Εκεί, λοιπόν, που τίθενται αναλύονται και λύνονται –στη θεωρία πάντα– όλα τα σημαντικά κι όλα τ’ ασήμαντα της πόλης, της πολιτικής, μα και της κοινωνίας ή των ομάδων του ποδοσφαίρου, τα προβλήματα, κάθε γουλιά καφέ τη συνοδεύει και μια άποψη, μια γνώμη, μια ατάκα ή ένας αφορισμός –αυτός με ένταση ξεχωριστή τα τελευταία χρόνια.
Ο χρόνος κυλά, αλλά στις συζητήσεις όλο τα ίδια και τα ίδια έρχονται και ξανάρχονται στα χείλη, πέφτουν στο τραπέζι, μοιράζονται κι ανακυκλώνονται, όπως κυλούν οι συζητήσεις κι οι κουβέντες εξελίσσονται δίχως –τις πιο πολλές φορές– και να πηγαίνουν παρακάτω.
Μετά την κρίση, μάλιστα, που οι ασκοί έχουν ανοίξει του Αιόλου και στου αέρα του στροβιλίζονται, παρασέρνονται και χάνονται όλες οι παραδοχές, τα δεδομένα κι οι αναφορές μας, αυτός ο αέρας λες και παρασέρνει και τις λέξεις, τις προτάσεις, τους συνειρμούς μας κι η λογική απεγνωσμένα στροβιλίζεται και δοκιμάζεται για πρώτη φορά σ’ άλλα αφιλόξενα κι άγνωστα κατατόπια.
ΠΑΣΟΚ οι πιο πολλοί απ’ τις παρέες μου, το γράφω εξ αρχής για να συνεννοηθούμε, αλλά σε ποιο ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια καθένας αναφέρεται είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Μια ιστορία που –όπως το αντιλαμβάνομαι– όσο το κόμμα ήταν ενωμένο και πανίσχυρο, υπήρχε μεν, μα σε λανθάνουσα, για τους πολλούς ανώνυμους, κατάσταση.
Όλοι οι «απ’ έξω» σ’ ένα ΠΑΣΟΚ αναφερόντουσαν και δεν τους ένοιαζε αν ο Άκης την καρέκλα του Σημίτη τη ροκάνιζε ή αν ο Βενιζέλος είχε σκληρή κόντρα με το Γιώργο. Μιλώ για το μετά, μετά τον Ανδρέα, γιατί όσο εκείνος ζούσε –«κυριαρχούσε» θά 'ταν καλύτερα– οι καταστάσεις υπέβοσκαν, οι διαφορές υπήρχαν, αλλά κανένας δεν τολμούσε το γάντι στα ίσια να πετάξει. [Κάτι ο Σημίτης πού και πού υπαινισσόταν, αλλά όλοι του την «έπεφταν», ότι το κόμμα και τον Ανδρέα υπονομεύει, οπότε…]
Μετά στα τραπεζάκια της πλατείας αρχίσανε δειλά οι κόντρες κι οι αψιμαχίες των «συντρόφων», έλα μου όμως, που στη γλύκα και τη δύναμη της εξουσίας, της κυβέρνησης, καθένας έβαζε το «κοινό καλό» πάνω απ’ τις προσωπικές φιλοδοξίες κι επιδιώξεις [άσχετα αν οι καιροί μετά άλλα απέδειξαν].
Το 2000 το ΠΑΣΟΚ ήταν πανίσχυρο, παντοδύναμο, και τότε ήταν που ο ξιπασμός κι η αλαζονεία χτύπησαν κόκκινο. Στο δρόμο για την Ολυμπιάδα, μετά, χάθηκε οριστικά –κατ’ εμέ– η ψυχή του, ξεψύχησε σ’ έναν μαραθώνιο διακυβέρνησης, καθεστωτοποίησης, αλλοτρίωσης, ενσωμάτωσης, φθοράς και διαφθοράς.
Μαζί χάθηκε, όχι η εξουσία, αλλά η αίσθηση ότι το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπούσε το σύγχρονο προοδευτικό πρόσωπο της Ελλάδας. Ο Ανδρέας άρχισε ν’ αμφισβητείται στα ίσα, τα όποια σημαντικά ή ασήμαντα θετικά της διαδρομής αυτής, της περιπέτειας της «Αλλαγής» αμαυρώθηκαν, θάμπωσαν, για πολλούς ξεχάστηκαν, για τους νεώτερους ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ.
Πρώτα το ΠΑΣΟΚ την άνοιξε εκείνη τη συζήτηση, ήτανε τότε η εποχή του Γιώργου. Αντί όμως τα πράγματα να τραβήξουν προς τα μπρος, προς το καλύτερο, αντί κι οι συζητήσεις στην πλατεία δημιουργία κι ανανέωση να φέρνουν, αντίθετα, όλες τις διαφορές κι όλες τις έριδες, όλες τις φατρίες και τις ομάδες έφεραν ν’ αναμετρούνται, να λογαριάζονται για όλους τους λογαριασμούς και τα σπασμένα.
Ξαφνικά στην ίδια την παρέα τρεις ή τέσσερις βρισκόμασταν κι άλλος ήτανε με το Γιώργο, άλλος με το Βαγγέλη κι άλλος αλλού. Όλοι ΠΑΣΟΚ, μα ο καθένας με το ΠΑΣΟΚ που νόμιζε ή είχε στο μυαλό του. Κανείς στον άλλον ένα τόσο δα δίκιο δεν έδινε, καθένας λογάριαζε και διεκδικούσε το δίκιο για λογαριασμό του.
Ήθελα νά ‘ξερα αυτά στην Ιπποκράτους –βλέπεις κι αυτό μας έτυχε– δεν τα μάθαιναν, δεν τα έβλεπαν, δεν τα καταλάβαιναν; Πώς πηγαίνανε σε συνδιασκέψεις και συνέδρια, πώς μας καλούσανε σε συγκεντρώσεις, που γινότανε στο τέλος ένα μπάχαλο, και δεν το αποφάσιζαν οι μεν ή οι δε από τους άλλους να ξεκόψουν; Πώς πορευόντουσαν –μοιραία τολμώ να πω– μόνο με την κεκτημένη της εξουσίας, της Ιστορίας, με τη δυναμική ενός κόσμου που τυφλά πίστευε και στα τυφλά, ακόμα, ακολουθούσε.
Αυτός ο κόσμος και το ’09 – μα, ως εκεί– ό,τι είχε να δώσει το έδωσε. Παράβλεψε γκρίνιες και κόντρες και προσωπικές βεντέτες και δεν πιστεύω το παραμύθι ότι πίστεψε, εκείνο το –μοιραίο κι αυτό– τόσο παρεξηγημένο «λεφτά υπάρχουν». Λεφτά ο κόσμος είχε χορτάσει, απ’ όλα τα χρώματα– μαύρα κυρίως. Δεν ήτανε το χρήμα το ζητούμενο κι άσε τι λένε οι τηλεοράσεις.
Ο κόσμος προκοπή κι ανάπτυξη, πρόοδο κι ευημερία αναζητούσε κι ένιωθε πως ο Καραμανλής κι η δεξιά που κυβερνούσανε ιδέα δεν είχανε για το τι στον έξω κόσμο ανακατατάξεις έρχονται. Ο Κώστας βλέπανε να κυβερνά ίσα ευθεία και μ’ όλα τα στραβά από ‘κει που το άρμα της εξουσίας το παρέλαβε το 2004, με διορισμούς, επιδοτήσεις, ρουσφετάκια. Την ίδια έπαρση κι επαρχιώτικη αντίληψη μιας δεξιάς που δεν αλλάζει, αλλά διαχρονικά, στην εξουσία όταν βρίσκεται, αναπαράγει το ίδιο συντηρητικό και κλειστοφοβικό μοντέλο εξουσίας.
Εκεί, την εποχή του Γιώργου στην αντιπολίτευση, γίνανε συμβιβασμοί αντί ξακαθαρίσματα. Κάτω απ’ το χαλί χωθήκανε λάθη, πάθη, ανομίες και αμαρτίες του παρελθόντος. Αντί με άνεση χρόνου, για να πάρει και το κόμμα μιαν ανάσα, να δει και να προτείνει καινούργιους στόχους κι ο κόσμος να χωνέψει την τεράστια αλλαγή που έφερε στη ζωή του η ΟΝΕ, αλλά και για ν’ αξιολογήσει πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία, ντε και καλά κάποιοι τραβούσανε το Γιώργο στην πεπατημένη. μια αντιπολίτευση παλιομοδίτικη, μπαγιάτικη, έξω απ’ τη φινέτσα, το ήθος και τη λογική του. Ακόμα και τη συνταγματική αναθεώρηση τον βάλανε να τορπιλίσει [και για πιο λόγο!]
Εκείνη την εποχή η πλατεία έβραζε, ήτανε πια τόσο μεγάλες οι αποστάσεις στις παρέες, που οι αντιπαραθέσεις λες και μεταξύ κομματικών αντίπαλων ξεσπάγανε. Μα, όλα ξεχνιώντουσαν –ή καλύτερα– κάτω απ’ το χαλί κι αυτά χωνόντουσαν ενόψει της επερχόμενης εξουσίας. Ούτε η ήττα του ’07 –μέσα στις φωτιές εκείνου του μαύρου Αύγουστου– στάθηκε αφορμή το κόμμα μια άλλη ρώτα να τραβήξει, ανανεωμένο οργανωτικά και ριζοσπαστικό πολιτικά. Μια απ’ τα ίδια στη θέα της εξουσίας και με την έντονη καθημερινή πλέον οσμή της φθοράς του Κώστα Καραμανλή.
Από το «Γιώργο προχώρα άλλαξέ τα όλα» μέχρι το «να καεί να καεί το μπουρ@έλο η Βουλή» ένα μνημόνιο δρόμος. Οι επευφημίες για πότε έγιναν κατάρες, ίσως ούτε στα τραπεζάκια της πλατείας προλάβαμε να το καταλάβουμε. Όπως δεν καταλάβαμε –εμείς οι ΠΑΣΟΚοι– πώς βρεθήκαμε σε άλλα κόμματα, σε άλλες παρέες ή στα σπίτια μας.
Άλλοι βρίζουν το Γιώργο, άλλοι βλαστημάνε τον Βενιζέλο, άλλοι τον ‘Ακη ή τον Σημίτη, πάντως όλοι με κάποιον τα ‘χουν. Ξεχάσαμε. Και τώρα που –τάχα– ψάχνουμε την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς, ακούω να μιλάνε και ξέρω πως και πάλι, αν δοθεί η ευκαιρία, τα ίδια λάθη θα ξανακάνουν. Το χάσμα είναι τεράστιο κι ο χρόνος το μεγεθύνει. Το ΠΑΣΟΚ που γνωρίσαμε, πιστέψαμε κι ακολουθήσαμε δεν υπάρχει κι ούτε πρόκειται να ξαναϋπάρξει. Ίσως και το ότι υπήρξε, το ότι βρέθηκε και πάλι ο κεντρώος χώρος ενωμένος, να ήταν ένα καπρίτσιο της Ιστορίας, μια ευκαιρία που μας δόθηκε και την καταναλώσαμε, την απαξιώσαμε και, τελικά, τη χάσαμε.
Δεν είναι θέμα ταμπέλας ή συμβόλων, είναι γεγονός της συγκυρίας, ξάφνιασμα μιας εποχής, ανάγκη μιας κοινωνίας. Ούτε η εποχή, ούτε η κοινωνία σηκώνουν σήμερα αλλαγές, οράματα, ελπίδες, είναι στέρφα η εποχή μας. Φόβο γεννά μόνο, ανασφάλεια κι εσωστρέφεια, χώρος για κοινωνικά ανοίγματα και παροχές δεν υπάρχει, δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες, οι ισορροπίες, οι δυνάμεις του πλανήτη που αντιπαρατίθενται. Ο χώρος για το ΠΑΣΟΚ ή για το όποιο ΠΑΣΟΚ απαλλοτριώνεται στον πολιτικό χάρτη καθημερινά. Το πνίγει αργά μα σταθερά, η μετεξέλιξη κι η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Οι επερχόμενες εκλογές μένει να το δείξουν.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι οι όποιες προσπάθειες ανασυγκρότησης της κεντροαριστεράς θα πρέπει να σταματήσουν, όπως δεν θα σταματήσουν –ούτως ή άλλως– κι οι ανάλογες συζητήσεις στην πλατεία, αποτέλεσμα δεν πρόκειται να υπάρξει, προς το παρόν τουλάχιστον.
Μην περιμένουν, υποστηρίζω στις συζητήσεις, οι φίλοι κι οι γνωστοί την επάνοδο του Γιώργου Παπανδρέου για να δικαιωθεί επιτέλους. Επωμίζεται –δεν κρίνω το δίκαιο ή το άδικο, αδίκως εν πολλοίς θεωρώ, αλλά έκανε τραγικά λάθη και ως πρωθυπουργός [πολιτική διαχείριση κλεισίματος αγορών-κρίσης] και ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ [παραίτηση από ηγεσία]– τη λαϊκή οργή και το μίσος εκείνου που έφερε το μνημόνιο, το ΔΝΤ και γενικά την κρίση και την καταστροφή.
Αναμφισβήτητα, βαριά πολιτική κληρονομιά, το «λεφτά υπάρχουν», απλώς είναι, όμως, μόνο το κερασάκι στην πολιτική του καταδίκη. Μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ίσα – ίσα για να διατηρήσει κάποια παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ή και στη Σοσιαλιστική Διεθνή, είναι ίσως η πιθανότερη επόμενη πολιτική του επιλογή. Κρίμα.
Αναμφισβήτητα, βαριά πολιτική κληρονομιά, το «λεφτά υπάρχουν», απλώς είναι, όμως, μόνο το κερασάκι στην πολιτική του καταδίκη. Μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ίσα – ίσα για να διατηρήσει κάποια παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ή και στη Σοσιαλιστική Διεθνή, είναι ίσως η πιθανότερη επόμενη πολιτική του επιλογή. Κρίμα.
Οι «Βενιζελικοί» τι να περιμένουν; Μένουν στις δάφνες από την τρικομματική του 2012, που μετεξελίχτηκε σε κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Στη φάση αυτή που το ΠΑΣΟΚ έχασε –δεν κρίνω και πάλι το δικαίως ή αδίκως, αλλά όχι αδίκως θεωρώ– και το τελευταίο φύλλο συκής του ένδοξου παρελθόντος και της πολιτικής του ταυτότητας. Μια χασούρα όχι συναισθηματική –που μικρή αξία θα είχε σε τελική ανάλυση– αλλά πολιτική, εφόσον –όπως εισπράχθηκε απ’ τον κόσμο που το πίστευε ακόμα και το υποστήριζε– δεν θέλησε ή δεν κατόρθωσε να σταθεί αξιόπιστο ανάχωμα στις δεξιόστροφες πιρουέτες του «ουδείς αναμάρτητος» Σαμαρά και εγγυήτρια πολιτική δύναμη για την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στο κράτος. Χρεώθηκε ολοκληρωτικά το μαύρο της ΕΡΤ, τον Μπρατάκο, τον ΕΝΦΙΑ και περικοπών στα εισοδήματα ων ουκ έσται τέλος.
Η φωνή του Βενιζέλου ηχεί σήμερα παράταιρα λογική και νηφάλια σ’ ένα κόσμο όμως που δεν θέλει ή δεν μπορεί πλέον ν’ ακούσει γιατί έχει κουραστεί, απογοητευτεί ή και αηδιάσει. Αν ακούσω, ότι, για λόγους εθνικού καθήκοντος, συντάσσεται σ’ ένα σχήμα δυνάμεων της αντιπολίτευσης υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη για ν’ απομακρυνθεί η λαίλαπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από τη διακυβέρνηση του τόπου δεν θα μου έκανε εντύπωση. Κρίμα και πάλι κρίμα.
Το ΠΑΣΟΚ της Φώφης κατ’ αρχάς δεν είναι της Φώφης, αλλά μιας παρέας «Γεννηματικών» που επιμένουν ότι υπάρχουν. Ούτε ο πολιτικός θάνατος του ΠΑΣΟΚ τους τρομάζει, ούτε ο κίνδυνος ο χώρος της κεντροαριστεράς να μείνει χέρσος και λεία στις ορδές του ΣΥΡΙΖΑ. Η σφραγίδα κι η κυβερνητική θέση έχουν μεγαλύτερη σημασία. Οδηγούν έτσι το υπόλοιπο του κόμματος σε μιαν άνευ προηγουμένου κατρακύλα, που αν δεν ήταν ένα-δυο μέσα ν’ ακούγονται πού και πού δυο κουβέντες, κανείς πλέον δεν θα θυμόταν ότι το κόμμα αυτό, που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο την περίοδο που ονομάστηκε μεταπολίτευση, υπάρχει. Τρεις φορές κρίμα.
Και στην πλατεία, όταν φτάνει η συζήτηση στα του κόμματος, όταν ο ένας κι ο άλλος στοιχίζονται πίσω απ’ τους εκλεκτούς τους, αισθάνομαι επί της ουσίας κομματικά ανέστιος, γιατί ενώ οι εποχές απαιτούν συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις, ειλικρίνεια και θάρρος, μα, πάνω απ’ όλα, συσπείρωση κι ενότητα της κοινωνίας όλης, αναμασάμε φλύαρα τα ίδια επιχειρήματα κι αναπαράγουμε μονότονα τις ίδιες νοοτροπίες, σαν οι καιροί να είναι όπως άλλοτε, που εικοσάχρονοι –ή λίγο πιο μεγάλοι οι περισσότεροι– τότε, απ’ τον Αντρέα περιμέναμε τις λύσεις, που, μ’ ένα νεύμα ή και μ’ ένα σύνθημα, ο λαός στην εξουσία θα ερχότανε κι η Ελλάδα θα γινόταν πιο μεγάλη.
Πόσο ν' αντέξουν πια κι αυτά τα τραπεζάκια εκεί έξω, στην πλατεία; Ιδού, Οκτώβριος εισέρχεται απ' αύριο και ο χειμώνας βρίσκεται προ των πυλών.
Καλό μήνα, σύντροφοι!
Πόσο ν' αντέξουν πια κι αυτά τα τραπεζάκια εκεί έξω, στην πλατεία; Ιδού, Οκτώβριος εισέρχεται απ' αύριο και ο χειμώνας βρίσκεται προ των πυλών.
Καλό μήνα, σύντροφοι!