Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΑΛΑΝΔΡΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΑΛΑΝΔΡΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Καλό μήνα, σύντροφοι της πλατείας.


Εκεί, στην πλατεία στο Χαλάνδρι, εκεί που, σαν κάποια από τα βάθη του χρόνου δύναμη να μας έλκει σ’ αυτού του χώρου τα τραπεζάκια –ιδιαίτερα όταν αυτά βρίσκονται έξω– συναντώνται και σμίγουν φίλοι και γνωστοί, βρίσκομαι κι εγώ συχνά – πυκνά.

Εκεί, λοιπόν, που τίθενται αναλύονται και λύνονται –στη θεωρία πάντα– όλα τα σημαντικά κι όλα τ’ ασήμαντα της πόλης, της πολιτικής, μα και της κοινωνίας ή των ομάδων του ποδοσφαίρου, τα προβλήματα, κάθε γουλιά καφέ τη συνοδεύει και μια άποψη, μια γνώμη, μια ατάκα ή ένας αφορισμός –αυτός με ένταση ξεχωριστή τα τελευταία χρόνια.

Ο χρόνος κυλά, αλλά στις συζητήσεις όλο τα ίδια και τα ίδια έρχονται και ξανάρχονται στα χείλη, πέφτουν στο τραπέζι, μοιράζονται κι ανακυκλώνονται, όπως κυλούν οι συζητήσεις κι οι κουβέντες εξελίσσονται δίχως –τις πιο πολλές φορές– και να πηγαίνουν παρακάτω.

Μετά την κρίση, μάλιστα, που οι ασκοί έχουν ανοίξει του Αιόλου και στου αέρα του στροβιλίζονται, παρασέρνονται και χάνονται όλες οι παραδοχές, τα δεδομένα κι οι αναφορές μας, αυτός ο αέρας λες και παρασέρνει και τις λέξεις, τις προτάσεις, τους συνειρμούς μας κι η λογική απεγνωσμένα στροβιλίζεται και δοκιμάζεται για πρώτη φορά σ’ άλλα αφιλόξενα κι άγνωστα κατατόπια.

ΠΑΣΟΚ οι πιο πολλοί απ’ τις παρέες μου, το γράφω εξ αρχής για να συνεννοηθούμε, αλλά σε ποιο ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια καθένας αναφέρεται είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Μια ιστορία που –όπως το αντιλαμβάνομαι– όσο το κόμμα ήταν ενωμένο και πανίσχυρο, υπήρχε μεν, μα σε λανθάνουσα, για τους πολλούς ανώνυμους, κατάσταση.

Όλοι οι «απ’ έξω» σ’ ένα ΠΑΣΟΚ αναφερόντουσαν και δεν τους ένοιαζε αν ο Άκης την καρέκλα του Σημίτη τη ροκάνιζε ή αν ο Βενιζέλος είχε σκληρή κόντρα με το Γιώργο. Μιλώ για το μετά, μετά τον Ανδρέα, γιατί όσο εκείνος ζούσε –«κυριαρχούσε» θά 'ταν καλύτερα– οι καταστάσεις υπέβοσκαν, οι διαφορές υπήρχαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε το γάντι στα ίσια να πετάξει. [Κάτι ο Σημίτης πού και πού υπαινισσόταν, αλλά όλοι του την «έπεφταν», ότι το κόμμα και τον Ανδρέα υπονομεύει, οπότε…]

Μετά στα τραπεζάκια της πλατείας αρχίσανε δειλά οι κόντρες κι οι αψιμαχίες των «συντρόφων», έλα μου όμως, που στη γλύκα και τη δύναμη της εξουσίας, της κυβέρνησης, καθένας έβαζε το «κοινό καλό» πάνω απ’ τις προσωπικές φιλοδοξίες κι επιδιώξεις [άσχετα αν οι καιροί μετά άλλα απέδειξαν].

Το 2000 το ΠΑΣΟΚ ήταν πανίσχυρο, παντοδύναμο, και τότε ήταν που ο ξιπασμός κι η αλαζονεία χτύπησαν κόκκινο. Στο δρόμο για την Ολυμπιάδα, μετά, χάθηκε οριστικά –κατ’ εμέ– η ψυχή του, ξεψύχησε σ’ έναν μαραθώνιο διακυβέρνησης, καθεστωτοποίησης, αλλοτρίωσης, ενσωμάτωσης, φθοράς και διαφθοράς.

Μαζί χάθηκε, όχι η εξουσία, αλλά η αίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπούσε το σύγχρονο προοδευτικό πρόσωπο της Ελλάδας. Ο Ανδρέας άρχισε ν’ αμφισβητείται στα ίσα, τα όποια σημαντικά ή ασήμαντα θετικά της διαδρομής αυτής, της περιπέτειας της «Αλλαγής» αμαυρώθηκαν, θάμπωσαν, για πολλούς ξεχάστηκαν, για τους νεώτερους ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ.

Πρώτα το ΠΑΣΟΚ την άνοιξε εκείνη τη συζήτηση, ήτανε τότε η εποχή του Γιώργου. Αντί όμως τα πράγματα να τραβήξουν προς τα μπρος, προς το καλύτερο, αντί κι οι συζητήσεις στην πλατεία δημιουργία κι ανανέωση να φέρνουν, αντίθετα, όλες τις διαφορές κι όλες τις έριδες, όλες τις φατρίες και τις ομάδες έφεραν ν’ αναμετρούνται, να λογαριάζονται για όλους τους λογαριασμούς και τα σπασμένα.

Ξαφνικά στην ίδια την παρέα τρεις ή τέσσερις βρισκόμασταν κι άλλος ήτανε με το Γιώργο, άλλος με το Βαγγέλη κι άλλος αλλού. Όλοι ΠΑΣΟΚ, μα ο καθένας με το ΠΑΣΟΚ που νόμιζε ή είχε στο μυαλό του. Κανείς στον άλλον ένα τόσο δα δίκιο δεν έδινε, καθένας λογάριαζε και διεκδικούσε το δίκιο για λογαριασμό του.

Ήθελα νά ‘ξερα αυτά στην Ιπποκράτους –βλέπεις κι αυτό μας έτυχε– δεν τα μάθαιναν, δεν τα έβλεπαν, δεν τα καταλάβαιναν; Πώς πηγαίνανε σε συνδιασκέψεις και συνέδρια, πώς μας καλούσανε σε συγκεντρώσεις, που γινότανε στο τέλος ένα μπάχαλο, και δεν το αποφάσιζαν οι μεν ή οι δε από τους άλλους να ξεκόψουν; Πώς πορευόντουσαν –μοιραία τολμώ να πω– μόνο με την κεκτημένη της εξουσίας, της Ιστορίας, με τη δυναμική ενός κόσμου που τυφλά πίστευε και στα τυφλά, ακόμα, ακολουθούσε.

Αυτός ο κόσμος και το ’09 – μα, ως εκεί– ό,τι είχε να δώσει το έδωσε. Παράβλεψε γκρίνιες και κόντρες και προσωπικές βεντέτες και δεν πιστεύω το παραμύθι ότι πίστεψε, εκείνο το –μοιραίο κι αυτό– τόσο παρεξηγημένο «λεφτά υπάρχουν». Λεφτά ο κόσμος είχε χορτάσει, απ’ όλα τα χρώματα– μαύρα κυρίως. Δεν ήτανε το χρήμα το ζητούμενο κι άσε τι λένε οι τηλεοράσεις.

Ο κόσμος προκοπή κι ανάπτυξη, πρόοδο κι ευημερία αναζητούσε κι ένιωθε πως ο Καραμανλής κι η δεξιά που κυβερνούσανε ιδέα δεν είχανε για το τι στον έξω κόσμο ανακατατάξεις έρχονται. Ο Κώστας βλέπανε να κυβερνά ίσα ευθεία και μ’ όλα τα στραβά από ‘κει που το άρμα της εξουσίας το παρέλαβε το 2004, με διορισμούς, επιδοτήσεις, ρουσφετάκια. Την ίδια έπαρση κι επαρχιώτικη αντίληψη μιας δεξιάς που δεν αλλάζει, αλλά διαχρονικά, στην εξουσία όταν βρίσκεται, αναπαράγει το ίδιο συντηρητικό και κλειστοφοβικό μοντέλο εξουσίας.

Εκεί, την εποχή του Γιώργου στην αντιπολίτευση, γίνανε συμβιβασμοί αντί ξακαθαρίσματα. Κάτω απ’ το χαλί χωθήκανε λάθη, πάθη, ανομίες και αμαρτίες του παρελθόντος. Αντί με άνεση χρόνου, για να πάρει και το κόμμα μιαν ανάσα, να δει και να προτείνει καινούργιους στόχους κι ο κόσμος να χωνέψει την τεράστια αλλαγή που έφερε στη ζωή του η ΟΝΕ, αλλά και για ν’ αξιολογήσει πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία, ντε και καλά κάποιοι τραβούσανε το Γιώργο στην πεπατημένη. μια αντιπολίτευση παλιομοδίτικη, μπαγιάτικη, έξω απ’ τη φινέτσα, το ήθος και τη λογική του. Ακόμα και τη συνταγματική αναθεώρηση τον βάλανε να τορπιλίσει [και για πιο λόγο!]

Εκείνη την εποχή η πλατεία έβραζε, ήτανε πια τόσο μεγάλες οι αποστάσεις στις παρέες, που οι αντιπαραθέσεις λες και μεταξύ κομματικών αντίπαλων ξεσπάγανε. Μα, όλα ξεχνιώντουσαν –ή καλύτερα– κάτω απ’ το χαλί κι αυτά χωνόντουσαν ενόψει της επερχόμενης εξουσίας. Ούτε η ήττα του ’07 –μέσα στις φωτιές εκείνου του μαύρου Αύγουστου– στάθηκε αφορμή το κόμμα μια άλλη ρώτα να τραβήξει, ανανεωμένο οργανωτικά και ριζοσπαστικό πολιτικά. Μια απ’ τα ίδια στη θέα της εξουσίας και με την έντονη καθημερινή πλέον οσμή της φθοράς του Κώστα Καραμανλή.

Από το «Γιώργο προχώρα άλλαξέ τα όλα» μέχρι το «να καεί να καεί το μπουρ@έλο η Βουλή» ένα μνημόνιο δρόμος. Οι επευφημίες για πότε έγιναν κατάρες, ίσως ούτε στα τραπεζάκια της πλατείας προλάβαμε να το καταλάβουμε. Όπως δεν καταλάβαμε –εμείς οι ΠΑΣΟΚοι– πώς βρεθήκαμε σε άλλα κόμματα, σε άλλες παρέες ή στα σπίτια μας.

Άλλοι βρίζουν το Γιώργο, άλλοι βλαστημάνε τον Βενιζέλο, άλλοι τον ‘Ακη ή τον Σημίτη, πάντως όλοι με κάποιον τα ‘χουν. Ξεχάσαμε. Και τώρα που –τάχα– ψάχνουμε την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς, ακούω να μιλάνε και ξέρω πως και πάλι, αν δοθεί η ευκαιρία, τα ίδια λάθη θα ξανακάνουν. Το χάσμα είναι τεράστιο κι ο χρόνος το μεγεθύνει. Το ΠΑΣΟΚ που γνωρίσαμε, πιστέψαμε κι ακολουθήσαμε δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Ίσως και το ότι υπήρξε, το ότι βρέθηκε και πάλι ο κεντρώος χώρος ενωμένος, να ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, μια ευκαιρία που μας δόθηκε και την καταναλώσαμε, την απαξιώσαμε και, τελικά, τη χάσαμε.

Δεν είναι θέμα ταμπέλας ή συμβόλων, είναι γεγονός της συγκυρίας, ξάφνιασμα μιας εποχής, ανάγκη μιας κοινωνίας. Ούτε η εποχή, ούτε η κοινωνία σηκώνουν σήμερα αλλαγές, οράματα, ελπίδες, είναι στέρφα η εποχή μας. Φόβο γεννά μόνο, ανασφάλεια κι εσωστρέφεια, χώρος για κοινωνικά ανοίγματα και παροχές δεν υπάρχει, δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες, οι ισορροπίες, οι δυνάμεις του πλανήτη που αντιπαρατίθενται. Ο χώρος για το ΠΑΣΟΚ ή για το όποιο ΠΑΣΟΚ απαλλοτριώνεται στον πολιτικό χάρτη καθημερινά. Το πνίγει αργά μα σταθερά, η μετεξέλιξη κι η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επερχόμενες εκλογές μένει να το δείξουν.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι οι όποιες προσπάθειες ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς θα πρέπει να σταματήσουν, όπως δεν θα σταματήσουν –ούτως ή άλλως– κι οι ανάλογες συζητήσεις στην πλατεία, αποτέλεσμα δεν πρόκειται να υπάρξει, προς το παρόν τουλάχιστον.

Μην περιμένουν, υποστηρίζω στις συζητήσεις, οι φίλοι κι οι γνωστοί την επάνοδο του Γιώργου Παπανδρέου για να δικαιωθεί επιτέλους. Επωμίζεται –δεν κρίνω το δίκαιο ή το άδικο, αδίκως εν πολλοίς θεωρώ, αλλά έκανε τραγικά λάθη και ως πρωθυπουργός [πολιτική διαχείριση κλεισίματος αγορών-κρίσης] και ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ [παραίτηση από ηγεσία]– τη λαϊκή οργή και το μίσος εκείνου που έφερε το μνημόνιο, το ΔΝΤ και γενικά την κρίση και την καταστροφή.

Αναμφισβήτητα, βαριά πολιτική κληρονομιά, το «λεφτά υπάρχουν», απλώς είναι, όμως, μόνο το κερασάκι στην πολιτική του καταδίκη. Μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ίσα – ίσα για να διατηρήσει κάποια παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ή και στη Σοσιαλιστική Διεθνή, είναι ίσως η πιθανότερη επόμενη πολιτική του επιλογή. Κρίμα.

Οι «Βενιζελικοί» τι να περιμένουν; Μένουν στις δάφνες από την τρικομματική του 2012, που μετεξελίχτηκε σε κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Στη φάση αυτή που το ΠΑΣΟΚ έχασε –δεν κρίνω και πάλι το δικαίως ή αδίκως, αλλά όχι αδίκως θεωρώ– και το τελευταίο φύλλο συκής του ένδοξου παρελθόντος και της πολιτικής του ταυτότητας. Μια χασούρα όχι συναισθηματική –που μικρή αξία θα είχε σε τελική ανάλυση– αλλά πολιτική, εφόσον –όπως εισπράχθηκε απ’ τον κόσμο που το πίστευε ακόμα και το υποστήριζε– δεν θέλησε ή δεν κατόρθωσε να σταθεί αξιόπιστο ανάχωμα στις δεξιόστροφες πιρουέτες του «ουδείς αναμάρτητος» Σαμαρά και εγγυήτρια πολιτική δύναμη για την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στο κράτος. Χρεώθηκε ολοκληρωτικά το μαύρο της ΕΡΤ, τον Μπρατάκο, τον ΕΝΦΙΑ και περικοπών στα εισοδήματα ων ουκ έσται τέλος.

Η φωνή του Βενιζέλου ηχεί σήμερα παράταιρα λογική και νηφάλια σ’ ένα κόσμο όμως που δεν θέλει ή δεν μπορεί πλέον ν’ ακούσει γιατί έχει κουραστεί, απογοητευτεί ή και αηδιάσει. Αν ακούσω, ότι, για λόγους εθνικού καθήκοντος, συντάσσεται σ’ ένα σχήμα δυνάμεων της αντιπολίτευσης υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη για ν’ απομακρυνθεί η λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από τη διακυβέρνηση του τόπου δεν θα μου έκανε εντύπωση. Κρίμα και πάλι κρίμα.

Το ΠΑΣΟΚ της Φώφης κατ’ αρχάς δεν είναι της Φώφης, αλλά μιας παρέας «Γεννηματικών» που επιμένουν ότι υπάρχουν. Ούτε ο πολιτικός θάνατος του ΠΑΣΟΚ τους τρομάζει, ούτε ο κίνδυνος ο χώρος της κεντροαριστεράς να μείνει χέρσος και λεία στις ορδές του ΣΥΡΙΖΑ. Η σφραγίδα κι η κυβερνητική θέση έχουν μεγαλύτερη σημασία. Οδηγούν έτσι το υπόλοιπο του κόμματος σε μιαν άνευ προηγουμένου κατρακύλα, που αν δεν ήταν ένα-δυο μέσα ν’ ακούγονται πού και πού δυο κουβέντες, κανείς πλέον δεν θα θυμόταν ότι το κόμμα αυτό, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο την περίοδο που ονομάστηκε μεταπολίτευση, υπάρχει. Τρεις φορές κρίμα.

Και στην πλατεία, όταν φτάνει η συζήτηση στα του κόμματος, όταν ο ένας κι ο άλλος στοιχίζονται πίσω απ’ τους εκλεκτούς τους, αισθάνομαι επί της ουσίας κομματικά ανέστιος, γιατί ενώ οι εποχές απαιτούν συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις, ειλικρίνεια και θάρρος, μα, πάνω απ’ όλα, συσπείρωση κι ενότητα της κοινωνίας όλης, αναμασάμε φλύαρα τα ίδια επιχειρήματα κι αναπαράγουμε μονότονα τις ίδιες νοοτροπίες, σαν οι καιροί να είναι όπως άλλοτε, που εικοσάχρονοι –ή λίγο πιο μεγάλοι οι περισσότεροι– τότε, απ’ τον Αντρέα περιμέναμε τις λύσεις, που, μ’ ένα νεύμα ή και μ’ ένα σύνθημα, ο λαός στην εξουσία θα ερχότανε κι η Ελλάδα θα γινόταν πιο μεγάλη.

Πόσο ν' αντέξουν πια κι αυτά τα τραπεζάκια εκεί έξω, στην πλατεία; Ιδού, Οκτώβριος εισέρχεται απ' αύριο και ο χειμώνας βρίσκεται προ των πυλών.

Καλό μήνα, σύντροφοι!

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ο καιρός της αθωότητας.


Κάτω απ’ αυτήν την τέφρα μπορεί να θαφτεί κι ο καιρός της αθωότητας;

Η έκρηξη του ‘10, η καταστροφή που ακολούθησε κι η ερήμωση που απλώνεται μέρα τη μέρα, πρώτα στο μέσα μου, και μ’ ακολουθεί στα μετέωρα βήματά μου, σκόρπισε τόση τέφρα με την ορμητικότητα και την έξαψή της πάνω στη ζωή μου -στις ζωές μας τολμώ να πω- που ο καιρός πριν, οι μέρες εκείνες χάθηκαν λες, εξορίστηκαν από τις μνήμες κι απ’ τις ζωές σαν στοιχειωμένες, σαν καταραμένες, σαν σατανικές και στη θέση τους μπαίνουν μέρα τη μέρα οι νέες, οι νέες αφηγήσεις, οι νέες μέρες... Αυτές πάνω στην τέφρα που σκέπασε εκείνες της αθωότητας τις μέρες.

Και κάτι μεσημέρια -σαν σήμερα καλή ώρα- που αναζητάω καταφύγιο κι ένα βαρκάκι για το γιαλό της φαντασίας, για φυγή, κάποιες σελίδες ξαναδιαβάζω κι από κάποια βιβλία, άλλοτε σύγχρονα κι άλλες φορές από τα ξεχασμένα και παλιά, ψάχνω να βρω -έτσι λες και την πληγή ανοιχτή να θέλω να κρατάω- τι στράβωσε εμένα -κι άλλους ίσως- κι οι μέρες που έχω ζήσει, οι μέρες που αγάπησα, δούλεψα, έκλαψα κι άκουσα το γέλιο των παιδιών μου, οι μέρες της ζωής μου ως τα χτες, ξόρκι σήμερα να χρειάζονται -λένε οι νέοι ή κάποιοι γηραλέοι νεανίζοντες- και πυρ εξώτερο, γιατί ευθύνονται, αυτές και μόνο, “οι παλιές”, κι όχι εγώ ή κι άλλοι, για την καταστροφή και την ερήμωση που κατέλαβαν αιφνίδια πως τη χώρα.

Κι έφτασα ξεφυλλίζοντας στον καιρό της αθωότητας!... Τι έκπληξη και ειρωνεία κρυμμένη εκεί, μπροστά σχεδόν στα μάτια μου, λίγο πιο πάνω απ’ το ενθύμιο του Συνέδριου του ‘98 στη Λισαβόνα, πίσω απ’ την κορνίζα με τις καμήλες και τα πλατιά χαμόγελα της εφταήμερης εκδρομής στις πυραμίδες...

“...Γιατί με την πάροδο του χρόνου, διαπίστωσα πως δεν υφίσταται ένας μόνο καιρός της αθωότητας στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά περισσότεροι, όλοι όμως χαρακτηρίζονται από μιαν απαραίτητη προϋπόθεση: την αθωότητα του υποκειμένου. Εκείνα τα δέκα χρόνια που ζήσαμε με το γιό μου στο μικρό σπίτι με την αλάνα, στο Χαλάνδρι, έχουν συγχωνευτεί εντός μου με τα χρόνια που έζησα στο πατρικό μου, στην ίδια γειτονιά, και με τα καλοκαίρια στην Καισαριανή των παππούδων μου. Και καθώς ούτε το πρώτο σπίτι υπάρχει πια, ούτε το δεύτερο, μα ούτε και το τρίτο, καθώς, επίσης, το Χαλάνδρι κι εγώ έχουμε αλλάξει όψη κάτω απ’ την παράφορη σμίλη του χρόνου, ο καιρός της αθωότητας θάλλει μόνο στη μνήμη μου, οσάκις έντρομη από λαχτάρα, προσπαθώ να τον αγγίξω μέσ’ απ’ τα γραπτά μου, τον βλέπω να απομακρύνεται, όπως η “τούμβα” που πόθησε να επισκεφθεί ο παππούς στο “Μόνον της ζωής του ταξίδιον”. Και ακούω πάλι τα λόγια τα σοφά, τα λόγια της θείας αφέλειας: “Μα τι θαρρείς, ψυχή μου; Η τούμβα, όσο προχωρώ, τραβιέται μακρύτερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ’ αψηλώτερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ’ έκοψε τα γόνατα!” Καταθέτω λοιπόν κι εγώ τα όπλα και δέχομαι, νικημένη, ότι ο καιρός της αθωότητας, τον οποίο επιπλέον δεν αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιον ενόσω αποτελεί το παρόν, υφίσταται κυρίως για να φανερώνει το πέραν...”

Κι έμεινα ώρα πολλή στις λέξεις της Κατερίνας της Ζαρόκωστα και αισθανόμουν, όπως ο καιρός της αθωότητας κυλούσε, εκεί ανάμεσα στις σελίδες, μπρος στα μάτια μου, ευχάριστος, τρυφερός, ολοζώντανος, τυπωμένος από το Σεπτέμβριο του 2005 σε χαρτί Chamois 120 gr. μέσα στο βιβλίο το Χαλάνδρι που γνώρισα 19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι, που εκδόθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση του Βιβλιοπωλείου Ευριπίδης, ότι εκ των υστέρων είναι εύκολη η αθώωση, η καταδίκη, η επιτίμηση, είναι και βολικό της κάθε εποχής η εξουσία να το ορίζει, τα έργα κι οι ημέρες όμως που πέρασαν και έμειναν και άντεξαν από εφήμερες κατάρες κι εξουσίες δεν τρομάζουν, θα ζουν για πάντα τον καιρό της αθωότητας, όπως κι εκείνοι που τα εμπνεύστηκαν, τα δούλεψαν, τα έπλασαν, ζουν και θα ζούνε στις καρδιές κάποιων ανθρώπων.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Ένα κουραστικό αποτέλεσμα.


Το αποτέλεσμα δεν είναι καλό. Αν ψάξεις ερμηνείες κι εξηγήσεις θα βρεις όσες θέλεις. Κάτι ανάλογο θα συμβεί και με την προσπάθεια να ερμηνευτεί η νίκη του Γιώργου Κουράση ή της προφανούς επιτυχίας του Σίμου του Ρούσσου. Όλα έχουν την εξήγησή τους και τα περισσότερα τις περισσότερες φορές μπορούν να έχουν και την εξήγηση που θέλεις. Λίγο να τροποποιήσεις τη γωνία που βλέπεις τα πράγματα ή κι όσα συμβαίνουν, μπορείς αμέσως ν’ αποκτήσεις και μια διαφορετική εξήγηση.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν χωρούν στρογγυλοποιήσεις κι εξωραϊσμοί, τα δεδομένα είναι –απ’ όποια οπτική γωνιά κι αν τα δεις– ευδιάκριτα και εύληπτα. Κάποιοι περίσσευαν από το πλαίσιο που οι δημότες στο Χαλάνδρι είχαν ανάγκη για να εκφραστούν. Κάποιοι δεν χώραγαν στο νοητό χάρτη των παραταξιακών δυνάμεων του Χαλανδρίου. Δεν είναι θέμα αν το Χαλάνδρι χρειαζόταν μιαν άλλη μορφή διοίκησης ή αν οι δημότες επιθυμούσαν ν’ αλλάξει ο τρόπος αντιμετώπισης των καθημερινών τους προβλημάτων. Το θέμα είναι, ότι πολλοί μιλούσαν για τα ίδια με άλλα λόγια κι άλλες λέξεις. Μόνο ο επικεφαλής τους άλλαζε.

Επικεφαλείς κι από κάτω ή μάλλον μαζί τους πολυάριθμοι ενδιαφερόμενοι κι ενδιαφέροντες υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι, με γνώσεις εμπειρίες και διάθεση, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αν ήταν συνάδελφοι σε μια επιχείρηση ή σε έναν οργανισμό θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεργαστούν και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την πρόοδό του. Επί της ουσίας, ο μόνος λόγος για την ύπαρξη αυτών των συνδυασμών, περά από τη διακηρυσσόμενη ανάγκη ν’ αλλάξει η δημοτική αρχή, ήταν οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι προσωπικές αντιθέσεις, οι προσωπικοί υπολογισμοί, οι προσωπικές επιδιώξεις. Όλα επί προσωπικού.

Τα πρόσωπα κάνουν τη διαφορά. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, μόνο σε μια περίπτωση θα μπορούσε αυτή η διαφορά να μετουσιωθεί και σε θετικό εκλογικό αποτέλεσμα, ανεξάρτητα –ενδεχομένως– κι απ’ την αντικειμενική αξία του προσώπου αυτού καθεαυτού, αν δηλαδή το πρόσωπο αυτό ήταν μόνο ένα και το αυτό. Αν ένας μόνο αποτελούσε το φορέα έκφρασης του χώρου που κινείται ανάμεσα στις κομματικές γραμμές και δυνάμεις που συσπειρώνει ο Γιώργος Κουράσης ως επίσημος υποψήφιος της Νέας Δημοκρατίας κι η Αντίσταση με του Πολίτες του Χαλανδρίου με το Σίμο Ρούσσο και "τα θύματα του μνημονίου".

Κρίνοντας, λοιπόν, από το αποτέλεσμα θα έλεγα ότι οι δημότες αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν την πεπατημένη. Επέλεξαν να κινηθούν κατ’ αρχήν στον άξονα της πόλωσης που ήδη έχει δημιουργηθεί μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τη λογική που στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έχει επικρατήσει, η ψήφος δηλαδή με αμιγώς κομματικά κριτήρια κι όχι με γνώμονα το συμφέρον του Δήμου. Η συγκυρία στην παρούσα φάση κι η κρίση μικρή σημασία φαίνεται να έπαιξαν ως προς αυτό, αλλά πολύ μεγάλη στον ποιους τοποθετούσαν στο δίπολο της αντιπαράθεσης. Εν προκειμένω, τη θέση του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ κι όλα ωραία και καλά. Ο κομματισμός, συνεπώς, καλά κρατεί και ας διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας ως δημότες περί του αντιθέτου.

Κοιτάζοντας τα δεδομένα πλέον από τη σκοπιά του συνδυασμού του Γιώργου Θωμά, πραγματοποιώντας με άλλα λόγια έναν πρώτο πρόχειρο(;) απολογισμό, θα έλεγα ότι υπερεκτιμήθηκε και η συγκυρία και η δυναμική που μπορεί ν’ αναπτύξει ένα πρόσωπο μόνο του. Ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση, ότι η υπέρβαση της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού του χώρου της κεντροαριστεράς στο Χαλάνδρι μπορεί να θεραπευτεί και να καλυφθεί από μια προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους, αναμφισβήτητης αξίας και ακεραιότητας, δεδομένης πολιτικής και ιδεολογικής συνέπειας και καθαρότητας. Το χάσμα που έχει δημιουργηθεί δεν μπορεί να γεφυρωθεί ούτε από ένδοξες σελίδες που αναπαύονται όμως πλέον στην αγκαλιά της Ιστορίας, ούτε από μια πλειάδα άξιων και ικανών στελεχών, που βρέθηκαν ξαφνικά ν’ αγωνίζονται(;) αλλά επί της ουσίας το μόνο που έκαναν ήταν να διαγκωνίζονται μεταξύ τους.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, εκείνο που υπολογίστηκε λανθασμένα, είναι η επικοινωνιακή δυνατότητα του συνδυασμού να πείσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ότι μπορεί ν’ αποτελέσει εναλλακτική πρόταση και λύση για την παρούσα κατάσταση των δημοτικών υποθέσεων. Το λαμπρό παρελθόν και τα ικανά στελέχη, εμφανιζόμενα πλην ελαχίστων εξαιρέσεων από το δημοτικό πουθενά, ήταν αδύνατο να κατορθώσουν να απαγκιστρώσουν μέσα σε δυο σκάρτους μήνες τους δημότες από κατεστημένα και συνήθειες των τελευταίων τουλάχιστον χρόνων. Η εμβέλειά τους ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένη και το ξεπέρασμα ως εκ τούτου του εμποδίου και της δυσκολίας του άγνωστου και ανώνυμου πολύ μεγάλη.

Μπορεί οι διαφορές στα τελικά αποτελέσματα να φαίνονται ως απόλυτοι αριθμοί πολύ μικρές, αλλά επί της ουσίας δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, εφόσον πολλοί συνωστίστηκαν στον ίδιο χώρο. Αν κάποιος πίστευε, ότι θα μπορούσε η διαφορά να είναι μεγαλύτερη μάλλον λάθος θα διάβαζε τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών.

Κατά τα λοιπά το αποτέλεσμα από μόνο του υποδεικνύει τα δέοντα. Αν καθένας από τους ενδιαφερόμενους σπεύσει κι αυτή τη φορά να το ερμηνεύσει κατά τα μέτρα και τα  σταθμά του –τα γράψαμε παραπάνω– όχι μόνο θα γίνει εξοργιστικά κουραστικός για τους Χαλανδραίους, αλλά κι ο Γιώργος Κουράσης θα… κουραστεί να διοικεί το Δήμο Χαλανδρίου.

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Με το μπαρδόν και δίχως παρεξήγηση.


Ίσως κάποιοι τέτοιες «μικρές» ώρες να το «παλεύουν» ακόμα σε ταβέρνες και μπαράκια. Ο αγώνας συνεχίζεται. Πάντα ο αγώνας συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, γιατί η ίδια η ζωή είναι ένας αγώνας. Μόνο που δεν είναι το ίδιο άθλημα για όλους. Για άλλους είναι δέκαθλο, για άλλους κωπηλασία, για άλλους μαραθώνιος και για άλλους κουμκαν ή πρέφα. Για άλλους είναι απλώς περίπατος.

Αμπελοφιλοσοφώ, ξημερώματα Κυριακής 18 Μαΐου, αλλά η υπερένταση δεν μ’ αφήνει να νυστάξω. Αν θες και μια κουβέντα παραπάνω, τώρα που με βρήκα «μπόσικο», μην περιμένεις ότι αύριο θα ξημερώσει καμιά «άλλη μέρα», ότι ξαφνικά ο αγώνας θα δικαιωθεί ή ότι θα γυρίσει απότομα καμιά σελίδα. Όχι! Αυτά είναι όμορφες ατάκες που συνηθίζουμε εμείς οι υποψήφιοι να φιλοξενούμε στα φυλλάδιά μας παραμονές εκλογών. Εσύ ξέρεις πολύ καλά, ότι τις περισσότερες φορές –για να μην είμαστε κι απόλυτοι– μετά τις εκλογές ξημερώνουν οι ίδιες μέρες. Κι ιδιαίτερα τώρα με την κρίση, το ίδιο αβέβαιες, το ίδιο ανασφαλείς, το ίδιο πιεστικές κι επίπονες. Οι δρόμοι ξαφνικά θα ξαναβρωμίσουν, κάποια πεζοδρόμια θα ξαναχαλάσουν, τα χόρτα θα ξαναφυτρώσουν κι όλα αυτά που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας θα «φουντώνουν» μέρα τη μέρα και θα μας πνίγουν μέχρι τις παραμονές των επόμενων εκλογών, οπότε δώστου πάλι θα γυρίζουμε σελίδες, θα δικαιώνουμε αγώνες και θα ξημερώνουν οι ίδιες νέες μέρες.

Οι αγώνες, νομίζω που λες, κερδίζονται μόνο με σύστημα. Με οργάνωση, με προσήλωση σε στόχους και με πιστή εφαρμογή σχεδίων. Κερδίζεις δηλωτή άμα δε θυμάσαι τα φύλλα ή άμα το ταίρι σου στο ζευγάρι δεν παρακολουθεί τι ρίχνεις; Ούτε με σφαίρες. Κάπως έτσι είναι όλες οι δράσεις μας. Απαιτούν συνεργασία, αφού δεν «παίζουμε» μόνοι μας, συνεννόηση, αλλά πάνω απ’ όλα σχέδιο, πρόγραμμα.

Ακούς το λοιπόν κι εσύ ότι ξημερώνει νέα μέρα κάθε που έρχονται οι εκλογές στο Δήμο σου κι αντί ν’ αρχίσεις να ψάχνεσαι, ούτε ποιος την υπόσχεται δεν ψάχνεις καλά – καλά. Ψάχνεις μόνο να γυρίσει σελίδα για καμιά θέση, για καμιά άδεια, για καμιά εξυπηρέτηση. Παζάρι, αλλιώς δεν θα δικαιώνονταν οι αγώνες κάθε παραμονές εκλογών και θα συνεχίζονταν αμέσως την επομένη της διεξαγωγής τους. Ούτε θα ανακυκλώνονταν οι ίδιοι άνθρωποι και τα ίδια προβλήματα επί σειρά ή σειρές ετών σ’ ένα «κλειστό κύκλωμα» διαχείρισης μιας αδιέξοδης και μίζερης καθημερινότητας. Δε μπορεί, κάτι θα άλλαζε. Τόσες και τόσες σελίδες έχουν γυρίσει προεκλογικά.

Μπορώ να σου πω, τώρα που λύθηκε η γλώσσα μου, ότι επί της ουσίας ποτέ δεν πίστεψες πραγματικά ότι κάτι μπορεί ν' αλλάξει. Δε φταίει μόνο η κρίση κι όλα όσα γκρέμισε ή ανέτρεψε στη ζωή του καθενός. Φταίει ότι ποτέ δεν μας μάθανε να δουλεύουμε με πρόγραμμα, με σύστημα, ομαδικά και συντονισμένα. Μια ζωή ρεμπέτ ασκέρ – που λένε και στη γείτονα. Για όλους υπήρχε κάποιος «προστάτης». Μα κράτος ήταν αυτό, μα κόμμα ήταν αυτό, μα κοινοτάρχης ήταν αυτός, μα ενωμοτάρχης, κάτι τέλος πάντων «υπεράνω», που και τις νέες μέρες έφερνε και τις νέες σελίδες γύριζε και τους αγώνες δικαίωνε φτάνει εσύ κι εγώ και οι υπόλοιποι να τον εκλέγαμε, άμεσα ή έμμεσα. Έτσι «χύμα» βαφτίσαμε τον πατριωτισμό «κινητήρια δύναμη» και δώστου «γιούργια» και «γιούργια» μια για την Ελλάδα ρε γαμώτο, μια για την Ευρώπη των λαών, μια για την παγκόσμια ειρήνη και πάει λέγοντας.

Έτσι –και για να τελειώνω– μην περιμένεις με «γιούργια» ότι θα μπορέσω και θα μπορέσουμε όλοι εμείς που είμαστε με το Γιώργο το Θωμά να πάρουμε το Δήμο στο Χαλάνδρι και με «γιούργια» θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε μετά από πέντε χρόνια να υποσχόμαστε ότι θα γυρίσουμε μαζί σελίδες. Όχι φίλε, άστο, πήγαινε κατά ‘κει που υπόσχονται τα προσεχώς περισσότερα έργα και τα φυλλογυρίσματα σε πολύχρωμα φέιγ βολάν. Άμα έρθεις κοντά κι αποφασίσεις γιατί το επέλεξες, τότε θα δουλέψεις, θα συνεργαστείς, θα στύψεις το μυαλό σου και θα προτείνεις. Θα βγεις μαζί μας στη γειτονιά, στο δρόμο. Θα γίνουμε ομάδα, θα σηκώσουμε τα μανίκια και θα δουλέψουμε πάνω στα σχέδια που υπάρχουν και σ’ εκείνα που μαζί θα καταστρώσουμε. Θα πάμε το Χαλάνδρι δρόμο το δρόμο και γειτονιά τη γειτονιά, τέλος οι πατρίκιοι και οι πληβείοι, δημοτικά τέλη όλοι πληρώνουν.

Και να σου πω και κάτι προσωπικό; Δεν είμαι ούτε αυθεντία, αλλά ούτε και υποκατάστατό σου. Αν μ’ επιλέξεις να σ’ εκπροσωπήσω στο δημοτικό συμβούλιο δε σημαίνει ότι με την επιλογή σου, με τη ψήφο σου για να καταλαβαινόμαστε, απαλλάσσεσαι για πέντε χρόνια απ’ τις ευθύνες σου. Όχι. Εκεί θα μ’ έχεις για ν’ ακούγεται η δική σου φωνή, το δικό σου πρόβλημα, η άποψή σου, η επιδοκιμασία ή η αποδοκιμασία σου. Λούφα τέλος, αν είμαι στις επιλογές σου. Ανεύθυνος δημότης δεν υπάρχει για μένα, γιατί μόνο έτσι μπορώ κι εγώ να είμαι υπεύθυνος. Θέλω να σ’ εκπροσωπήσω επάξια, αλλά αύριο δεν τελειώνει ο ρόλος σου, φίλε μου, αύριο αρχίζει.

Αν το πιστεύεις πραγματικά, τότε μπορείς να με ψηφίσεις.

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Στη λαϊκή οι λαϊκοί αγώνες.


Αν αυτό δεν λέγεται σαμποτάζ και υπονόμευση τότε ποιο είναι; Αν αυτή η ενέργεια δεν υπονομεύει ευθέως τη βάση της πολιτικής επικοινωνίας και της ανεμπόδιστης επαφής λαού και πολιτικών, τότε ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;

Τα ερωτήματα μπορεί να μοιάζουν ρητορικά, αλλά επί της ουσίας είναι πέρα για πέρα εύλογα και ζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Ο λόγος;

«Σε απεργία διαρκείας κατεβαίνουν από αύριο (σ.σ. Δευτέρα 28/4) οι παραγωγοί και οι πωλητές λαϊκών αγορών, κλείνοντας τις λαϊκές όλης της χώρας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το νομοσχέδιο, που προωθείται από το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας… του οποίου διατάξεις και άρθρα εκτιμάται από τον κλάδο ότι “απειλούν με διάλυση 50.000 οικογένειες, εξυπηρετώντας στο έπακρο τα μεγάλα συμφέροντα”».

Ήταν που ήταν περιορισμένος ο χρόνος μέχρι τις εκλογές, ήταν που συνέπιπτε και με την περίοδο των εορτών του Πάσχα, ήρθε κι αυτή η απεργία κι αποτέλειωσε όλον τον επικοινωνιακό σχεδιασμό χιλιάδων υποψηφίων των επικείμενων τριπλών εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση και το Ευρωκοινοβούλιο.

Πέρα από αστεϊσμούς, είναι γεγονός, ότι οι λαϊκές αγορές έχουν εξελιχθεί από χρόνια σαν ιδανικοί τόποι συνάντησης υποψηφίων και πολιτών κατά τις προεκλογικές περιόδους. Η καθορισμένη ημέρα, ο προσδιορισμένος χώρος κι η κατά κανόνα μαζική προσέλευση για την προμήθεια των απαραίτητων αγαθών πολυάριθμων πολιτών, αποτελούν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι λαϊκές αγορές να καθιερωθούν συν τω χρόνω σαν ένας εκ των ων ουκ άνευ τόπος προώθησης πολιτικών μηνυμάτων, προεκλογικού αγώνα κι επικοινωνίας.

Προφανώς, οι υπεύθυνοι των κομμάτων και των παρατάξεων θα έχουν διαπιστώσει ότι αυτού του τύπου η επαφή με τον κόσμο, ανάμεσα στις ντομάτες Τουρκίας και τον άνηθο Κύπρου, τις πατάτες Αιγύπτου και τα λεμόνια Ουρουγουάης, είναι περισσότερο εύκολο να καρποφορήσει κι ο πολιτικός λόγος και να ανθήσει η μαραζωμένη σχέση πολιτών και πολιτικής. Μάλλον, εκτιμάται, ότι οι πολυάριθμες νοικοκυρές κι οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, που κατά το πλείστον επιλέγουν τις λαϊκές, είτε από συνήθεια ή ανάγκη, είτε από ευκολία, για τα ψώνια της εβδομάδας, αποτελούν πρόσφορο «κοινό» για να κοινοποιήσουν και να γνωστοποιήσουν τις απόψεις και την παρουσία τους.

Υποψήφιοι που κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν ιδέα ούτε πόσο κάνει ένα ματσάκι μαϊντανός, συνωστίζονται κουστουμαρισμένοι δίπλα στους μαϊντανούς και τους άνηθους, προσπαθώντας να πείσουν για τις ιδέες και τις αγνές τους προθέσεις. Γραφικότεροι από πολλούς γραφικούς πωλητές, που πίσω απ’ τους πάγκους διαλαλούν με ευρηματικούς –ομολογουμένως– πολλές φορές τρόπους την πραμάτεια τους, ελίσσονται ανάμεσα σε «καροτσάκια» ακολουθώντας με επιμονή πάνω-κάτω το διαρκώς μετακινούμενο «ρεύμα».

Πολύχρωμα φυλλάδια με φυσιογνωμίες άγνωστες στους περισσότερους πολίτες, πλην όμως πάντα γελαστές, αλλά και ομάδες αγνώστων διεκδικούν με πείσμα και προφανή διάθεση ανταγωνισμού, να προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον. Επινοούν, εφευρίσκουν, τολμούν, εξαντλούν την επιμονή τους, αλλά κάποτε-κάποτε και την υπομονή του κόσμου. Υπομένουν τη σκληρή κριτική, δέχονται τις επικρίσεις, σιωπούν στις επιθέσεις, γνωρίζουν πως η αντιπαράθεση τούτη την ώρα είναι ότι χειρότερο και καταστροφικό.  Είναι οι υποψήφιοι.

Α! Υπάρχουν κι οι μοναχικοί –όχι καβαλάρηδες– εκείνοι που «δουλεύουν» καλύτερα μόνοι και ξεκομμένοι απ’ την ανωνυμία της ομάδας, απ’ το απρόσωπο του γκρουπ. Εκείνοι που μπορούν να ξεμοναχιάζουν, να υπόσχονται, να εκλιπαρούν. Εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα –πάντα με πρόσχημα το καλό του τόπου, του Δήμου, της χώρας κ.ο.κ.– προκειμένου να πιέσουν, πείσουν, να επιτύχουν. Τα τέσσερα –μέχρι τώρα– χρόνια ως τις επόμενες εκλογές έχει αποδειχθεί όπως φαίνεται είναι ικανός χρόνος για να ξεχαστεί απ’ τους περισσότερους ψηφοφόρους, ότι οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν παντελώς άφαντοι κι απόντες απ’ τις γειτονιές και τα προβλήματά τους κι όχι μόνο πόσο κάνει ο μαϊντανός δεν γνώριζαν, αλλά και κατά πού πέφτει ο δρόμος που γίνεται κάθε εξάμηνο η λαϊκή.

Το τι θα πράξουν αυτές τις μέρες της απεργίας όλοι οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι και πώς θ’ αναπληρώσουν τη «χασούρα» από την έλλειψη λαϊκών δεν το γνωρίζω. Αυτό που ξέρω και όσο με αφορά, λαϊκή θα πάω –όταν μπορέσω φυσικά– για να ψωνίσω φρούτα και λαχανικά. Η λαϊκή, όσο κι αν έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά της, εξακολουθεί ν’ αποτελεί πέρα από παζάρι κι αλισβερίσι, ένα χώρο ανθρώπινης επικοινωνίας και ψυχικής εκτόνωσης, μια αγορά και μια ευκαιρία για τους γείτονες βγαίνοντας απ’ το σπίτι ν’ ανταμώσουν, να πουν τα δικά τους, να ανανεώσουν τα νέα τους, να έρθουν σ’ επαφή μεταξύ τους. Το σέβομαι και δεν προτίθεμαι να διαταράξω τις συνήθειες των γειτόνων εμφανιζόμενος –όπως άλλοι– από το πουθενά σαν… ξυλάγγουρο ενόψει των δημοτικών εκλογών.

Οι περισσότεροι γνωστοί κι οι γείτονες με γνωρίζουν, δεν περιμένουν να με μάθουν απ’ τη λαϊκή. Τα έχουμε πει και τα λέμε τόσες και τόσες φορές αλλού. Τους σέβομαι, λοιπόν, κι είμαι βέβαιος, ότι το εκτιμούν.

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Συνεργασία για την εργασία.


Είχα ξανακατέβει στις Δημοτικές στο Χαλάνδρι και το 2006. Η επαφή κι η επικοινωνία με τον κόσμο την εποχή εκείνη είχε εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, οι ανάγκες κι οι προτεραιότητες ήταν τελείως διάφορες από αυτές που αυτή την περίοδο υπάρχουν. Τότε μιλούσαμε μόνο για τις δημοτικές εκλογές κι η θεματολογία ήταν σαφώς περιορισμένη σε θέματα τοπικού κυρίως ενδιαφέροντος. Σήμερα πρώτα και πάνω απ’ όλα τίθενται πολιτικά ζητήματα και κρίσιμοι κοινωνικοί προβληματισμοί κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή αυτή τη φορά ταυτόχρονα διεξάγονται κι οι Ευρωεκλογές, οπότε η ατζέντα είναι προφανώς διευρυμένη. Συμβαίνει γιατί υπάρχει πολιτική ρευστότητα, κοινωνική αναστάτωση, οικονομική κρίση.

Παραβλέποντας τη διάχυτη απογοήτευση από την πολιτική κατάσταση και την αρνητική μέχρι αποστροφής στάση απέναντι στα πολιτικά κόμματα, στην κορυφαία θέση των κοινωνικών προβληματισμών αυτή την ώρα είναι το θέμα της ανεργίας. Αυτή η διαπίστωση που από τις πρώτες κιόλας μέρες γίνεται αντιληπτή συζητώντας δημόσια, είναι ότι οι περισσότεροι που πλησιάζω θα μου μιλήσουν με αγωνία για τα παιδιά τους. Θ’ αναφερθούν σε κάποιο τους παιδί που είναι άνεργο και ψάχνει για δουλειά, για την κόρη που δουλεύει περιστασιακά σε μπαρ και καφετέριες ή για κάποιο γιο που έχει σπουδάσει κι ετοιμάζεται να ξενιτευτεί αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα στο εξωτερικό.

Η έκρηξη της ανεργίας κι ειδικότερα της ανεργίας των νέων πτυχιούχων, φανερώνει με δραματικό τρόπο πόσο στρεβλό είναι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, το οποίο δεν μπορεί να απορροφήσει ικανοποιητικά τους νέους ανθρώπους που είναι έτοιμοι για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα όμως, αναδεικνύει και μιαν ακόμα παράμετρο που αφορά τον διαχρονικό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των εκπαιδευτικών δομών της χώρας, αλλά και την παντελή ανεπάρκεια –αν όχι έλλειψη– του συστήματος επαγγελματικού προσανατολισμού του κράτους.

Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η οποία μετά την κρίση διαπιστώνουμε κάθε τρεις και λίγο, ότι ήταν έωλη και ρηχή στηριγμένη μόνο σε κρατικές παροχές και διευκολύνσεις με δανεικά, είχε ως συνακόλουθη συνέπεια και την εμπέδωση του στερεότυπου της επιδιωκόμενης αδιάκοπης κοινωνικής ανέλιξης μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και της απόκτησης ολοένα και περισσότερων πανεπιστημιακών τίτλων και πτυχίων. Η επίπλαστες συνθήκες ευμάρειας δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μαζική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ευκολία για σπουδές στο εξωτερικό, την επέκταση των σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τον πολλαπλασιασμό τμημάτων και εξειδικεύσεων σε αντικείμενα ελάχιστης ή ανύπαρκτης προστιθέμενης αξίας, γεγονός που εκ των πραγμάτων οδήγησε στη δημιουργία στρατιών νέων ανθρώπων με αυξημένα προσόντα, που η αγορά εργασίας ήταν αδύνατον ν’ απορροφήσει.

Την ίδια στιγμή όμως, επαγγέλματα κι εξειδικεύσεις κοπιώδεις κι επίπονες εξαφανίζονταν ή εγκαταλείπονταν, αλλά επειδή πολλές απ’ αυτές ήταν αναγκαίες κι απαραίτητες, πέρασαν σε «ξένα» χέρια. Οι αγροτικές καλλιέργειες, ο πρωτογενής τομέας εγκαταλείφθηκε από τους νέους, μαράζωσε. Οι οικοδομές και τα συνεργεία πλημμύρισαν από «σπαστά» Ελληνικά. Η φροντίδα της τρίτης ηλικίας, αλλά και των σπιτιών, παραδόθηκε στις Φιλιππινέζες και τις Ουκρανές, νοσοκόμες, οικονόμους και οικιακές βοηθούς.

Η εκρηκτική κοινωνική ανάπτυξη παρέσυρε στη δίνη της όλα τα επαγγέλματα και τις εξειδικεύσεις που δεν αξιολογούνταν από το σύστημα κοινωνικής ανέλιξης ως σημαίνοντα και σπουδαία, που δεν κατέτασσαν τον φορέα τους στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και στις παρυφές –αν όχι στην κορυφή– της κοινωνικής πυραμίδας. Η μεσαία τάξη και τα μεσαία στρώματα έτρεφαν τη βάσιμη –ελέω δικομματισμού– πεποίθηση ότι μέσα από τα πτυχία και τα τυπικά προσόντα περνάει η οδός για την επαγγελματική εξασφάλιση των παιδιών της και την τακτοποίησή τους σε κάποια θέση στο δημόσιο. Πλήρωναν χρυσάφι τη «δωρεάν» παιδεία για χρόνια και χρόνια κι ακούμπαγαν όλες τους τις ελπίδες για την ευτυχία των παιδιών τους σ’ αυτή την επένδυση.

Τα χρόνια πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, όσο οι κυβερνήσεις είχαν το περιθώριο να διορίζουν αδιάκοπα στο κράτος κι όσο ήταν εύκολη η αυταπασχόληση ή η πρόσληψη στον ιδιωτικό λεγόμενο τομέα με κάποια άνεση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ανεργία ήταν ελεγχόμενη ή εν πάση περιπτώσει «κρυβόταν», δεν ήταν τόσο πιεστική. Στις μέρες μας όμως, που οι προηγούμενες δυνατότητες εξέλειπαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Αίφνης η κοινωνία μας διαπίστωσε ότι η αγορά εργασίας, που ήδη έχει συρρικνωθεί, αδυνατεί ν’ απορροφήσει όλο αυτό το πλούσιο σε γνώσεις και βιογραφικά νεαρό ανθρώπινο δυναμικό. Αδυνατεί να καλύψει ανάγκες σε γνώσεις που ούτως ή άλλως δεν της ήταν απαραίτητες. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο «θησαυρός» κι οι «επενδύσεις» έγιναν άνθρακες. Ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει η κοινωνία μας, τα νιάτα της, με τις σύγχρονες γνώσεις και τις δεξιότητες, με τον ενθουσιασμό και τη διάθεση, μένει στ’ αζήτητα και μαραζώνει ή παίρνει τη φρεσκάδα και τις γνώσεις του κι ανοίγει γι’ αλλού τα φτερά του.

Ενόψει του προβλήματος, επείγουν βιώσιμες λύσεις. Ίσως το δυσκολότερο εγχείρημα. Η αναδιάταξη κι ο επαναπροσδιορισμός της παραγωγικής βάσης και των αξόνων οικονομικής ανάπτυξης της χώρας δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Η αλλαγή των δεδομένων δεν χρειάζεται μόνο χρόνο, απαιτεί κυρίως σχέδιο και στόχευση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων. Κρίσιμη παράμετρος στο εγχείρημα είναι η κρατούσα νοοτροπία. Το ίδιο σημαντική όμως είναι κι η πολιτική συγκυρία, οι προϋποθέσεις για ευρύτερες συναινέσεις και συνεργασίες. Τώρα που σταθεροποιείται το τοπίο ως προς το μέλλον της χώρας, αδήριτη προβάλει η ανάγκη το θέμα ενός συνολικού σχεδιασμού αναγκών και προτεραιοτήτων. Τα πράγματα δεν μπορεί να μένουν άλλο ούτε στην τύχη τους, ούτε στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τις δεκαετίες πριν την κρίση.

Βλέπω αυτές τις μέρες σε διάφορα σημεία της πόλης ολιγάριθμα συνεργεία να περιποιούνται τις πρασιές και τους δημόσιους χώρους. Προφανώς πρόκειται για συμβασιούχους που με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διορίστηκαν με σύμβαση στο Δήμο –όπως και σε άλλους Δήμους και Περιφέρειες– για να καλύψουν πρόσκαιρα κάποιες «εποχιακές» ανάγκες. Προεκλογικές εγώ θα το έλεγα. Με μπαλώματα όμως δεν επουλώνεται η τεράστια τρύπα στο δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Το δικαίωμα για εργασία δεν είναι ούτε πρόσκαιρο ούτε εποχιακό. Οι Δήμοι μπορούν ν’ αναπτύξουν δράσεις, η οποίες αντί να στοιβάζουν ανθρώπους σε γραφεία και διαδρόμους ή αντί να ξαμολάνε προεκλογικά συμβασιούχους για να περιποιηθούν παρτέρια και πρασιές, να συμβάλλουν στον περιορισμό του φαινομένου της ανεργίας. Όχι όμως αποσπασματικά, όχι καιροσκοπικά κι αναξιοπρεπώς. Μαζί με τη χώρα θα πρέπει κι η τοπική αυτοδιοίκηση να βρει μιαν άλλη περπατησιά και βηματισμό, τον οποίο να συντονίσει με τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες.

Αφετηρία στο σχεδιασμό για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, είναι ο σεβασμός στην αξία του ανθρώπου και στο δικαίωμά του για εργασία. «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος», που οφείλει να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όχι επειδή το γράφει το Σύνταγμα, αλλά επειδή μόνο μέσω της εξασφάλισης συνθηκών πλήρους απασχόλησης θα εμπεδωθεί και πάλι το αίσθημα σταθερότητας κι ασφάλειας στην κοινωνία και τους πολίτες, αλλά θα δοθεί κι η ευκαιρία στους νέους να μπορούν να δημιουργούν και να προκόβουν στον τόπο που γεννήθηκαν.

Σ’ αυτές τις εκλογές πρέπει να κοιτάμε προς την Ευρώπη, αλλά να ‘χουμε το βλέμμα και την προσοχή μας στραμμένα προς την Ελλάδα, όχι με εσωστρέφεια κι επαρχιωτισμό, αλλά για να μπορέσουμε να διακρίνουμε μέσα στη σύγχυση και τον κουρνιαχτό, ποιες δυνάμεις σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αποφεύγουν να πλειοδοτήσουν σε μεγαλοστομίες κι υποσχέσεις, ποιοι δεν μπαίνουν στον πειρασμό να χτυπήσουν συμπονετικά τον άνεργο στην πλάτη, αλλά δείχνουν έμπρακτα ότι μπορούν και θέλουν να «βάλουν πλάτη» να επισπευσθεί η λύση του προβλήματος της ανεργίας με τη συμβολή τους στην υπόθεση ανάπτυξης της χώρας, με οργάνωση, σχέδιο και ενότητα.

Στο Χαλάνδρι ο συνδυασμός αυτός αποτελεί πλέον πραγματικότητα. «Μια πόλη για να ζεις–ΧΑΛΑΝΔΡΙ–Η πόλη μας» με υποψήφιο δήμαρχο τον Γιώργο Θωμά. Δεν υπόσχεται, εργάζεται. Συνεργάζεται. 

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι.

Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι. Η Χαϊμαντά από τότε που ήταν ακόμα πηγμένη στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχε κάποιες γωνιές που στέγαζαν το μεράκι, το ενδιαφέρον και τον επαγγελματισμό ανθρώπων της αγοράς, του εμπορίου. Οι πεζοδρομήσεις έδωσαν άλλον αέρα στο εμπορικό κέντρο, κινείσαι με ευκολία, χαζεύεις τις βιτρίνες με άνεση, μπορείς να σταθείς να πεις δυο κουβέντες με κάποιον γνωστό που θα τύχει να συναντήσεις. Εκεί μπορείς να βρεις, αλλά και στην Ανδρέα Παπανδρέου και στους γύρω από το κέντρο δρόμους, τα πάντα, υπηρεσίες και προϊόντα, το ακριβό και το προσιτό, το μοδάτο και το πιο κλασικό. Εξαρτάται τι ψάχνεις, ρούχο ή παπούτσι, καθημερινό ή για πιο επίσημα, τηλέφωνο ή βιβλίο; Δε συζητάμε πλέον για το φαγητό και τη διασκέδαση. το Χαλάνδρι προσφέρει –όχι μόνο στην περιοχή του κέντρου– εξαιρετικές ευκαιρίες για ψυχαγωγία και διασκέδαση. Ψάξε έναν οδηγό και θα καταλάβεις ή καλύτερα, έλα και θα διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι.
Μπορεί ο «Κανάρης» να μην υπάρχει πια στην πλατεία, αλλά πάντα μου θυμίζει το σημείο αυτό την πρώτη γνωριμία με τον κυρ-Αλέκο. απογευματάκι Κυριακής μετά το ποδόσφαιρο. Με τον Ρομαίν Αργυρούδη είχε μακρινή συγγένεια γι’ αυτό συμπαθούσε έκτοτε και τον Ολυμπιακό. Δε μιλήσαμε τότε γι’ αυτό. Με την κόρη του παντρευτήκαμε μετά από δυο χρόνια στον Άγιο Νικόλαο. Για εκείνην και για μένα ήταν κι η κουβέντα μας, για τη σχέση μας, για το μέλλον, για τη νέα μας ζωή. Τα μπλε λεωφορεία ανηφόριζαν ακόμα την Αγίας Παρασκευής κι οι ταξιτζήδες έκαναν πιάτσα μπροστά στην πλατεία. Χαρούμενες παιδικές φωνές ακούγονταν από την παιδική χαρά κι οι γύρω θαμώνες συζητούσαν φωναχτά και χειρονομούσαν για τον Ανδρέα μ' ενθουσιασμό ή έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Η πλατεία και το Χαλάνδρι κι η ζωή ήταν αλλιώς. Όλα άλλαξαν, όλοι αλλάξαμε, άλλα για καλό κι άλλα όχι. Ο χώρος όμως εξακολουθεί να αποπνέει κάτι από το άρωμα και την ευωδιά που τον έχει ποτίσει η ιστορία του και τον έχει ζυμώσει ο ανθρώπινος μόχθος. Αυτή την αίσθηση απολαμβάνω σήμερα όταν βρίσκομαι για έναν καφέ ή κάποιο μεζέ εκεί γύρω στην πλατεία. Δεν ξέρω αν μπορείς να το καταλάβεις, αλλά είμαι σίγουρος, ότι αν βρεθείς εκεί σίγουρα θα το νοιώσεις, ότι αυτή η πλατεία που δεν είναι όμως κι ακριβώς πλατεία με την τυπική έννοια του όρου σου προσφέρει απλόχερα κάτω απ’ τους ίσκιους την αύρα και τη θετική της ενέργεια. Είναι η πλατεία Χαλανδρίου, τελεία.
Τώρα που στα πεζοδρόμια εκεί γύρω θα στηθούν τα προεκλογικά κιόσκια κι οι καρέκλες θα γεμίσουν σιγά – σιγά με τους «συνήθεις ύποπτους» των δημοτικών εκλογών και των κομμάτων, η πλατεία θα πάρει τα χρώματα της επικαιρότητας, θ’ αποχτήσει μιαν άλλη γιορταστική θαρρείς όψη. Φέτος, μάλιστα, θα πέσει και του Αγίου Κωσταντίνου παραμονές εκλογών κι η πολιτική ατμόσφαιρα θα πάρει και κάτι απ’ την κατάνυξη και τη θρησκευτική έξαρση της μέρας. Πανηγύρι, γιορτή ναι! Δίπλα στους πάγκους με τα φυλλάδια συνδυασμών κι υποψηφίων, οι πάγκοι των μικροπωλητών με τα παιχνίδια και τα καλούδια. Για όλα τα γούστα.
Τι εποχές έχουμε ζήσει τέτοιες μέρες σ’ αυτή την πλατεία με τον αείμνηστο τον Πέρκιζα, με τον Κώστα τον Πατακό, με τα άλλα τα «παιδιά» από τα δεξιά ή τ’ αριστερά. Τι αντιπαραθέσεις, τι εντάσεις, αλλά και τι πανηγυρισμούς και χαρές. Με τον καιρό εκτονώθηκαν, προσγειωθήκαμε. Με την οικονομική κρίση αναθεωρήσαμε, απογοητευτήκαμε, θυμώσαμε, χαθήκαμε. Συναντιόμαστε και μοιάζουμε ξένοι. Μέχρι χτες μοιραζόμασταν ιδέες, απόψεις, σχέδια, προτιμήσεις, την ίδια παρέα, το ίδιο τραπέζι. Σήμερα είμαστε μοιρασμένοι. Η πλατεία όμως εξακολουθεί να μας χωράει όλους. Όπου κι αν καθίσεις, ό,τι κι αν προτιμήσεις να πάρεις, με όποια παρέα κι αν επιλέξεις να συναναστραφείς και να διασκεδάσεις, η πλατεία είναι ο κοινός τόπος, μπορεί να γίνει κι ο κοινός προορισμός για αύριο. Η πλατεία μπορεί να μας μαζέψει.
Μπορεί η πλατεία Χαλανδρίου να μην είναι όπως άλλοτε, εντούτοις εξακολουθεί να είναι «η πλατεία» όλων μας, το σημείο αναφοράς μας, κι αυτό μπορεί και πρέπει να μας ενώνει, να μας κινητοποιεί, να μας εμπνέει. Εκεί πρέπει και πάλι να συναντηθούμε. όποια διαδρομή κι αν στο μεταξύ ακολουθήσαμε, απ’ όποιο δρόμο κι αν διαλέξουμε να κατεβούμε. Θα σε βρω στην πλατεία. Κατεβαίνω στο Χαλάνδρι.
Photo: Red Ballon 3

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Το Χαλάνδρι δεν αντέχει άλλο τσιμέντο.


Το γράφω όπως το αντιλαμβάνομαι, το Χαλάνδρι δεν αντέχει άλλο τσιμέντο, ούτε στους δρόμους και τις πλατείες, ούτε στην επικοινωνία και τις σχέσεις. Δεν χωράει άλλο μπετό μεταξύ μας. Αρκετά επιβαρύνθηκε η περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες με την ραγδαία ανοικοδόμηση, με την ανέγερση μεγάλων σούπερ μάρκετ, με το ξήλωμα και το ξαναχτίσιμο δρόμων και πλατειών. Δεν αντέχεται περαιτέρω αποξένωση και ασυνεννοησία μεταξύ των δημοτικών παρατάξεων, δεν υποφέρεται άλλο ο στραγγαλισμός της κοινής λογικής στο βωμό συμφερόντων και ιδιοτελειών.
Το πάλαι ποτέ προάστιο έχει ανάγκη να ξαποστάσει, να πάρει μια βαθειά ανάσα, να οραματιστεί και να σχεδιάσει το μέλλον. Είναι μεγάλες οι αλλαγές, που η ανάπτυξη του λεκανοπεδίου με το κλείσιμο του περασμένου αιώνα επιφύλαξε για την περιοχή. Έργα κολοσσιαία και υποδομές ογκώδεις ανέτρεψαν εκ βάθρων την εικόνα της πόλης και δημιούργησαν νέα δεδομένα, τόσο ως προς τις λειτουργίες της, όσο και ως προς τη ζωή και την καθημερινότητα των κατοίκων.
Η Αττική Οδός, το μετρό, ο Προαστιακός έργα-ανάσες για το λεκανοπέδιο, που το «πέρασμά» τους από το Χαλάνδρι δημιούργησε συνθήκες πρωτόγνωρες και ανέτρεψε άρδην τον προαστιακό του χαρακτήρα. Οι «ήσυχες» εκτός σχεδίου περιοχές της Μεταμόρφωσης και του Πατήματος εξαφανίστηκαν κάτω από τόνους μπετό, είτε για τους δρόμους, είτε για την οικιστική ανάπτυξη. Το κέντρο της πόλης στροβιλίστηκε αρκετές φορές στους ρυθμούς των αναπλάσεων και των χωροθετήσεων μέχρι να καταλήξει να πάλλεται πότε στους ρυθμούς των κέντρων ψυχαγωγίας και πότε των κορναρισμάτων. Το Κάτω Χαλάνδρι, η περιοχή που διατηρεί ακόμα σε πείσμα των καιρών τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής γειτονιάς, μετατράπηκε σε μαλακό υπογάστριο των νέων σταθμών του μετρό επί της Μεσογείων και βιώνει το μαρτύριο της κυκλοφοριακής συμφόρησης και ασφυξίας από την άναρχη διέλευση και στάθμευση αυτοκινήτων. Ο Συνοικισμός και το Πολύδροσο «ακούνε» έντονα πλέον τον απόηχο της πολύβουης Κηφισίας και περιμένουν στην ουρά να έρθει η σειρά τους για «ανάπτυξη».
Η ανοχή και διατήρηση χωροταξικών εκκρεμοτήτων και «γκρίζων ζωνών» μέσα στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, παρά την εξέλιξη επί σειρά ετών τόσων μεγαλεπήβολων και υπεραστικών έργων υποδομής, λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός για την ανάπτυξη και την ομαλή λειτουργία της. Το παρόν καθορίζει το μέλλον, όμως το παρελθόν έχει διαμορφώσει τις συνθήκες και τους όρους του παρόντος. Αυτοί οι όροι θα πρέπει να αξιολογηθούν, να μελετηθούν, ώστε να διαγνωσθεί με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό είναι δυνατόν να βελτιωθούν οι σημερινές συνθήκες ζωής για το Χαλάνδρι και τους κατοίκους του.
Οι εύκολες λύσεις θα διατυπωθούν στα προεκλογικά φυλλάδια. Οι ανέξοδες υποσχέσεις θα γεμίζουν πολύχρωμες σελίδες πολυτελών εντύπων. Εντυπωσιακές εικόνες θα δείχνουν δρόμους δίχως μποτιλιαρίσματα και ποδηλατοδρόμους με χαμογελαστούς ποδηλάτες. Η Ρεματιά θα σκορπίσει τη δροσιά και την ευεξία της μέσα από πολυτελείς εκδόσεις, μαζί με το «Αετοπούλειο», που θα λάμπει από τα πολυποίκιλα πολιτιστικά του δρώμενα και το «Παπαδάκης», που θα σηματοδοτεί ένα αθλητικό μέλλον της νεολαίας του Δήμου που δεν υπάρχει. (Κάποιες άλλες εκδόσεις μπορεί να μη μυρίζουν καν μελάνι, αλλά απ’ αυτές ν’ αναδύονται οι οσμές κοινωνικής ευαισθησίας και να ξεχειλίζει το περίσσευμα αλληλεγγύης υπό τους ήχους της δημοτικής φιλαρμονικής. Άλλο θέμα).
Οι λύσεις όμως δίνονται έμπρακτα μέσα στη ζωή κι όχι με λόγια μέσα απ’τα προεκλογικά φυλλάδια. Μέρος της λύσης –το θεμελιώδες και κρισιμότερο– είναι ν’ ακουστούν αλήθειες. Η ειλικρίνια να πιάσει τη συνέπεια απ’ το χέρι και το μεράκι να κινητοποιήσει τη γνώση.
Μια μεγάλη αλήθεια είναι, ότι το Χαλάνδρι δεν μπορεί να ξαναγίνει προάστιο. Μπορεί –και πρέπει– όμως να γίνει πιο ανθρώπινο, πιο όμορφο, πιο ελκυστικό, μπορεί να γίνει μια σύγχρονη λειτουργική πόλη, που να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τους δημότες και να ικανοποιεί με τις υπηρεσίες τους κατοίκους, τους επαγγελματίες και τους επισκέπτες του. Το Χαλάνδρι –όπως και κάθε «Χαλάνδρι»– είναι οι άνθρωποι, οι άνθρωποι είναι η ψυχή και η καρδιά της πόλης, αυτοί δίνουν το χρώμα, το ρυθμό και την ουσία στις όποιες αποφάσεις, διαδικασίες, επιλογές ή δραστηριότητες. Εκείνοι καθορίζουν πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν οι ορίζοντες της πόλης τους, πόσο δυναμικά μπορούν να κινηθούν οι θεσμοί κι οι οργανωμένες δομές της, ποιοι θα έχουν την ευθύνη να συντονίσουν και να καθοδηγούν την πορεία της στο χρόνο.
Αν το γράψω όπως το αισθάνομαι, θα έγραφα, ότι η πόλη χρειάζεται να ξαναβρεί την ταυτότητά της, τα πατήματά της στο διάβα της ιστορίας και τον προσανατολισμό της στο γύρισμα των χρόνων και της εξέλιξης. Πυξίδα της σ’ αυτή την αναζήτηση, σ’ αυτή τη δύσκολη κι επίπονη πορεία δεν θα μπορούσε να είναι άλλη πιο αξιόπιστη, αλλά και πιο κατάλληλη, απ’ τον πολιτισμό και τις αξίες του, από το πρόταγμα στον άνθρωπο, τη ζωή και την ψυχή του.
Η πόλη μας χρειάζεται να ξαναπιάσει το νήμα με τη χαμένη της ταυτότητα, με την ιστορία της, με το παρελθόν της, γι’ αυτό χρειάζεται κοντά της τους ανθρώπους της. Είναι ανάγκη να ψάξουμε πρώτα μέσα μας την πόλη που μέσα της ζούμε. Είναι ανάγκη να περπατήσουμε, να τρέξουμε, να συναντηθούμε, να μιλήσουμε. Μέσα απ’ αυτή την πορεία στην ψυχή μας και στην ψυχή της πόλης, μέσα απ’ τα διδάγματα του χτες, το σήμερα θα συνθέσει βήμα-βήμα τον χάρτη που οδηγεί στο αύριο. Όχι σαν μια διαδικασία εσωστρέφειας, αποφυγής κι ομφαλοσκόπησης, ούτε σαν έναν φιλάρεσκο και άγονο εξωραϊσμό ή μια στείρα και ανούσια ισοπέδωση του παρελθόντος, αλλά σαν ένα δυναμικό αναβάπτισμα αυτογνωσίας για μιαν άλλη αναγέννηση της πόλης, που στηριγμένη γερά στις ρίζες της απλώνει με θάρρος, σιγουριά και χάρη τα κλωνάρια της ψηλά, στον ουρανό, στο αύριο. Αγκαλιάζει κι αγκαλιάζεται, στηρίζει και στηρίζεται, αναπτύσσει κι αναπτύσσεται.
Όσοι αυτής της πόλης μπορούν να ξεχωρίσουνε τη δύναμη, όση σ’ αυτή την πόλη έχουν τη διάθεση να δώσουνε αντί να πάρουν, όσοι πιστεύουν στην ανάγκη της συνύπαρξης κι όσοι πιστεύουν, ότι οι δρόμοι ανοίγουν ευκολότερα μόνο αν και με άλλους μαζί τους περπατήσεις, αξίζει να κοιτάξουνε κατάματα την ελπίδα, αξίζει τα τείχη του τσιμέντου να τολμήσουν να γκρεμίσουν.
Ας δοκιμάσουμε μαζί να περπατήσουμε. Ας περπατήσουμε μαζί αυτό το δρόμο, αντί να περιπλανιόμαστε χαμένοι στις ασάφειες και τα ψιλά τα γράμματα των διακηρύξεων, αντί χρόνια να χάνονται στα αδιέξοδα των εγωισμών και της μικροψυχίας. Ο πολιτισμός χωράει όλα κι όλους, την καθαριότητα, τη χωροταξία, το κυκλοφοριακό, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής. Χωράει τη διοίκηση, τους δημότες, τους επαγγελματίες, τους εργαζόμενους, τους πολίτες. Ας βρεθούμε οι Χαλανδραίοι κι αυτά βρίσκονται, ιδέες, σχέδια και γνώσεις περισσεύουν.
Ο δισταγμός τούτη την ώρα, δεν θα κρατήσει πίσω μόνο κάποιων τις φιλοδοξίες, αλλά της πόλης όλης, της πόλης μας, το φιλόδοξο, απαιτητικό κι ελπιδοφόρο μέλλον.
Το Χαλάνδρι δεν αντέχει άλλο τσιμέντο.