν σήμερα από βουλευτές ψήφους εμπιστοσύνης στα τυφλά και πόσοι αύριο ψήφους από το λαό στα θολά.

Ναι, κύριε Λυκούδη. Το όλοι μαζί τότε θα έχει ουσία και βάρος. Θα είναι ένα «όλοι μαζί» για τον κοινό σκοπό να πάτε -και μαζί σας κι εμείς- την Ελλάδα με ασφάλεια και σταθερότητα στο δύσκολο αύριο. Στις διαπραγματεύσεις για το χρέος, στην εκλογή προέδρου, στην πολιτική και συνταγματική αλλαγή. Όλοι μαζί σε μια πορεία ωριμότητας πραγματικά προς την πολιτική λύση έναντι του διαφαινόμενου πολιτικού αδιεξόδου. Μαζί για να δημιουργηθούν κι οι προϋποθέσεις μιας αξιόπιστης και δημοκρατικά νομιμοποιημένης αλλαγής κι εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος για το εγγύς μέλλον, μετά το 2016 και τις εκλογές. Τότε που οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες θα μπορούν -γιατί θα έχουν παραδειγματιστεί και μάθει- ότι όντως στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα, γιατί αυτή είναι η πολιτική κι όχι οι παραπολιτικές φλυαρίες και διαδόσεις.

Ναι, κύριε Λυκούδη. Από σας περιμένω να αποκαλύψετε στην πράξη προθέσεις, πρόσωπα, υπολογισμούς κι ιδιοτέλειες. 'Αμεσα. Άλλως, όσα «όχι» κι αν ανακράξετε σ' αυτή την κυβέρνηση, πολιτική πρόταση και λύση δεν μου προσφέρετε, αλλά μόνο λόγια, μια από τα ίδια, όπως κι η πρόταση εμπιστοσύνης της κυβέρνησης που προτίθεστε να καταψηφίσετε.

Photo: SKAΪ.GR

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Πάλι τα ίδια;


Δεν μας αρέσει το δίδυμο Σαμαράς - Βενιζέλος. Δεν μας έκανε με τίποτε κι ο «Γιωργάκης». Ο Καραμανλής, μήπως, ο Κώστας; Α, πα πα. Για τον Σημίτη, ούτε συζήτηση. Ο Μητσοτάκης; Καμένος από χέρι. Ο Ανδρέας, ίσως; Πας γυρεύοντας. Ο Ράλλης τότε ή ο Κωσταντίνος Καραμανλής; Πού τους θυμήθηκες; Μην πάμε παραπίσω κι αρχίσουμε τις… νοσταλγίες, ας μείνουμε στους εκλεγμένους πρωθυπουργούς της μεταπολίτευσης.

Ποιον δεν αμφισβητήσαμε; Με ποιον δεν αγανακτήσαμε; Ποιος δεν μας έταξε και ποιον δεν πιστέψαμε; Ήμασταν ποτέ ικανοποιημένοι; Ήταν ποτέ τα προβλήματά μας όλα λυμένα; Πόσες και πόσες πλατείες δεν γεμίσαμε με συγκεντρώσεις και παλαμάκια και παράτες. Πολλοί όλο και κάπου θα έχουν καταχωνιασμένες τίποτε σημαίες, κάποιες κονκάρδες ή φυλλάδια κι έντυπα με προεκλογικά προγράμματα, διακηρύξεις, εξαγγελίες και πανέμορφες φωτογραφίες με χαμογελαστά πρόσωπα. Εγώ έχω. Εσύ;

Υπήρχε –απ’ την άλλη– αντιπολίτευση που να συναίνεσε στο παραμικρό μέτρο κάποιας κυβέρνησης; Ποιος συνεργάστηκε ποτέ από τους ηγέτες της και με ποιον; Μήπως ο Τσίπρας; Ο Σαμαράς; Ο Παπανδρέου ο Γιώργος; (Αν, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αυτός κάτι πήγε να κάνει εκεί με το άρθρο 16, αλλά τα μάζεψε άρον - άρον υπό την πίεση της «άλλης» αντιπολίτευσης, της εσωκομματικής). Όσο πίσω κι αν πάμε το ίδιο σκηνικό. Την μακρά περίοδο του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, άσπρο - μαύρο. Διαδηλώσεις και πορείες για ψύλλου πήδημα κι απεργίες με συμμετοχή 0,5%. Όσοι δεν έχουν κοντή ή επιλεκτική μνήμη θα θυμούνται ίσως πόσες και πόσες προτάσεις μομφής έχουν υποβληθεί και πόσες αντίστοιχες εμπιστοσύνης έχουν περάσει. Η δε ανάγκη για «προσφυγή στις κάλπες» κάθε τρεις και λίγο στην ημερήσια διάταξη. Εγώ θυμάμαι. Εσύ;

Αυτά που συμβαίνουν στις μέρες μας είναι μια επανάληψη αυτού του παρελθόντος. Είναι η πολιτική μας ζωή, είναι το πολιτικό μας σύστημα, οι πολιτικοί μας, είμαστε εμείς, η κοινωνία, ο λαός, η χώρα μας. Είναι οι θεσμοί κι οι διαδικασίες του πολιτεύματος, της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Είναι ο κοινός τόπος που μας συνδέει κι από μας εξαρτάται με την ενότητα και τις επιλογές μας, να διαφυλάξουμε, να προστατεύσουμε, να θωρακίσουμε, να βελτιώσουμε, ν' αλλάξουμε.

Μετά την οικονομική κρίση δεν «είδαμε το φως το αληθινό», αλλά όσοι δεν τυφλώθηκαν από την οργή και την αγανάκτηση αντιλήφθηκαν και ξεχώρισαν με πιο καθαρή ματιά τις αδυναμίες και τις δυσλειτουργίες του κράτους. Προσέγγισαν με μεγαλύτερη τόλμη κι αυτοκριτική διάθεση τις αδυναμίες της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Συνειδητοποίησαν πόσο λανθασμένος και άδικος ήταν ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων, των κοινωνικών αναγκών, της οικονομίας και των αγορών. Πόσο στρεβλά προσεγγίζονταν μέχρι τότε οι σχέσεις μας με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Πόσο επιδερμικά κι επιπόλαια αντιμετωπίζονταν τα θέματα που σχετίζονταν με τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας, της ισχύος, της επιρροής και των διεθνών συσχετισμών. Με αφορμή όλα αυτά, πολλοί είδαν την κρίση σαν ευκαιρία για αλλαγές, για μεταρρυθμίσεις. Υποστήριξαν με θέρμη την προώθηση πολιτικών πρωτοβουλιών που θ’ απαντούσαν στις κραυγαλέες αδυναμίες, ανισότητες και στρεβλώσεις στις λειτουργίες του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Κι εγώ το πίστεψα. Εσύ;

Σήμερα όμως όλα εξακολουθούν όπως χτες, όπως παλιά, όπως πάντα. Πάλι τα πρόσωπα προσωποποιούν τις ανάγκες και τις επιδιώξεις μας, τις αγωνίες και τις επιθυμίες μας. Πάλι πορευόμαστε με μπούσουλα την απογοήτευση και τον θυμό. Πάλι αντιδρούμε αποσπασματικά, επιπόλαια, ευκαιριακά. Πάλι απλουστεύουμε, δαιμονοποιούμε κι αποθεώνουμε. Πάλι είμαστε χώρια ακόμα και σ' αυτά που θα 'πρεπε να μας ενώνουν. Πάλι αδρανούμε, περιμένουμε, απελπιζόμαστε. Πάλι είμαστε έτοιμοι να επιλέξουμε με τον τρόπο που μέχρι τώρα συνήθως επιλέγαμε. Εγώ όχι. Εσύ;


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Η εμπιστοσύνη σαν καλαμπούρι.


Μπορεί ν’ ακουστεί σαν εξυπνάδα ή καλαμπούρι, αλλά το θέτω ευθέως: Υπήρχε περίπτωση να ήταν το ΠΑΣΟΚ –το γνωστό προ 2012 ΠΑΣΟΚ– στην αντιπολίτευση και να είχε σταθεί δυόμιση χρόνια η Νέα Δημοκρατία μ’ αυτές τις πολιτικές στην κυβέρνηση; Ούτε μία στο εκατομμύριο. Τα σαράντα θα τα έκανε ο Αντώνης Σαμαράς σαν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης –αν δεν είχε τεθεί θέμα ηγεσίας από καμιά Ντόρα ή κάνα νεόκοπο επίτροπο– κι ούτε παράτες, ούτε διθύραμβοι, όπως συμβαίνει αυτές τις μέρες.

Θριαμβολογεί –και δικαίως– η Νέα Δημοκρατία και προκαλεί δημοσίως τον κυβερνητικό της εταίρο, το ΠΑΣΟΚ, επιρρίπτοντας του ξεδιάντροπα όλο το βάρος για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η χώρα. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Ούτε το γιατί συμμετέχει το ΠΑΣΟΚ σ’ αυτό το κυβερνητικό σχήμα. Το ζητούμενο προς το παρόν δεν είναι το μοίρασμα ευθυνών, αλλά η διάσωση κι η έξοδος της χώρας από το αδιέξοδο. Η αντιμετώπιση της κρίσμης κατάστασης με αποτελεσματικότητα, προσοχή και ταχύτητα, με σταθερότητα και ευθύνη.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες και με το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών του 2012 το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε ν’ απόσχει της προσπάθειας σχηματισμού κυβέρνησης. Η τρικομματική κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ αποτέλεσε ίσως μια σημαντική ευκαιρία για να προωθηθούν ευρύτερες αλλαγές και μεταρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα και το κράτος, που όχι μόνο θα διευκόλυναν την προώθηση των δεσμεύσεων και των όρων των δανειακών συμβάσεων, αλλά προπαντός θ’ απηχούσαν και θ’ απαντούσαν στις αγωνίες και τους προβληματισμούς ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, κυρίως της μεσαίας τάξης, και των μετριοπαθών φιλελεύθερων, δημοκρατικών πολιτών.

Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ το καλοκαίρι του 2013, έφερε φάτσα – κάρτα στο προσκήνιο και στη δημοσιότητα μια σειρά από γεγονότα, καταστάσεις και συμφωνίες, που κάθε άλλο παρά αντικατόπτριζαν αυτό που η ήδη ασφυκτιούσα κοινωνία ανέμενε. Το τρικομματικό μείγμα κινήθηκε επί ένα χρόνο στα αβαθή, καθυστέρησε, παλινδρόμησε και τελικά διαλύθηκε υπό τον βροντώδη αντίκτυπο, όχι μόνο του «μαύρου» στην ΕΡΤ, αλλά και των νέων μέτρων που ακολούθησαν και της περαιτέρω συρρίκνωσης των κοινοβουλευτικών δυνάμεων που στήριζαν την κυβέρνηση.

Πάνω από ένα χρόνο έκτοτε, η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, όπως διεφάνη κι από την πρόσφατη «δημοσκόπηση» των Ευρωεκλογών, δεν ικανοποιεί την κοινωνία. Ναι μεν εξελίσσονται υπό την ασφυκτική πίεση της τρόικα και των Ευρωπαίων πολιτικές, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις και εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης success story, κάθε άλλο παρά λειτουργεί με τη λογική που η οικονομία και, ιδίως, η κοινωνία μπορούν να παρακολουθήσουν. Η κυριαρχία των συντηριτικών κομματικών επιλογών σε πολιτικές και σε πρόσωπα της Νέας Δημοκρατίας και το κυριολεκτικό καπέλωμα του ΠΑΣΟΚ στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής δεν είναι προφανές, είναι κραυγαλέο.

Η επίκληση της σταθερότητας και της ασφαλούς εξόδου της χώρας απ’ την κρίση, έχουν απονεκρώσει όποια κοινωνικά αντανακλαστικά κι έχουν απονευρώσει τις όποιες κομματικές διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ του Βαγγέλη Βενιζέλου. Μόνος πηγαινοέρχεται και μπαινοβγαίνει δεξιά κι αριστερά κι από ‘κει και πέρα το χάος. Ούτε υπουργικό συμβούλιο, ούτε κομματικά όργανα, ούτε τίποτα. Είναι τρόπος διακυβέρνησης αυτός ή μήπως είναι τρόπος άσκησης κυβερνητικής πολιτικής; Πού είναι η συλλογικότητα κι η συνεργασία;

Ποιος αποφασίζει; Τι αποφασίζει; Σε ποιους πολιτικούς άξονες; Με ποιες κυβερνητικές κατευθύνσεις; Ποιος ωφελείται και ποιος βλάπτεται; Ποιοι επεξεργάζονται και πώς τα νομοσχέδια; Ποιοι ελέγχουν τις υπουργικές αποφάσεις; Χρησιμοποιούνται οι καταλληλότεροι στο κράτος; Στα δύσκολα όλα λύνονται «με εντολή Σαμαρά» ή «με παρέμβαση του πρωθυπουργού» και στα πιο δύσκολα ή, μάλλον, σ’ αυτά που θέλουν το κάτι τις παραπάνω, άντε, πηγαίνει ο Βενιζέλος στο Μαξίμου, κάνει μια δήλωση –με τις λέξεις και την ορολογία που χειρίζεται άριστα– μπρος στις κάμερες και η κυβέρνηση τραβά την ανηφόρα.

Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ έπρεπε ν’ αφυπνίσει και να κινητοποιήσει το ΠΑΣΟΚ. Έπρεπε να σημάνει συναγερμό και ταυτόχρονα την αφετηρία για αναζήτηση ουσιαστικής και γόνιμης συνεργασία με αρχές και προαπαιτούμενα εντός της κυβέρνησης. Έπρεπε να επαναξιολογήσει τα χαρακτηριστικά και τις προοπτικές της συγκυβέρνησης. Να βάλει όρια και στόχους. Να ανατρέξει στις αρχές και τις αξίες του. Να επιχειρήσει να ξαναβρεί τη χαμένη αξιοπιστία του. Να κάνει συλλογικά κι υπεύθυνα τον απολογισμό και την αυτοκριτική του. Να προσπαθήσει ν’ αποκαταστήσει την πληγωμένη του αξιοπρέπεια. Να προσεγγίσει τα φιλολαϊκά χαρακτηριστικά του, να θυμηθεί τις δυνάμεις, τα κινήματα και τις ομάδες που κατά καιρούς εμπλούτιζαν το πρόγραμμά του με ιδέες, καινοτομίες, φαντασία και προοπτική.

Το ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να συμμετέχει στην κυβέρνηση μετά το 2012 για ν’ αποτελεί το προγεφύρωμα της κοινωνίας με την ελπίδα. Έπρεπε να συμβάλει στην επιτυχημένη ολοκλήρωση του έργου που το 2010 με τη διάσωση της χώρας δρομολόγησε. Έπρεπε να υπερασπιστεί την επίσπευση κι ολοκλήρωση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που οδηγούν ταχύτερα στην ανάπτυξη. Έπρεπε να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τις κοινωνικές ομάδες που επλήγησαν τα δύο πρώτα χρόνια του μνημονίου. Έπρεπε να είναι η εσωκυβερνητική αντιπολίτευση, η φωνή του μέτρου και της λογικής, ο κέρβερος για την προστασία των δημοκρατικών ελευθεριών, των δημοκρατικών θεσμών, της διαφάνειας και της συμμετοχής. Έπρεπε να υπερασπιστεί, τελικά, εκείνα που είχαν δρομολογηθεί, αλλά τόσο άδοξα ανέκοψε το κλείσιμο των αγορών κι η εισαγωγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης. Με υπευθυνότητα, με σθένος, με συνέπεια. Έπρεπε να είναι η τρόικα εντός της κυβέρνησης, η τρόικα πριν την τρόικα. Για να έχει δημιουργήσει τις βάσιμες προϋποθέσεις να φύγει όντως η τρόικα απ’ τη χώρα. Χωρίς τσαμπουκάδες και λεονταρισμούς, δίχως παράτες και πιέσεις. Μα, κυρίως, με αξιοπρέπεια για τη χώρα και το λαό, με αίσθημα ευθύνης, με ασφάλεια και σταθερότητα.

Τότε θα είχε νόημα κι η αναζήτηση εμπιστοσύνης. Τότε θα είχε βάσιμες ελπίδες το πολιτικό σύστημα να έχει ανακτήσει σημαντικό μέρος απ’ τη χαμένη τιμή του. Τότε η συνέπεια κι η τόλμη, η δημοκρατία κι οι θεσμοί της θα είχαν κυριαρχήσει των δυνάμεων της ανευθυνότητας, της δημαγωγίας και της μιζέριας. Τότε και το ΠΑΣΟΚ, αντί ν' αναζητά σανίδες και σχήματα σωτηρίας, θα μπορούσε να ζητά ως συγκυβερνήτης, όχι μόνο την εμπιστοσύνη κάποιων βουλευτών που τρέμει το φυλλοκάρδι τους μην δεν επανεκλεγούν, αλλά ολόκληρου του λαού. Τότε θα είχε νόημα κι η συμμετοχή κι η παραμονή του σ’ αυτή την κυβέρνηση.

Τότε δεν θα ηχούσε ως εξυπνάδα ή καλαμπούρι, ότι «η πατρίδα θα προχωρήσει γιατί υπάρχει σχέδιο που τη βγάζει από την κρίση και την πηγαίνει στην επόμενη μέρα».