Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Με τον Γκαγκάριν στις πιο άσχετες σκηνές.



Μπορεί μπάνια πολλά και μέρες διακοπών να μην είχε αυτό το καλοκαίρι, είχε όμως πολύ περισσότερο χρόνο για διάβασμα και πολύ περισσότερα από άλλα καλοκαίρια βιβλία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα έλεγε κάποιος άλλος, εγώ λέω ότι στάθηκα τυχερός, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω δυο συγγραφείς. Για την ακρίβεια μία νέα συγγραφέα, γιατί ο άλλος –ο παλιός να πούμε για να συνεννοούμαστε– ήταν γνώριμος, απλώς δόθηκε η ευκαιρία να ξανασυστηθούμε, να ξαναγνωριστούμε.

Βιβλιοκριτική και τα τοιαύτα δεν είναι του γούστου μου κι ούτε θέλω να κάνω τον ειδικό, θα ‘θελα μόνο να πω δυο λόγια παραπάνω γι΄αυτά τα βιβλία που διάβασα και με ρούφηξαν, ακολουθώντας με παντού στο σπίτι, όπου υπήρχε χώρος ελεύθερος και χρόνος διαθέσιμος. Έτσι, με τα βιβλία που μ’ αρέσουν δε θέλω να καταφεύγω σ’ απιστίες, διαβάζοντας κι άλλο –ή κι άλλα– ταυτοχρόνως, όπως συμβαίνει σ’ άλλες περιπτώσεις. Παράλληλες σχέσεις δε θέλω να διατηρώ εκεί που η ψυχή μου βρίσκει καταφύγιο κι ο χρόνος από εχθρός γίνεται φίλος.

Ναι, γλυκά ξεφύλλισα το χρόνο προς τα πίσω για να βρεθώ σε γειτονιές εφηβικές και να γνωρίσω, μετά από σαράντα τόσα χρόνια, ανθρώπους που ζούσαν παρακάτω, εκεί γύρω, στη Φωκίωνος, το Άλσος, τα Θυμαράκια, τη Λιοσίων. Για να «ακούσω» Χατζιδάκι, να θυμηθώ «νέα ταλέντα» και να στεγνώσει το λαρύγγι μπρος στα τεράστια βυζιά της Τίνας Σπάθη. Να πάρουμε παρουσίες –Δευτέρα απόγευμα πίσω στη γαλαρία– στην νέα πρεμιέρα του Γκουσγκούνη –ή Γκουζγκούνη; Να διαβώ με δέος στην Αντινέα το κατώφλι και να γευτώ κοκ νέγκρο στου Φοίβου την αυλή στο Περιστέρι.

Βρέθηκα στρωματσάδα, παιδί μικρό και πάλι, νύχτα χωρίς φεγγάρι αλλά μ’ αστέρια κεντημένη, να περιμένω, κρατώντας μ’ αγωνία την ανάσα μου, πότε, κάπου εκεί ψηλά πάνω στο επουράνιο στερέωμα, η μικρή κουκκίδα του Σπούτνικ με τον Γκαγκάριν, θα φανεί καθώς περνάει, για να χαρίσει αλήθεια σ’ ιστορίες γεμάτες πυραύλους, γαλαξίες κι αστροναύτες, που ξεπηδούσαν σε τροχιές απόκοσμες μέχρι ο ύπνος να με πάρει γλυκά αποκαμωμένο απ’ τις φανταστικές πανέμορφες περιγραφές γερμένος στο πλάι του πατέρα μου.

Μαστορικά, σελίδα τη σελίδα, έστησε τις ιστορίες, μα και τις αναμνήσεις, μπροστά στα μάτια μου ο Τατσόπουλος. Λες κι ήμουν κάπου εκεί, σε κάποιο καφέ, καμαρίνι ή σινεμά πάλι και ξαναζούσα μαζί μ’ όλους τους ήρωές του ολοζώντανα ‘κείνα τα χρόνια που περάσανε μέσα από διχόνοιες, φτώχειες, ποδαρόδρομους και γκρίνιες. Χρόνια που φεύγανε κι εγώ αλλού αρμένιζα ανέμελα, σε γειτονιές και χωματόδρομους, σε έρωτες ανείπωτους, εξάωρα και πάρτι.

Το ίδιο γλυκά, μα, με μία πίκρα αδιόρατη κι ένα «όλα θα πάνε κατ΄ευχήν» καρφιτσωμένο στο βλέμμα, γύρισα την τελευταία σελίδα επιστρέφοντας σ’ έναν κόσμο που, όταν τον βλέπεις από τόσο χαμηλά, όπως τον έστησε μπροστά στα μάτια μου ο Πέτρος ο Τατσόπουλος, είναι σαν να τον βλέπεις για πρώτη φορά και μοιάζει η Γη να καθρεφτίζεται όπως στα μάτια κείνου του χωριατόπαιδου, του Γιούρι: «Αηδιαστικά όμορφη».

Έτσι προσγειωμένος βρέθηκα πάνω σε μια σχεδία υφασμάτινη, τρυφερή και φιλική, φιλόξενη και ψαγμένη. Δεν μ’ ενοχλούσαν οι στοίβες –σωστό κάστρο– από τ’ άπειρα βιβλία που βρίσκονταν απλωμένα ένα γύρω –ξέρεις, δα, την εμμονή μου με την τάξη– ούτε οι κλεφτές ματιές της στο γαλάζιο της οθόνης. Τη συγχωρούσες, όλα θα μπορούσες να της τα συγχωρέσεις, γιατί το βλέμμα της έχει μια αλήθεια, μια ειλικρίνεια και μια ευθύτητα, που δεν τη βρίσκεις εύκολα, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που επιλέγουν να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο.

Λες και γνωριζόμασταν από πάντα. Μου μίλησε για τον εαυτό της και μ’ έκανε να αισθανθώ τη φίλη που θα ήθελα να έχω. Μου ανέφερε για τη μητέρα, τους φίλους, τη δουλειά, τον πατέρα της με μια οικειότητα που μόνο από πολύ δικούς μου έχω ξανασυναντήσει, κι αν. Άσε, εκεί που έπεσε ο Πιτέλα απ’ το σκαμπό, και γέλασα, το ‘χει κι αυτό, χιούμορ· πόσο μ’ αρέσει να μου μιλάει ακομπλεξάριστα ο άλλος, να μην θέλει να είναι δήθεν, ούτε να το παίξει κάποιος κι ας είναι καταξιωμένη επαγγελματικά, ας έχει στις συνεντεύξεις της ένα Σόιμπλε, ας πούμε, όσο μπορεί εσένα που ‘σαι ΣΥΡΙΖΑ βαμμένος να σ’ εξιτάρει. Αν σε νοιάζει δηλώνει «άπατρις – πολιτικά».

Δεν με νοιάζει. Εκείνο που με νοιάζει, που αισθάνομαι, είναι ότι η Ξένια Κουναλάκη φτερούγισε από το ράφι του Ευριπίδη στο Χαλάνδρι –εκεί τυχαία είχα συναντήσει κάποιο Σαββάτο και τον Τατσόπουλο– γνέφοντάς μου «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες στιγμές», κάθε άλλο παρά έκλαιγε, με κατάκτησε κατά κράτος για τέσσερις ολόκληρες μέρες κι ένα Σαββατοκύριακο αρχές Σεπτέμβρη.

Γυμνή στάθηκε μπροστά στα μάτια μου ακούραστα, βασανιστικά, εξομολογητικά, φιλικά κι εγκάρδια· ριζότο δε φάγαμε, αλλά μιλήσαμε για θέατρο, για βιβλία για κινηματογράφο, για πολλά και διάφορα διόλου αδιάφορα. Θυμήθηκα κι εγώ κάποια δικά μου, μελαγχόλησα· μ’ έπιασε –δεν ξέρω αν το κατάλαβε– ζήλια κάποιες στιγμές που απ’ τον θαυμασμό και την προσήλωσή μου ξέφευγα και να θέλω να κρυφτώ σε μια γωνιά, δίπλα στο πληκτρολόγιο, για να ζήσω από κοντά μια μέρα της στην εφημερίδα. Τι βλάκας… Η κόρη της μπορεί να μ’ έλεγε και νούμερο.

Δεν το πιστεύω, αλλά τελικά, τα καταφέρανε, ξεκόλλησα, κι αυτό μ’ έκανε ελπίδα να γεμίσω κι όλα τα μίζερα, τα γκρινιάρικα, τις μαύρες μου με χρώμα να τα βάψω, με εικόνες έγχρωμες, με αναμνήσεις σινεμασκόπ και σκέψεις να γεμίσω και να μπουκάρω σε φθινοπωρινούς καιρούς με μια αισιοδοξία καλοκαιριάτικη. Να μη με νοιάζει μπάνια και διακοπές που φέτος δεν κατάφερα πολλά να κάνω και παραλίες ξυπόλητος να περπατήσω.

Περπάτησα μ’ απέραντη ευχαρίστηση στου χρόνου το μεταίχμιο, πέρα από της εποχής μας τ’ ανυπόφορα σημεία, ξέφυγα απ’ των ημερών το ασπρόμαυρο και γέμισα τα μάτια μου φως, συναίσθημα και γλύκα και χαμόγελο· αν θες μπορώ να στα δανείσω.

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Γι' αυτό κερδίζει.


Βλέπεις τον Μητσοτάκη, συμφωνείς δε συμφωνείς με τα λεγόμενά του, δεν μπορεί παρά να διακρίνεις –αν είσαι καλοπροαίρετος, βέβαια– μιαν ευγένεια, μια σοβαρότητα, ένα μέτρο και μια ευπρέπεια.

Ξέρεις ότι όλα, μα όλα, αποτελούν μέρος κι αποτελέσματα ενός άριστα καλοδουλεμένου και καλοστημένου επικοινωνιακού μηχανισμού. Ξέρεις ότι απ’ τα λεγόμενά του πολλά είναι δύσκολα έως ανέφικτα, είναι αδύνατα έως εξωπραγματικά, είναι κλισέ μιας καλά οργανωμένης πολιτικής επικοινωνίας κι ενός άριστα επεξεργασμένου σχεδίου, όμως μένεις να παρακολουθείς και να συμμετέχεις σ΄αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι γιατί σε κερδίζει.

Μπορεί να μη σε πείθουν οι πολιτικές του εξαγγελίες ή να θεωρείς περιορισμένες τις ηγετικές του δυνατότητες, δεν μπορείς όμως παρά να παραδεχτείς, πως με την απλότητα, με τη φυσικότητα και το ανεπιτήδευτο του λόγου του, ξεχωρίζει, ξεχωρίζει κραυγαλέα και από τον πολιτικό λόγο που αγοραία περιφέρεται εσχάτως στη δημόσια σφαίρα, αλλά κι απ’ το ύφος όλων εκείνων που ανενδοίαστα και προκλητικά τον εκφέρουν και τον προσωποποιούν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν.

Μπορεί να υπερβάλλω, αλλά μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης εκείνο που με πληγώνει περισσότερο ως πολίτη και ως άνθρωπο είναι η ασχήμια, η βρωμιά κι η ποταπότητα που ξεχείλισαν απ’ άκρη σ’ άκρη στο πολιτικό μας σύστημα· μια κακογουστιά, μια ύβρις. Είναι η απάθεια, η εμπάθεια και το μίσος που ξεπήδησαν από τα έγκατα των κοινωνικών απωθημένων, απ’ το περιθώριο, και κατέκλυσαν μυαλά, συνειδήσεις και ψυχές. Είναι η επικράτηση, ό,τι χειρότερου, ευτελούς και πρόχειρου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί την κρισιμότερη καμπή, την πιο δύσκολη ώρα για τη χώρα και την κοινωνία.

Ξέρω ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του το γνωρίζουν. Καταλαβαίνω, ότι αντιλαμβάνονται την ανάγκη μου ως πολίτη και ως ανθρώπου ν’ απαλλαγώ απ’ όλα αυτά, ν’ ακούσω από κάπου μια φωνή λογικής, σύνεσης, κατανόησης. Γνωρίζω ότι ξέρουν πώς να μου τα προσφέρουν, πώς να φτάσουν ως τ’ αυτιά και το μυαλό μου σαν βάλσαμο κι ανακούφιση, πώς να με κάνουν να αισθανθώ ότι, επιτέλους, υπάρχει πολιτική, υπάρχει ορθολογισμός, υπάρχει διέξοδος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξέρει ότι όλα θα κριθούν από μένα και τους ομοίους μου και γι’ αυτό ο πολιτικός του λόγος δεν ακούγεται στρογγυλεμένος, μάγκικος, γλυκανάλατος, ψεύτικος· μπορεί εμένα να μην με πείθει, αλλά χτυπά στην καρδιά, στο μέσο ‘Ελληνα, στη μεσαία τάξη, στο κέντρο του εκλογικού σώματος, εκεί που άλλοι ακόμα ψάχνονται, γι’ αυτό η εικόνα του αυτή κερδίζει τις εντυπώσεις.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Η γλυκιά εκδίκηση του Ανδρέα.


Παιδιά, αγέννητοι οι περισσότεροι ή μωρά με την πιπίλα στο στόμα αναφέρονται στον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, λοιδωρούν, χλευάζουν, βρίζουν. Δεν έχουν άδικο· έτσι κάπου άκουσαν, έτσι κάποιοι τους είπαν, έτσι κάτι διάβασαν.

Εξάλλου, όταν ο ένας μετά τον άλλο οι επίγονοι κι οι συμπρωταγωνιστές αποχωρούν, αποστασιοποιούνται, αλληλοκατηγορούνται ή απλώς διαγκωνίζονται για μια θέση εξουσίας, είναι λογικό καθένας που δεν έζησε, δεν ξέρει ή δεν θέλει να ξέρει, να υποστηρίζει, να νομίζει και να πλάθει το δικό του σενάριο για τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Το γεγονός και μόνο, ότι κάθε χρόνο, κι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, τέτοια μέρα –αλλά κι ευκαιρίας δοθείσης– σχετικοί κι άσχετοι σπεύδουν να καταθέσουν την όποια καλή ή κακή άποψή τους γι’ αυτόν τον πολιτικό, που με την προσωπικότητα και τη δράση του άφησε ανεξίτηλο κι ευδιάκριτο το στίγμα του στην Ιστορία της χώρας, σημαίνει ότι κάθε άλλο παρά τυχαίος και συνηθισμένος πολιτικός ήταν.

Ο Ανδρέας ήταν χαρισματικός. Εκεί και βάζω τελεία, έτσι τον αισθάνθηκα ως πολίτης. Δεν υπάρχουν ούτε κοινά σημεία, ούτε μέτρο σύγκρισης για οποιονδήποτε μεταγενέστερο ή σύγχρονό μας πολιτικό. Το τι λέγεται και γράφεται δεξιά κι αριστερά δεν αφορά τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ιστορική του διαδρομή.

Εμένα κι εσένα μπορεί ν’ αφορά και μερικούς άλλους ακόμα που, έχοντας ζωντανές μνήμες από εκείνη την εποχή, θέλουν να μας «τσουβαλιάσουν» στο ανιστόρητο παραμύθι που περιφέρουν και συντηρούν, στο παραμύθι τους, στην δική τους προσπάθεια να εξασφαλίζουν με τον ευκολότερο τρόπο δύσκολες ψήφους.

Πατριωτισμό κι αριστεροσύνη διαλαλούν στην πραμάτια τους για να «τσιμπήσουν» και ν’ ακολουθήσουν τα σιτεμένα κι αδέσποτα «παιδιά» της Αλλαγής. Ρίχνουν «Αντρέα» στην αρένα, γιατί δεν έχουν τι να πουν, τι να οραματιστούν και τι να προτείνουν· όλα τα έχουν κάνει ίσωμα και τέλμα. Περιμένουν με παρομοιώσεις και παραλληλισμούς να συνεγείρουν τα πλήθη, ενώ, στο μεταξύ, έχουν ευνουχίσει τις ελπίδες τους, έχουν ξεφτιλίσει τα όνειρά τους, έχουν εξορίσει τις προσδοκίες τους.

Όμως η Ελλάδα του 2017, η Ευρώπη κι ο κόσμος του σήμερα, είναι τόσο ελκυστικά πεδία οραματισμού, σχεδιασμού, δράσης. Στο ευμετάβλητο κι αποσταθεροποιημένο παγκόσμιο περιβάλλον, οι κοινωνίες κι οι λαοί ασφυκτιούν για νέες ιδέες, νέα οράματα, νέες προσδοκίες κι επιλογές.

Λέμε και ξεναλέμε όλοι σε κάθε ευκαιρία: «Σήμερα ηγέτες δεν υπάρχουν» και, ναι, έχουμε δίκιο. Μέσα σ’ αυτές τις ασφυκτικές για τους πολλούς συνθήκες της πιο άγριας επέλασης του παγκόσμιου καπιταλιστικού κατεστημένου, των οικονομικών συμφερόντων και των πανίσχυρων κέντρων αποφάσεων, προσωπικότητες με κύρος, με γνώση και πυγμή, πολιτικοί με διορατικότητα, έμπνευση και τόλμη λείπουν.

Ο πολιτικός, ο ηγέτης Ανδρέας Παπανδρέου λείπει. Καμιά καρικατούρα ή αυτόκλητος αντικαταστάτης του δεν είναι σε θέση, όχι να τον μιμηθεί ή να τον υποκαταστήσει, αλλά να αντιληφθεί το μέγεθος της ευθύνης, του χρέους και των προκλήσεων που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει και ν’ αναμετρηθεί μαζί τους.

Κανείς από τους σημερινούς διαχειριστές της εξουσίας στον τόπο μας δεν μπορεί να σχεδιάσει λίγο πιο πέρα απ’ τη ΔΕΘ (!), λίγο πιο πέρα απ’ τις επόμενες εκλογές. Μέχρι εκεί φτάνει το μπόι τους, μέχρι εκεί φτάνει η δυναμική τους, η λογική τους. Γι’ αυτό στέκονται εικονικά δίπλα στον Ανδρέα, για να κλέψουν κάτι απ’ τη λάμψη του, ν’ αρπάξουν κάτι απ’ το πνεύμα του, να παραστήσουν πως συμμερίζονται τις ιδέες του, να υποκριθούν πως μπορούν να σταθούν πολιτικά.

Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να χαθούν κάτω απ’ τη σκιά του, αλλά, ταυτόχρονα –και δεν χαίρομαι γι’ αυτό– ν’ αναπαράγουν για άλλη μια φορά τη μιζέρια τους, να διαλαλήσουν ακόμα μια φορά τη φτώχεια των ιδεών τους, ν’ αποκαλύψουν ακόμα μια φορά την ιδιοτέλεια και τον καιροσκοπισμό τους.

Για τον Ανδρέα Παπανδρέου είναι εύκολο να μιλά όπως θέλει ο οποιοσδήποτε, μπορεί να γράφει ο καθένας ό,τι θέλει, να υποστηρίζει ό,τι νομίζει, γιατί απλώς ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Ανδρέας του λαού και του καθενός, ίσως, δεν έχει ανάγκη από αγιογραφίες και λιβανίσματα, δεν χρειάζεται βιογράφους κι υμνητές· συνομιλεί με όλους όσους τον ακολούθησαν, τον θαύμασαν, τον λάτρεψαν, κατανοεί εκείνους που τον πολέμησαν, τον αδίκησαν, τον συκοφάντησαν, αλλά κι εκδικείται γλυκά εκείνους που, όψιμα, ανεβαίνουν στο σκαμνί για να τον φτάσουν.


Photo: News 24/7