Κάτω απ’ αυτήν την τέφρα μπορεί να θαφτεί κι ο καιρός της αθωότητας;
Η έκρηξη του ‘10, η καταστροφή που ακολούθησε κι η ερήμωση που απλώνεται μέρα τη μέρα, πρώτα στο μέσα μου, και μ’ ακολουθεί στα μετέωρα βήματά μου, σκόρπισε τόση τέφρα με την ορμητικότητα και την έξαψή της πάνω στη ζωή μου -στις ζωές μας τολμώ να πω- που ο καιρός πριν, οι μέρες εκείνες χάθηκαν λες, εξορίστηκαν από τις μνήμες κι απ’ τις ζωές σαν στοιχειωμένες, σαν καταραμένες, σαν σατανικές και στη θέση τους μπαίνουν μέρα τη μέρα οι νέες, οι νέες αφηγήσεις, οι νέες μέρες... Αυτές πάνω στην τέφρα που σκέπασε εκείνες της αθωότητας τις μέρες.
Και κάτι μεσημέρια -σαν σήμερα καλή ώρα- που αναζητάω καταφύγιο κι ένα βαρκάκι για το γιαλό της φαντασίας, για φυγή, κάποιες σελίδες ξαναδιαβάζω κι από κάποια βιβλία, άλλοτε σύγχρονα κι άλλες φορές από τα ξεχασμένα και παλιά, ψάχνω να βρω -έτσι λες και την πληγή ανοιχτή να θέλω να κρατάω- τι στράβωσε εμένα -κι άλλους ίσως- κι οι μέρες που έχω ζήσει, οι μέρες που αγάπησα, δούλεψα, έκλαψα κι άκουσα το γέλιο των παιδιών μου, οι μέρες της ζωής μου ως τα χτες, ξόρκι σήμερα να χρειάζονται -λένε οι νέοι ή κάποιοι γηραλέοι νεανίζοντες- και πυρ εξώτερο, γιατί ευθύνονται, αυτές και μόνο, “οι παλιές”, κι όχι εγώ ή κι άλλοι, για την καταστροφή και την ερήμωση που κατέλαβαν αιφνίδια πως τη χώρα.
Κι έφτασα ξεφυλλίζοντας στον καιρό της αθωότητας!... Τι έκπληξη και ειρωνεία κρυμμένη εκεί, μπροστά σχεδόν στα μάτια μου, λίγο πιο πάνω απ’ το ενθύμιο του Συνέδριου του ‘98 στη Λισαβόνα, πίσω απ’ την κορνίζα με τις καμήλες και τα πλατιά χαμόγελα της εφταήμερης εκδρομής στις πυραμίδες...
“...Γιατί με την πάροδο του χρόνου, διαπίστωσα πως δεν υφίσταται ένας μόνο καιρός της αθωότητας στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά περισσότεροι, όλοι όμως χαρακτηρίζονται από μιαν απαραίτητη προϋπόθεση: την αθωότητα του υποκειμένου. Εκείνα τα δέκα χρόνια που ζήσαμε με το γιό μου στο μικρό σπίτι με την αλάνα, στο Χαλάνδρι, έχουν συγχωνευτεί εντός μου με τα χρόνια που έζησα στο πατρικό μου, στην ίδια γειτονιά, και με τα καλοκαίρια στην Καισαριανή των παππούδων μου. Και καθώς ούτε το πρώτο σπίτι υπάρχει πια, ούτε το δεύτερο, μα ούτε και το τρίτο, καθώς, επίσης, το Χαλάνδρι κι εγώ έχουμε αλλάξει όψη κάτω απ’ την παράφορη σμίλη του χρόνου, ο καιρός της αθωότητας θάλλει μόνο στη μνήμη μου, οσάκις έντρομη από λαχτάρα, προσπαθώ να τον αγγίξω μέσ’ απ’ τα γραπτά μου, τον βλέπω να απομακρύνεται, όπως η “τούμβα” που πόθησε να επισκεφθεί ο παππούς στο “Μόνον της ζωής του ταξίδιον”. Και ακούω πάλι τα λόγια τα σοφά, τα λόγια της θείας αφέλειας: “Μα τι θαρρείς, ψυχή μου; Η τούμβα, όσο προχωρώ, τραβιέται μακρύτερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ’ αψηλώτερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ’ έκοψε τα γόνατα!” Καταθέτω λοιπόν κι εγώ τα όπλα και δέχομαι, νικημένη, ότι ο καιρός της αθωότητας, τον οποίο επιπλέον δεν αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιον ενόσω αποτελεί το παρόν, υφίσταται κυρίως για να φανερώνει το πέραν...”
Κι έμεινα ώρα πολλή στις λέξεις της Κατερίνας της Ζαρόκωστα και αισθανόμουν, όπως ο καιρός της αθωότητας κυλούσε, εκεί ανάμεσα στις σελίδες, μπρος στα μάτια μου, ευχάριστος, τρυφερός, ολοζώντανος, τυπωμένος από το Σεπτέμβριο του 2005 σε χαρτί Chamois 120 gr. μέσα στο βιβλίο το Χαλάνδρι που γνώρισα 19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι, που εκδόθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση του Βιβλιοπωλείου Ευριπίδης, ότι εκ των υστέρων είναι εύκολη η αθώωση, η καταδίκη, η επιτίμηση, είναι και βολικό της κάθε εποχής η εξουσία να το ορίζει, τα έργα κι οι ημέρες όμως που πέρασαν και έμειναν και άντεξαν από εφήμερες κατάρες κι εξουσίες δεν τρομάζουν, θα ζουν για πάντα τον καιρό της αθωότητας, όπως κι εκείνοι που τα εμπνεύστηκαν, τα δούλεψαν, τα έπλασαν, ζουν και θα ζούνε στις καρδιές κάποιων ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα