Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Από το θυμικό στη λογική.



Δεν ξέρω τι γράφει ο διεθνής Τύπος ή τι μεταδίδουν οι ξένοι ανταποκριτές. Με αφήνει αδιάφορο το πρωτοσέλιδο της «Βlind», οι δηλώσεις της Cristine Laggard, οι εκτιμήσεις του Charles Dallara. Ξέρω μόνο ότι αυτή η καταιγιστική αρνητική δημοσιότητα που έχει πλέον η χώρα μας από τα διεθνή ΜΜΕ με πληγώνει.

Με πληγώνει, όχι γιατί προπαγανδίζουν ψέματα, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, εξυπηρετούν συμφέροντα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Με πληγώνει, γιατί όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να γνωρίζω τόσο ξεκάθαρα, ότι οι άνθρωποι παντού στον πλανήτη μιλούν και σκέφτονται απαξιώτικα και περιφρονητικά για τη χώρα που ζω, για τη χώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά μου. Ντρέπομαι.

Ντρέπομαι, όχι γιατί είμαι Έλληνας, υπερπατριώτης, πατριδολάγνος ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Ντρέπομαι, γιατί όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να γνωρίζω τόσο ξεκάθαρα, ότι με δανείζουν άνθρωποι που βλέπουν κι εκείνοι το μισθό τους να μειώνεται, τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται, τις θέσεις εργασίας τους να χάνονται, τις χώρες τους να διολισθαίνουν στις συμπληγάδες της παγκοσμιοποίησης και των αγορών κι αυτοί πλέον να σκέφτονται απαξιωτικά για τη χώρα που ζω, για τη χώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά μου. Φοβάμαι.

Φοβάμαι, όχι γιατί δεν θα πάρουμε την επόμενη δόση, θα γυρίσουμε στη δραχμή, θα φύγουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Φοβάμαι, γιατί όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να γνωρίζω τόσο ξεκάθαρα, ότι με την κρίση πληθαίνουν οι φωνές του σκοταδισμού και της οπισθοδρόμησης, του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας, αναβιώνουν οι ιδέες που σκοτεινιάζουν την Ευρώπη και το μέλλον, πολλαπλασιάζονται οι οργανώσεις και οι άνθρωποι που σκέφτονται απαξιωτικά για τη χώρα που ζω, για τη χώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά μου. Λυπάμαι.

Λυπάμαι, όχι γιατί δεν διατυπώνεται σοβαρός αντίλογος για τα πράγματα, αξιόπιστα πολιτικά επιχειρήματα, έγκυρες λογιστικές αποδείξεις ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Λυπάμαι, γιατί όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να γνωρίζω τόσο ξεκάθαρα, ότι όσα επιχειρήματα κι αν προβάλω, όσους λόγους κι αν επικαλεστώ, όσες αποδείξεις κι αν προσκομίσω, η παγκόσμια κοινή γνώμη, οι ευρωπαικοί λαοί, ο Daniel ο καλός Γάλλος φίλος ή ο Volkmar ο αυστηρός Γερμανός τουρίστας, νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω και σκέφτονται απαξιωτικά για τη χώρα που ζω, για τη χώρα που μεγαλώνουν τα παιδιά μου. Μπορώ.

Μπορώ, όχι επειδή είμαι πληγωμένος Έλληνας, φοβάμαι για την επόμενη δόση ή γιατί θα με στραβοκοιτάξει ο Volkmar.

Μπορώ γιατί η τύχη μου κι η τύχη των παιδιών μου, το μέλλον αυτής της χώρας εξαρτώνται από τη δική μου θέληση και κρέμονται από τα δικά μου χέρια. (Αυτά τα χέρια που δεν χρησιμεύουν μόνο για να φασκελώνουν το Κοινοβούλιο, να ξηλώνουν μάρμαρα, να εκσφενδονίζουν μπουκάλια με νερό, να ρίχνουν τα ζάρια στο καφενείο, να χουφτώνουν «φακελάκια»).

Μπορώ, γιατί η «εθνική αξιοπρέπεια» ή η «εθνική ανεξαρτησία» δεν ορίζονται μόνο από διεθνείς συμβάσεις, οικονομικές σχέσεις, βραχονησίδες και ΑΟΖ, αλλά πρώτα απ’ όλα από την ελεύθερη βούληση και θέληση του καθενός κι όλων μαζί να συναντηθούμε στο δημόσιο χώρο για να προβληματιστούμε, να συνδιαλλαγούμε, να προτείνουμε, να διαφωνήσουμε, ν’ αποφασίσουμε, να δημιουργήσουμε, να προχωρήσουμε. Σκέφτομαι.

Σκέφτομαι, ότι αυτή την εξιλαστήρια, λυτρωτική, καθαρτήρια ή όπως αλλιώς θες πες την διαδικασία, δεν απόκειται πλέον στην καλή διάθεση, τη φιλοτιμία ή τη θέληση τη δική μου, τη δική σου, κάποιου ή κάποιων άλλων, δεν υπαγορεύεται από συσχετισμούς ή ισορροπίες, μας αφορά όλους κι όταν λέμε όλους εννοούμε όλους.

Θα πρέπει να το πάρουμε πλέον όλοι απόφαση, ότι έτσι πρέπει να λειτουργήσουμε ως οργανωμένη κοινωνία, ως πολίτες. 'Οτι θα πρέπει να συναντηθούμε όχι για να γκρεμίσουμε, για να ισοπεδώσουμε, για να καταστρέψουμε ότι με κόπο και θυσίες έχουμε πετύχει μέχρι σήμερα, όχι για να μισήσουμε και να διχαστούμε, αλλά για να τολμήσουμε να ξεπεράσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Να δώσουμε τα χέρια.

Μόνο έτσι, όλοι οι άλλοι, όσοι δηλαδή έχουν στρέψει τα βλέμματα στην κοιτίδα της δημοκρατίας, θα πεισθούν ότι για μας, τους σύγχρονους Έλληνες, η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση, ο σεβασμός της πλειοψηφίας, δεν είναι συνθήματα κούφια περιεχομένου, δεν είναι τσιτάτα και προϊόντα προς εκμετάλλευση.

Μόνο έτσι, όλοι οι άλλοι, όσοι δηλαδή σήμερα πλειοδοτούν σε ύβρεις, λιβελογραφήματα και κερδοσκοπούν σε στοιχήματα σε κάθε γωνιά της γης, θα αποστομωθούν και θ’ αναγκαστούν ν’ ανακρούσουν πρύμνη αναζητώντας αλλού ιδανικές «Βαβέλ», «Αυτόχειρες» ή «Ιφιγένειες».

Μόνο έτσι, όλοι εμείς, όσοι δηλαδή ζούμε στην Ελλάδα –κι ιδιαίτερα όλοι εμείς που φλυαρούμε ακατάσχετα στα facebook και τα twitter– που ξεκατινιάζουμε τον άλφα ή τον βήτα ηγέτη, που κράζουμε τον έναν ή τον άλλον διεθνή παράγοντα, θα δείξουμε ότι έχουμε μούτρα για να κοιτάξουμε στα μάτια τους λαούς, τους πολίτες των κρατών που μας στηρίζουν τούτη τη δύσκολη περίοδο κι ότι είμαστε αλληλέγγυοι μ’ όλους αυτούς που πασχίζουν από κοινού για την υπέρβαση της πανευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, για τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης των λαών, των ιδεών, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Δεν αγαπάμε την πατρίδα μας.


Όλες αυτές οι πολύωρες κουβέντες που κάνουμε, όλα αυτά που ασταμάτητα γράφουμε δεξιά κι αριστερά, όλα αυτά που ζούμε επί χρόνια και με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια για ένα μ’ έχουν κάνει να είμαι σίγουρος, δεν αγαπάμε την πατρίδα μας.

Διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας για ν’ αποδείξουμε τη φιλοπατρία μας, ξεμαλλιάζουμε στα τηλεοπτικά παράθυρα όποιον τολμήσει ν’ αμφισβητήσει τον πατριωτισμό μας, κράζουμε στα blogs όποιον τύχει να θίξει τα πατριωτικά μας αισθήματα.

Όλα στα λόγια, όλα δήθεν, γι’ αυτό φτάσαμε να βολοδέρνουμε στους πέντε ανέμους και να μας πιάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο στόμα της όλη η οικουμένη. Μια πρόφαση είναι το μνημόνιο, μια πρόφαση είναι τα σκληρά μέτρα. Μια μπλόφα που ανεχόμαστε να παίζεται μπροστά στα μάτια μας γιατί δεν έχουμε το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, γιατί δεν έχουμε τη διάθεση να κάνουμε τίποτε, γιατί είμαστε παπάρες του κερατά.

Αν αγαπούσαμε πραγματικά την πατρίδα μας δεν θα είχαμε επιτρέψει, φυσικά, να έχουν φτάσει τα πράγματα ίσαμ’ εδώ. Κάτι θα είχαμε ψιλιαστεί, κάτι θα είχαμε καταλάβει, κάτι θα είχαμε διαβάσει, δεν θα περιμέναμε ν’ ανακαλύψουμε το ΣΥΡΙΖΑ το 2012 για να μας λύσει όλα τα προβλήματα. Τόσα χρόνια πού ήταν όλοι αυτοί οι ένθερμοι και όψιμοι υποστηριχτές του;

Τα προηγούμενα του μνημονίου χρόνια, την εποχή του «επάρατου» δικομματισμού, όλα πήγαιναν καλά; Στις εκλογές του 2009 που το ΠΑΣΟΚ πήρε 43% ήταν καλό και ξαφνικά το 2010 χάλασε; Από το εξωτερικό ήρθαν όλοι αυτοί οι όψιμοι επαναστάτες ή μήπως επί τόσα χρόνια ήταν η Αριστερά στην παρανομία και κρυβόντουσαν;

Υποκριτές είμαστε. Υποκριτές και ψευτόμαγκες. Κουτσαβάκια της κακιάς ώρας. Μόνο τον Πάγκαλο, όταν στις εξάρσεις του μας τα «έχωνε» ξέρουμε να βρίζουμε; Μόνο γιαούρτια στους πολιτικούς καταφέρνουμε να πετάμε; Μόνο μούντζες στη Βουλή μπορούμε να ρίχνουμε; Να ξηλώνουμε πεζοδρόμια, να λεηλατούμε ξένες περιουσίες, να καίμε σημαίες, να πλακωνόμαστε μεταξύ μας; Ως εκεί;

Για τίποτε άλλο δείχνουμε να μην είμαστε άξιοι. Ούτε να συνεννοηθούμε, ούτε να συνεργαστούμε, ούτε να προσπαθήσουμε, ούτε να δημιουργήσουμε.

Τώρα ακούσαμε ότι όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν το μνημόνιο και αγαπήσαμε ξαφνικά την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ –κατά το είδα φως και μπήκα– ο Τσίπρας έγινε το εφήμερο ινδαλμά μας.

Μια είν’ η επιλογή, φίλοι μου, αν δεν αποφασίσουμε όλοι μαζί κι οργανωμένα ότι πρέπει να δουλέψουμε για την πατρίδα μας, ο καθένας στον τομέα του, αν δεν κάνουμε πράξη και δεν διορθώσουμε δηλαδή όλα αυτά που μεταξύ μας συζητάμε, όσοι Τσίπρες κι αν μας κυβερνήσουν, όσα μνημόνια κι αν καταργηθούν, όσα δημοψηφίσματα κι αν γίνουνε, όσα δις κι αν γυρίσουν απ’ έξω, όσοι πολιτικοί κι αν πάνε φυλακή στον ίδιο παρανομαστή θα βρισκόμαστε.

Από τη στιγμή που τα εύκολα δανεικά τελειώσανε πρέπει να το πάρουμε απόφαση, πρέπει να πέσουμε με τα μούτρα στη δουλειά.

Είναι τόση η βαρεμάρα μας, όμως, που κάποιοι ευχαρίστως θα γύριζαν στη δραχμή για να μην χαλάσουν τη βολή τους, λες και μ’ αυτό τον τρόπο τιμωρούν τους ψεύτες πολιτικούς, την Τρόικα, τους Ευρωπαίους που μας δανείζουν και ‘γω δεν ξέρω ποιον.

Ναι, ξέρω. Φταίει ο δικομματισμός που δεν υπάρχουν δουλειές, μας τελείωσαν βλέπεις και τα stages κι οι συμβάσεις έργου.

Ναι, ξέρω. Φταίει η Τρόικα γιατί επέβαλε να μαζεύονται συστηματικά οι φόροι για να έχει το κράτος ρευστότητα.

Ναι, ξέρω. Φταίνε οι τράπεζες που μας πίνουν το αίμα και δεν μπορούμε να πάρουμε καινούργια αυτοκίνητα και διακοποδάνεια.

Ναι, ξέρω. Φταίνε οι λαθρομετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές ξεροσταλιάζοντας στα φανάρια.

Ναι, ξέρω. Όλοι μας φταίνε εκτός από τον κακό μας εαυτό.
Τον κακό μας τον καιρό.

Αντί να συμφωνήσουμε ότι θα υπερασπιστούμε την πατρίδα μας αφιερώνοντας ο καθένας ένα κομμάτι από τον εαυτό του για την ανάπτυξή της, για την προκοπή της, για το μέλλον των παιδιών μας –άσε αυτό πια το πιπιλάμε σαν καραμέλα– οικτίρουμε τον εαυτό μας και έχουμε πέσει σε κατάθλιψη και εθνικό μαρασμό αντί να πιάσουμε δουλειά.

Περηφάνια σου λέει. Τρίχες κατσαρές.
 Περηφάνια και λεβεντιά δεν είναι οι ψευτομαγκιές και τα τσαλίμια μπροστά στα πληκτρολόγια ή τις κάμερες.

Μάγκες είναι οι λαοί που παρά τις ίδιες αντίξοες συνθήκες στην Ευρώπη το παλεύουν, προσπαθούν. Διαμαρτύρονται, βέβαια, και καλά κάνουν, πασχίζουν για τη χώρα τους και για το καλύτερο στην Ευρώπη, δεν γίνονται βούκινο στα παγκόσμια ΜΜΕ με τα καμώματα και το θράσος τους.

Τους πολιτικούς τους αλλάζεις ξεπερνώντας τους, όχι υπερψηφίζοντας Χρυσή Αυγή και Καμμένο.

Ποιος έχει τα κότσια ν’ αλλάξει την πολιτική ατζέντα μιλώντας για τα πραγματικά προβλήματα της Ελλάδας; (Μην τρέξεις ν’ ανοίξεις την τηλεόραση, δεν θα το δεις) Και το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τίποτε άλλο από πρόβλημα παραγωγής. Και για να βγει παραγωγή πρέπει να δουλέψουμε. Όλοι.
Τέρμα η πρέφα και τα καφενεία, τέρμα οι άδειες από τη σημαία, τέρμα τα «εφτά νομά σ’ ένα δωμά» για να σκάψουμε ένα λάκκο της ΕΥΔΑΠ.

Αν αγαπήσουμε τον εαυτό μας πιθανόν τότε ν’ αγαπήσουμε και την πατρίδα μας, ίσως τότε και να τα καταφέρουμε καλύτερα απ’ ότι σήμερα.

Μια ματιά πού και πού στη νεότερη Ιστορία μας δεν βλάπτει, γιατί –βλέπεις– κάποιοι είναι τόσο πολύ πατριώτες, που ξέρουν να τα κάνουν λίμπα μόνο όπου «συνωστίζονται» ανήσυχες ιδέες και δημιουργικά πνεύματα, εκεί δηλαδή που η φωνή της λογικής και του μέτρου υπερισχύει της κραυγής και του θυμού.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Αλέξης: 'Οταν κοιτάς από ψηλά...



Έχουν πέσει όλα τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του(ς), δεν θέλει και πολύ, λοιπόν, για να χαθεί το μέτρο κι η σοβαρότητα. Τα παραδείγματα άπειρα, το ίδιο κι η κατάληξη όλων αυτών των περιπτώσεων της υπερ(προ)βολής και της αμετροέπειας.

Στις μέρες που όλα αποτελούν εν δυνάμει «θεάματα» δεν είναι τυχαίο πόσο εύκολα θυσιάζονται τα «θέματα».

Μιλώντας όμως για τη ζωή αυτού του τόπου, για τους πολίτες του, για τους φόβους και τις αγωνίες τους, για τα πεπραγμένα και τα μελλούμενα, μιλώντας γι’ αυτά τα θέματα δίχως σεβασμό και αίσθημα ευθύνης, αλλά με την ευτέλεια ενός κακόγουστου καθημερινού θεάματος τηλεοπτικών παραθύρων και πηχυαίων πρωτοσέλιδων, προδιαγράφεις με μαθηματική ακρίβεια την πορεία προς το περιθώριο και την απώλεια.

Οποιοσδήποτε δικαιούται να σαγηνευτεί από τη λάμψη των προβολέων, από τη γοητεία του πλήθους, από την έλξη και τη θέλξη που ασκεί η εξουσία.

Οποιοσδήποτε δικαιούται να υποκύψει στο εύκολο ψέμα, στην αυθόρμητη ατάκα, στο άστοχο σχόλιο, στην ακατάσχετη φλυαρία.

Οποιοσδήποτε δικαιούται να θεωρεί ότι έχει όλο το δίκιο με το μέρος του, κατέχει την απόλυτη γνώση, δικαιούται τον καθολικό σεβασμό κι εκτίμηση.

Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εκείνον που γνωρίζει, ότι το πλήθος που τον ακολουθεί και του έδωσε τη δυνατότητα να στραφούν οι προβολείς επάνω του, ενθουσιασμένο από το εύκολο ψέμα του στην αναζήτηση εύκολων λύσεων, έχει επενδύσει σ’ εκείνον ένα μεγάλο μέρος από ελπίδες ψάχνοντας μια  διέξοδο σ’ ένα ξέφωτο ζωής κι αισιοδοξίας.

Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εκείνον που τον ακολουθεί ένα πλήθος απογοητευμένο από χιλιοειπωμένα κούφια λόγια, αηδιασμένο από διαψευσμένες υποσχέσεις, ένα πλήθος απελπισμένο, θυμωμένο και σαστισμένο, που  προσβλέπει σ’ εκείνον που υπόσχεται ότι θα το απαλλάξει από τα δύσκολα και τα άδικα και θα το οδηγήσει σε μιαν σύγχρονη γη της επαγγελίας.

Η πλειοδοσία κι η αμετροέπεια που ακολούθησαν την 6η Μαΐου είναι πέρα κι έξω από όσα μπορεί ν’ αντέξει η κοινή λογική, ξέφυγαν από το πλαίσιο του ενθουσιασμού και της ευθυμίας, ξεπέρασαν τα όρια της πλάνης και τις κόκκινες γραμμές της μυθοπλασίας, έσπασαν τα διεθνή ταμπού και τις άκαμπτες εθιμοτυπίες.

Ματαίως προσπαθεί ο Αντώνης Σαμαράς να στήσει εκ των ενόντων και όπως-όπως ένα αξιοπρεπές αντίπαλο επικοινωνιακό δέος –ένα «εύπεπτο τηλεοπτικό προϊόν» – όσες «μεταγραφές» κι αν κάνει είναι πολύ αργά, είναι προφανές, ότι ο Αλέξης –Τσίπρας μέχρι πρότινος– έχει φύγει μακράν σε όλες τις μετρήσεις τηλεοπτικές τε και δημοσκοπικές. Είναι σταρ.

Ο Αλέξης ζει αυτή την περίοδο το μύθο του. Κοντά σ’ αυτόν κι ένα μεγάλο μέρος συμπολιτών μας.

Η ταύτιση, η προσμονή, η ορμητικότητα κι η αδημονία είναι κατάδηλες. Αν μια λέξη, λοιπόν, ταιριάζει σ’ αυτές τις περιστάσεις είναι ευθύνη. Αν κοντά σ’ αυτήν χωρά και μια δεύτερη είναι περίσκεψη.

Όλα όσα παρακολουθούμε να εξελίσσονται μπροστά και πίσω απ’ τα φώτα της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα καμιάν σχέση δεν έχουν μ’ ότι οι περιστάσεις επιβάλουν κι ο κόσμος έχει ανάγκη. Καμιάν σχέση δεν έχουν με την υπευθυνότητα του αρχηγού και την περίσκεψη του ηγέτη.

Κάποιοι επιπόλαια, χαιρέκακα ή εκ του πονηρού υποστηρίζουν: «άσ’ τον να φάει τα μούτρα του», όμως για όλους τους –και για όλους μας– το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο και δεν θα ‘ναι άλλο από την επικράτηση και κυριαρχία μετά τις εκλογές ενός συμβατικού πολιτικού συστήματος, που απαλλαγμένο από επικίνδυνες φωνές αμφισβήτησης κι αναζήτησης, θα σέρνει τον λαό σε όλο συντηρητικότερες κι αυταρχικότερες επιλογές και κατευθύνσεις.

Το σύγχρονο «παιδί θαύμα», το σύγχρονο «παιδί του λαού», από ‘κει πάνω που ίπταται, έχει ακόμα λίγο χρόνο στη διάθεσή του για να σκεφτεί αν πραγματικά θέλει να συμβάλει στο μέτρο των δυνατοτήτων του για ν’ αλλάξει προς το καλύτερο αυτός ο τόπος ή αν θα παραμείνει σ’ αυτήν τη φιλάρεσκα αλαζονική πτήση του αψηφώντας για το πόσο οδυνηρή θα είναι στην περίπτωση αυτή η –πιθανόν όχι μοναχική– πτώση του (στην πραγματικότητα;).

Φωτο: Sergio Occhiuzzo

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Κάλπες 2012: 'Αμα δεις τα παιδιά.



Δύο χιλιάδες δώδεκα πλην δεκαοχτώ ίσον 1994.

1994: 'Eναν χρόνο αφότου η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά γκρέμισε την κυβέρνηση του Κώστα Μητσοτάκη, τότε που το ΠΑΣΟΚ ήρθε πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές με ποσοστό 37,6%, τότε που γεννήθηκαν και τα παιδιά, οι «πρωτάρηδες» χτεσινοί ψηφοφόροι.

Τα παιδιά πολλών από εκείνους που απόλαυσαν αμέριμνα την ευμάρεια και τα αγαθά της δικομματικής διακυβέρνησης. Εκείνων που χαλάρωσαν σε υπέροχες εκδρομές για μπάνιο τις φορές –και δεν ήταν λίγες– που διεξάγονταν εκλογές. Που πλησίαζαν τα κόμματα και τους πολιτικούς μόνο αν χρειάζονταν κανέναν διορισμό ή κανένα άλλο ρουσφέτι και που θυμώντουσαν πως υπάρχει κράτος μόνον όταν καμιά θεομηνία πλημμύριζε το σπίτι τους.

Τα παιδιά πολλών από εκείνους που γνώρισαν τον αυταρχισμό και την καταπίεση μόνο μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και τα ντοκιμαντέρ. Που υποκατέστησαν το μεροκάματο με την επιδότηση ή το δάνειο, όπως πανεύκολα υποκατέστησαν και τη μια δραχμή με το ένα ευρώ. Που αγάπησαν την Αθήνα μόλις την εγκατέλειψαν αγοράζοντας –πάλι με δανεικά– διαμέρισμα στα προάστια. Που ενοχλούνταν από τους «ξένους» μόνο αν δεν τους καθάριζαν καλά το σπίτι ή αν ζητούσαν κάτι παραπάνω για κανένα μερεμέτι.

Τα παιδιά πολλών από εκείνους που τα πηγαινόφερναν στα αγγλικά και τα μπαλέτα αμέσως μετά το σχόλασμα από το ιδιωτικό σχολείο. Που αποθέωσαν τον Ρεχάγκελ στο Παναθηναϊκό στάδιο και ξεσάλωσαν πότε στην Ομόνοια για τον ΠΑΟ και πότε με τον Ολυμπιακό των τροπαίων στο Πασαλιμάνι. Που «έλιωσαν» καναπέδες απέναντι στην τηλεόραση χαζεύοντας ενώπιος ενωπίω με τον –καθ’ όλα συμπαθή– Γιάννη Πάριο ή την –αείμνηστη– Αλίκη Βουγιουκλάκη.

   Τα παιδιά πολλών από εκείνους χτες τιμώρησαν το κατεστημένο, ξέσπασαν τον θυμό και την οργή τους, αποδοκίμασαν εκείνο που οι γονείς τους απολάμβαναν, αποδέχονταν ή ανέχονταν αμέριμνοι τα χρόνια πριν το μνημόνιο. Πιθανόν –το πιθανότερο– με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκαν κι οι γονείς.

Το σήμερα –αποφαίνονται οι περισσότεροι– δεν έχει καμιά σχέση με το μέχρι χτες. Το αύριο όμως δεν οικοδομείται πάνω σε αφορισμούς και κατάρες, μόνο με θυμό κι αγανάκτηση, ούτε με απειλές και φόβο. Το αύριο απαιτεί σχέδιο, τόλμη κι αποφασιστικότητα. Απαιτεί ανθρώπους με γνώση, κέφι και μεράκι. Καθαρή ματιά απαιτεί, καθαρό μυαλό και σύνεση. Ομαδικότητα και πνεύμα συνεργασίας. Το αύριο –που είναι ήδη από σήμερα εδώ– απαιτεί λύσεις.

Μόλις διαλυθεί ο πολύς κουρνιαχτός και φύγει το πρώτο ξάφνιασμα –ευχάριστο ή δυσάρεστο– κάποιοι θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις και τότε θα μετρηθεί πόσο κοστίζει ο θυμός κι η αγανάκτηση και πόσο αξίζει η κατανόηση κι η συνεργασία, πόσο αποτιμάται το σύνθημα κι η ατάκα και πόσο εκτιμάται η ευθύνη κι η συναίσθηση. Τότε θα δούμε τελικά ποιοι λογαριασμοί θα κλείσουν ή ποιοι νέοι θ’ ανοίξουν.

Μπορεί μέχρι σήμερα τα γιαούρτια να ήταν η εύκολη λύση, να ήταν βελουτέ, αλλά από ‘δω και πέρα έρχονται τα δύσκολα, ότι είναι άσπρο δεν θα είναι πλέον γιαούρτι, αλλά μάρμαρο κι όχι απ’ αυτά που με το καντάρι ξηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια απ’ την πλατεία Συντάγματος, αλλά από ‘κείνο το πανάκριβο, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα κλιθούμε να το πληρώσουμε όλοι μας.