Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Μετά την "έντιμη συμφωνία".


Πού θα «κάτσει» άραγε ο ΦΠΑ; Θα μπει «πράσινος φόρος» στα παλιά αυτοκίνητα; Θα πληρώσουν τα χρέη τους οι «ολιγάρχες»; Θα μειωθούν οι επικουρικές; Θα πληρωθούν μισθοί και συντάξεις;

Ανάμεσα σ’ αυτά τα ερωτήματα κινείται μονότονα η επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες. Λίγο καιρό πριν κάποια ανάλογα ερωτήματα μας βασάνιζαν. Έτσι κινείται μονότονα η καθημερινότητα και κυλά εξοργιστικά απελπιστικά η ζωή για τους πολλούς τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια των δανειακών συμβάσεων και των μηχανισμών στήριξης. Πάλλεται ανάμεσα σε μειώσεις και περικοπές, σε δόσεις και τοκοχρεολύσια, σε ματαιώσεις κι ανατροπές, σε αγωνίες και διλήμματα.

Για το μόνο που δεν γίνεται λόγος και συζήτηση, ούτε κιχ δεν ακούγεται, είναι για το μέλλον. Αυτό «το μέλλον» που το αποθεώναμε επί σειρά ετών και το φανταζόμασταν λαμπερό και ευοίωνο, ανέφελο και πλουσιοπάροχο. Αυτό «το μέλλον» που στεκόμαστε τώρα πάνω στα κονιορτοποιημένα συντρίμμια του και μαλλιοτραβιόμαστε, βριζόμαστε, καταριόμαστε και διαπληκτιζόμαστε οι μεν με τους δε, τρώμε τις σάρκες μας ολημερίς μεταξύ μας, αλλά τσιμουδιά δεν βγάζουμε για το πώς μπορούμε να του ξαναδώσουμε σάρκα και οστά, πώς θα πάρει και πάλι υπόσταση και πνοή, πώς θα το ξαναστήσουμε δημιουργικό κι ελπιδοφόρο πάνω σε γερές βάσεις.

Μερόνυχτα συζητούν αρμόδιοι και μη για συμφωνίες και μέτρα, για χρέη και φόρους. Καταναλώνουν άπειρες ώρες για συζητήσεις του τίποτα, για κουβέντες και λόγια του αέρα. Εκφοβίζουν και παραπλανούν, καθυστερούν και χρονοτριβούν αναλισκόμενοι σε αναζητήσεις εγχώριων κι αλλοδαπών εχθρών, ύπουλων συμφερόντων και υποχθόνιων συνωμοσιών. Χάνουν και χάνονται στους δαιδαλώδεις υπολογισμούς της κομματικής ιδιοτέλειας δίχως καμιά αναφορά στο μέλλον και στο ξεπέρασμα της κρίσης. Καταναλώνουν επικοινωνιακά το σήμερα και υποθηκεύουν μέρα τη μέρα την προοπτική της ανάκαμψης και της αποκατάστασης των συνεπειών της κρίσης. Σκιαμαχούν σ’ έναν ιδιότυπο εμφύλιο διακινδυνεύοντας την Ευρωπαϊκή προοπτική  της χώρας, ρισκάροντας το ίδιο της το μέλλον.

Αν κάτι έχει λείψει όλα αυτά τα χρόνια της κατάρρευσης και της μελαγχολίας είναι η αδυναμία να διατυπωθεί ένα χειροπιαστό, συγκροτημένο κι υλοποιήσιμο σχέδιο για το μέλλον αυτού του τόπου. Λες και μετά την εφαρμογή των περιοριστικών πολιτικών και των μνημονίων εξαφανίστηκαν οι απόψεις και στέρεψαν οι ιδέες. Σκόρπιες γνώμες βλέπουν πού και πού το φως της δημοσιότητας, σχόλια διατυπώνονται κι εξαγγελίες παροχών βαφτίζονται προγράμματα, αλλά επί της ουσίας καμιά συζήτηση σοβαρή δεν γίνεται για το τι θα γίνει με το μέλλον της χώρας, πώς σκοπεύουν οι πολιτικοί μας ταγοί να εξασφαλίζουν την προοπτική του λαού και ν’ αναπτύξουν τις, ούτως ή άλλως υπαρκτές, δυνατότητες και δυνάμεις της κοινωνίας μας.

Θα μου πεις, εύστοχα σχολιάζοντας, ότι εδώ καλά – καλά δεν ξέρουμε τις μας ξημερώνει με το νόμισμα και την τύχη της χώρας κι εσύ θες σχέδια και προγράμματα ανάπτυξης; Σωστά. Αλλά η παραγωγική διάρθρωση της χώρας, η υποδομές της, ο πλούτος της, οι κοινωνικές της υπηρεσίες, η παιδεία κι ένα σωρό άλλα από τα θέματα της πολιτικής και της διακυβέρνησης είναι άμεσα συναρτημένα με την αδυναμία που παρατηρείται να υπάρξει μια οργανωμένη και σταθερή πορεία για την έξοδο από τον φαύλο κύκλο της οικονομικής κρίσης. Τα φορτώσαμε όλα στη «λάθος συνταγή», στο «τοξικό μίγμα». Στους «τοκογλύφους» και στους ξένους και τελειώσαμε. Τελειώσαμε;

Όχι.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά ανοίξαμε κι εξακολουθούμε να βασανιζόμαστε και να σερνόμαστε στα αδιέξοδα των περικοπών, της φορολόγησης, των χρεών και των τόκων, της στάσης πληρωμών και των κινημάτων «δεν πληρώνω». Μ’ αυτά υποθηκεύσαμε την αξιοπιστία της χώρας, τη μεταξύ μας εμπιστοσύνη, το μέλλον της χώρας, το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας. Τώρα πάμε για μια από τα ίδια. Τέσσερις μήνες το παλεύουμε για μιαν «έντιμη συμφωνία». Όση εντιμότητα κι αν διαθέτει όμως, το μόνο σίγουρο είναι ότι και πάλι θα την πληρώσουν –όσο αντέχουν ακόμα– τα γνωστά και διαχρονικά υποζύγια των υποχρεώσεων του κράτους, οι έντιμοι κι ειλικρινείς φορολογούμενοι, εκείνοι που δεν μπλέκουν τον πατριωτισμό με την κομματική τους ταυτότητα, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα ως πολίτες. Ε, και; Τελειώσαμε;

Όχι, ασφαλώς, όχι.

Για να τελειώσουμε –και να τελειώνουμε– απαιτείται «κατάπαυση του πυρός», να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης και να ξεκινήσουν οι διεργασίες για μιαν ευρύτατη πολιτική συνεννόηση και συνεργασία με βάση την εκπόνηση ενός μακρόπνοου σχεδίου αναδιάρθρωσης του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Αυτού του μοντέλου που πρώτοι εμείς –όπως έχει ειπωθεί εκατοντάδες φορές– έπρεπε να έχουμε έγκαιρα επεξεργαστεί. Χρειάζεται επειγόντως, και παράλληλα με την υλοποίηση της συμφωνίας, να εφαρμοστούν εκείνες οι πολιτικές, που θα διευκολύνουν την απεξάρτηση της χώρας από τον ασφυκτικό κρατικό γραφειοκρατικό εναγκαλισμό –βλέπε στραγγαλισμό– και την απελευθέρωση του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας από αγκυλώσεις, εξαρτήσεις κι ιδεοληψίες δεκαετιών.

Είναι εκ των ων ουκ άνευ να ξαναβρούμε τα λογικά μας, μήπως και κατορθώσουμε σχετικά σύντομα να ξαναβρούμε και τον εαυτό μας. Θα είναι κέρδος χρόνου, πολύτιμου χρόνου απ’ αυτόν που επιπόλαια ξοδέψαμε κι εξακολουθούμε απερίσκεπτα ακόμα και τώρα να σκορπάμε, οι διεργασίες αυτές να ξεκινήσουν ταυτόχρονα, μέσα κι έξω απ’ τη Βουλή, με τη νέα συμφωνία. Η περιβόητη και πολυπόθητη νέα συμφωνία καμιάν αξία και νόημα δεν θα έχει αν δεν συνδυαστεί και με την απόφαση να ξαναφτιάξουμε τη χώρα που ζούμε. Γιατί η χώρα δεν θα ξαναβρεί τους κανονικούς της ρυθμούς, ούτε η εμπιστοσύνη κι η αισιοδοξία θα επιστρέψουν, όσες συμφωνίες κι αν γίνουν με τους ξένους.

Την ελπίδα στην Ελλάδα και την ανάπτυξή της, μόνο μια συμφωνία μπορεί να τη φέρει, να την επιβάλει και να τη στεριώσει κι αυτή δεν είναι άλλη απ’ τη συμφωνία και τη συνεννόηση πρώτ’ απ’ όλα των ντόπιων.

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Παιδεία εν έτει 2015.


Καμιά διάθεση ή –πολύ περισσότερο– πρόθεση έχω να υποβαθμίσω την ομολογουμένως επιτυχημένη ανοιχτή συγκέντρωση της επιτροπής πρωτοβουλίας «Παιδεία 2015», με κεντρικό σύνθημα το λογοπαίγνιο «όχι μπαλτά στην παιδεία», που πραγματοποιήθηκε χτες στο Μαρούσι σαν αντίδραση στην επιχειρούμενη από την κυβέρνηση οπισθοδρόμηση της παιδείας με τo νομοσχέδιo του υπουργείου Παιδείας, που η συζήτησή του αρχίζει απόψε στη Βουλή.

«Άπαντες παρόντες», θα μπορούσε να είναι ένας δημοσιογραφικός τίτλος για να καταδειχτεί το πλήθος των συμμετασχόντων από τον εκπαιδευτικό χώρο, αλλά για να τονιστεί ιδιαίτερα η παρουσία σχεδόν όλων από τους διατελέσαντες τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια υπουργούς στον ευαίσθητο και νευραλγικό αυτόν τομέα. Και δεν ήταν μόνο αυτοί, αφού σημαντικός ήταν κι ο αριθμός των βουλευτών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έκαναν αισθητή την παρουσία τους.

Ακούστηκαν πολλά εξόχως ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά για τις επιπτώσεις που θα προκαλέσουν οι εισαγόμενες από την κυβέρνηση ρυθμίσεις στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τις συνέπειες που θα ανακύψουν και την υποβάθμιση που θα επέλθει στα ΑΕΙ με την κατάργηση του «νόμου Διαμαντοπούλου». Μάλιστα, όπου γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο νομοθέτημα η αντίδραση από το ακροατήριο ήταν εξόχως θερμή [δεν διέκρινα, δυστυχώς, αν μεταξύ των χειροκροτητών σ’ αυτές τις αποστροφές ήταν κι ο παρευρισκόμενος κύριος Αρβανιτόπουλος]. Διατυπώθηκαν και συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για το παρόν και το μέλλον του εκπαιδευτικού συστήματος και το ρόλο των εκπαιδευτικών. Όλα κύλησαν καλά.

Το πόσο «καλά» κυλούν τα εκπαιδευτικά μας θέματα επί σειρά ετών δεν χρειάζεται νομίζω να το επισημάνω εγώ. Η παιδεία κάθε τρεις και λίγο πρωταγωνιστεί –αρνητικά κατά κανόνα– στην επικαιρότητα και οι οικογένειες που έχουν παιδιά σε κάποια από τις εκπαιδευτικές βαθμίδες βιώνουν «από πρώτο χέρι» τα προβλήματα και τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, το ίδιο κι οι διδάσκοντες όλων των βαθμίδων κι όλων των χώρων.

Αυτή η δυσάρεστη –έως θλιβερή– κατάσταση, έδωσε κατά καιρούς ευκαιρίες για συζητήσεις και αναζητήσεις –αλλά και σκληρές αντιπαραθέσεις, βεβαίως– για συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16, για τις καταλήψεις, για την κατάργηση του ασύλου, για τα δωρεάν σχολικά βιβλία, για τα συγγράμματα κ.ο.κ. Φτάσαμε στο 2015 με τον τρόπο αυτό κι ακόμα αναζητάμε τρόπους για να επιλέγονται οι διευθυντές των σχολικών μονάδων, για την αξιολόγηση, για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ, για χίλια δυο πράγματα.

Να το γράψω όπως το αισθάνθηκα στη χτεσινή εκδήλωση. Έχουμε χάσει από χέρι. Και δεν εννοώ εμάς, που σαράντα χρόνια διαχειριστήκαμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα της παιδείας –και όχι μόνο, βεβαίως-βεβαίως. Είναι χαμένα τα παιδιά κι οι γενιές που ακολουθούν και θα είναι χαμένα όσο εμείς κι όλοι όσοι ασχολούνται με τα της παιδείας και του εκπαιδευτικού συστήματος δεν βάλουν στην άκρη τις κομματικές και παραταξιακές τους ταμπέλες, καρέκλες και βολές κι ασχοληθούν ουσιαστικά για τα πραγματικά προβλήματά της.

Αν δεν μπει πρωτίστως, με ειλικρίνεια και διάθεση, η παιδεία στο επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και να πάνε στην πάντα τα συμφέροντα και τα νταλαβέρια, είτε δασκάλων και καθηγητάδων με τα κομματικά γραφεία, είτε πανεπιστημιακών με τις κυβερνητικές καριέρες και τις επαγγελματικές ανελίξεις, ούτε το μέλλον της παιδείας πρόκειται να ξεκαθαρίσει, ούτε το μέλλον των παιδιών μας βρίσκεται εντός των συνόρων της χώρας. Αν, με δυο λόγια, η εκπαιδευτική βιομηχανία της χώρας δεν αφοσιωθεί στο έργο της και δεν αναπροσανατολιστεί στο σκοπό της, στην παραγωγή δηλαδή εκπαιδευμένων πολιτών και κατηρτησμένων επιστημόνων, θα διαιωνίζονται οι συνελεύσεις κι οι πρωτοβουλίες σε πλατείες και στάδια, αλλά λύση στο προαιώνιο πρόβλημα της διασύνδεσης π.χ. της πανεπιστημιακής έρευνας με τις επιχειρήσεις δεν πρόκειται να υπάρξει.

Ο ανώνυμος εκπαιδευτικός κι εγώ μαζί ως πολίτης ήμασταν εκεί χτες, ήμασταν για ν’ ακούσουμε και να δούμε κατά πού μπορούν να τραβήξουν οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας. Ν’ αφουγκραστούμε και να καταλάβουμε, να ενημερωθούμε, ν’ αντιδράσουμε. Ούτε για το θεαθήναι πήγαμε, ούτε για δημόσιες σχέσεις.

Δεν υπονοώ μ’ αυτό, ότι όλοι αυτοί οι επώνυμοι που παραβρέθηκαν θα ήταν καλύτερα να είχαν κάτσει στα σπίτια τους, αλλά θα επιθυμούσα, προτού ξαναβγούν στην αντίσταση για το καλό της παιδείας και της χώρας, να επιχειρούσαν μια βαθιά και ειλικρινή αυτοκριτική για την κατάσταση που επικρατεί στην παιδεία σήμερα. Να συλλογιστούν, πού θα μπορούσαμε να είμαστε ως χώρα και ως κοινωνία, αν, όταν έπρεπε, συμφωνούσαν κι αποφάσιζαν κυβερνώντες κι εκπαιδευτικοί λειτουργοί, πολιτικοί και πανεπιστημιακοί, «να πέσει μπαλτάς» στις χρόνιες στρεβλώσεις και τις παθογένειες της παιδείας και το μαχαίρι στο εκπαιδευτικό σύστημα της μεταπολίτευσης «να φτάσει στο κόκαλο».

Νομίζω όμως, ότι τότε, τότε που οι συνθήκες ήταν περισσότερο ώριμες κι οι καιροί ιδιαίτερα πρόσφοροι, απασχολούσαν περισσότερο τους αρμόδιους άλλοι «μπαλτάδες» κι άλλα «κόκαλα». Είναι εύκολο ν’ αντιπαλέψουν τώρα τους σκελετούς; Το εγγύς μέλλον θα δείξει.

[Όπως και να ‘χει, απόψε το βράδυ στο Σύνταγμα, θα κρατώ, κύριε Βερέμη, στο χέρι μια μαργαρίτα].

Photo: Γιώργος Πατούλης blog

Παρασκευή 8 Μαΐου 2015

Κόκκινες γραμμές και μεταξωτές κορδέλες.


Αν στη θέση των κόκκινων γραμμών βάζαμε λίγα χρόνια πριν λίγο περισσότερο φιλότιμο, αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια και τόλμη, ίσως σήμερα δεν θα χρειάζονταν η επιστράτευση περίπλοκων επικοινωνιακών τρικ κι η αποθέωση της προπαγάνδας για να  διαχειριστούμε την πραγματικότητα.

Από κόκκινη γραμμή σε κόκκινη γραμμή δεν έμεινε ούτε φύλλο συκής για την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα και την ανιδιοτέλεια του πολιτικού συστήματος. Από συμφωνία σε συμφωνία εξανεμίστηκαν κι εξαϋλώθηκαν όλες οι σταθερές κι όλα τα δεδομένα του. Δεν έμεινε ίχνος εμπιστοσύνης και σαρώθηκε σαν χάρτινος πύργος όλο το μεταπολιτευτικό μεγαλείο της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε με θλίψη κι απογοήτευση για τους πολλούς, αλλά και με οργή και αγανάκτηση για πολλούς άλλους, το πόσο ρηχά κι επισφαλή ήταν τα επιτεύγματα του «πολιτικού πολιτισμού» μας. Έφερε στο φως όλες τις σκοτεινές κι απόκρυφες κοινωνικές αντιλήψεις κι ιδεοληψίες, όλες τις κουκουλωμένες και καλά κρυμμένες πίσω απ’ τη βιτρίνα της ευμάρειας φοβίες, ανασφάλειες κι αγκυλώσεις. Ξεγύμνωσε τη χώρα και την κοινωνία από το εύθραυστο Ευρωπαϊκού στυλ κουκούλι της και την παρέδωσε άβουλη κι ανέτοιμη στη χλεύη και τη λοιδορία του κάθε πρωτοσέλιδου και του κάθε γελοιογράφου των ΜΜΕ του πλανήτη.

Αντί να μαζεύουμε κάθε τόσο τις κόκκινες γραμμές μας βαθαίνοντας τις μεταξύ μας αποστάσεις και διαφωνίες, θα ήταν χρησιμότερο να μαζεύαμε στα γρήγορα όλα τα δυσάρεστα συναισθήματα και τις αρνητικές μας αντιδράσεις και να δημιουργούσαμε πρώτα και κύρια μια συμφωνία και μια συνθήκη που θ’ αφορούσε εμάς και τη χώρα. Ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, που σκοπό θα είχε όμως ν’ ανατρέψει σταδιακά κατεστημένες αντιλήψεις, δομές και λειτουργίες και να δημιουργήσει εξ αρχής και βήμα το βήμα ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό και αξιόπιστο κράτος.

Καλά. Ωραίες ιδέες κι ενδιαφέρουσες απόψεις, θα πεις, αλλά τις έχουν πει και τις έχουν γράψει τόσοι πολλοί αυτά τα χρόνια, που έχουν χάσει πια τη δυναμική και τη φρεσκάδα τους. Δεν υπάρχει όμως τίποτε πιο αναγκαίο και πιο ριζοσπαστικό. Πέντε χρόνια που το μόνο πραγματικό πλεόνασμα της χώρας βγαίνει μόνο στα μεγάλα λόγια κι η μόνη παραγωγή της είναι σε ποικιλώνυμες κόκκινες γραμμές, διαμόρφωσαν μια ορατή πλέον κοινωνική δυναμική για την εκ βάθρων ανατροπή των κατεστημένων και την αφετηρία μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής μεταπολίτευσης.

Δεν έχει σημασία, λοιπόν, να μπούμε για μιαν ακόμα φορά στη στείρα, όπως αποδεικνύεται από τις περιστάσεις, αντιπαράθεση για το ποια είναι τα ενδεδειγμένα ή τα πιο σκληρά μέτρα. Δεν έχει νόημα να ξιφουλκούμε σε λίγες μέρες και πάλι μεταξύ μας για το ποιες περικοπές ήταν πιο δίκαιες ή κοινωνικά ανάλγητες. Το να βαφτίσουμε το κρέας ψάρι για άλλη μια φορά, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μας φέρει σε λίγο καιρό μπροστά στα ίδια διλήμματα, μπροστά στα ίδια αδιέξοδα. Το έκαναν οι ΠΑΣΟΚοι, το επεχείρησαν οι ΝεοΔημοκράτες, το πασχίζουν οι ΣΥΡΙΖαίοι μαζί με τους ΑΝΕΛ. Ε, και; Πόσοι ακόμα μένει να καούνε στο καμίνι της κοινωνικής αντίδρασης και της λαϊκής κατακραυγής; Θ’ αφήσουμε έτσι ξεδιάντροπα τις εξελίξεις να κυλήσουν προς τη χυδαιότητα της χρυσής αυγής;

Όχι συμφωνία δίχως σχέδιο, λοιπόν, όχι συμφωνία δίχως πλατιά, την πλατύτερη δυνατή πολιτική συμμαχία, για την επεξεργασία και δρομολόγηση συγκεκριμένων πολιτικών για το κράτος και την κοινωνία. Συμφωνία και αποδοχή με πολιτικούς όρους κι όχι στηριγμένη στα «τυχαία» ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Δεν έχει σημασία αν θα βαφτιστούν, αλλαγές, μεταρρυθμίσεις ή σχέδια σωτηρίας, οι λέξεις ήρθε η ώρα να ξαναμπούν στις διαστάσεις τους κι η πολιτική στη ζωή μας. Η πολιτική, αυτή που δίνει με τις προτάσεις και τις παρεμβάσεις της λύσεις στα ανθρώπινα και κινητοποιεί τις κοινωνίες να προχωρήσουν, ν’ ανέβουν, να προοδεύσουν με ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη.

Λύσεις που στέκουν όρθιες κι αντέχουν στις απαιτήσεις και τις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος ζητά η πλειοψηφία των πολιτών κι όχι κόκκινες γραμμές και φύκια για μεταξωτές κορδέλες, που εξαφανίζονται μόλις κλείσει η τηλεόραση ή σαρώνονται μέχρι να εκταμιευτεί η επόμενη δόση.

Photo: Global art junkie