Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΤΑΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Πρόεδρος και κομματικό συμφέρον.


Επιτέλους! Με τα καμώματα κομμάτων και βουλευτών ο θεσμός του προέδρου απόχτησε το ενδιαφέρον και τη δημοσιότητα που θα του ταίριαζαν. Ευτυχώς που υπάρχει αυτή η ένταση κι αυτός ο πρωτοφανής θόρυβος μεταξύ των αντιπροσώπων του λαού στη Βουλή, ώστε, όχι μόνο η εγχώρια, αλλά ακόμα κι η παγκόσμια κοινή γνώμη να εκδηλώσει το ζωηρό της ενδιαφέρον για τον κορυφαίο θεσμό του κράτος, την εκλογή του Έλληνα προέδρου, αλλά και για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.

Ευτυχώς γιατί ο θεσμός είκοσι τόσα χρόνια, δυο φορές Στεφανόπουλος και δυο Παπούλιας μας είχε ξενερώσει. Από την εποχή της «ψήφου Αλευρά» –αν δεν με απατά η μνήμη μου– είχαμε να ζήσουμε τόση ένταση και τόσο έντονη κομματική αντιπαράθεση. Μάλιστα, στις μέρες μας, με τόσους πολλούς «ανεξάρτητους» βουλευτές η εκλογή έχει προσλάβει κι έναν υστερικό τρόπον τινά χαρακτήρα για το πώς και το αν θα ψηφίσουν τον προτεινόμενο υποψήφιο. Καθημερινά, ενόψει των ψηφοφοριών, ειδικά δε της τρίτης –και φαρμακερής– διατυπώνονται απίστευτες κι απίθανες δηλώσεις, που σε πολλές περιπτώσεις γελοιοποιούν κι αυτούς που τις εκφράζουν, αλλά και τον ίδιο το θεσμό.

Οι μέχρι σήμερα εξελίξεις, αποτελούν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να διαπιστωθεί, για μια ακόμα φορά, το πόσο ρηχοί είναι οι θεσμοί στη χώρα μας. Πόσο υποβαθμισμένος και θεσμικά ανίσχυρος είναι ο κορυφαίος θεσμός του κράτους, που καθιερώθηκε μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, στο Σύνταγμα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, αποτελεί ευκαιρία για να διαπιστωθεί και πάλι, για μια ακόμη φορά επίσης, πόσο ανώριμα και καιροσκοπικά λειτουργούν και συμπεριφέρονται τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, ο έτερος εκ των κορυφαίων θεσμών της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας.

Το κλίμα ακραίας πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ που τεχνηέντως δημιουργείται κι η οξύτατη αντιπαράθεση που εξελίσσεται με φόντο την οικονομική κρίση, δηλητηριάζει ακόμα περισσότερο για ακόμα μια φορά τα τελευταία χρόνια την πολιτική ατμόσφαιρα, απογοητεύει κι αποθαρρύνει τους πολίτες, ενώ ταυτόχρονα, ενδυναμώνει την ύπουλη κι ακραία επιχειρηματολογία για τις αδυναμίες και τ’ αδιέξοδα του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ο διάχυτος φόβος που ενσπείρεται στην κοινωνία, επιτείνει τα ούτως ή άλλως υφιστάμενα προβλήματα σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο κι εμπεδώνει ένα κλίμα ματαιότητας κι απαισιοδοξίας για το μέλλον και τις προοπτικές της χώρας. Η κορύφωση της δραματοποιημένης αφήγησης –για να χρησιμοποιήσουμε και μια προσφιλή λέξη του αντιπροέδρου της κυβέρνησης– για τις καταστροφικές συνέπειες στο ενδεχόμενο της μη εκλογής και της προσφυγής στις κάλπες, αγγίζει τόσο ακραίες μορφές, που, στην περίπτωση τελικώς των εκλογών, είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αντανακλαστικά στο εκλογικό σώμα.

Όπως και να ‘χει, ανεξάρτητα από το αν θα παραμείνει και στις τρεις ψηφοφορίες υποψήφιος ο Σταύρος Δήμας –«χλωμή» κι υποτονική κομματική επιλογή– αλλά και παρά τις μέχρι την τρίτη καθοριστική ψηφοφορία ατάκες και δηλώσεις που θ’ ακουστούν, πρόεδρος απ’ αυτή τη Βουλή εκτιμώ ότι θα εκλεγεί. Αδυνατώ να φανταστώ τον τρόπο ή τη μεθόδευση που θ’ ακολουθηθεί –τα σενάρια ανατρέπονται κι αλλάζουν ανά ώρα– αλλά το γεγονός και μόνο, ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της προεδρικής εκλογής αναμένουν στις Βρυξέλλες για υπογραφή οι νέες συμφωνίες με τους όρους συνέχισης της χρηματοδότησης –και ασφαλώς της επιτήρησης των οικονομικών του κράτους– δημιουργούν την πεποίθηση, ότι περισσότερο διευκολύνει όλους η μη προσφυγή τούτη τη χρονική στιγμή στις κάλπες.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη, ότι το κυβερνητικό σχήμα που θα κληθεί να επωμιστεί το επώδυνο αυτό έργο, θα έχει την ίδια μορφή με τη σημερινή συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ. Ίσως εκείνη η κυβέρνηση να μην είναι «ειδικού σκοπού», αλλά οι περιστάσεις που θα χειριστεί ασφαλώς και θα είναι, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Παράλληλα, οι κυοφορούμενες εξελίξεις σ’ όλο το φάσμα του κομματικού συστήματος, με ιδιαίτερη ένταση μάλιστα στο ρευστό κεντρώο χώρο μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, πιέζουν για την παράταση του βίου αυτής της Βουλής, ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος για να διαμορφωθεί κι αποσαφηνιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές –που αυτές σίγουρα θα είναι πρόωρες– το κομματικό τοπίο.

Προς δόξαν των θεσμών, λοιπόν –που διατηρούνται διαχρονικά ρηχοί– η χώρα θ’ αποκτήσει όπως - όπως πρόεδρο, ενώ και το κομματικό τοπίο θ’ αναδιαταχθεί άρον - άρον εκ των ενόντων, επιβεβαιώνοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι στην Ελλάδα ο ισχυρότερος –και μακροβιότερος– «θεσμός» παραμένει το κομματικό συμφέρον. Αυτό συντηρεί, αυτό κατευθύνει, αυτό συναρπάζει, αυτό καθορίζει τη συμφωνία ή τη διαφωνία. Αυτό, γιατί διαχρονικά ταυτίζεται απόλυτα με το γενικό ή το δημόσιο.

Η ενδυνάμωση των θεσμών μπορεί να περιμένει μέχρι την επόμενη αναθεώρηση. Τελεία.

Photo: ANATROPHONLINE.GR

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Μια γυναίκα μπορεί.


Θέλω γυναίκα. Το πιο βολικό και εύκολο, βέβαια, θα ήταν να ρίξω κι εγώ ένα – δυο ονόματα στη συζήτηση, έτσι κι αλλιώς και δεν κοστίζει τίποτα και η προεδρολογία έχει ξεκινήσει ήδη. Ναι, περί του νέου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας πρόκειται, που λες και λύσαμε όλα τ' άλλα τρέχοντα και φλέγοντα θέματά μας, σπεύδουμε τώρα ένα εξάμηνο σχεδόν πριν τις συνταγματικά προβλεπόμενες προθεσμίες, να προτείνουμε και να εκφράζουμε απόψεις για τον έναν και για τον άλλον.
Οι πρώτες αψιμαχίες άρχισαν από μέρες με αφορμή ονόματα που γράφτηκαν ή ακούστηκαν, αλλά και σχετικά με τις απόψεις που δημοσιοποιήθηκαν για το προφίλ, τις ικανότητες ή την πολιτική προέλευση του κατάλληλου υποψήφιου. Εγώ, λοιπόν, δίχως να έχω κάποιο πρόσωπο στο μυαλό μου -γι' αυτό ορκίζομαι και στο όνομα του Θεού και στο όνομα του λαού- προτιμώ ο επόμενος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας να είναι γυναίκα.
Σέβομαι τις απόψεις που διατυπώθηκαν, σέβομαι και τιμώ τον Πρόεδρο, σέβομαι τους προκατόχους του, έφτασε η ώρα όμως νομίζω να προσεγγίσουμε τον θεσμό με μιαν άλλη οπτική, μ' ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, κάτω από άλλο πολιτικό πρίσμα. Κατά τη γνώμη μου κι επειδή στις μέρες μας πολλές ευκαιρίες, πολιτικές ευκαιρίες, «καίγονται» και καταναλώνονται σ' ένα ανούσιο, ανεύθυνο κι επικίνδυνο παιχνίδι επικοινωνίας και από την πλευρά της κυβέρνησης κι από τη μεριά της αντιπολίτευσης, η εκλογή του Προέδρου προσφέρει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε στην προκειμένη περίπτωση η πολιτική να εκτοπίσει την παραπολιτική, τις παραφυάδες και τα φερέφωνά της.
Μια γυναίκα που θα κληθεί να υπηρετήσει τη χώρα από το ύπατο πολιτειακό αξίωμα μπορεί να συμβολίσει κατ' αρχήν την πολιτική και κοινωνική ενότητα και συνεννόηση. Μπορεί να συμβολίσει την ισότητα, την ανεκτικότητα, το μέτρο. Μπορεί να συμβολίσει την εμπιστοσύνη στο νέο, τη βεβαιότητα για το παρόν και τη σιγουριά για το μέλλον. Μια γυναίκα Πρόεδρος στην παρούσα συγκυρία μπορεί να σηματοδοτήσει την υπομονή, την επιμονή, την αλληλεγγύη, την ελπίδα. Μπορεί να σημάνει τη συνδιαλλαγή και τη διαλλακτικότητα, τη σύνεση και τη σύνθεση, την ομορφιά και το φως. Μπορεί να εμπνεύσει σε κοινές ιδέες, να ενώσει σε κοινούς στόχους, να κινητοποιήσει σε κοινές προσπάθειες.
Θα πεις -και με το δίκιο σου- «Καλά, μόνο μια γυναίκα μπορεί να πετύχει τα παραπάνω, που ενδεχομένως είναι και τόσο κοινότυπα;» Όχι! Ασφαλώς, όχι! Μια γυναίκα όμως νομίζω θα μπορέσει με την παρουσία της απ' αυτή τη θέση στα δημόσια πράγματα του τόπου να εκπέμψει, πέρα από ένα σαφές μήνυμα για τη διάθεση αλλαγής νοοτροπίας του πολιτικού κατεστημένου και της χώρας, και τη διάθεση υπέρβασης αντιλήψεων, αγκυλώσεων, στερεότυπων. «Θα σπάσει αυγά», θα σου έλεγα, αν ο όρος αυτός μπορεί να δώσει μια ιδέα της σκέψης μου.
Μια γυναίκα, με δυναμισμό, με άποψη, με γνώση του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι σε Ελλάδα κι εξωτερικό, με πολιτική συγκρότηση και ιδεολογικό προσανατολισμό, με εσωτερική ομορφιά κι εξωτερική λάμψη -όχι λαμπερή κατ' ανάγκη, με προσόντα όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε στη χώρα μας (γλώσσες, πτυχία και τα τοιαύτα), αλλά προπαντός με γνώσεις επαγγελματικές και ικανότητες επικοινωνίας. Μια γυναίκα πρώτη πολίτης της χώρας για να φωτίσει τη μουντή πολιτική καθημερινότητα και να ταρακουνήσει το ανδροκρατούμενο πολιτικό κατεστημένο. Μια γυναίκα στον αντίποδα των γηραιών συνταξιούχων πολιτικών προκατόχων της. Μια γυναίκα για το Προεδρικό Μέγαρο και για όλες τις δουλειές της χώρας.
«Καλά, τι μας λες;» θα ειρωνευτεί ίσως κάποιος άλλος, «αφού ο Πρόεδρος είναι τύποις, κουμάντο κάνει ο Πρωθυπουργός». Δεν είναι το στενά θεωρούμενο κουμάντο το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι η ευκαιρία της υπέρβασης. Ζητούμενο είναι να προωθηθεί μια αλλαγή στη μέχρι σήμερα πεπατημένη της Προεδρικής εκλογής. Ζητούμενο είναι να δείξουν εκείνοι που ενδιαφέρονται -αν υπάρχουν φυσικά- ότι ο σεβασμός στους θεσμούς έχει πρωτεύουσα σημασία για τη λειτουργία του πολιτεύματος, ότι η συγκυρία προσφέρεται για να πραγματοποιηθεί μια θεαματική στροφή στα ως τώρα πολιτικά δρώμενα με γνώμονα την ανανέωση και την προοπτική και κριτήριο την κοινωνική συνοχή, την καταδίκη των όποιων διακρίσεων και την εμπέδωση της ελπίδας.
«Και η πορεία της χώρας;» θ' αναρωτιέσαι -είμαι βέβαιος. Κι αν μεν ανήκεις στην πλευρά του κυβερνητικού σχήματος, στο μυαλό σου έχεις το ρίσκο των βουλευτικών εκλογών σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής της υποψήφιας από την παρούσα Βουλή. Αν όμως ανήκεις στους αντιπολιτευόμενους και δη στον ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΑΝΕΛ, η αγωνία σου θα είναι μην τυχόν και δεν πέσει η κυβέρνηση σε περίπτωση εκλογής της υποψηφίας από την παρούσα Βουλή. Η απάντησή μου είναι απλή, έως βλακείας ίσως απλή:
Στην περίπτωση μιας υποψηφιότητας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, που θα υπερβαίνει ουσιαστικά τις ως τώρα πολιτικές συνήθειες και συμπεριφορές, αν δεν ευοδωθεί για προφανείς λόγους από την παρούσα Βουλή, θα ολοκληρωθεί μ' επιτυχία από την επόμενη, εφόσον πιστεύω ακράδαντα, ότι σ' αυτή την περίπτωση εκείνος που θα τολμήσει να διατυπώσει την πρόταση για γυναίκα υποψήφια Πρόεδρο, θα επιβραβευθεί και μάλιστα γενναιόδωρα από τη λαϊκή ετυμηγορία.

Οι Έλληνες δεν ξεχνάνε μόνο γρήγορα, είναι και έξυπνοι αλλά κι αγαπησιάρηδες. Εκτός αυτού, στα δύσκολα όλοι θα θέλουμε τη μάνα συμπαραστάτη στο πλευρό μας!

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Η ΑΕΚ και ο "μύθος" της μονιμότητας.


Αν για τους μύθους δεν διαθέτουμε συνήθως ακριβείς πληροφορίες ως προς την προέλευση και τις καταβολές τους, στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα έχουν δημιουργηθεί «μύθοι», που και τις καταβολές τους γνωρίζουμε και τις σκοπιμότητές τους. Είναι μύθοι με… «ονομασία προελεύσεως».

Η ΑΕΚ αποτελούσε, μαζί με τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ, τον ένα από τους τρεις πυλώνες του πάλαι ποτέ αχτύπητου ΠΟΚ, των ομάδων που ένας «μύθος» ήθελε να μην πέφτουν ποτέ σε κατώτερη κατηγορία. Ομάδα με βαριά κληρονομιά κι ιστορία φορτισμένη με μνήμες από τις αλησμόνητες πατρίδες και την προσφυγιά της Πόλης. Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων από την άλλη αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα ο «μύθος» για την ισόβια κι άρρηκτη μετά τον διορισμό σχέση υπαλλήλου και κράτους.

Στην πορεία του χρόνου κι οι δυο μύθοι γνώρισαν περιόδους εξαιρετικής αίγλης. Πορείες παράλληλες που παρακολουθούσαν και συντονίζονταν με το ρυθμό ανάπτυξης κι εξέλιξης του κράτους και της κοινωνίας. Η μεν ΑΕΚ κι ο κιτρινόμαυρος «δικέφαλος» φτερούγισαν στο πάνθεον του αθλητισμού γράφοντας ξεχωριστές σελίδες δόξας ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο και πιο παλιά στο μπάσκετ, η δε μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αναδείχτηκε διαχρονικό προνόμιο κι «εισιτήριο διαρκείας» για όσους το αποχτούσαν και διασφάλιζαν μια θέση κάτω από τον ανέσπερο ήλιο της δημοσιοϋπαλληλίας.

Ένα από τα παρεπόμενα της οικονομικής κρίσης είναι ότι συνέτεινε –και, μάλιστα, με δραματικό σε πολλές περιπτώσεις τρόπο– στο να καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι στερεότυπα και «μύθοι», που εκόντες- άκοντες είχαμε σχηματίσει κι είχαμε αποδεχτεί με το πέρασμα του χρόνου. Παραδοχές και δεδομένα, που –τεχνηέντως και σκόπιμα τις περισσότερες φορές– περνούσαν από γενιά σε γενιά κι από εποχή σε εποχή, κι είχαν ενθυλακωθεί στο εθνικό μας υποσυνείδητο δημιουργώντας έτσι μια διαχρονική αλληλουχία στρεβλώσεων και παρεξηγήσεων ως προς τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, κράτους κι εκκλησίας κ.ο.κ.

Ο υποβιβασμός της ΠΑΕ ΑΕΚ στη Β’ Εθνική συνέπεσε χρονικά –κατά ένα διαβολικό παιχνίδι της μοίρας θα έλεγε κάποιος– με το διαφαινόμενο τέλος της μονιμότητας στο δημόσιο. Ένα «στάνταρ» αθλητικό ταμπού απ’ τη μια κι ένα ακατανίκητο θεσμικό προπύργιο απ’ την άλλη, καταρρίφθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ανατροπές θεαματικές και πρωτόγνωρες, όχι όμως κι αναπάντεχες έτσι όπως οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων διαμόρφωναν. Για τους ψύχραιμους, για όσους διέθεταν την υπομονή και τη διάθεση να κοιτάζουν πέρα απ’ την επιφάνεια των φαινομένων και πίσω απ’ τα καπνογόνα της επικαιρότητας, οι εξελίξεις και για τον έναν και για τον άλλο «μύθο» ήταν από καιρό προδιαγεγραμμένες.

Τα συλλογικά αθλήματα με πρώτο και καλύτερο το ποδόσφαιρο, διακρίνονταν για τις χρόνιες αδυναμίες τους, οι οποίες από την καθιέρωση του «επαγγελματισμού» παγιοποιηθήκαν και χρόνο με το χρόνο γιγαντώθηκαν δημιουργώντας ένα μπλεγμένο κουβάρι οικονομικών συμφερόντων, πολιτικών σκοπιμοτήτων και κοινωνικών επιδιώξεων. Παράγοντες και ιθύνοντες στις διοικήσεις των σωματείων και των αθλητικών οργάνων, βουλευτές και πολιτευτές στις θεσμοθετημένες για τον αθλητισμό θέσεις της πολιτείας, οργανώσεις κι από κοντά σύνδεσμοι «φιλάθλων» κι οπαδών –κάτω από τις μπαγκέτες των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και των επιχορηγήσεων του ΟΠΑΠ– σέρναν επί δεκαετίες έναν ασυντόνιστο και παράταιρο για την απήχηση και τη δημοφιλία του αθλήματος χορό, που σημαδεύονταν από αναξιοπιστία, αδιαφάνεια και βία.

Χρεοκοπημένες εταιρείες –ο Θεός να τις κάνει– απολάμβαναν με τις ευλογίες κυβερνήσεων και κοινοβουλίων χαριστικές νομοθετικές ρυθμίσεις για οικονομικά και φορολογικά προνόμια ασύλληπτα για οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία. Ταυτόχρονα ασύλληπτοι ξεγλιστρούσαν κι οι «μέγιστοι» και «τιτάνες» παράγοντες των αθλητικών πρωτοσέλιδων, παρά την πληθώρα των παραβάσεων και παρανομιών που κατά καιρούς έρχονταν στο φως. Όλα αυτά, βέβαια, κάτω από τις αδιάκοπες και ρυθμικές ζητωκραυγές ή απειλές –ανά περίπτωση– οπαδών, που τους επιτράπηκε να μετατρέψουν τα γήπεδα σε χώρους αυστηρά ακατάλληλους –ή και άκρως επικίνδυνους– για ανήλικους και γυναικόπαιδα. Κάτω απ’ τη μύτη μας και μπροστά στις κάμερες ξετυλίγεται χρόνια τώρα κάθε Σαββατοκύριακο και αγώνα με τον αγώνα αυτό το κουβάρι, όχι για να λυθεί και να ξεμπερδέψει, αλλά για να περιπλακεί και να μπερδευτεί ακόμα περισσότερο. 

Κάτω απ’ τη μύτη μας και μπροστά στα μάτια μας Σαββατοκύριακο με Σαββατοκύριακο απαξιώθηκε, ευτελίστηκε και τελικά κατέρρευσε η ΠΑΕ ΑΕΚ. Η περίπτωσή της αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα μακροχρόνιας, άγριας και στυγνής εκμετάλλευσης, ολοκληρωτικής και οριστικής εγκατάλειψης. Η ΠΑΕ «βιάστηκε» κι εγκαταλείφτηκε στην τύχη της, οι όποιες προσπάθειες ανάταξης, ανάνηψης, ανάστασης δεν καρποφόρησαν, γιατί οι «βιαστές» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κρατούσαν και το ρόλο του ρυθμιστή των εξελίξεων. Όσοι επεχείρησαν να βοηθήσουν διαπνεόμενοι –ή εμπνευσμένοι– από τα φίλαθλα για τον σύλλογο κίνητρά τους, είτε τράπηκαν άρον-άρον σε άτακτη φυγή, είτε κατάλαβαν ότι ματαιοπονούν και αποσύρθηκαν εγκαίρως. Δεν είναι τυχαίο, ότι δίπλα στην ΑΕΚ δεν βρίσκεται κανένας από τους ζωντανούς της θρύλους, κανένας από τους επώνυμους που την υποστηρίζουν, κανένας από τους φιλάθλους που πλημμύριζαν οικογενειακώς τη Νέα Φιλαδέλφεια.

Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών την κρατική παραδοχή ή το συνώνυμο της θεσμοθετημένης και νομιμοποιημένης ατιμωρησίας, τεμπελιάς, ρεμούλας, ευνοιοκρατίας. Ο θεσμός αυτός, που εισήχθη με το Σύνταγμα του 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε να υπάρχει εγγυημένη προστασία των δημοσίων υπαλλήλων απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία και στις άδικες και αθρόες απολύσεις με τις εναλλαγές των κυβερνήσεων στην εξουσία, κατέληξε σε «άσυλο» αναποτελεσματικότητας, αδιαφάνειας και παρανομίας.

Ο τρόπος που έκτοτε εφαρμόστηκε κι εξελίχθηκε ο θεσμός, ευνόησε στο να δημιουργηθούν κραυγαλέες παρανοήσεις και να οικοδομηθεί ένας μύθος κάθε άλλο παρά κολακευτικός, όχι μόνο για την ποιότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, αλλά προπαντός για το ανθρώπινο δυναμικό της. Η εξέλιξη και γιγάντωση του πελατειακού συστήματος μέσω της επί δεκαετίες αδιαφάνειας στις προσλήψεις, την έλλειψη επαρκούς κι αξιόπιστης αξιολόγησης, την ευνοιοκρατία στην υπηρεσιακή ανέλιξη και τις προαγωγές, αλλά κι η απρόσκοπτη μισθολογική εξέλιξη σε άρρηκτη σύνδεση με την ες αεί διατήρηση της θέσης, αποτέλεσαν συμπληρωματικές εκφάνσεις από τις δαιδαλώδεις κι επικαλυπτόμενες πτυχές της οργάνωσης και στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού που ακολουθήθηκε πιστά κι απαρέγκλιτα επί δεκαετίες.

Ο διορισμός στο δημόσιο –ανομολόγητα μεν ουσιαστικά δε– σηματοδοτούσε αυτομάτως την ισόβια τακτοποίηση. Μια θέση σε δημόσια υπηρεσία εξασφάλιζε στον κάτοχό της τα προς το ζειν «βρέξει χιονίσει». Το ζητούμενο ήταν «να μπεις», από ‘κει και πέρα ό,τι κι αν έκανες, όσο κι αν δούλευες, όποτε κι αν δούλευες, δεν σε έλεγχε και δεν μπορούσε να σε «πειράξει» κανένας, αλλά κι αν κάποιος επιχειρούσε να σε «κουνήσει» υπήρχαν οι μηχανισμοί «προστασίας», είτε γνωριμίες, είτε κόμμα, είτε σωματείο λέγονταν αυτοί. Αυτοί καθάριζαν και για τις κοπάνες, και για τα πειθαρχικά και για τις μετακινήσεις και για όλα.

Αποσιωπήθηκε έτσι με το πέρασμα του χρόνου και ξεχάστηκε ο πραγματικός λόγος για τη θέσπιση της μονιμότητας, ο ρόλος του θεσμού αλλοιώθηκε και παραχαράχτηκε στο κοινωνικό υποσυνείδητο. Όσο μάλιστα στην αγορά εργασίας οξύνονταν, γίνονταν πιο ανελαστικές κι απάνθρωπες κι η ανεργία ως τάξη μεγέθους άρχιζε να προβληματίζει, τόσο η αντίθεση κι αντιπαλότητα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα φούντωνε. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν «να καταργηθεί η μονιμότητα». Αντί να διεκδικούν το αυτονόητο, δηλαδή να εφαρμοστεί η νομιμότητα και τα προβλεπόμενα σε κάθε περίπτωση από το Σύνταγμα και τους νόμους, «χτυπούσαν το σαμάρι κι όχι το γάιδαρο». Οι πολίτες αναζητούσαν μέσω της κατάργησης της μονιμότητας τη λύτρωση από τις βασανιστικές διαδικασίες των δημοσίων υπηρεσιών ή την άρση της αδικίας που αισθάνονταν ότι υφίστανται ή τη θεραπεία όλων των παθολογιών της κρατικής μας οργάνωσης.

Ο «μύθος» λειτουργούσε αποτελεσματικά, αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Ποτέ η μονιμότητα δεν εμπόδισε ούτε οι κοπανατζήδες να ελεγχθούν, ούτε οι επίορκοι να τιμωρηθούν, ούτε οι αναποτελεσματικοί να επισημανθούν. Η νομοθεσία κάλυπτε επαρκώς και πλήρως όλες τις περιπτώσεις, αλλά η επίκληση της μονιμότητας ήταν το παραπλανητικό προπέτασμα καπνού για τη συντήρηση του μύθου και μαζί του πελατειακού συστήματος μ’ όλα του τα παρελκόμενα.

Οι «μύθοι» καταρρέουν, η ΠΑΕ ΑΕΚ –όχι η Αθλητική Ένωση Κωσταντινουπόλεως– οδεύει προς τη Β’ Εθνική κι μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων οδεύει προς μερική άρση, όπου κριθεί αναγκαίο. Οι στιγμές είναι κρίσιμες και για την ποδοσφαιρική ομάδα της ΑΕΚ και για τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι εξελίξεις που θ’ ακολουθήσουν κι οι αποφάσεις που θα παρθούν, διακρίνονται για την ιστορικότητά τους, γι’ αυτό θα πρέπει και στη μια και στην άλλη περίπτωση ν’ αντανακλούν το περί δικαίου αίσθημα, αλλά κυρίως να διαφυλάξουν και ως κόρη οφθαλμού και να εφαρμόσουν απαρεγκλίτως τη νομιμότητα.

«Μύθοι», όπως τους παραπάνω, αν δεν ξανασταθούν στα πόδια τους δεν θα είναι κακό, η ζωή θα βρει με το χρόνο τα βήματα και την περπατησιά της, ολέθριο όμως θα είναι, αν, αυτή την ώρα δειλιάσουμε, αν για χάρη του κόστους των «μύθων», παραβλέψουμε το σοβαρό ενδεχόμενο να μην κατορθώσει να ξανασταθεί στα πόδια της ούτε η κοινωνία, ούτε η δημόσια διοίκηση.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το τέλος του κόσμου ή της νομιμότητας;


Μην πεις: «…Και τι έγινε;»

Η σημερινή απόφαση του Eurogroup για την αποδέσμευση 49,1 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα ως το Μάρτιο του 2013, είναι καθοριστικής σημασίας για την παραπέρα πορεία της χώρας και μπορεί να συμβάλει καταλυτικά στο «στήσιμο» ενός πραγματικά νέου κράτους. Ας μην την υποτιμήσουμε, αλλά κι ας μην επιτρέψουμε να σπαταληθεί. Οι προϋποθέσεις πολλές, τα ζητούμενα πολύπλοκα και σύνθετα. Η αλληλεγγύη των Ευρωπαίων δεν είναι λευκή επιταγή, ούτε πολύ περισσότερο Χριστουγεννιάτικος μπουναμάς.

Μέχρι σήμερα όλα τελούσαν υπό την αίρεση και την αβεβαιότητα της δόσης, από σήμερα και μετά όλα πρέπει να τρέξουν με μια και μόνο βεβαιότητα, ότι μπορούμε να πετύχουμε. Αν τον αντικειμενικό αντίπαλο, το χρόνο, δεν μπορούμε να τον νικήσουμε, να γυρίσουμε δηλαδή πίσω και να διορθώσουμε τα λάθη μας, τον άλλο μεγάλο μας αντίπαλο, τον κακό εαυτό μας, πρέπει ακαριαία να υποβάλουμε σε ευθανασία και να βαδίσουμε γρήγορα μπροστά. Για να γίνει συμβεί αυτό δεν θα πρέπει να έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά το οριστικό τέλος ενός κράτους, όπως το ξέραμε κι όπως το κακοποιούσαμε και το κακομεταχειριζόμασταν.

Σε μια εποχή γεμάτη αβεβαιότητες κι ανασφάλειες, σε μια συγκυρία που οι κοινωνικές σταθερές έχουν ανατραπεί κι οι κανόνες μεταβάλλονται καθημερινά στα ταμπλό των χρηματιστηρίων, ο σχεδιασμός και το στήσιμο της μεταρρύθμισης του κράτους πάνω σε ευκαιριακά μπαλώματα κι επινοήσεις της στιγμής, μοιάζουν με απόπειρες να κάνεις λίφτινγκ και πλαστικές σ’ ένα ξεχειλωμένο ημιθανές κουφάρι.

Δεν υπάρχει.

Το κράτος που οι Έλληνες θα θέλαμε, δεν υπάρχει. Μπορεί να υπήρξε μιαν εποχή, κάποτε. Δεν μας έκανε όμως, ούτε και τότε. Εκείνο το κράτος, με τις ιδιαιτερότητες, τις στρεβλώσεις, τις ανισότητες και τις αδικίες, αυτό που μας βόλευε στο Δημόσιο και μας έδινε χαριστικές συντάξεις, που μας ηλεκτροδοτούσε το αυθαίρετο και δεν μας ρωτούσε πώς ζούσαμε πλουσιοπάροχα με το επίδομα ανεργίας, εκείνο το κράτος έσκασε σαν φούσκα μόλις η οικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης.

Πρώτο και καλύτερο.

Τα κράτη που λειτουργούν δεν χρειάζονται «μνημόνιο» για να βάλουν σε μια στοιχειώδη σειρά βασικές τους αρμοδιότητες. Μπορεί να χρειάζεται, με την κρίση και υπό την πίεση των αγορών, να συμμαζέψουν τα δημοσιονομικά τους, τα χρέη τους, αλλά δεν χρειάζεται να επινοήσουν τα αυτονόητα. Τη λειτουργία αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, την ύπαρξη ελεύθερου ανταγωνισμού, την ανεμπόδιστη λειτουργία των πανεπιστημίων, την ανταποδοτικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την ύπαρξη μηχανισμού πρόνοιας κι αλληλεγγύης για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες κι όσους έχουν ανάγκη τα σύγχρονα κράτη τα έχουν λύσει από χρόνια.

Τα μνημόνια είναι παραμύθια.

Μνημόνια συνεργασίας εφαρμόζονται και σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης. Μόνο στη χώρα μας το «μνημόνιο» έγινε όχημα διχασμού και ιστορία συνωμοσίας για να παραμυθιάζονται οι νοσταλγοί του κράτους της διαλυμένης παραγωγικής βάσης, των κοινοτικών επιδοτήσεων και «πακέτων» στήριξης, των παραγόντων και των εκπροσώπων ανύπαρκτων οργανώσεων, του προαστατευτισμού και της αναποτελεσματικότητας, της διαπλοκής και της αδιαφάνειας. Ναι, όλα αυτά που τάχαμου έκπληκτοι ανακαλύπτουμε σήμερα. Όλες αυτές τις «ειδήσεις» για «λίστες» και πακτωλούς εκατομμυρίων που περνούσαν, αλλά δεν στέκονταν, μέχρι να καταλήξουν σε τραπεζικές θυρίδες του εξωτερικού ή θαμμένα σε κήπους και αγροτεμάχια του εσωτερικού.

Τη νέα νομιμότητα πρέπει να ιδρύσουμε. Τη νέα τάξη πραγμάτων, που θα επιδιώκει τ’ αποτελέσματα κι όχι τις εντυπώσεις. Αυτά τα ζητούμενα δεν υπηρετούνται, ούτε επιτυγχάνονται με διατάξεις της μορφής: «Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.718/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Ε.5. της παραγράφου Ε του ν.4093/2012, οι λέξεις “της Ευρωπαϊκής Ένωσης” αντικαθίστανται με τις λέξεις “του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου”», που μέχρι χτες ακόμα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.

Το μελάνι στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τους εφαρμοστικούς νόμους είναι νωπό, οι εγκύκλιοι του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) διαδοχικές κι αλλεπάλληλες, επιχειρούν να κατευθύνουν μιαν προσπάθεια αναδιοργάνωσης και δημοσιονομικής εξυγίανσης που φαντάζει μέχρι σήμερα από ασυντόνιστη έως ατελέσφορη.

Μια κόκκινη γραμμή με το χτες, με την πρακτική της ατέρμονης «ρυθμισολαγνείας» πρέπει να σημάνει πλέον η εκταμίευση αυτής της δόσης. Όλο το πλέγμα των ρυθμίσεων που αφορούν την ανάπτυξη της χώρας από την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης μέχρι τους όρους δόμησης στην π.χ. Πετρομαγούλα, πρέπει να καταργηθούν. Τέλος. Όλα από την αρχή.

Μόνο μηδενίζοντας το κοντέρ της νομοθετικής μας υπεραπαραγωγής, μπορεί να εμφανιστεί σ’ εύλογο χρόνο στη χώρα μας η πραγματική παραγωγή. Από μηδενική βάση όλα, στο πλαίσιο του Συντάγματος, αλλά με το βλέμμα στο μέλλον μας, στο μέλλον των παιδιών μας, των άνεργων και των νέων. Με πραγματική διάθεση να γυρίσει σελίδα ο τόπος και να πιάσουν πραγματικά τόπο οι θυσίες της πλειοψηφίας του λαού.

Αν επιμείνουμε, τάχα υπό το κράτος της πίεσης και του επείγοντος, σε επιμέρους τροποποιήσεις του κουρελιασμένου και διάτρητου από τις αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις ισχύοντος συστήματος νομιμότητας και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, κλείνουμε πονηρά το μάτι σε συντεχνίες κι οργανωμένα συμφέροντα, ανακυκλώνοντας και διαιωνίζοντας το κράτος της αναποτελεσματικότητας και της ρεμούλας.

Έτσι, εκ του ασφαλούς, διακινδυνεύσουμε, να βρεθούμε σύντομα και πάλι στην ανάγκη να εκλιπαρούμε τους Ευρωπαίους για μια επόμενη δόση, κλαψουρίζοντας, ότι απ’ την εκταμίευσή της, εξαρτάται –εκ νέου– για τη χώρα το τέλος του κόσμου.

Τότε, ούτε ο ίδιος ο ‘Ολυ Ρεν δεν πρόκειται να μας πιστέψει.

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Αναθεώρηση Συντάγματος, αναθεώρηση ζωής.



Όλα τ’ αντανακλαστικά κι οι ευαισθησίες μιας γενιάς που «καρφίτσωσε» στο πέτο –τιμή της και καμάρι της– τη μεταπολίτευση, ανακαλούνται και δοκιμάζονται το ένα μετά το άλλο από τα δημοσιεύματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Βία, καταστολή, λογοκρισία. Μέχρι το ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος αναφέρθηκε στην πρόσφατη ειδησεογραφία.

Οι πενηντάρηδες, οι άνθρωποι που ευτύχισαν να ζήσουν τα ομορφότερα τριάντα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα στην πατρίδα μας, βλέπουν καθημερινά ν’ αποκαθηλώνονται και να γκρεμίζονται αξίες και παραδοχές, σταθερές και σύμβολα, που χτίστηκαν μέρα με τη μέρα, πορεία με την πορεία και νόμο με το νόμο. Όσες κόκκινες γραμμές κι αν μπαίνουν τώρα, σε μια προσπάθεια να περισωθούν έστω τα προσχήματα, δεν επαρκούν για να ανακόψουν τη φόρα των γεγονότων και το ξετύλιγμα της Ιστορίας.

Μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής κρίσης, δυο χρόνια τώρα, εκείνο που διαπιστώνεται είναι μια εξαντλητική αναφορά στα αίτια και τις αφορμές. Όλο το βάρος πέφτει στην αναζήτηση ευθυνών και πρωταιτίων. Υπό την πίεση της ανατροπής των δεδομένων και της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της ζωής ολόκληρης, εύκολα εξάπτεται το θυμικό και κατασκευάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Όταν όλα γκρεμίζονται γύρω, το ξέσπασμα είναι βίαιο, αλλά συνάμα και λυτρωτικό, η οργή όμως είναι κακός σύμβουλος κι ο θυμός τυφλός οδηγός.

Αν αυτή η καθαρτήρια διαδικασία, μπορέσει να ξεσπάσει σε μιαν έκρηξη δημιουργικότητας και σημάνει την εκκίνηση της εξίσου σημαντικής διαδικασίας ανάταξης κι ανασύνταξης με γνώμονα το συμφέρον του τόπου και πυξίδα τη λογική, τότε πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες και λύσεις διεξόδου πρόσφορες να εξευρεθούν και η δοκιμαζόμενη κοινωνική συνοχή να διατηρηθεί. Για όσους επηρεάζουν την κοινή γνώμη αυτό είναι ένα στοίχημα τιμής, για όσους έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης είναι ένα χρέος ζωής.

Το κράτος που ψάχνουμε, που ονειρευόμαστε, που επιθυμούμε, το κράτος μετά την κρίση, δεν θα προκύψει ούτε αυτόματα, ούτε ακούραστα, ούτε –πολύ περισσότερο– απροσδόκητα. Θ’ αποτελέσει προϊόν συγκρούσεων, αλλά κι αποτέλεσμα της συλλογικής μας βούλησης ν’ αλλάξουμε, να μεταβούμε σ’ ένα διαφορετικό πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας χωρίς αποκλεισμούς και διαχωριστικές κόκκινες γραμμές. Θα ενσωματώνει τις αντιθέσεις μας, αλλά και θα πραγματώνει τη συλλογική μας απόφαση να βαδίσουμε ενωμένοι μπροστά, διατηρώντας ταυτόχρονα χωρίς προκαταλήψεις κι αγκυλώσεις χαρακτηριστικά και ήθη που τιμούν το λαό κι αναδεικνύουν την ιστορική του συνέχεια.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι πανάκια, αλλά είναι η βάση για να προσδιορίζει την πορεία της στο χρόνο κάθε συντεταγμένη πολιτεία. Οι συνέπειες της αναθεώρησης του 1975,  αλλά και του 1985, έχουν αποτυπωθεί ιστορικά. Τις επιπτώσεις της επιπόλαιας, επικοινωνιακής κι επιδερμικής αναθεώρησης του 2001 τις βιώνουμε στις μέρες μας. Σήμερα, νομίζουμε ότι αρχή και τέλος για την εθνική μας κυριαρχία είναι οι όροι του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, παραβλέποντας ότι κατά το σύνταγμα ο λαός είναι η βάση του πολιτεύματος κι απ’ αυτόν πηγάζουν όλες οι εξουσίες.

Ο λαός που δεν οχλοκρατείται και δεν αφιονίζεται για να στήσει μόνο κρεμάλες, ικριώματα, λαϊκά δικαστήρια κι έκτακτα στρατοδικεία, αλλά συνέρχεται και προτείνει, συναθροίζεται και διεκδικεί, συμμετέχει, ψηφίζει, εκλέγει και ελέγχει. Αυτόν τον οργανωμένο δημοκρατικά λαό θ’ αφορά η αναθεώρηση του συντάγματος κι αυτού του λαού την κρατική οργάνωση θα ρυθμίζει.

Αυτή μπορεί να είναι κι η ύστατη απόπειρα της γενιάς που «καρφίτσωσε» στο πέτο τη μεταπολίτευση, για ν’ αποκαταστήσει την ιστορική συνέχεια και να οριοθετήσει με θεσμικό τρόπο το οριστικό –επιτέλους– τέλος της. Για να σταματήσουν οι Κασσάνδρες και τα λόμπι να οργανώνουν την ατζέντα της επικαιρότητας και να έρθει στο επίκεντρο η πολιτική, εκτοπίζοντας τις διαρροές, τις φήμες, το κουτσομπολιό και την παραπολιτική.

Ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως θεσμικά προβλέπεται, διττός μπορεί να είναι ο στόχος, πρώτα για ν’ ανοίξει διάπλατα κι ισότιμα τις πύλες της συμμετοχής και του διαλόγου σ’ όποιους θέλουν να συμβάλλουν στην αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος κι έπειτα για να παραδώσει στους νέους και τους νεότερους τη σκυτάλη και τον πρώτο λόγο να χαράξουν τον πολιτειακό χάρτη για το νέο κράτος, τα νέα κοινωνικά δικαιώματα, τις νέες εθνικές επιδιώξεις. 

Αυτή η συζήτηση μπορεί να δώσει την αναγκαία ώθηση να ξεκολλήσει η χώρα από το τέλμα, το σκοτάδι και το αδιέξοδο. Αυτή η αναζήτηση θ’ αναλάβει και θα συμβάλει στο ν’ αναδειχθούν διαλεκτικά τα αιτήματα, οι τάσεις, τα οράματα, τα κόμματα, οι ηγέτες. Άλλως τα φαντάσματα κι οι εφιάλτες του παρελθόντος θα εξακολουθήσουν να νεκρανασταίνονται κατά περίπτωση και να τρομοκρατούν αδιακρίτως, δηλητηριάζοντας κι εξουθενώνοντας την κοινωνία μας και συντηρώντας, ταυτόχρονα, το φυλλορρόημα και τον εκφυλισμό της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας (έστω κι αν κάποιοι συνήθως υποστηρίζουν, ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»…)

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ: 'Ομηροι παγίων και διαρκών αναγκών των κυβερνώντων

Η υπενθύμιση του 1476 του 1984, ίσως χαρακτηριστεί επικίνδυνη οπισθοδρόμηση, ενώ η επίκληση του 2190 του 1994, πιθανόν να θεωρηθεί άσκοπος αναχρονισμός. Η αναφορά, τέλος, του πιο πρόσφατου άρθρου 103§6, του 2001, ενδέχεται να θεωρηθεί ανούσια παρελθοντολογία.

Οι νόμοι –σε αυτούς παραπέμπουν οι αριθμοί πριν τις χρονολογίες– αποτελούν σε βάθος χρόνου τις δύο σοβαρότερες κυβερνητικές απόπειρες, ν’ αντιμετωπιστεί ριζικά το χρόνιο πρόβλημα των πάλαι ποτέ «εκτάκτων» και μετέπειτα «συμβασιούχων» του Δημοσίου. Η δε ρητή συνταγματική διάταξη (103§6), που απαγορεύει τη μονιμοποίηση με νόμο προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή τη μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου, διατηρεί πλέον την ισχύ της –στο «αυστηρό» μας Σύνταγμα– μάλλον σαν απολίθωμα, παρά ως κατευθυντήριος άξονας μοιάζει.

Το πρόβλημα των συμβασιούχων ακολουθεί τα παρακμιακά βήματα του πολιτικού συστήματος. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Άρις Καζάκος: «Το θέμα των συμβασιούχων είναι πρόβλημα κοινωνικό και πολιτικό. Τα κόμματα, εκμεταλλευόμενα την ανάγκη των ανθρώπων για εργασία, αξιοποιούν την εξουσία προκειμένου να δημιουργήσουν δεσμούς πατρωνίας και πελατειακές σχέσεις με όσους θέλουν να εξασφαλίσουν το εργασιακό τους μέλλον».

Πέρα από τις αντιδράσεις που μπορεί να προκάλεσαν στην κοινή γνώμη οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των συμβασιούχων στην Ακρόπολη, το πρόβλημα είναι οξύ και δεν αφορά μόνον τους ίδιους, αλλά όλους μας, κράτος και κοινωνία. Μάλιστα, η πρόσφατη γνωμοδότηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ οφείλουν να συμμορφώνονται προς τις προσωρινές διαταγές των δικαστηρίων για τους συμβασιούχους, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί επιπόλαια, ότι αποτελεί άλλο ένα επεισόδιο σ’ αυτό το επώδυνο και μακροχρόνιο σήριαλ, αλλά ως θρυαλλίδα, ικανή να τινάξει στον αέρα όλα όσα επιδιώκονται, τόσο στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, όσο και στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του κράτους.

Με την εφαρμογή της γνωμοδότησης αυτής από τα δικαστήρια, οι εκατοντάδες χιλιάδες συμβασιούχοι, της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και όσοι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν στο παρελθόν δημιουργήσει, σε συνδυασμό με τις επίσης εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούμενους των προγραμμάτων stages, οι οποίοι κατέκλυσαν –κυριολεκτικά– δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς, δήμους κι άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα –κατ’ εξοχήν επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας–, που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, έχουν πλέον τη βάσιμη προσδοκία, ότι σύντομα θ’ αποτελέσουν υπαλλήλους αορίστου χρόνου στο ελληνικό δημόσιο.

Η επίκληση της «κάλυψης πάγιων και διαρκών αναγκών» και το στοιχείο του «βιοπορισμού», αποτελούν τους βασικούς πυλώνες, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται κατά κανόνα οι αθρόες αγωγές που έχουν κατατεθεί. Μια αιτιολογία, που έστω κι αν δεν είναι σε κάθε περίπτωση επαρκής ή αποδεδειγμένη, επαρκεί για να αποδειχθεί όμως μια ακόμη πολιτική συμπεριφορά, που ακολουθήθηκε διαχρονικά με περισσή ανευθυνότητα και πονηριά και συνέβαλε ουσιαστικά στη δημιουργία του σημερινού αδιεξόδου.

Η διαχείριση της κατάστασης από την παρούσα κυβέρνηση και υπό το φως των «προδιαγραφών» του μνημονίου, δεν ξέρουμε πόσο μπορεί να είναι εύκολη υπόθεση. Οφείλουν όμως εκείνοι που έχουν δημιουργήσει το πρόβλημα, να σχεδιάσουν και να προχωρήσουν στη λύση του, επιδιώκοντας τη ριζική αντιμετώπισή του και για το μέλλον.

Προφανώς, είναι τόσο λεπτό το θέμα, ώστε όποια άποψη και να υποστηρίξει κάποιος, εύκολα μπορεί να βρεθεί εν αδίκω. Ίσως πρόκειται για το πλέον δυσεπίλυτο πρόβλημα, εφόσον δεν έχει να κάνει με αριθμούς και ποσοστά, αλλά με ανθρώπινες ανάγκες και υποχρεώσεις. Πιθανόν, μια λύση να είναι ο περιορισμός του κράτους σε απόλυτα αναγκαίους για τη λειτουργία και την κοινωνική του διάσταση τομείς (παιδεία, υγεία, άμυνα κ.λπ), ίσως μια άλλη σκέψη ν’ αναφέρεται στην κατάργηση της σύναψης συμβάσεων μεταξύ δημοσίου και φυσικών προσώπων, αλλά η κάλυψη των εποχιακών ή έκτακτων κρατικών αναγκών ν’ αντιμετωπίζεται με αντισυμβαλλόμενα άλλα ιδιωτικού δικαίου νομικά πρόσωπα (εταιρείες, σωματεία κ.λπ.).

Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμο είναι ν’ αποφασιστεί τι πρέπει να γίνει τώρα, κι είναι κρίσιμο τώρα, την περίοδο που οι «κόκκινες γραμμές» τραβιώνται με τόση ευκολία, να μην διαγραφούν με μια μονοκοντυλιά δίκαιες απαιτήσεις για εργασία χιλιάδων ανθρώπων, αλλά με κοινωνικά δίκαιο και πολιτικά ορθό τρόπο, να διορθωθούν δια παντός άδικες πολιτικές συμπεριφορές, που κρατούν επί τόσα χρόνια σε ομηρία χιλιάδες ανθρώπους, αλλά και την κοινωνία στο σύνολό της δέσμια μακροχρόνιων πελατειακών επιλογών.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ: "Δικαίωμα σε μια ζωή μ' αξιοπρέπεια"

Όταν παίρνουμε παραμάζωμα όλα όσα αφορούν τους πολιτικούς και ισοπεδώνουμε συλλήβδην το πολιτικό σύστημα στο διάβα του λόγου μας και στην ορμή της ειδησεογραφικής καθημερινότητας, παραβλέπουμε, ότι στο πλαίσιο αυτού του συστήματος λειτουργεί κι ο θεσμός του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, που τον έχουν υπηρετήσει και τον υπηρετούν με συνέπεια άξιοι πολιτικοί.

Οι «Πρόεδροι» τίμησαν με την παρουσία και την προσφορά τους και προσέδωσαν κύρος στον κορυφαίο θεσμό του πολιτεύματος της χώρας. Διόλου τυχαίο το γεγονός, ότι η δημοτικότητά τους είναι πολύ μεγάλη και απολαμβάνουν –ιδιαίτερα τα τελευταία 15-20 χρόνια– την εκτίμηση και τον σεβασμό της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού κι αυτό δεν προκύπτει μόνο μέσα από τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων.

Μπορεί ο θεσμός να μην απολαμβάνει την αίγλη ή να μην τυχαίνει της προβολής που το πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα έχει επιβάλει, είναι βέβαιο όμως, ότι στη συλλογική μας συνείδηση είναι εδραιωμένη η πεποίθηση, ότι ο –κατά τη συνταγματική μας τάξη– «ρυθμιστής του πολιτεύματος», αποτελεί ένα σταθερό σύμβολο αναφοράς σε ό,τι, στις χαλεπές μέρες των τελευταίων ετών, μπορεί να μας κάνει να αισθανθούμε εθνικά υπερήφανοι.

Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία τους στην πολιτειακή ζωή του τόπου κι ο θεσμικός χαρακτήρας του δημόσιου λόγου τους, επαληθεύουν στην πράξη αυτό που ο τύπος του Συντάγματος κι η δυναμική του εθίμου –όσο κι αν στις μέρες μας δεν ισχύει– επιβάλλει. Σοβαρότητα, σεμνότητα, εντιμότητα, ανθρωπιά και σωφροσύνη. Στοιχεία καθοριστικά και απαραίτητα για την προσωπικότητα των πολιτικών ανδρών, που η έλλειψή τους –δυστυχώς– από τη συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού του τόπου, τα κάνει να δείχνουν ακόμη λαμπρότερα και αξιοθαύμαστα.

Στο «δικαίωμα σε μια ζωή μ’ αξιοπρέπεια» για τη νέα γενιά αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας στο σύντομο μήνυμά του με την ευκαιρία της αυριανής επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Τους 18άρηδες μας παρακινεί να θέσουμε στην πρώτη γραμμή της φροντίδας και του ενδιαφέροντός μας, αυτούς ν’ απαλλάξουμε από το βάρος –«άχθος» στην κυριολεξία– που άδικα τους φορτώσαμε με την ανευθυνότητα, την κουτοπονηριά, την επιπολαιότητα και την αφροσύνη μας.

Είναι κρίσιμο να μην θεωρήσουμε ότι σε κάποιους άλλους απευθύνεται και να κοιτάξουμε γρήγορα – γρήγορα παραδίπλα. Σ’ όλους μας απευθύνεται και θα ‘ναι πράγματι η καλύτερη «προίκα» γι’ αυτά τα παιδιά, αν κατορθώσουμε όλοι μαζί για μια ακόμα φορά να προκαλέσουμε τον παγκόσμιο θαυμασμό –αντί για την ειρωνεία ή και τον χλευασμό της παγκόσμιας κοινής γνώμης– ξεπερνώντας και ‘μεις με τη σειρά μας τους φόβους, τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα όρια μας.

28η Οκτωβρίου αύριο κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέδειξε για μια ακόμα φορά με τα λόγια του, πώς η αστική μας δημοκρατία και το πολιτικό μας σύστημα μπορούν να γίνουν πιο ουσιαστικά, πιο κοινωνικά, πιο δίκαια. Τα λόγια του Προέδρου, οι παραινέσεις κι οι προτροπές του στη σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπεται να έχουν απλώς εθιμικό ή συμβολικό χαρακτήρα, αντίθετα θα πρέπει ν’ αποτελέσουν αφετηρία κινητοποίησης των πολιτικών δυνάμεων του τόπου προς αυτή την κατεύθυνση και γι’ αυτό τον σκοπό.

Ίσως ηχεί υπερβολικό ή μελοδραματικό, μπορεί όμως να είναι και εξίσου λυτρωτικό για τη συλλογική συνείδηση και αποτελεσματικό για τη χώρα, αν κατορθώσουν, επιτέλους, οι πολιτικοί ταγοί μας να ψιθυρίσουν –έστω– «όχι» στη διακαναλική δημοσκοπική δημοκρατία και δοκιμάσουν να ψελλίσουν –έστω– «ναι» σ’ έναν αξιοπρεπή αγώνα για το πέρασμα όλων των Ελλήνων απέναντι.

Φωτο: http://www.enet.gr/?i=news.el.politikh&id=217947

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

ΚΛΕΙΣΤΗ ΒΟΥΛΗ: ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ


Το κατήγγειλαν όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, το ανέδειξε το ΠΑΣΟΚ και το υποστήριξε με σθένος ο Γιώργος Παπανδρέου τόσο στις δηλώσεις του, όσο και μπροστά στο ενθουσιώδες ακροατήριο της Κοζάνης, το εσπευσμένο κλείσιμο της Βουλής με την αιφνιδιαστική απόφαση του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή την Παρασκευή το βράδυ είναι ενέργεια πρωτοφανής για την πρόσφατη κοινοβουλευτική ιστορία του τόπου.
«Είναι πρόβλημα η βούληση της κυβέρνησης να διεξαχθούν οι ευρωεκλογές με καθαρούς πολιτικούς όρους;» αναρωτήθηκε με επιτηδευμένη αφέλεια στη Θεσσαλονίκη ενώπιον της εκλογικής του βάσης ο Πρωθυπουργός. Λες και δεν είναι αυτονόητο, ότι για ένα Πρωθυπουργό που ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενος το δημοκρατικό πολίτευμα, το Σύνταγμα και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, μια πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση αυτή θα αποτελούσε τίτλο τιμής. Ποιον προσπαθεί επομένως να ξεγελάσει ο κύριος Καραμανλής, όταν διατυπώνει αυτά τα παραπλανητικά ερωτήματα, τη στιγμή που, με την αιφνιδιαστική επιλογή του να κλείσει άρον – άρον τη Βουλή, απέδειξε πόσο υπολήπτεται και σέβεται τη δημοκρατία, το Σύνταγμα και τους θεσμούς που διέπουν τη λειτουργία της κυβέρνησης και των οργάνων του κράτους. Με την προκλητική του απόφαση ο κύριος Καραμανλής, γύρισε με υπεροψία την πλάτη στην εμβρόντητη και πελαγοδρομούσα από τις κυβερνητικές του αποφάσεις κοινωνία, επιδεικνύοντάς της με περισσή αλαζονεία την απόφασή του να διατηρηθεί όπως – όπως στην εξουσία, με οποιοδήποτε τίμημα και κόστος, ηθικό, πολιτικό, οικονομικό.
«Έχει ξανασυμβεί να κλείσει η Βουλή», ψελλίζουν με θράσος δεξιά κι αριστερά τα εντεταλμένα κυβερνητικά παπαγαλάκια. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τις ημερομηνίες διενέργειας των Ευρωεκλογών σε συνδυασμό με τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα διακοπής των εργασιών της Βουλής, όπως δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:
Ευρωεκλογές 1984: Διενεργήθηκαν στις 17 Ιουνίου και η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της στις 18 Μαΐου (ΦΕΚ 66/Α).
Ευρωεκλογές 1989: Διενεργήθηκαν στις 18 Ιουνίου ταυτόχρονα με τις βουλευτικές εκλογές, οπότε η Βουλή εκ των πραγμάτων έπρεπε να κλείσει, γεγονός που συνέβη στις 11 Μαΐου (ΦΕΚ 119/Α).
Ευρωεκλογές 1994: Διενεργήθηκαν στις 12 Ιουνίου και η Βουλή δεν έκλεισε.
Ευρωεκλογές 1999: Διενεργήθηκαν στις 13 Ιουνίου και η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της στις 28 Μαΐου (ΦΕΚ 109/Α).
Ευρωεκλογές 2004: Διενεργήθηκαν στις 13 Ιουνίου και η Βουλή δεν έκλεισε.
Ευρωεκλογές 2009: Διενεργούνται στις 7 Ιουνίου και η Βουλή έκλεισε στις 9 Μαΐου (ΦΕΚ 72/Α).
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κρύβεται ουσιαστικά πίσω από δύο περιπτώσεις διακοπής των εργασιών της Βουλής το 1984 και το 1999. Αποσιωπά όμως την πραγματικότητα, ότι τότε η διακοπή γινόταν για διάστημα δύο ή τριών εβδομάδων κι επανερχόταν αμέσως μετά σε λειτουργία η Ολομέλεια του Σώματος, ενώ τώρα η Βουλή δεν διέκοψε απλώς για λίγες μέρες τις εργασίες της, αλλά κήρυξε τη λήξη της τρέχουσας συνόδου με αποτέλεσμα η Ολομέλεια να συγκληθεί –όπως ορίζει το Σύνταγμα– με τη νέα σύνοδο, τον προσεχή Οκτώβριο.
Η καταπάτηση του Συντάγματος και της νομιμότητας –εφόσον οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί έχουν πέσει από μήνες στον κάλαθο των αχρήστων– είναι προφανής, επιλέχτηκαν ως λύση διάσωσης της κυβέρνησης, ώστε να κατορθώσει να κερδίσει μια μικρή ακόμα χρονική πίστωση για την παραμονή της στην εξουσία. Το βίαιο κλείσιμο της Βουλής διευκολύνει τη Νέα Δημοκρατία όχι μόνο να παραγραφούν και να μην διερευνηθούν οι περιπτώσεις σκανδάλων στελεχών της που ελέγχονται από τη δικαιοσύνη, αλλά προπαντός να φαίνεται στα χαρτιά, ότι διαθέτει την εμπιστοσύνη –βλέπε πλειοψηφία– της Βουλής.
Αν αυτό δεν είναι συνταγματική εκτροπή, τότε ας μας αναφέρει κάποιος συνταγματολόγος –αλήθεια πού έχουν εξαφανιστεί όλοι αυτοί οι κατά τα άλλα λαλίστατοι επιστήμονες;– ποια είναι;
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο μόνος αρμόδιος να κρίνει είναι ο ελληνικός λαός, στον πατριωτισμό του οποίου επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος. Τώρα πλέον, η ψήφος στις Ευρωεκλογές πρέπει ν’ αποχτήσει για κάθε σκεπτόμενο πατριώτη εθνική σημασία και νόημα…
Ως τον Οκτώβριο τι άραγε θα ‘χει απομείνει όρθιο;

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΣΥΝΤΑΓΜΑ... ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ


Αν η ψηφοφορία της προηγούμενης Δευτέρας, για την παραπομπή ή όχι του πρώην υπουργού Αριστοτέλη Παυλίδη, αφορούσε πρόταση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, σήμερα ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας κ. Κώστας Καραμανλής θα βρισκόταν με μια διερευνητική εντολή στα χέρια «προκειμένου να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης». Το Σύνταγμα της χώρας επιτάσσει όμως διαφορετικές κατά περίπτωση πλειοψηφίες και για μεν την παραπομπή κατά το άρθρο 86 απαιτεί «την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών», ενώ για την περίπτωση της πρότασης εμπιστοσύνης κατά το άρθρο 84 επιβάλει «την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών».
Με αυτά και μ’ αυτά τα «παιχνίδια» πλειοψηφιών, σε συνδυασμό και με τις επιμέρους διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής, οι εκάστοτε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, που –αξίζει να επισημανθεί– προκύπτουν πάντα από μη αναλογικούς εκλογικούς Νόμους, έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν την κυριαρχία τους παρακάμπτοντας και παραβιάζοντας ουσιαστικά άλλες θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, όπως π.χ. την Κοινοβουλευτική Αρχή ή την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Δεν είναι τυχαίο, ότι σχεδόν ταυτόχρονα με τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, σχετικά με τις υποθέσεις που διερευνά η δικαιοσύνη και αφορούν την ενδεχόμενη εμπλοκή πολιτικών προσώπων, άρχισε και η συζήτηση για την ανάγκη τροποποίησης και του νόμου περί ευθύνης των υπουργών, που μόλις το 2001 ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία.
Ο προβληματισμός δεν αναφέρεται στο γιατί μέσω της «Υπόθεσης Παυλίδη» δεν οδηγηθήκαμε σε βουλευτικές εκλογές, αλλά στοχεύει στο να αναδείξει με ποιον τρόπο, έχοντας προσαρμόσει τον Καταστατικό Χάρτη της χώρας, το Σύνταγμα, στην επίπλαστη και κατασκευασμένη ανάγκη των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων, οδηγούνται οι κυβερνώσες πλειοψηφίες σε κοινοβουλευτικές ακροβασίες –βλέπε αποχώρηση από τη συζήτηση για το Βατοπέδιο και την υπόθεση SIEMENS– και μεθοδεύσεις –βλέπε λευκή ψήφος για την «υπόθεση Παυλίδη»– που καταρρακώνουν την αξιοπιστία και το κύρος των κοινοβουλευτικών θεσμών, αλλά παράλληλα φαλκιδεύουν και το νόημα και την ουσία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Αν, επομένως, ο κύριος Κώστας Καραμανλής, ως αρχηγός «του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία» –κατά το άρθρο 37 του Συντάγματος– βρισκόταν σήμερα με τη διερευνητική εντολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα χέρια, μπορεί να στενοχωριόταν κάποιοι μεγαλοεκδότες –ξέρετε από ‘κείνους τους «νταβατζήδες»– ή κάποιοι βουλευτές που θα διακινδύνευαν σε περίπτωση εκλογών την επανεκλογή τους, όμως οι θεσμοί θα τροφοδοτούνταν με το αναγκαίο και αναζωογονητικό για τη λειτουργία τους οξυγόνο της εμπιστοσύνης και της στήριξης των πολιτών. Ενδεχομένως, στην περίπτωση αυτή, να υποστήριζε κάποιος, ότι τα όποια αδικήματα θα παραγράφονταν. Σωστά, διερωτώμαι όμως, αν υπάρχει έστω και ένας αυτή τη στιγμή στη χώρα, που μπορεί να διαβεβαιώσει, ότι όντως για τις ελεγχόμενες υποθέσεις, έτσι όπως εξελίσσονται οι σχετικές διαδικασίες, δεν θα υπάρξει ούτως ή άλλως παραγραφή.
Αξιοποιώντας αυτά τα «εργαλεία» του Συντάγματος μπορεί, λοιπόν, να στρογγυλοκάθεται ο «καταλληλότερος» κ. Κώστας Καραμανλής στην πρωθυπουργική πολυθρόνα, κάνοντάς μας μάλιστα και τη χάρη –αφού έτσι ισχυρίζεται ότι του διαμηνύσαμε μέσα από τις δημοσκοπήσεις– να μη μας τραβάει παρά τη θέλησή μας σε διπλές εκλογές καλοκαιριάτικα.
Πιστεύω, ότι η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχει την ευθύνη, παραδειγματισμένη από τα λάθη του παρελθόντος και στο πλαίσιο της πολιτικής για την αποκατάσταση του κύρους και της αξιοπιστίας των θεσμών, να αναλάβει και όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες τόσο στο πολιτικό, όσο και στο κοινοβουλευτικό πεδίο, προκειμένου ν’ αποκατασταθούν οι όποιες συνταγματικές ή νομικές στρεβλώσεις, που αλλοιώνουν το πνεύμα και το νόημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ταυτόχρονα οι αποφάσεις αυτές, θα επικυρώνουν στην πράξη και τη συμφωνία, για τη δημιουργία και ανάπτυξη μιας σύγχρονης σχέσης εμπιστοσύνης πολιτών και πολιτικής, που θα έχει ήδη θεμελιωθεί με τη θετική ψήφο τους προς το ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές.