Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΛΗΨΕΩΝ


Απόλυτα σωστή η απόφαση να προωθηθούν άμεσα οι αποφάσεις που αφορούν το σύστημα προσλήψεων μέσω Α.Σ.Ε.Π. Ήταν αναγκαίο η βούληση της κυβέρνησης για διαφάνεια, αξιοκρατία και ανοιχτή διακυβέρνηση να εκδηλωθεί και στον νευραλγικό τομέα της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης. Το σχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα για διαβούλευση από τον Υπουργό Εσωτερικών Γιάννη Ραγκούση, απαντά με πειστικότητα όχι μόνο στην ανάγκη επέκτασης και διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής του ν. 2190/1994 όπως ισχύει, αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να διορθώσει και κρίσιμες στρεβλώσεις ή αλλοιώσεις του συστήματος, όπως π.χ. η συνέντευξη κι οι συμβάσεις έργου, που επέτρεπαν καταστρατηγήσεις κι αλλοιώσεις της αρχής της ισότητας και της αξιοκρατίας για τις προσλήψεις στο δημόσιο.

Πέραν αυτών, η παρέμβαση αυτή τη στιγμή σε επιμέρους διατάξεις του συστήματος προσλήψεων (προτεινόμενα άρθρα 4 έως και 7) πιθανολογούμε –είναι άλλωστε φανερό κι από τον σχολιασμό που γίνεται– ότι μάλλον θα προκαλέσουν σύγχυση, ανησυχία κι αναστάτωση, τόσο στους ενδιαφερόμενους πολίτες και στις δημόσιες υπηρεσίες, όσο και στο ίδιο το Α.Σ.Ε.Π., που ήδη όπως είναι γνωστό αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα με την έγκαιρη διεκπεραίωση των αρμοδιοτήτων του.

Τι νόημα άραγε έχει στην παρούσα χρονική συγκυρία να τροποποιηθούν για μια ακόμα φορά περιστασιακά διατάξεις που αφορούν π.χ. την μοριοδότηση των πτυχίων ή την εμπειρία, που ήδη στα 15 χρόνια που έχουν περάσει από την θέσπιση του ν. 2190 μετρούν από 30 μέχρι 47 τροποποιήσεις;

Ειδικά, το τεστ δεξιοτήτων, είναι έξω από το πνεύμα και το γράμμα –στην κυριολεξία– του ν. 2190. Το συγκεκριμένο τεστ είναι μια επινόηση που θεσμοθετήθηκε το 2002 (άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 3051 - ΦΕΚ 220/Α) παράλληλα με τη διατήρηση όλης της διαδικασίας μοριοδότησης (βαθμοί πτυχίων, εμπειρία, εντοπιότητα κ.λπ.), για να βαθμολογούνται οι γενικότερες και πρακτικές γνώσεις, καθώς και οι δεξιότητες (αριθμητικές, αναλυτικές, λεκτικές, κρίσης και αντίληψης) των υποψηφίων (sic).

Πώς συμβιβάζεται όμως, από τη μια να βαθμολογούνται και να κατατάσσονται σε κλίμακα αξιολόγησης τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και ταυτόχρονα από την άλλη να τα φαλκιδεύεται η αξιολόγηση με την εισαγωγή υποκειμενικών κριτηρίων μέσω τεστ;

Η κοινή λογική κατά τη γνώμη μου λέει: ‘Η έχω αντικειμενικά βαθμολογούμενα κριτήρια για την επιλογή των υποψηφίων ή έχω αποκλειστικά τεστ δεξιοτήτων. Διαφορετικά, είναι ανεπίτρεπτο να πριμοδοτείς π.χ. τους κατόχους διδακτορικού τίτλου (απαλλάσσοντάς τους μάλιστα από τη στοιχειώδη υποχρέωση που ίσχυε μέχρι σήμερα ο τίτλος τους να έχει συνάφεια με την ειδικότητα της θέσης που προκηρύσσεται) κι απ’ την άλλη να «κλείνεις το μάτι» στους απόφοιτους λυκείου, ότι με το τεστ μπορεί να ανατρέψουν το αντικειμενικό δεδομένο της διαφοράς της εκπαιδευτικής βαθμίδας.

Άραγε έχει (και πώς) αξιολογηθεί η μέχρι σήμερα εμπειρία από την πραγματοποίηση του τεστ;

Πόσο κόστισε η διοργάνωσή του –τώρα μάλιστα αντικαθίσταται το «τακτικά» κι επιβάλλεται η «μία τουλάχιστον φορά κάθε δύο έτη» πραγματοποίησή του– σε μια περίοδο μάλιστα που το ζητούμενο είναι η εξοικονόμηση πόρων κι η αποτελεσματικότητα του δημοσίου;

Πόσο ικανοποιητικό κρίνεται, ότι η προηγούμενη διαδικασία ξεκίνησε στις 31-12-2007 (Δημοσίευση προκήρυξης: 522/ΑΣΕΠ), το τεστ πραγματοποιήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2008 (σε 1.035 εξεταστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα) κι η δημοσίευση της οριστικής βαθμολογίας σε ΦΕΚ έγινε στις 6 Μαΐου 2009 (σε 14 διαφορετικά ΦΕΚ του τεύχους Γ’ με σύνολο σελίδων 1.991), δηλαδή συνολικά ένας και πλέον χρόνος; (Το λεπτομερές χρονικό στη σελίδα του Α.Σ.Ε.Π.)

Υπάρχουν αρκετά ανοιχτά θέματα που αφορούν το σύστημα προσλήψεων, κρισιμότερο ίσως είναι αυτό της απλούστευσης των διαδικασιών και της επίσπευσης του χρόνου ολοκλήρωσής τους από το Α.Σ.Ε.Π. Αν δεν προηγηθούν οι αναγκαίες τομές προς την κατεύθυνση αυτή, όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις για τη διασφάλιση του αδιάβλητου των διαγωνισμών μέσω διαδοχικών νομοθετικών ρυθμίσεων στο σύστημα προσλήψεων, το μόνο που με ασφάλεια επιτυγχάνεται είναι η προσθήκη νέων ψηφίδων σ’ ένα ήδη δαιδαλώδες μωσαϊκό κανόνων και διατάξεων, που εν τοις πράγμασι υπονομεύουν το όποιο κοινωνικά δίκαιο σκοπούμενο αποτέλεσμα.