Έχει αγριέψει η φύση, χρόνο με το χρόνο τα ξεσπάσματά της με την μορφή «ακραίων καιρικών φαινομένων» όλο κι αυξάνονται, τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση. Αποτέλεσμα της επίδρασης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο φυσικό περιβάλλον, η αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, η καταστροφή του όζοντος, η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, αποτελούν όψεις του ιδίου προβλήματος, ο πλανήτης αλλάζει. Γεγονότα που επηρεάζουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γη, αλλά που δεν αντιμετωπίζονται με τη διορατικότητα, την αποφασιστικότητα και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλα ή μικρά συμφέροντα ανά τον κόσμο, ισχυρά κράτη και πανίσχυροι οικονομικοί κολοσσοί, επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές πολιτικές και αποφάσεις κι αφήνουν ανεπηρέαστες τις δραστηριότητες που καταστρέφουν το περιβάλλον και οδηγούν σταδιακά στην ανατροπή της υφιστάμενης οικολογικής ισορροπίας.
Στην Ελλάδα, στη χώρα του ήλιου και το φωτός, της θάλασσας και του γαλάζιου ουρανού, αυτές οι περιβαλλοντικές ανησυχίες κι οι οικολογικές ευαισθησίες βρίσκονται έξω από τις προτεραιότητες και τα άμεσα ενδιαφέροντα του πολιτικού μας συστήματος. Εδώ, στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», η εκτός σχεδίου δόμηση, ο αποκλεισμός των παραλιών, οι ανεξέλεγκτες χωματερές, η καταπάτηση δασικών εκτάσεων, το μπάζωμα ρεμάτων, μας απασχολούν πάντα κατόπιν εορτής, αφού συμβεί το κακό, αφού επέλθει η καταστροφή. Τότε και την ευαισθησία βρίσκουμε και τις παρανομίες ανακαλύπτουμε και τους εισαγγελείς επιστρατεύουμε και –καλού κακού– κάνουμε και καμιά επερώτηση στη Βουλή για να μας βρίσκεται την ώρα που θα ζητάμε την ψήφο από τους κατεστραμμένους.
Με το ξέσπασμα των θεομηνιών περίτεχνα λιθόστρωτα δρομάκια μετατρέπονται σε ορμητικούς χείμαρρους, πανέμορφα γεφύρια παρασέρνονται από πλημμυρισμένα ποτάμια, νεόδμητα κτίρια κατακλύζονται από νερά και μπάζα, χωριά, πόλεις, δρόμοι και υποδομές παραδίνονται στο έλεος των στοιχείων της φύσης και καταστρέφονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκείνες τις ώρες και τις μέρες της καταστροφής, εκείνες τις φορές που νιώθουμε στο πετσί μας τη μικρότητα και την αδυναμία μας απέναντι στο μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης, θυμόμαστε την πολιτεία. Μπροστά στις καταστροφές και μέσα στην απελπισία μας αναζητάμε τον υπεύθυνο, που δεν είναι άλλος από το κράτος μέσω κάποιου φορέα, υπηρεσίας, «αρμοδίου».
Δυστυχώς δεν συμβαίνει μόνο στις καταστροφές. Η καθημερινότητά μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με προβλήματα και δυσκολίες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται ή συνδέονται απευθείας με το κράτος. Το κράτος είναι πανταχού παρόν, κατευθύνοντας κι επηρεάζοντας με τις πολύπλευρες εκφάνσεις του την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία. Η δουλειά, η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια, η ασφάλεια, η άμυνα, ο αθλητισμός και τόσοι άλλοι τομείς, σχεδόν το σύνολο των δραστηριοτήτων μας. Για πολλούς ακόμα κι η στοιχειώδης ψυχαγωγία, μέχρι πριν λίγα χρόνια, που δεν λειτουργούσε η ιδιωτική τηλεόραση, εξαρτιόνταν από το κράτος και μόνο.
Η πολιτεία και το κράτος, λοιπόν, οι γνωστοί «ύποπτοι», οι υπεύθυνοι για όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα που μας ταλανίζουν. Όχι αδίκως, αλλά το ερώτημα είναι «τι κάνουμε;» Οι διαπιστώσεις κι οι κριτικές είναι το εύκολο, ο ασφαλέστερος δρόμος για ν’ ανακυκλώνουμε θεωρίες κι ιδεολογήματα, δίχως επί της ουσίας ν’ αποφασίζεται και να προχωράει τίποτα. Λέμε-λέμε ξεθυμαίνουμε, κάνουμε τα ίδια λάθη κι ύστερα από λίγο στον ίδιο παρανομαστή του θυμού και της κατηγόριας κατά της πολιτείας και του κράτους.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσαρμογή της χώρας στα δεδομένα που δημιούργησε η οικονομική κρίση προέρχονται από τον γιγαντισμό και την αναποτελεσματικότητα του κράτους. Το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου τομέα, ο οποίος, εκτός από τις αναγκαίες, συντηρεί και χρηματοδοτεί πολυάριθμες αντιπαραγωγικές κι αχρείαστες δομές και λειτουργίες, αποτελεί έναν από τους ανασταλτικούς παράγοντες, ώστε να προσφέρει με συνέπεια τις υπηρεσίες του.
Είναι προφανές, ότι –με αυτά τα δεδομένα– η όποια προσπάθεια ανασυγκρότησής του αποτελεί εγχείρημα εξαιρετικά σύνθετο, το οποίο μάλιστα γίνεται περισσότερο περίπλοκο, από τη στιγμή που διαπιστώνεται, η απροθυμία των κυβερνήσεων στις αλλαγές, αφού έχουν μάθει να το αξιοποιούν σαν εργαλείο για τη διατήρησή τους στην εξουσία. Επιπλέον, η οποιαδήποτε, έστω κι ανεπαίσθητη, μεταβολή, εκ των πραγμάτων ανατρέπει κι επηρεάζει μια σειρά από άλλες συναφείς κι αλληλένδετες σχέσεις, δομές και διαδικασίες. Ταυτόχρονα, όμως, ένα τόλμημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι και ιδιαιτέρως ευαίσθητο, εφόσον με ποικίλους τρόπους –νόμιμους, νομιμοφανείς ή και παράνομους– από το κράτος αποκλειστικά εξαρτώνται και συντηρούνται άτομα, νοικοκυριά, ομάδες κι επιχειρήσεις, το σύνολο σχεδόν της οικονομίας.
Στο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε δεν έχουμε την πολυτέλεια για περισσότερες διαπιστώσεις και για άλλες επί του θέματος αναλύσεις. Τα προβλήματα της κρατικής μας οργάνωσης είναι πασίδηλα κι οι αδυναμίες επαρκώς καταγεγραμμένες κι επιστημονικά τεκμηριωμένες. Προκειμένου, λοιπόν, η χώρα εξερχόμενη από τη δίνη της οικονομικής κρίσης, ν’ ακολουθήσει μιαν ανεμπόδιστη πλέον οικονομικά και κοινωνικά αναπτυξιακή πορεία, όπως όλοι υποστηρίζουμε, θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε με ποιο κράτος μπορούμε να κατευθυνθούμε ασφαλέστερα προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε για το ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους τώρα. Τώρα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε το θέμα αυτό. Οπότε τώρα τίθενται για τον καθέναν ξεχωριστά, αλλά και για όλους μαζί, σωρηδόν πλήθος ερωτήματα.
Είμαστε, κατ’ αρχήν, ως κοινωνία και πολίτες σε θέση να οραματιστούμε και να διεκδικήσουμε μιαν διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους; Είμαστε έτοιμοι να καλλιεργήσουμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στο κράτος να λειτουργεί με γνώμονα αποκλειστικά το δημόσιο συμφέρον ανεπηρέαστο από εκλεκτικές προτιμήσεις και κομματικές συμπάθειες; Είμαστε διατεθειμένοι να προσπαθήσουμε περισσότερο ως πολίτες κι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων για την καθιέρωση και την εμπέδωση θεσμών, που θα λειτουργούν ανεξάρτητα κι ανεμπόδιστα από την εκάστοτε συγκυρία και επικρατούσα αντίληψη; Είμαστε ώριμοι να σεβαστούμε τη διαφορετική άποψη και να την εφαρμόσουμε στο πλαίσιο λειτουργίας του πολιτεύματος, εφόσον αποτελεί απόφαση της πλειοψηφίας; Είμαστε πρόθυμοι να ενθαρρύνουμε και να συμμετάσχουμε σε πρωτοβουλίες με πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό κ.λπ. προσανατολισμό για ενημέρωση και εθελοντική δράση;
Σ’ αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα εμείς πρώτοι θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε απαντήσεις και ν' απαιτήσουμε δεσμεύσεις, πριν με ευκολία κι επιπολαιότητα, πάνω στον πόνο και τη δυστυχία μας, στραφούμε μετά την επόμενη καταστροφή και πάλι κατά του κράτους και της πολιτείας. Εμείς είμαστε το κράτος, δική μας υπόθεση είναι η πολιτεία. Η «ποιότητά» τους συναρτάται με την «ποιότητα» των επιλογών και των προτιμήσεών μας. Η συνέχεια, η ανάπτυξη ή η διάλυσή τους αποτελούν πρωταρχικά δική μας επιλογή κι αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει για όλους μια πρόκληση δημιουργικής συνεργασίας κι όχι δημαγωγικής ισοπέδωσης. Οι κυβερνήσεις κάνουν τη δουλειά τους, το ίδιο κι οι φιλόδοξες αντιπολιτεύσεις, αλλά εμείς είμαστε, τελικά, εκείνοι που κρίνουμε κι αποφασίζουμε. Εμείς έχουμε τον τελευταίο λόγο, γι' αυτό θα πρέπει εγκαίρως να γνωρίζουμε.
Αν θέλουμε να δράσουμε κι όχι μόνο να κράζουμε, ιδού η Ρόδος. Το τραγικό παράδειγμά της δεν θα είναι αρκετό ούτε αυτή τη φορά για να μας προβληματίσει και να μας κινητοποιήσει;