Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Ευτυχισμένο το... 2014.



Μόνο η συντέλεια του κόσμου δεν έγινε. Όλα τ’ άλλα τα είδαμε, όπως ξετυλίγονταν οι μέρες κι οι μήνες της χρονιάς που φεύγει. Η αβεβαιότητα κι η ανατροπή έγιναν καθημερινές καταστάσεις που συμπληρώνονταν από την παλινδρόμηση μεταξύ ανασφάλειας και φόβου.

Μέχρι και το 2011 έφτασε να φαντάζει «Παναγία» μπροστά στα συμβάντα και τα γεγονότα του 2012. Για να επιβεβαιωθεί, άραγε, πανηγυρικά το «κάθε πέρσι και καλύτερα» ή μήπως για να μας προδιαθέτει, ότι ακόμα δεν τα έχουμε δει όλα; Όπως και να ‘χει το 2013 βρίσκεται προ των πυλών και κάθε μέρα του προμηνύεται και σαν μια νέα «21 Δεκεμβρίου», που μπορεί να μην ήρθε τελικά, αλλά οι επιδράσεις κι οι επιπτώσεις που προκάλεσε με την ανησυχία και τη σύγχυση που δημιουργήθηκε τάραξαν τον ύπνο κι ανέτρεψαν την καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων.

Ο πήχης των προσδοκιών βρίσκεται ήδη αρκετά χαμηλά και το βαρόμετρο της αισιοδοξίας έχει βυθιστεί στα τάρταρα των δημοσκοπήσεων και της τηλεθέασης της AGB. Τα όνειρα έχουν ανασταλεί μέχρι νεωτέρας κι οι ελπίδες μετατίθενται από σύνοδο σε σύνοδο του Eurogroup κι από δήλωση σε δήλωση του Σόιμπλε.

Η υποτίμηση τελικά ήταν περισσότερο εσωτερική απ’ όσο «εσωτερική» την περιμέναμε. Εσωτερική με την έννοια της ψυχικής κατάπτωσης και της συναισθηματικής ασφυξίας. Δεν μειώθηκε μόνο το έλλειμμα κι η αγοραστική μας δύναμη, αλλά ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά οι φιλοδοξίες και τα σχέδια για το αύριο και το μέλλον που ο καθένας είχε στο μυαλό, στους υπολογισμούς του στις επιδιώξεις του. Το μέλλον –θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς– έγινε δυσδιάκριτο κι απρόβλεπτο, εχθρικό κι αφιλόξενο.

Αφιλόξενη έγινε κι η ίδια η χώρα που στέλνει στην εξορία της ανεργίας καραβάνια νέων και καραβιές νεο-μεταναστών στο εξωτερικό. Δρόμοι εμπορικοί ξεκληρίζονται ολόκληροι από την ύφεση και τις συνακόλουθες επιπτώσεις της. Γειτονιές μεταλλάσσονται και γκετοποιούνται «πέφτοντας στα χέρια» νεοναζιστικών οργανώσεων και συμμοριών. Τα «Ενοικιάζεται» στις τζαμαρίες έγιναν τα θλιβερά προμηνύματα των διαδοχικών «Πωλείται» αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων, φορέων κι οργανισμών. Μέχρι να έρθει η σειρά των υδρογονανθράκων.

Είναι βαρύ το φορτίο που μας φόρτωσε η χρονιά που φεύγει. Ακόμα κι οι φωνές που το πρώτο διάστημα της κρίσης, υποστήριζαν με θέρμη την ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφοράς, ακόμα κι εκείνοι που εξακολουθούν να εκφράζουν το μέτρο και την κοινή λογική, έχουν μουδιάσει από τη σφοδρότητα της ισοπέδωσης και της κατρακύλας. Οι αλλαγές γύρω μας είναι τόσο μεγάλες και τα προβλήματα που αναφύονται από σπίτι σε σπίτι κι από οικογένεια σε οικογένεια τόσα πολλά, που είναι απορίας άξιο, αν εκείνο που χρειάζεται για να σταθεροποιηθεί και ν’ ανασάνει, τελικά, η κοινωνία μας είναι η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό ή η πρόκληση ενός θαρραλέου σοκ αναδημιουργίας κι αναγέννησης.

Μέσα σ’ αυτό το γκρίζο τοπίο, που πνίγεται, όσο χειμωνιάζει, κι από την κάπνα των τζακιών και των αιωρούμενων σωματιδίων, αναρωτιέμαι αν υπάρχει περιθώριο για να χωρέσει μια ευχή, ένα χαμόγελο, μια πιθανότητα. Μια ικμάδα ζωντάνιας αναζητάω να βρω λέξεις για να τοποθετηθεί και να βλαστήσει, πρώτα στην καρδιά και μετά στο βλέμμα και το μυαλό.

Ποιο είναι άραγε το αδύνατο να συμβεί σ’ αυτή τη ζοφερή συγκυρία που στήθηκε μέσα και γύρω μας; Γιατί το μόνο απίθανο κι απλησίαστο φαντάζει να ‘ναι η διάθεση κι η θέληση για ολική ανατροπή; Τι οδηγάει στην παραίτηση και την αναχώρηση –πολλές φορές κι από τα εγκόσμια– με τη ματαίωση καρφιτσωμένη στο άδειο βλέμμα και τη διάψευση καρφωμένη στο σαλεμένο μυαλό;

Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η αλήθεια.

Μια αλήθεια που θα ειπωθεί κατάμουτρα από τον καθένα μας στον καθρέφτη του κι απ’ όσους αποφασίζουν εξ ονόματός μας απέναντί μας και κατά πρόσωπο. Μια αλήθεια δίχως περιστροφές και φιοριτούρες, δίχως ασυλίες και διλήμματα. Μια αλήθεια που θ’ αποκαθιστά λέξη τη λέξη την πίστη και την εμπιστοσύνη στις αξίες που υπήρχαν, αλλά που για χρόνια ξέφτιζαν και ξεφτιλίζονταν, με την ανοχή, την αδιαφορία ή και τη συναίνεσή μας. Μια αλήθεια στέρεα κι ελπιδοφόρα, που θα γεμίζει λέξη τη λέξη θάρρος το άδειο σακούλι της ψυχής, αυτό που αφήσαμε να στερέψει πιο γρήγορα και πιο επιπόλαια απ’ το σακούλι που φυλάγαμε στον κόρφο μας. Μια αλήθεια τελεία και παύλα, αλλά και αρχή συνάμα, μιας χρονιάς δύσκολης κι επώδυνης.

Μια αλήθεια ευχή και προσδοκία, ώστε σ’ έναν χρόνο από τώρα, να μπορούμε να ευχηθούμε «Καλή Χρονιά», κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στα μάτια και χαμογελώντας μ’ αισιοδοξία και σιγουριά για το 2014.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Διαθεσιμότητα λογικής και όχι υπαλλήλων.


Το αδιάκοπο ράβε-ξήλωνε προηγούμενων δεκαετιών και χρόνων κι η διαχρονική εμμονή των κυβερνήσεων στο ν’ αναδιοργανώνουν και να μεταρρυθμίζουν το Δημόσιο μέσω της αποδιοργάνωσης και της κομματικοποίησης, όλοι ομολογούν υπό το βάρος των συνθηκών που έχει δημιουργηθεί, ότι θα πρέπει να τερματιστεί. Η απάντηση, κατά συνέπεια, στο ζητούμενο για λιγότερο, περισσότερο ή καθόλου Δημόσιο, όπως και στο ερώτημα για την κατάργηση ή όχι της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορεί ν’ αποτελούν στιγμιαίες ή ευκαιριακές επιλογές ή αποφάσεις υπό την πίεση της κρίσης, αλλά προϊόντα σχεδιασμένων και πολύ καλά οργανωμένων προσπαθειών.

Οι μέχρι σήμερα επιλογές, ιδιαίτερα στη διετία της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, όσον αφορά την τύχη των δημοσίων Υπηρεσιών και του προσωπικού τους, αποκαλύπτουν το μέγεθος της ανεπάρκειας των υφιστάμενων οργανωμένων κι αρμόδιων φορέων, να σχεδιάσουν και να διαχειριστούν, ένα τόσο σύνθετο και πολύπλοκο εγχείρημα, αλλά και την διστακτικότητα των πολιτικών ηγεσιών να αποφασίσουν και να εμπνεύσουν την όλη προσπάθεια.

Το τελευταίο διάστημα το κέντρο της Αθήνας βρίσκεται ανάστατο από τους υπαλλήλους των Δήμων, που αντιδρούν στο μέτρο της διαθεσιμότητας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις παλινωδίες και τις αντιφατικές αποφάσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος, φανερώνουν, ότι για ένα τόσο σημαντικό και κρίσιμο, όχι μόνο για τις ζωές των εργαζομένων, αλλά και για την ομαλή λειτουργία του κράτους θέμα, δεν προϋπήρχε κανένας σχεδιασμός. Ευκαιριακά «έπεσε ο κλήρος» στους ΙΔΑΧ διοικητικούς υπαλλήλους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ευκαιριακά ρυθμίστηκε ο τρόπος κι η διαδικασία, ευκαιριακά προσαρμόζονται οι κυβερνητικές αποφάσεις ανάλογα με τις αντιδράσεις.

Πριν συνεχίσουμε όμως να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον για τα λάθη ή τις παραλήψεις του, ας κοντοσταθούμε για μια στιγμή μόνο να σκεφτούμε, τελικά, τι Δημόσιο θέλουμε; Αυτό το δυσκίνητο, αντιπαραγωγικό κι αναποτελεσματικό που όλοι καταγγέλουμε ή ένα ευέλικτο, ορθολογικά οργανωμένο κι ανοιχτό στην κοινωνία και τις ανάγκες της; Θα εξακολουθήσουμε να ξεσπάμε επί δικαίων και αδίκων συλλήβδην στους δημοσίους υπαλλήλους ή θα επιδιώξουμε να δημιουργήσουμε το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό που θα καθοδηγείται από κατηρτισμένα κι ικανά στελέχη; Αν δεν ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα πού θέλουμε να πάμε το Δημόσιο στη χώρα μας, καμιά βελτίωση δεν πρόκειται να υπάρξει και τα όποια αποτελέσματα θα είναι πρόσκαιρα κι επισφαλή.

Το «κράτος στρατηγείο» δεν είναι εύκολο να δημιουργηθεί απ’ τη μια μέρα στην άλλη, ίσως δεν είναι και το ιδανικό για μιαν οικονομία σαν την Ελληνική, που οι γεωφυσικές ιδιαιτερότητες κι οι κοινωνικές συνθήκες, ιδιαίτερα της περιφέρειας, δεν ενθαρρύνουν την ανάπτυξη βιώσιμων ιδιωτικών πρωτοβουλιών μακράς πνοής. Η «χρυσή τομή» μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού δεν θα προκύψει όμως ως αποτέλεσμα αδυναμιών κι ανεπαρκειών, αλλά ως σταθμισμένη κι αξιολογημένη αναγκαιότητα, ως εύλογη κι αξιόπιστη επιλογή, ως συνέπεια ορθολογικής σκέψης κι αντικειμενικά προσδιορισμένης διαδικασίας.

Μέσω αυτής της μακροχρόνιας κι επίπονης προσπάθειας, θ’ αναδειχθούν οι όροι και θα εμπεδωθούν οι παραδοχές, οι οποίες θ’ απαλλάσσουν τις αποφάσεις από την υποψία της σκοπιμότητας ή τον μικροϋπολογισμό του κομματισμού. Θα καθορίζουν τους όρους, αλλά και τα εργαλεία που θα χρειαστούν για τον μετασχηματισμό και την ανασύνταξη του Δημοσίου.

Αυτονόητο είναι ότι η αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης δεν αφορά και δεν αναφέρεται μόνο στα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες. Αγγίζει κι επηρεάζει κάθε οργάνωση και φορέα, που χρηματοδοτείται και διαχειρίζεται κρατικούς πόρους και ασκεί δημόσια εξουσία. Περιφέρειες, Δήμοι, Οργανισμοί αξιολογούνται κι αναδιοργανώνονται, αναδιανέμουν πόρους κι αρμοδιότητες. Κριτήριο ασφαλώς η τοπική ανάπτυξη, αλλά ενσωματωμένη σ’ ένα συνολικό τεκμηριωμένο κι από κοινού αποφασισμένο σχέδιο ανάπτυξης.

Όμορφο κι ιδανικό ίσως ακούγεται ως σενάριο, στην πράξη όμως και προπαντός στη ζέση που δημιουργούν οι επείγουσες ανάγκες του σήμερα για δραστικό περιορισμό του Δημοσίου, τι γίνεται; Τώρα που πρέπει να «πέσουν κεφάλια» έχουμε την άνεση και το καθαρό μυαλό για σχέδια και διαδικασίες:

Ναι, είναι γεγονός ότι αφέθηκαν οι αποφάσεις να τις προλάβουν οι εξελίξεις. Ο σχεδιασμός τώρα είναι βέβαιο, ότι και αποσπασματικός θα είναι και βεβιασμένος. Ας καθίσουμε, λοιπόν, να μιλήσουμε για τα αυτονόητα κατ’ αρχήν, θέτοντας κι αναζητώντας λογικές απαντήσεις σε απλά και εύλογα ερωτήματα, όπως π.χ.:

Θέλουμε το Δημόσιο ν’ αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά να κατασκευάζει ταυτόχρονα και τα δικαστήρια ή να διαθέτει αξιόπιστα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, αλλά ταυτόχρονα να χτίζει και τα νοσοκομεία ή τα σχολεία;

Θέλουμε Δημόσιο που να διαθέτει άψογους εσωτερικούς ελεγκτικούς θεσμούς και μηχανισμούς, όπως π.χ. ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και το Σώμα Ελεγκτών Επιθεωρητών και ταυτόχρονα κι άλλες Υπηρεσίες με Επιθεωρητές ανά τομείς, όπως π.χ. οι μεταφορές ή η υγεία;

Θέλουμε Δημόσιο που να σχεδιάζει, να κατασκευάζει και να συντηρεί δρόμους κι εθνικές οδούς, αλλά ταυτόχρονα να διαχειρίζεται και να χρηματοδοτεί κι όλα τα ΜΜΜ, που κινούνται πάνω στα δίκτυα κι όχι μόνο εκείνα που το ιδιωτικό συμφέρον είναι περιορισμένο ή ανύπαρκτο;

Θέλουμε Δημόσιο που να διαθέτει υπερήλικες και πολυθεσίτες σε νευραλγικές θέσεις, Συμβούλια, Οργανισμούς κι Υπηρεσίες ή νεότερα στελέχη μ' επάρκεια εμπειρίας και γνώσεων, αλλά και με νοοτροπία που να ταιριάζει στις σύγχρονες ανάγκες management σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας;

Με άλλα λόγια, η ίδια η πραγματικότητα υποδεικνύει τομείς, που οι άμεσες επεμβάσεις κι αναδιοργανώσεις μπορούν να σηματοδοτήσουν τη γενικότερη πορεία προς την ανανέωση του δημοσίου, αλλά και σημαντικοί πόροι να εξοικονομηθούν. Επιλογές τύπου διαθεσιμότητας ή εφεδρείας, όχι μόνο στερούνται στοιχειώδους αντικειμενικότητας κι αποτελεσματικότητας, όπως η ίδια η πραγματικότητα απέδειξε κι αποδεικνύει, αλλά δείχνουν κι ένα ανάλγητο κυβερνητικό πρόσωπο, μιαν αδιόρθωτα γραφειοκρατική αντίληψη διοίκησης και μια τεράστια απόσταση μεταξύ αναγκών του Δημοσίου και της κοινωνίας και επιλογών των κυβερνώντων.

Εν προκειμένω, όσες διαβεβαιώσεις κι αν δίνονται από τον αρμόδιο υπουργό Μεταρρύθμισης περί της ευαισθησίας λόγω των αγίων ημερών κι άλλα συναισθηματικά, η ζωή θ’ αποδείξει ότι κι αυτά τα Χριστούγεννα θα τα περάσουμε με βουνά από σκουπίδια στους δρόμους, αλλά και βουνά από προβλήματα μέσα σε κάθε σπίτι. Και το ανέβασμα στα βουνά δεν είναι μόνο υγιεινός περίπατος –πόσο μάλλον σ’ αυτά τα «βουνά»– αλλά απαιτεί σχέδιο, οργάνωση, μέσα και προσπάθεια επίπονη και σκληρή.

Πριν φτάσουμε, λοιπόν, ν' αποφανθούμε για το καλώς ή κακώς της διαθεσιμότητας των υπαλλήλων, θα ήταν καλύτερα να διερευνηθεί η διαθεσιμότητα λογικής των σχετικών με αυτήν αποφάσεων κι επιλογών εκ μέρους των υπευθύνων.

Foto: Axortagos.gr

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το τέλος του κόσμου ή της νομιμότητας;


Μην πεις: «…Και τι έγινε;»

Η σημερινή απόφαση του Eurogroup για την αποδέσμευση 49,1 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα ως το Μάρτιο του 2013, είναι καθοριστικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της χώρας και μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στο «στήσιμο» ενός πραγματικά νέου κράτους. Ας μην την υποτιμήσουμε, αλλά κι ας μην επιτρέψουμε να σπαταληθεί. Οι προϋποθέσεις πολλές, τα ζητούμενα πολύπλοκα και σύνθετα. Η αλληλεγγύη των Ευρωπαίων δεν είναι λευκή επιταγή, ούτε πολύ περισσότερο Χριστουγεννιάτικος μπουναμάς.

Μέχρι σήμερα όλα τελούσαν υπό την αίρεση και την αβεβαιότητα της δόσης, από σήμερα και μετά όλα πρέπει να τρέξουν με μια και μόνο βεβαιότητα, ότι μπορούμε να πετύχουμε. Αν τον αντικειμενικό αντίπαλο, το χρόνο, δεν μπορούμε να τον νικήσουμε, να γυρίσουμε δηλαδή πίσω και να διορθώσουμε τα λάθη μας, τον άλλο μεγάλο μας αντίπαλο, τον κακό εαυτό μας, πρέπει ακαριαία να υποβάλουμε σε ευθανασία και να βαδίσουμε γρήγορα μπροστά. Για να γίνει συμβεί αυτό δεν θα πρέπει να έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά το οριστικό τέλος ενός κράτους, όπως το ξέραμε κι όπως το κακοποιούσαμε και το κακομεταχειριζόμασταν.

Σε μια εποχή γεμάτη αβεβαιότητες κι ανασφάλειες, σε μια συγκυρία που οι κοινωνικές σταθερές έχουν ανατραπεί κι οι κανόνες μεταβάλλονται καθημερινά στα ταμπλό των χρηματιστηρίων, ο σχεδιασμός και το στήσιμο της μεταρρύθμισης του κράτους πάνω σε ευκαιριακά μπαλώματα κι επινοήσεις της στιγμής, μοιάζουν με απόπειρες να κάνεις λίφτινγκ και πλαστικές σ’ ένα ξεχειλωμένο ημιθανές κουφάρι.

Δεν υπάρχει.

Το κράτος που οι Έλληνες θα θέλαμε, δεν υπάρχει. Μπορεί να υπήρξε μιαν εποχή, κάποτε. Δεν μας έκανε όμως, ούτε και τότε. Εκείνο το κράτος, με τις ιδιαιτερότητες, τις στρεβλώσεις, τις ανισότητες και τις αδικίες, αυτό που μας βόλευε στο Δημόσιο και μας έδινε χαριστικές συντάξεις, που μας ηλεκτροδοτούσε το αυθαίρετο και δεν μας ρωτούσε πώς ζούσαμε πλουσιοπάροχα με το επίδομα ανεργίας, εκείνο το κράτος έσκασε σαν φούσκα μόλις η οικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης.

Πρώτο και καλύτερο.

Τα κράτη που λειτουργούν δεν χρειάζονται «μνημόνιο» για να βάλουν σε μια στοιχειώδη σειρά βασικές τους αρμοδιότητες. Μπορεί να χρειάζεται, με την κρίση και υπό την πίεση των αγορών, να συμμαζέψουν τα δημοσιονομικά τους, τα χρέη τους, αλλά δεν χρειάζεται να επινοήσουν τα αυτονόητα. Τη λειτουργία αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, την ύπαρξη ελεύθερου ανταγωνισμού, την ανεμπόδιστη λειτουργία των πανεπιστημίων, την ανταποδοτικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την ύπαρξη μηχανισμού πρόνοιας κι αλληλεγγύης για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες κι όσους έχουν ανάγκη τα σύγχρονα κράτη τα έχουν λύσει από χρόνια.

Τα μνημόνια είναι παραμύθια.

Μνημόνια συνεργασίας εφαρμόζονται και σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης. Μόνο στη χώρα μας το «μνημόνιο» έγινε όχημα διχασμού και ιστορία συνωμοσίας για να παραμυθιάζονται οι νοσταλγοί του κράτους της διαλυμένης παραγωγικής βάσης, των κοινοτικών επιδοτήσεων και «πακέτων» στήριξης, των παραγόντων και των εκπροσώπων ανύπαρκτων οργανώσεων, του προαστατευτισμού και της αναποτελεσματικότητας, της διαπλοκής και της αδιαφάνειας. Ναι, όλα αυτά που τάχαμου έκπληκτοι ανακαλύπτουμε σήμερα. Όλες αυτές τις «ειδήσεις» για «λίστες» και πακτωλούς εκατομμυρίων που περνούσαν, αλλά δεν στέκονταν, μέχρι να καταλήξουν σε τραπεζικές θυρίδες του εξωτερικού ή θαμμένα σε κήπους και αγροτεμάχια του εσωτερικού.

Τη νέα νομιμότητα πρέπει να ιδρύσουμε. Τη νέα τάξη πραγμάτων, που θα επιδιώκει τ’ αποτελέσματα κι όχι τις εντυπώσεις. Αυτά τα ζητούμενα δεν υπηρετούνται, ούτε επιτυγχάνονται με διατάξεις της μορφής: «Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.718/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Ε.5. της παραγράφου Ε του ν.4093/2012, οι λέξεις “της Ευρωπαϊκής Ένωσης” αντικαθίστανται με τις λέξεις “του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου”», που μέχρι χτες ακόμα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.

Το μελάνι στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τους εφαρμοστικούς νόμους είναι νωπό, οι εγκύκλιοι του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) διαδοχικές κι αλλεπάλληλες, επιχειρούν να κατευθύνουν μιαν προσπάθεια αναδιοργάνωσης και δημοσιονομικής εξυγίανσης που φαντάζει μέχρι σήμερα από ασυντόνιστη έως ατελέσφορη.

Μια κόκκινη γραμμή με το χτες, με την πρακτική της ατέρμονης «ρυθμισολαγνείας» πρέπει να σημάνει πλέον η εκταμίευση αυτής της δόσης. Όλο το πλέγμα των ρυθμίσεων που αφορούν την ανάπτυξη της χώρας από την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης μέχρι τους όρους δόμησης στην π.χ. Πετρομαγούλα, πρέπει να καταργηθούν. Τέλος. Όλα από την αρχή.

Μόνο μηδενίζοντας το κοντέρ της νομοθετικής μας υπεραπαραγωγής, μπορεί να εμφανιστεί σ’ εύλογο χρόνο στη χώρα μας η πραγματική παραγωγή. Από μηδενική βάση όλα, στο πλαίσιο του Συντάγματος, αλλά με το βλέμμα στο μέλλον μας, στο μέλλον των παιδιών μας, των άνεργων και των νέων. Με πραγματική διάθεση να γυρίσει σελίδα ο τόπος και να πιάσουν πραγματικά τόπο οι θυσίες της πλειοψηφίας του λαού.

Αν επιμείνουμε, τάχα υπό το κράτος της πίεσης και του επείγοντος, σε επιμέρους τροποποιήσεις του κουρελιασμένου και διάτρητου από τις αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις ισχύοντος συστήματος νομιμότητας και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, κλείνουμε πονηρά το μάτι σε συντεχνίες κι οργανωμένα συμφέροντα, ανακυκλώνοντας και διαιωνίζοντας το κράτος της αναποτελεσματικότητας και της ρεμούλας.

Έτσι, εκ του ασφαλούς, διακινδυνεύσουμε, να βρεθούμε σύντομα και πάλι στην ανάγκη να εκλιπαρούμε τους Ευρωπαίους για μια επόμενη δόση, κλαψουρίζοντας, ότι απ’ την εκταμίευσή της, εξαρτάται –εκ νέου– για τη χώρα το τέλος του κόσμου.

Τότε, ούτε ο ίδιος ο ‘Ολυ Ρεν δεν πρόκειται να μας πιστέψει.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Προεόρτια.


Μουντή βδομάδα, πυκνός χρόνος. Οι πρώτες γιορτές του μήνα πέρασαν, πολλές ευχές ανταλλάχτηκαν, αλλά αυτό το «κάτι» που υπήρχε και προμήνυε προς έρχονται χρονιάρες μέρες δεν μ’ άγγιξε. Κάθε πρωί ξημέρωνα περιμένοντας πως κάτι καινούργιο θα γίνει και κάθε βράδυ περίμενα ν’ ακούσω τι νέο δεν έγινε.

Πολλούς λογαριασμούς αισθάνομαι ότι πρέπει να κλείσω κι ένας απ’ αυτούς μ’ έφερε μετά από καιρό στο κέντρο. Πολλοί γνωστοί και φίλοι έχουν μείνει ακόμα πίσω. Το δημόσιο θέλει χρόνια για ν’ αδειάσει, κάποιοι άλλοι –ευτυχώς– πρόλαβαν και γύρισαν στα χωριά τους. Ο Νίκος γουλιά τη γιουλιά τον καφέ που με κέρασε ξεδίπλωνε λέξη τη λέξη την πίκρα του, φέρνοντας το χέρι πού και πού απαλά και μάλλον μηχανικά πάνω σε μια στοίβα από αιτήσεις που περίμεναν προς τη μεριά του παράθυρου καρτερικά –σαν τους συνταξιούχους ίσως που τις συμπλήρωσαν.

Στο ίδιο γραφείο από το ’98. Η ίδια ντουλάπα να χάσκει άσπρα χαρτιά και φακέλους μπλε, κόκκινους, κίτρινους. Ένα ημερολόγιο του 2009. Μαύρα ντοσιέ. Θέλει να φύγει, αλλά δεν έχει ακόμα πιάσει το όριο. Κι αυτοί που το ‘πιασαν τι κατάλαβαν; Στοιβαγμένα χαρτιά πάνω στο γραφείο του Νίκου οι αιτήσεις. Σε κάθε γραφείο αυτών των δύο ορόφων έχει κι από μια τουλάχιστον τέτοια ντάνα. Έξω τους διαδρόμους χιλιάδες πάνω στους πάγκους. Στο ισόγειο πατείς με πατώ σε. Χειρονομίες, φωνές. Σειρά προτεραιότητας. Φωτοτυπίες και χαρτιά μ’ ανακοινώσεις κι υποδείξεις κολλημένα στο ασανσέρ και στους τοίχους. Θλίψη. Ο θυρωρός απαντά σε όλους μ’ ηρωικές κινήσεις και ιώβεια υπομονή. Τον θαύμασα βγαίνοντας.

Σόλωνος. Το παλιό μου γραφείο δεν θύμισε τίποτε από τέτοιες μέρες άλλων χρόνων. Μπήκα-βγήκα, ο Νίκος δεν ήταν εκεί ή μήπως είχε «εορταστική»; Στόλιζα πάντα ένα μικρό δεντράκι με πέντε-έξι λαμπιόνια. «Για το καλό» είχα και μερικούς ξηρούς καρπούς. Μπορούσα να τ’ αλλάξω όλα –νόμιζα– ‘κείνα τα πρώτα χρόνια. Τώρα τ’ αλλάζουν άλλοι στα χαρτιά και τα μνημόνια. Ο διάδρομος ίδιος, το ίδιο κι οι κλειστές πόρτες δεξιά αριστερά. Μια ανησυχητική ησυχία. Είναι κι οι μέρες της διαθεσιμότητας. Στο «προσωπικό» δε δέχτηκα τον καφέ που προθυμοποιήθηκαν –μετά τις αγκαλιές και τα φιλιά– να μου προσφέρουν. «Με φουντούκι, που σ’ αρέσει!» με παρακίνησε με λαχτάρα ειλικρινή ο Ανδρέας. Χρόνια τέτοιες μέρες ρυθμίζαμε τις άδειες, κάναμε σχέδια για τις γιορτές και τις εξόδους. Όνειρα για τη νέα χρονιά. Να ‘σου κι ο Νίκος. Τα είπαμε τα υπόλοιπα στο πόδι ανεβαίνοντας προς το Λογιστήριο Εξοικονόμηση πόρων, προϋπολογισμός ορίων –πάλι τα όρια– μείωση πιστώσεων, προσωπικού, διάθεσης. Μεσημέριασε. Ένα βιαστικό «χρόνια πολλά» στη Νικολέτα κατεβαίνοντας. Ο άλλος Νίκος –ο ΙΔΑΧ– «έτρεχε» για να βρει καμιά άκρη. Κενό το πόστο του στις «πληροφορίες». Πέντε-έξι αστυνομικοί γύρω απ’ την είσοδο. «Φοβάται ο καινούργιος» μου είχαν πει με νόημα χαριτολογώντας. Από ‘κει που προτείναμε κι επιμέναμε ν’ αποσυρθούν εντελώς; Είναι δίπλα τα Εξάρχεια. Πάντα ήταν δίπλα, αλλά αυτοί δεν χρειάζονταν. Βγήκα και τράβηξα προς την Πατησίων.

Η «στοά Φέξη» αποτελούσε από την εποχή των παιδικών μου χρόνων έναν από τους πιο ευχάριστους γιορτινούς προορισμούς. Μαγαζάκια πολλά, το ένα δίπλα στο άλλο φώτα και κίνηση, κόσμος πάνω-κάτω, παιχνίδια, ηλεκτρονικές συσκευές, ρολόγια, δίσκοι, ξηροί καρποί, αναμνηστικά και κοσμήματα. Νέκρα. Ρολά κι ενοικιαστήρια. Μαγαζάτορες σε κάποιες πόρτες. Κανείς δε χάζευε στις φωτισμένες βιτρίνες. Κινέζικα μπιχλιμπίδια. Άνοιξα το βήμα να ξεφύγω απ’ αυτή τη θλιβερή εικόνα διάψευσης κι απογοήτευσης. Την «Αράχωβα» την πρόσεξα μόνο απ’ τη μυρωδιά. Κάποιοι –ναι– κάθονταν έξω στα τραπεζάκια. Είχε και σήμερα ουρά;

Πότε στήσανε άγαλμα στον Παναγούλη απέναντι από το «REX»; Μπήκα από την Αρσάκη στη «Στοά του Βιβλίου». Η λινοτυπική μηχανή δεν πρόλαβε να προσελκύσει για μια ακόμα φορά το νοσταλγικό βλέμμα μου. Μαγαζιά κλειστά. Κι ο «Κοκκώνης» κλειστός; Το μαγαζί με τα πρώτα μου προσκοπικά; Το καφέ, ο Αναγνωστόπουλος στην άλλη γωνία; Είναι δίκαιο; Άραγε το «Αρσάκειο» λειτουργεί; Βγήκα στην Σταδίου κι ούτε που θυμήθηκα την όμορφη βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου μου πριν μερικά χρόνια. Σίγουρα κι η λινοτυπική θ’ απορούσε που δεν μου περίσσεψε ούτε μια ματιά και γι’ αυτήν, που γερνάει σκονισμένη, με τους ατέρμονες ακίνητους και τις μήτρες της να μην γεννούν λέξεις, αράδες, να μη σμίγουν φράσεις να μην δένουν με το μολύβι της ιδέες, σελίδες, βιβλία, εφημερίδες.

Στο Σύνταγμα έστηναν σκαλωσιές το πρωί –μάλλον για το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τώρα πια έχουν σχολάσει, πήγε μία. Πίσω μου το Υπουργείο Ανάπτυξης. Απέναντι προβάλουν οι πάνω όροφοι –τα ρετιρέ;– της Βουλής. Νερά χυμένα απ’ το σιντριβάνι. Ζητιάνοι. Από περιέργεια ανεβαίνω τα σκαλιά. Μόλις περνούσε το τουριστικό «Citysightseeing», καθόταν άραγε κανείς από την πλευρά προς τον «Άγνωστο», απ’ αυτήν δεν είδα κανέναν. Κάγκελα μπροστά στο μνημείο. Μόνο τα περιστέρια είναι λεύτερα. Λιακάδα και ψύχρα. Πόσο γαλάζιος είναι, Θεέ μου, ο ουρανός της Αθήνας; Ακόμα κι αν κανένα σύννεφο φανεί στον ορίζοντα, λες κι είναι για να γίνει πιο έντονη η αντίθεση.

Δεν θέλω να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Μπροστά θέλω να τον πάω. Γιορτές έρχονται, σίγουρα θα νοσταλγήσω, θα μελαγχολήσω, αλλά, ρε γαμώτο, μπορώ να ελπίσω; Μπορώ να κοιτάξω μπροστά στο μέλλον, όπως ατενίζω αυτόν τον γαλάζιο ουρανό και γεμίζει η ψυχή μου φως και λιακάδα, και να ψιθυρίζω στον εαυτό μου με καμάρι και θαυμασμό: «Μεγάλε, είσαι τυχερός που ζεις και μεγαλώνεις τα παιδιά σου σ’ αυτή τη χώρα!»

Μπορώ; Μπορώ να βρω τον τρόπο, να επινοήσω. Μπορώ, τουλάχιστον, να προσπαθήσω.

Μπορώ, φτάνει να μην αισθάνομαι ότι θα 'ναι κι αυτό ένα ψέμα.