Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Η ελπίδα είναι μπροστά.


Μπορώ να γράψω αμέτρητες ιστορίες που να περιγράφουν περιστατικά και γεγονότα πόνου, απόγνωσης, απελπισίας. Μπορώ να παραθέσω πάμπολλα παραδείγματα ανέχειας, φτώχειας, δυστυχίας. Μπορούμε να μιλάμε και να γράφουμε επί ώρες για συμβάντα και ειδήσεις που αφορούν παιδιά που πεινάνε, ανθρώπους που υποφέρουν στους δρόμους, οικογένειες που βασανίζονται στο σκοτάδι. Ανεξάντλητα μπορούμε, επίσης, να μιλάμε και να μοιράζουμε δεξιά κι αριστερά ευθύνες και λάθη γι’ αυτή τη δυσάρεστη καμπή που βρεθήκαμε.

Ώρες και μέρες ατέλειωτες, χρόνια πια, έχουμε αποδυθεί κι επιδοθεί σ’ έναν μέχρις εσχάτων αγώνα, ώστε ν’ αναδείξουμε και ν’ αποδείξουμε μεταξύ μας κι ενώπιον όλων, όλη τη μιζέρια και τη δυστυχία που εκ των πραγμάτων δημιουργεί η οικονομική κρίση. Φεύγει και το 2013 κι ακόμα δεν έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε, όχι –όπως θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα– με ποιον τρόπο θα κατορθώσουμε να ξαναφτιάξουμε το κράτος και τις ζωές μας, αλλά ούτε καν για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι αιτίες και θα διορθωθούν τα λάθη που οδήγησαν τη χώρα κι εμάς σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς αλλάξαμε, μνημόνια και μεσοπρόθεσμα αναθεωρήσαμε, μέτρα και φόρους δοκιμάσαμε, αλλά η κατάσταση συνολικά, όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει βελτιωθεί, αλλά τουναντίον η απαισιοδοξία, η ανασφάλεια κι η αβεβαιότητα κυριαρχούν και δυναστεύουν την καθημερινότητά μας.

Οι δοκιμασμένες πολιτικές συνταγές και λύσεις του παρελθόντος είναι πανταχού παρούσες, δηλητηριάζοντας το παρόν πιο επικίνδυνα και ύπουλα από την αιθαλομίχλη στην ατμόσφαιρα. Οι μεν κυβερνώντες συγκρατούν παντοιοτρόπως το χρόνο μέσω του σημειωτόν και της στασιμότητας μήπως διαφανεί η όποια διέξοδος που –το πιθανότερο θα στηρίζεται σε κάποιας μορφής πανευρωπαϊκή λύση για την αντιμετώπιση της ύφεσης, έστω και με πολλούς αστερίσκους για την περίπτωσή μας. Οι δε αντιπολιτευόμενοι σπρώχνουν με βιά το χρόνο μπροστά προς τις εκλογές, προσβλέποντας να εισπράξουν το ταχύτερο σε ψήφους τη λαϊκή απογοήτευση, απόγνωση κι αγανάκτηση, αδιαφορώντας αν η απελπισία που απλόχερα σκορπούν διεγείρει το θυμικό.

Και οι μεν και οι δε λειτουργούν ωσάν να βρισκόμαστε στην Ελλάδα του χίλια εννιακόσια ενενήντα και βάλε, στην «ισχυρή Ελλάδα» του 2000 και μετά. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι κυβερνητικές επιλογές ακολουθούν τη λογική των διευθετήσεων και των εξυπηρετήσεων –στο μέτρο που επιτρέπουν οι συνθήκες– εκείνων των εποχών, αλλά κι οι αντιπολιτευτικές δεσμεύσεις κι εξαγγελίες μόνο για την επιστροφή σ’ εκείνες τις εποχές μας προδιαθέτουν.

Σ’ αυτή τη αποπνιχτική μούχλα του παρελθόντος, όπως την αποπνέουν τα κόμματα σήμερα, ο πολίτης αισθάνεται δραματικά αποξενωμένος και απελπιστικά μόνος. Δεν έχει πού να στρέψει το κεφάλι και πού να κατευθύνει τα βήματά του. Υπομένει και υφίσταται, απ’ τη μια την κυβερνητική πολιτική, που του στερεί κάθε δυνατότητα να ονειρευτεί και να σχεδιάσει το μέλλον του κι απ’ την άλλη τις κραυγές και την ανερμάτιστη συνθηματολογία της αντιπολίτευσης, που ακρωτηριάζουν κάθε ελπίδα για διέξοδο σ’ ένα καλύτερο αύριο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, παθητικά παρακολουθεί, προσπαθώντας εκ των ενόντων να δημιουργήσει τις διόδους που θα του επιτρέψουν ν’ ακολουθήσει κάποιες από τις σταθερές και τις αξίες που διατηρούν ακόμα την επιρροή τους. Εμπειρικά επιχειρεί να προστατευθεί από τις επιπτώσεις της πολυεπίπεδης κρίσης και να διασώσει κάποια από τα συστατικά στοιχεία της κοινωνικής συνοχής κι αλληλεγγύης. Διαισθητικά δραστηριοποιείται και συμμετέχει, αναζητώντας ισορροπίες και ασφάλεια σ’ ένα αποδιοργανωμένο κι αλλοτριωμένο περιβάλλον.

Ξημερώνει μια ακόμη Πρωτοχρονιά σε λίγο κι η χώρα μας και μαζί μ’ αυτή κι όλοι μας, έχουμε ανάγκη μια ανάσα, ένα λιμάνι στο πέλαγος της κρίσης, μια πυξίδα, μια ελπίδα. Οι ευχές, απ’ όπου κι αν προέρχονται, μοιάζουν με στρακαστρούκες που μετά το σύντομο «μπαμ» εξαφανίζονται και ξεχνιούνται. Τα λόγια δεν φτάνουν, όσο ευχάριστα κι εγκάρδια κι αν είναι, όσο ειλικρινή κι αληθινά, να καλύψουν το κενό που έχει δημιουργηθεί το διάστημα που έχει ήδη παρέλθει. Αναλώνουμε όλη μας τη δύναμη και τα ψυχικά αποθέματα, όλο μας το χρόνο, στο να εξιστορούμε και να περιγράφουμε όψεις δυστυχίας και πτυχές μιζέριας. Έχουμε μείνει δραματικά πίσω σε πράξεις και πρωτοβουλίες, σε έργα και δράσεις.

Σημαντικές οι μέχρι τώρα κοινωνικές εκδηλώσεις συμπαράστασης κι αλληλεγγύης, τα συσσίτια όμως δεν είναι ο στόχος κι ο προορισμός μας, ούτε η διανομή ειδών πρώτης ανάγκης στις πλατείες, αυτά πρέπει ν’ αποτελούν το εφαλτήριο και το σάλπισμα αφύπνισης για να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν δημιουργήσουμε ένα καλύτερο κράτος, όχι από ένα ακόμα καλύτερο συσσίτιο.

Ελπίδα μπορεί να μη φαίνεται, αλλά ελπίδα υπάρχει. Το ξέρουμε κι ας μην την ψάχνουμε. Το διαισθανόμαστε κι ας μην τ’ ομολογούμε. Υπάρχει μέσα μας, στην ψυχή μας, στο βλέμμα του παιδιού, στο «ευχαριστώ», στο «συγγνώμη», στο «σ’ αγαπώ», στο μαζί. Σε μας απόκειται να επιλέξουμε, αν θα μείνουμε στα λόγια και τα ευχολόγια του χτες, στην απελπισία της απραξίας, ή θα προχωρήσουμε συντονισμένα κι υπεύθυνα επιλέγοντας την κρυφή ελπίδα που μας έφερε σ’ άλλη μια πρωτοχρονιά, τη ζωντανή ελπίδα που οδηγεί στο αύριο. Άλλες επιλογές δεν υπάρχουν.

Ελπιδοφόρο και χαρούμενο το νέο έτος.


Photo: Onlinevents

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα στο Βανκούβερ.


Ποιος να ‘ναι πιο κοντά, τα Χριστούγεννα, οι Δημοτικές ή το Βανκούβερ; Γίνονται οι αποστάσεις κάποιες φορές μέσ’ τα μυαλά μαλλιά κουβάρια. Γίνονται κι οι καταστάσεις μέσ’ στη ζωή τόσο περίπλοκες. Στη βάση τους τα πράγματα είναι απλά, η ζημιά γίνεται μόλις μπει στη μέση το συναίσθημα. Η καρδιά κουμαντάρει όσα το μυαλό πασχίζει να ξεδιαλύνει. Είναι να μην πάρει μπροστά, γιατί έτσι και σταματήσει, ούτε μυαλό, ούτε συναίσθημα, ούτε Χριστούγεννα, ούτε Δημοτικές. Για το Βανκούβερ; ‘Ασε, ούτε λόγος. 

Χρειάζομαι σίγουρα έναν χάρτη για να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις τούτη την ώρα. Μόνο δεν ξέρω αν αυτός πρέπει να είναι γεωφυσικός ή ανθρωπολογικός. Οι χάρτες έχουν μια τέτοια τάξη στις πληροφορίες που περιέχουν, μια σειρά στα όρη και τις πεδιάδες, στις στεριές και τις θάλασσες. Στις θάλασσες εκεί γεννήθηκε –λένε– η ζωή, εκεί πέρασες τη μισή κι απ’ τη δική σου. Το λοιπόν –που λες συχνά και ‘συ– μάλλον ανθρωπολογικό με βλέπω να γυρεύω. Τι να τον κάνουμε τούτη την ώρα τον γεωφυσικό, αφού και το Βανκούβερ ξέρουμε πού πέφτει και περισσότερο πόσα μερόνυχτα σε κάποιο ντόκο με συντροφιά επίμονη κάποια σεντίνα είχαν περάσει. 

Ίσως με το φεγγάρι να μιλούσες, ίσως με κάποιο γλάρο ένα μήνυμα να ‘χες στείλει. Μπορεί και να ‘χες βλαστημήσει –τι μπορεί, αυτό είναι το μόνο σίγουρο– και την «κηδεία» κάποιου έμβολου ή κάποιας ντιζελομηχανής να είχες γαμήσει. Πόσες βάρδιες μου μέτραγες ‘κείνα τα πρώτα χρόνια που ‘χες ξεμπαρκάρει. Κι αργότερα, χρόνια αρκετά, ύστερα από γιορταστικά Χριστουγεννιάτικα τραπέζια, πάνω στους καναπέδες αραχτοί, τι ιστορίες και ταξίδια με έπαιρνες παρέα. Βαριόμουνα, δε λέω, κάποιες φορές με δυσκολία κρατούσα το κεφάλι να μη γύρει, αλλά ήταν τόσος ο οίστρος κι η ένταση της περιγραφής σου, που στο Βανκούβερ με το ζόρι ξύπνιο με κρατούσαν. 

Λίγες φορές –συνήθως καλοκαίρια– εκεί στην πάνω βεράντα σου στη Χίο δυο-τρεις παρτίδες το πολύ να ‘χαμε παίξει. Το τάβλι βλέπεις το ‘χες μάθει στην Περσία –όπως περήφανα καμάρωνες στους γύρω– κι εγώ με δυσκολία μόλις παρακολουθούσα τον τρόπο που τις πόρτες τις σκαρώνεις, όταν με άλλους κι ιδίως με τον κυρ-Αλέκο έπαιζες ώρες και ώρες κάτω από τα πεύκα. Μια οι φωνές και μια τα πετραδάκια, στο μέτρημα μην τύχει και χαθείτε. Χανότανε πολλές φορές το μέτρο και με φωνές σας καλούσαν οι κυράδες στο τραπέζι. Μάστορας, δεινός, αλλά πολλές διπλές, είχες βρε θείε, κρυμμένες μες στα ζάρια. Στο μάζεμα, στο άπλωμα. Αυτός ήταν ο φόβος ο δικός μου, γιατί ενώ εσύ μιλούσες με τα ζάρια, εγώ μαζί τους δεν είχα ούτε καλημέρα. 

Τα χρόνια φέραν μέρες δύσκολες και νύχτες αξημέρωτες. Μα, αν και μηχανικός, σαν καπετάνιος τους ξηγιώσουν. Μ’ όλα τα λάθη ή τις αστοχίες που ένας άνθρωπος μπορεί να διαπράξει, είχες το τάλαντο, τον τρόπο να τα σιάξεις. Να τα ταιριάξεις με τον τρόπο το δικό σου και να τα βάλεις στη σειρά και σε μια τάξη. Πέρασες άλλωστε τόσες θάλασσες του κόσμου και τόσα ξένα κύματα, που η αλμύρα της ζωής περίσσια νοστιμιά έλεγες πως προσθέτει. Περπατησιά σπαθάτη, σταθερή, στήθος, κορμί λεβέντη. Πάνω σε πόσα καταστρώματα την είχες, άλλωστε, εξασκήσει, πόσες φουρτούνες από πάνω είχες περάσει και πόσα μποφόρια κουβαλούσες στα πνευμόνια. 

Ελπίζω κι εύχομαι, αυτοί οι αέρηδες, ΄να ‘χουν ακόμα κάτι από ‘κείνη την αρμύρα κάτι απ’ το άρωμα της θάλασσας να θυμίζουν, τώρα που οι ανάσες σου μηχανικά κρατάνε το ρυθμό τους. Βαθειά εκεί που είσαι βυθισμένος να αρμενίζεις στου Βανκούβερ το λιμάνι και να θυμάσαι ιστορίες μ’ άλλους Χιώτες και καπετάνιους που ‘καναν του κεφαλιού τους και ναύτες που δεν είχαν στο Θεό τους. Ποιος ναυτικός έχει άραγε το Θεό του; Όλοι τον ‘Αη Νικόλα προσκυνάνε. Δεν ξέρω, μα δεν έχει και τόση σημασία, ποιος άγιος απόψε εφημερεύει. Να ‘ναι μονάχα εκεί παρακαλάω, κάπου κοντά σου, δίπλα στην καταστολή σου κουράγιο να σου δίνει να γυρίσεις. Να γεννηθείς ξανά σαν βρέφος μέσ’ στη φάτνη. Να έρθεις, γιατί κι οι εκλογές στο Δήμο δεν θα γίνουν, αν δεν δηλώσεις κι εσύ με κάποιον τρόπο τη συμμετοχή σου. Έχει κι ο Γιώργος τη συγκέντρωση όπου να ‘ναι κι ευχάριστα νέα θέλω να του κρατάω. 

Βάλε, λοιπόν, προς το παρόν τα δυνατά σου για να ‘ρθει η ώρα και τα καλά σου για να βάλεις, μαζί να βγούμε στα EVEREST, στο Χελιδόνι ή όπου αλλού ο αγώνας επιτάσσει, ψήφους να βρούμε γιατί ο καιρός περνάει. Μπορεί στο Χαλάνδρι τα πράγματα να ‘ναι μπερδεμένα –Δήμος κι αυτός, βρε θείε, να σου πετύχει– αλλά ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για να τα ξεμπερδέψει, αν εσύ αρχίσεις να μην είσαι σε ολομέλειες, μαζώξεις ή συνελεύσεις; Ποιος λόγο θα βρει με θάρρος για να πάρει κι από το βήμα όλους να τους κατακεραυνώσει; 

Κατακεραύνωσε κι όσες απόψε δυσκολίες βρεις στο διάβα κι ολοταχώς βρες ένα καράβι γερός και δυνατός για να γυρίσεις. Δεν έχει σημασία αν το ΕΛΛΗΝΙΣ θα είναι ή το ΝΗΣΟΣ ΧΙΟΣ, μόνο αυτό, μόνο αυτό να ξέρεις πως παρακαλάω, από ‘κει που ‘σαι, κάποιο καράβι να υπάρχει, εδώ κοντά μας πάλι να σε φέρει.

Καλά Χριστούγεννα με υγεία και χαρά για όλους!

Photo: 8ο Δημ. Σχολείο Κορυδαλλού

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Τα απειλητικά Χριστούγεννα.


Παραμιλάμε. Περπατάμε, σταματάμε, κοιμόμαστε και μουρμουρίζουμε. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν απειλητικά κι εμείς κάνουμε ότι δεν τα βλέπουμε, σαν κάποιους ανεπιθύμητους γνωστούς που θέλουμε ν’ αποφύγουμε, αν τύχει και τους πάρει το μάτι μας κάπου στο δρόμο.

Στον κόσμο μας. Το χαμόγελο, η χαρά κι η ξενοιασιά που απλόχερα πρόσφεραν άλλοτε με τον ερχομό τους φαντάζουν φέτος σαν απειλή και βάρος ασήκωτο. Το 2013 φυλλορροεί μέρα με τη μέρα κι οι λογαριασμοί εξακολουθούν να μην λένε να κλείσουν με τίποτα μαζί του. Ούτε μ’ αυτό, αλλά ούτε και με την εφορία, με τη ΔΕΗ, με τα τέλη, με τις κάρτες, με τα δάνεια, με τα φροντιστήρια, με τα ασφάλιστρα. Όλοι οι λογαριασμοί απλήρωτοι κι απλωμένοι στο τραπέζι σαν πασιέντζα που δε βγαίνει, δίνουν το μελαγχολικό τόνο στην άλλοτε γιορταστική ατμόσφαιρα τέτοιων ημερών.

Δεν είναι που δεν περιμένουμε πια τον 14ο μισθό, το δώρο των Χριστουγέννων. Δεν είναι που θα λείψουν τα ταξίδια στη Βιέννη και το Παρίσι, ούτε επειδή το «γιορτινό τραπέζι» –των παραδοσιακών ρεπορτάζ– δεν θα έχει προσούτο, αβοκάντο και παραγεμισμένες γαλοπούλες. Δεν είναι γιατί τόσα χρόνια συνηθίσαμε να μας τα λέει η Βανδή –τότε δεν τα «έλεγε» ακόμα στο Σφακιανάκη– πάνω σε πίστες από στρας, ανάμεσα σε πυρπολημένες φιάλες, βουνά από γαρίφαλα και τσιφτετέλια μέχρι πρωίας, ούτε επειδή ο Χριστός θα ξαναγεννηθεί στη φτωχική φάτνη κι οι μάγοι δεν θα έρθουν φορτωμένοι λαπ τοπ, κινητά, i-pad και μπάρμπι. Είναι η πίκρα κι η απογοήτευση, γιατί κάπου βαθειά μέσα μας αισθανόμαστε, ότι αν για δεκαετίες καταναλώσαμε με απερισκεψία κι ελαφρότητα δάνεια και πιστώσεις και μαζί μ’ αυτά και τις δυνατότητες για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας, έφτασαν μόνο τρία χρόνια για να σπαταλήσουμε με μεγαλύτερη απερισκεψία κι επιπολαιότητα όλες τις ευκαιρίες συνεργασίας και συνεννόησης για την ανόρθωση και τη σωτηρία της.

Ξεφορτωθήκαμε και πετάξαμε το ηθικό μας έρμα, ανατρέψαμε και ποδοπατήσαμε τις διαχρονικές μας αξίες, συκοφαντήσαμε και δαιμονοποιήσαμε τις διαφορετικές απ’ τις δικές μας αντιλήψεις. Στεκόμαστε τώρα άναυδοι πάνω απ’ το ορθάνοιχτο κουτί της Πανδώρας μ’ όλα τα κακά και τ’ ανάποδα να μας περικυκλώνουν κοιτώντας ο ένας τον άλλο, αλλά μη μπορώντας επί της ουσίας να δούμε κανέναν και τίποτα άλλο εκτός απ’ το πρόβλημά μας και τις ανάγκες μας. Κλεινόμαστε στο καβούκι μας.

Αυτοί που θα έπρεπε πρώτοι απ’ όλους, να προφυλάξουν, να καθοδηγήσουν και να συμπαρασταθούν, πρώτοι και καλύτεροι, με απίστευτη απερισκεψία κι απύθμενη υποκρισία, συνεχίζουν να ξιφουλκούν μεταξύ τους πάνω απ’ αυτό το άδειο κουτί για το μοίρασμα των ιματίων της κουρελιασμένης μας αξιοπρέπειας και της τσαλακωμένης μας αυτοπεποίθησης. Οι ίδιοι που αντιπάλευαν μεταξύ τους μονότονα κι από πάντα, για τους «προϋπολογισμούς λιτότητας» οι μεν ή για τη «θωρακισμένη οικονομία» ενάντια στην παγκόσμια κρίση οι άλλοι.

Τα διαδοχικά φαινόμενα απαξίωσης κι ευτελισμού πολιτικών και πολιτικών θεσμών, έχουν δημιουργήσει ένα πνιγηρό περιβάλλον ασφυξίας για το πολιτικό σύστημα, το οποίο διαχέεται στην κοινωνία τροφοδοτώντας την με ισχυρές δόσεις αρνητικής ενέργειας κι αποστροφής προς για την πολιτική στο σύνολό της. Η διάχυτη εντύπωση, ότι η κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αδυνατούν να προσφέρουν ουσιαστική διέξοδο στην οικονομική κρίση και στο υφιστάμενο κοινωνικό αδιέξοδο, καλλιεργεί την αίσθηση της απογοήτευσης και της ματαιότητας. Παράλληλα, η εμφανής προσπάθεια να διατηρηθούν με κάθε τρόπο αναλλοίωτες βασικές συνιστώσες και δομές λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αν και είναι προφανής η αναντιστοιχία τους με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που επιβάλουν οι δύσκολες περιστάσεις, τροφοδοτούν τη μεταστροφή σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων προς τα άκρα.

Ποιες γιορτές και ποια Χριστούγεννα επιτρέπει αυτός ο κουρνιαχτός καχυποψίας κι η αιθαλομίχλη πολιτικολογίας να ξεπροβάλουν; Ποιες ελπίδες να γεννηθούν μαζί με το Θείο βρέφος και ποια χαμόγελα ν’ ανθίσουν με τον ερχομό του νέου χρόνου, όταν βλέπεις τα Χριστούγεννα να μετατρέπονται από χαρά σε απειλή κι οι γιορτινές μέρες να γίνονται ημερομηνίες λήξης λογαριασμών κι υποχρεώσεων; Επιβίωση κι όποιος αντέξει.

Η αισιοδοξία δεν ρυθμίζεται σε δόσεις με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, όπως οι φόροι, τα τοκοχρεολύσια και τα δάνεια, ούτε η διάθεση και το κέφι προκαλούνται με τροπολογίες κι εγκυκλίους. Αν οι μέρες αυτές μόνο για γιορτινές φέτος δεν μοιάζουν –το ξέρεις και το ξέρω– αλλού βρίσκονται οι αιτίες και οι λόγοι, τα μόνα που δεν φταίνε όμως γι’ αυτό είναι τα Χριστούγεννα.

Τα Χριστούγεννα μόνο αγάπη, γαλήνη κι χαρά μπορούν να μας χαρίσουν. Ας αφεθούμε, λοιπόν, να μας παρασύρουν στη μαγεία τους. Ας πιάσουμε απ’ το χέρι ένα παιδί, το παιδί μας, το ανίψι μας, το εγγόνι μας, ένα παιδί που θα απλώσει για βοήθεια το χέρι. Μέσα στα μάτια του ας αναζητήσουμε το χαμένο εαυτό μας. Εκείνον τον πιτσιρικά που μετρούσε τις μέρες μέχρι να βγει να πει τα κάλαντα. Που έψαχνε τον παγωμένο ουρανό για να βρει το άστρο της Βηθλεέμ. Που του έφτανε το χαρτζιλίκι της γιαγιάς για ν’ αγοράσει τα παιχνίδια όλου του κόσμου. Εκείνον τον πιτσιρικά που χάθηκε απ’ τις αλάνες για ν’ απολαύσει της κεντρικής της θέρμανσης τη ζέστα κι εξαφανίστηκε από τις γειτονιές για να γεμίσει του Στρατηγάκη και του πανεπιστήμιου τις αίθουσες με όνειρα, φιλοδοξίες κι αδιέξοδα. Εκείνον τον διψασμένο για καλύτερη ζωή πιτσιρικά, που πλανεύτηκε στις λεωφόρους με τις πολύχρωμες βιτρίνες και τους κοινωνικούς συνωστισμούς με τα δανεικά χαμόγελα.

Αυτόν τον πιτσιρικά που ξεχάστηκε και ξέχασε, θα ψάξω φέτος τα Χριστούγεννα. Σαν μέσα σε παραμύθι, θα του ξαναθυμίσω, πως για να δεις το άστρο σου, δεν φτάνει να ΄χεις μόνο τα μάτια ανοιχτά και να ‘σαι ξύπνιος, αλλά προπάντων να ‘χεις βλέμμα καθαρό, αθώο, ειλικρινές. Τότε, ας είν’ ο ουρανός συννεφιασμένος και βαρύς κι ας είναι το τραπέζι κι η ζωή φορτωμένη με χίλιες δυο υποχρεώσεις, υπάρχει ελπίδα το άστρο μεσούρανα να δεις και σε μια καινούργια αρχή ακολουθώντας το να σ’ οδηγήσει.


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Δήμοι στολίδια ή για τα σκουπίδια;



Μαζί με τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια που από μέρες άρχισαν να διακοσμούν τις πόλεις και τις βιτρίνες των καταστημάτων, άρχισαν δειλά-δειλά κι οι πρώτες δημόσιες εμφανίσεις και παρουσιάσεις υποψηφίων δημάρχων και δημοτικών συνδυασμών. Οι δημοτικές εκλογές μπορεί να μην βρίσκονται ακόμα ψηλά στην ατζέντα της επικαιρότητας, αλλά οι διεργασίες κι οι διαβουλεύσεις έχουν ήδη από καιρό ξεκινήσει.

Δύσκολοι καιροί για τη χώρα, δυσκολότεροι για την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία εκτός από τις χρονίζουσες οργανωτικές της αδυναμίες και λειτουργικές της παθογένειες, θα πρέπει να εξακολουθήσει να λειτουργεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες της με δραματικά περιορισμένους προϋπολογισμούς. Οι πιστώσεις ήταν που ήταν μειωμένες, τείνουν κυριολεκτικά προς εξαφάνιση. Ύστερα δε κι από τη φορολογική αφαίμαξη των πολιτών από το κράτος, γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι οποιοσδήποτε ελιγμός από τους δήμους προς την κατεύθυνση αυτή έχει καταστεί απαγορευτικός. Οπότε, τώρα που δεν υπάρχουν απεριόριστες πιστώσεις και κονδύλια για να προσφέρονται εκ του ασφαλούς κοινωνικές υπηρεσίες, για να διοργανώνονται πολυτελείς πολιτιστικές εκδηλώσεις, για να συστήνονται εν μία νυκτί νομικά πρόσωπα κι εταιρείες, για να προσλαμβάνονται εποχικοί προκειμένου να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, τι γίνεται;

Το βασικό πρόβλημα για την τοπική αυτοδιοίκηση δεν είναι αμιγώς οικονομικό, το στοίχημα που μπαίνει δεν έχει μονοσήμαντα λογιστική διάσταση, αλλά βαθιά πολιτική και κοινωνική. Με αυτή τη έννοια, μέσα στο διαμορφωμένο αντίξοο κι εχθρικό για την τοπική αυτοδιοίκηση περιβάλλον, είναι κρίσιμο όχι μόνο να διασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσουν ν’ ασκούνται από τους δήμους οι προβλεπόμενες αρμοδιότητές τους, αλλά κι ότι οι προβλεπόμενες υπηρεσίες, θα συνεχίσουν να προσφέρονται προς τους δημότες και μάλιστα κατά το δυνατόν βελτιωμένες κι εμπλουτισμένες.

Δύσκολος συνδυασμός, αλλά εξίσου προκλητικός κι ελκυστικός για εκείνους που επιθυμούν πραγματικά να προσφέρουν και να υπηρετήσουν ουσιαστικά κι όχι για το θεαθήναι το θεσμό. Από επαγγελματίες δημάρχους και δημοτικούς άρχοντες έχουμε χορτάσει. Από δοσοληψίες κι εξυπηρετήσεις ημετέρων έχουμε μπουχτίσει. Από αναποτελεσματικότητα και σπατάλη έχουν φάει κι οι κότες. Ζητούμενο κατά συνέπεια και το στοίχημα που μπαίνει παράλληλα σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία για τις τοπικές κοινωνίες, είναι η επιλογή κι ανάδειξη στα δημοτικά αξιώματα των συνδημοτών τους εκείνων, που θα έχουν τη θέληση και τη δύναμη ν’ αρθούν με τόλμη, αποφασιστικότητα και συνέπεια, όχι απέναντι στη φανφάρα και την παρλαπίπα του μνημονίου, αλλά απέναντι στα προβλήματα και τις δυσχέρειες που υπάρχουν, απέναντι σ’ αυτούς τους πραγματικούς εχθρούς και δυνάστες της καθημερινότητας.

Οι δήμοι, οι τοπικές κοινωνίες, η κάθε γειτονιά, τα κύτταρα αυτά της κοινωνικής οργάνωσης, οι άνθρωποι που βρίσκονται πίσω από κάθε λογής ομαδοποίηση, είναι οι καταλύτες για να παραχθεί η απολύτως αναγκαία ενέργεια και ισχύς για να πάει κι η χώρα μπροστά. Ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας, του καθενός δημότη, πρέπει να αναδειχθεί και να επισημανθεί η σπουδαιότητα κι η κρισιμότητά του για την επιτυχή έκβαση της όποιας προσπάθειας. Σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει η ανάγκη να ενεργοποιηθούν και να δραστηριοποιηθούν οι τοπικές κοινωνίες. Από την κινητοποίηση των μικρών συλλογικοτήτων, ακόμα-ακόμα και σε επίπεδο οικογένειας, θα προκύψουν οι πυρήνες για την εμπέδωση μιας διαφορετικής αντίληψης για τη γειτονιά, τη συνοικία και το δήμο που ζούμε. Οι πλατείες, οι δρόμοι, τα σχολεία, τα δέντρα κι οι πρασιές, δεν είναι υποθέσεις «του γείτονα», «των άλλων», της υπηρεσίας πρασίνου ή καθαριότητας, του αντιδημάρχου παιδείας ή τεχνικών υπηρεσιών, αλλά υπόθεση του καθενός κι όλων μαζί. Δεν το έχει ανάγκη μόνο ο δήμος αυτό, το έχει ανάγκη η πατρίδα μας, το έχουμε ανάγκη όλοι εμείς.

Ο δήμαρχος πατερούλης, ο αντιδήμαρχος κλητήρας κι ο δημοτικός σύμβουλος σκουπιδιάρης πρέπει να τελειώσουν. Η συνεργασία δημοτικής αρχής και δημοτών πρέπει αν περάσει σε μια άλλη διάσταση, που ν’ απηχεί μεν τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής, αλλά και να στηρίζεται σ’ έναν δήμο ευέλικτο, αποδοτικό, υπεύθυνο. Ο δήμος υπηρετεί, αλλά και κατευθύνει, ρυθμίζει και συντονίζει, οι δημότες συνεργάζονται, συμμετέχουν, ελέγχουν. Όλοι έχουν τη θέση και το ρόλο τους, καθένας έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Ο μεν δήμος μεριμνά κι ευθύνεται για τη διαρκή διαθεσιμότητα των υπηρεσιών του προς τους δημότες, οι δε δημότες φροντίζουν για τη διαρκή συνεργασία κι υποστήριξη των υπηρεσιών του δήμου. Τελειώνουν τα πεταμένα στρώματα και κλαδιά δίπλα στους κάδους απορριμμάτων, το παρκάρισμα πάνω στα πεζοδρόμια και στις γωνίες, η άναρχη κατάληψη των δημόσιων χώρων.

Βασική προϋπόθεση και δομικός άξονας αυτής της συνεργασίας, ώστε να φτάνει και να διαχέεται ανόθευτη κι ανεμπόδιστη προς την κοινωνία, είναι η συνεργασία μεταξύ των δημοτικών παρατάξεων. Είναι η ειλικρινής κι έντιμη ενημέρωση και συνεννόηση, ο σεβασμός της διαφορετικής γνώμης, η εξάντληση των δυνατοτήτων συμφωνίας. Είναι η δημιουργία δεσμών ευθύνης κι εμπιστοσύνης, συνέπειας κι ανιδιοτέλειας. Είναι ένα άλλο ύφος εξουσίας και διοίκησης κι ένα διαφορετικό ήθος διαχείρισης κι επικοινωνίας.

Με θεμέλιο αυτές τις προϋποθέσεις σε συνδυασμό και με τον απαραίτητο σεβασμό, αξιοπρέπεια κι ενδιαφέρον, θα μπορέσει ο δήμος να προσεγγίσει και να καταστήσει αφετηρία κι επίκεντρο της δράσης του τη γειτονιά, να πλησιάζει τα προβλήματα και τις ανάγκες στην πηγή τους. Θα κατορθώσει να προλαμβάνει κι όπου μπορεί ν’ αποκαθιστά και ν’ αντιμετωπίζει με ταχύτητα κι ακρίβεια. Ο δήμος θα συναντάται με τους δημότες, όχι μόνο στο δημαρχείο ή τις κατά περίπτωση υπηρεσίες, αλλά στη γειτονιά, στην περιοχή, εκεί που ζει και πάλλεται καθημερινά η καρδιά του. Εκεί που βρίσκεται η ψυχή του. Εκεί που μπορεί η αλληλεγγύη να μετουσιωθεί σε ομαδικές δράσεις και το μεράκι σε συλλογική δημιουργικότητα.

Μπορεί  ο εκλογικός νόμος να μην αλλάζει, αλλά ο τρόπος λειτουργίας και συνεργασίας μεταξύ δήμων και δημοτών, είναι αναγκαίο να τοποθετηθεί σε νέες βάσεις. Ο δήμος από «κύτταρο δημοκρατίας» μπορεί και πρέπει να μετουσιωθεί σε κύτταρο αναγέννησης, με συμμετοχή, διαφάνεια, εμπιστοσύνη. Μοναδικό προαπαιτούμενο γι΄αυτό δεν είναι αποκλειστικά η επάρκεια των πιστώσεων, αλλά επαρκές μεράκι. διαρκές ενδιαφέρον, συνεχής προσπάθεια. Κάποιοι δήμαρχοι στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη κι άλλες μεγάλες πόλεις ήδη δείχνουν αυτό το δύσκολο δρόμο της συνέπειας και του έργου.

Αυτές οι δημοτικές εκλογές μπορούν και πρέπει να γίνουν η ευκαιρία και το άλμα στο μέλλον για τον ποιοτικό μετασχηματισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για ν' ανασάνουν οι τοπικές κοινωνίες και να πάρουν οι δημότες τις πόλεις –αλλά και τις ευθύνες– πραγματικά στα χέρια τους, το οξυγόνο αυτό έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε η δημοκρατία, το χρειάζεται όσο τίποτε άλλο η κοινωνία.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ιδού η Ρόδος. Δες το κράτος.


Με ποιο επίθετο να ξεκινήσεις, τραγική, δραματική, φονική ή καταστροφική; Όλα ταιριάζουν κι όλα απηχούν την ένταση και τις συνέπειες που προκάλεσε η νεροποντή στη Ρόδο. Ανθρώπινες ζωές χάθηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν, πόλεις και χωριά υπέστησαν μεγάλες ζημιές. Η φύση και τα καιρικά φαινόμενα για μια ακόμα φορά αναδείχτηκαν νικητές στην αναμέτρησή τους με τον άνθρωπο. Δεν είναι η πρώτη, ούτε –δυστυχώς– η τελευταία. Κάποια άλλη «Ρόδος» θ’ αποτελέσει αύριο-μεθαύριο την αφορμή, με κάποια άλλη νεροποντή, πλημμύρα, καταστροφή για να στραφούν πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Όπως και στο παρελθόν, πέρυσι-πρόπερσι, όπως πάντα.

Έχει αγριέψει η φύση, χρόνο με το χρόνο τα ξεσπάσματά της με την μορφή «ακραίων καιρικών φαινομένων» όλο κι αυξάνονται, τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση. Αποτέλεσμα της επίδρασης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο φυσικό περιβάλλον, η αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, η καταστροφή του όζοντος, η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, αποτελούν όψεις του ιδίου προβλήματος, ο πλανήτης αλλάζει. Γεγονότα που επηρεάζουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γη, αλλά που δεν αντιμετωπίζονται με τη διορατικότητα, την αποφασιστικότητα και την υπευθυνότητα που επιβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, μεγάλα ή μικρά συμφέροντα ανά τον κόσμο, ισχυρά κράτη και πανίσχυροι οικονομικοί κολοσσοί, επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές πολιτικές και αποφάσεις κι αφήνουν ανεπηρέαστες τις δραστηριότητες που καταστρέφουν το περιβάλλον και οδηγούν σταδιακά στην ανατροπή της υφιστάμενης οικολογικής ισορροπίας.

Στην Ελλάδα, στη χώρα του ήλιου και το φωτός, της θάλασσας και του γαλάζιου ουρανού, αυτές οι περιβαλλοντικές ανησυχίες κι οι οικολογικές ευαισθησίες βρίσκονται έξω από τις προτεραιότητες και τα άμεσα ενδιαφέροντα του πολιτικού μας συστήματος. Εδώ, στη χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας», η εκτός σχεδίου δόμηση, ο αποκλεισμός των παραλιών, οι ανεξέλεγκτες χωματερές, η καταπάτηση δασικών εκτάσεων, το μπάζωμα ρεμάτων, μας απασχολούν πάντα κατόπιν εορτής, αφού συμβεί το κακό, αφού επέλθει η καταστροφή. Τότε και την ευαισθησία βρίσκουμε και τις παρανομίες ανακαλύπτουμε και τους εισαγγελείς επιστρατεύουμε και –καλού κακού– κάνουμε και καμιά επερώτηση στη Βουλή για να μας βρίσκεται την ώρα που θα ζητάμε την ψήφο από τους κατεστραμμένους.

Με το ξέσπασμα των θεομηνιών περίτεχνα λιθόστρωτα δρομάκια μετατρέπονται σε ορμητικούς χείμαρρους, πανέμορφα γεφύρια παρασέρνονται από πλημμυρισμένα ποτάμια, νεόδμητα κτίρια κατακλύζονται από νερά και μπάζα, χωριά, πόλεις, δρόμοι και υποδομές παραδίνονται στο έλεος των στοιχείων της φύσης και καταστρέφονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκείνες τις ώρες και τις μέρες της καταστροφής, εκείνες τις φορές που νιώθουμε στο πετσί μας τη μικρότητα και την αδυναμία μας απέναντι στο μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης, θυμόμαστε την πολιτεία. Μπροστά στις καταστροφές και μέσα στην απελπισία μας αναζητάμε τον υπεύθυνο, που δεν είναι άλλος από το κράτος μέσω κάποιου φορέα, υπηρεσίας, «αρμοδίου».

Δυστυχώς δεν συμβαίνει μόνο στις καταστροφές. Η καθημερινότητά μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με προβλήματα και δυσκολίες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται ή συνδέονται απευθείας με το κράτος. Το κράτος είναι πανταχού παρόν, κατευθύνοντας κι επηρεάζοντας με τις πολύπλευρες εκφάνσεις του την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία. Η δουλειά, η υγεία, η παιδεία, η πρόνοια, η ασφάλεια, η άμυνα, ο αθλητισμός και τόσοι άλλοι τομείς, σχεδόν το σύνολο των δραστηριοτήτων μας. Για πολλούς ακόμα κι η στοιχειώδης ψυχαγωγία, μέχρι πριν λίγα χρόνια, που δεν λειτουργούσε η ιδιωτική τηλεόραση, εξαρτιόνταν από το κράτος και μόνο.

Η πολιτεία και το κράτος, λοιπόν, οι γνωστοί «ύποπτοι», οι υπεύθυνοι για όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα που μας ταλανίζουν. Όχι αδίκως, αλλά το ερώτημα είναι «τι κάνουμε;» Οι διαπιστώσεις κι οι κριτικές είναι το εύκολο, ο ασφαλέστερος δρόμος για ν’ ανακυκλώνουμε θεωρίες κι ιδεολογήματα, δίχως επί της ουσίας ν’ αποφασίζεται και να προχωράει τίποτα. Λέμε-λέμε ξεθυμαίνουμε, κάνουμε τα ίδια λάθη κι ύστερα από λίγο στον ίδιο παρανομαστή του θυμού και της κατηγόριας κατά της πολιτείας και του κράτους.

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσαρμογή της χώρας στα δεδομένα που δημιούργησε η οικονομική κρίση προέρχονται από τον γιγαντισμό και την αναποτελεσματικότητα του κράτους. Το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου τομέα, ο οποίος, εκτός από τις αναγκαίες, συντηρεί και χρηματοδοτεί πολυάριθμες αντιπαραγωγικές κι αχρείαστες δομές και λειτουργίες, αποτελεί έναν από τους ανασταλτικούς παράγοντες, ώστε να προσφέρει με συνέπεια τις υπηρεσίες του.

Είναι προφανές, ότι –με αυτά τα δεδομένα– η όποια προσπάθεια ανασυγκρότησής του αποτελεί εγχείρημα εξαιρετικά σύνθετο, το οποίο μάλιστα γίνεται περισσότερο περίπλοκο, από τη στιγμή που διαπιστώνεται, η απροθυμία των κυβερνήσεων στις αλλαγές, αφού έχουν μάθει να το αξιοποιούν σαν εργαλείο για τη διατήρησή τους στην εξουσία. Επιπλέον, η οποιαδήποτε, έστω κι ανεπαίσθητη, μεταβολή, εκ των πραγμάτων ανατρέπει κι επηρεάζει μια σειρά από άλλες συναφείς κι αλληλένδετες σχέσεις, δομές και διαδικασίες. Ταυτόχρονα, όμως, ένα τόλμημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι και ιδιαιτέρως ευαίσθητο, εφόσον με ποικίλους τρόπους –νόμιμους, νομιμοφανείς ή και παράνομους– από το κράτος αποκλειστικά εξαρτώνται και συντηρούνται άτομα, νοικοκυριά, ομάδες κι επιχειρήσεις, το σύνολο σχεδόν της οικονομίας.

Στο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε δεν έχουμε την πολυτέλεια για περισσότερες διαπιστώσεις και για άλλες επί του θέματος αναλύσεις. Τα προβλήματα της κρατικής μας οργάνωσης είναι πασίδηλα κι οι αδυναμίες επαρκώς καταγεγραμμένες κι επιστημονικά τεκμηριωμένες. Προκειμένου, λοιπόν, η χώρα εξερχόμενη από τη δίνη της οικονομικής κρίσης, ν’ ακολουθήσει μιαν ανεμπόδιστη πλέον οικονομικά και κοινωνικά αναπτυξιακή πορεία, όπως όλοι υποστηρίζουμε, θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε με ποιο κράτος μπορούμε να κατευθυνθούμε ασφαλέστερα προς αυτή την κατεύθυνση.  Θα πρέπει να συμφωνήσουμε για το ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους τώρα. Τώρα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε το θέμα αυτό. Οπότε τώρα τίθενται για τον καθέναν ξεχωριστά, αλλά και για όλους μαζί, σωρηδόν πλήθος ερωτήματα.

Είμαστε, κατ’ αρχήν, ως κοινωνία και πολίτες σε θέση να οραματιστούμε και να διεκδικήσουμε μιαν διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο και τις λειτουργίες του κράτους; Είμαστε έτοιμοι να καλλιεργήσουμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στο κράτος να λειτουργεί με γνώμονα αποκλειστικά το δημόσιο συμφέρον ανεπηρέαστο από εκλεκτικές προτιμήσεις και κομματικές συμπάθειες; Είμαστε διατεθειμένοι να προσπαθήσουμε περισσότερο ως πολίτες κι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων για την καθιέρωση και την εμπέδωση θεσμών, που θα λειτουργούν ανεξάρτητα κι ανεμπόδιστα από την εκάστοτε συγκυρία και επικρατούσα αντίληψη; Είμαστε ώριμοι να σεβαστούμε τη διαφορετική άποψη και να την εφαρμόσουμε στο πλαίσιο λειτουργίας του πολιτεύματος, εφόσον αποτελεί απόφαση της πλειοψηφίας; Είμαστε πρόθυμοι να ενθαρρύνουμε και να συμμετάσχουμε σε πρωτοβουλίες με πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό κ.λπ. προσανατολισμό για ενημέρωση και εθελοντική δράση;

Σ’ αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα εμείς πρώτοι θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε απαντήσεις και ν' απαιτήσουμε δεσμεύσεις, πριν με ευκολία κι επιπολαιότητα, πάνω στον πόνο και τη δυστυχία μας, στραφούμε μετά την επόμενη καταστροφή και πάλι κατά του κράτους και της πολιτείας. Εμείς είμαστε το κράτος, δική μας υπόθεση είναι η πολιτεία. Η «ποιότητά» τους συναρτάται με την «ποιότητα» των επιλογών και των προτιμήσεών μας. Η συνέχεια, η ανάπτυξη ή η διάλυσή τους αποτελούν πρωταρχικά δική μας επιλογή κι αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει για όλους μια πρόκληση δημιουργικής συνεργασίας κι όχι δημαγωγικής ισοπέδωσης. Οι κυβερνήσεις κάνουν τη δουλειά τους, το ίδιο κι οι φιλόδοξες αντιπολιτεύσεις, αλλά εμείς είμαστε, τελικά, εκείνοι που κρίνουμε κι αποφασίζουμε. Εμείς έχουμε τον τελευταίο λόγο, γι' αυτό θα πρέπει εγκαίρως να γνωρίζουμε.

Αν θέλουμε να δράσουμε κι όχι μόνο να κράζουμε, ιδού η Ρόδος. Το τραγικό παράδειγμά της δεν θα είναι αρκετό ούτε αυτή τη φορά για να μας προβληματίσει και να μας κινητοποιήσει;

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ποιο ΠΑΣΟΚ είναι εδώ;

Το ΠΑΣΟΚ συμμετέχει στην κυβέρνηση, μετριέται στις δημοσκοπήσεις, εκπροσωπείται σε σωματεία και φοιτητικές παρατάξεις, αλλά είναι απορίας άξιο αν πραγματικά υπάρχει. Κι αν όντως υπάρχει, για ποιο ΠΑΣΟΚ πρόκειται άραγε;

Κάποτε το ΠΑΣΟΚ ήταν εδώ ενωμένο και δυνατό, τώρα ναι μεν φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, αλλά το ενωμένο και το δυνατό έχουν πάει περίπατο. Ένα κομμάτι του, το επίσημο θα λέγαμε, έχει ως αρχηγό τον Βαγγέλη Βενιζέλο, ένα άλλο σημαντικό μέρος του έχει παραμείνει πιστό στον προηγούμενο αρχηγό του τον Γιώργο Παπανδρέου, ένα τρίτο –όχι ευκαταφρόνητο– προσχώρησε με τις εκλογές του 2012 στον ΣΥΡΙΖΑ, κάποιες μικρότερες ομάδες και στελέχη (Αριστερή Πρωτοβουλία, Λοβέρδος κ.ά) έχουν ακολουθήσει αυτόνομες πορείες, ενώ ένα σημαντικό μέρος ανώνυμων ψηφοφόρων αισθάνεται συναισθηματικά μεν ΠΑΣΟΚ, αλλά χωρίς κομματική εκπροσώπηση δε.

Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ μετά τις πολιτικές εξελίξεις του 2011 κι η διάλυσή του σε κομμάτια κι ομάδες έχει δημιουργήσει μια τεράστια μαύρη τρύπα στο κέντρο του κομματικού συστήματος. Η ανισορροπία που παρατηρείται σήμερα κι όλη αυτή η αναζήτηση για τη δημιουργία του κεντροαριστερού χώρου, έχει ως αφετηρία την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ ήταν ο συνδετικός κρίκος προσώπων, ομάδων, αλλά και μεμονωμένων πολιτών, που τοποθετούσαν τον εαυτό τους και τη δράση τους στον χώρο του κέντρου και προς τ’ αριστερά.

Είτε από ιδεολογικές καταβολές, είτε από αντιδεξιά αντανακλαστικά, είτε από συμπάθεια, είτε από συμφέρον και ιδιοτέλεια, το ΠΑΣΟΚ αποτελούσε τον ισχυρό δεύτερο πυλώνα του κομματικού συστήματος. Τώρα που οι εξελίξεις το έχουν οδηγήσει στη δεινή θέση να χαροπαλεύει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, είναι η ώρα ν’ αφουγκραστεί –αν μπορεί και θέλει– τις απαιτήσεις των καιρών και ν’ αναλάβει να δώσει λύση, στο βαθμό που του αναλογεί, στο υφιστάμενο πολιτικό πρόβλημα. Το ποια θα είναι αυτή αποτελεί αντικείμενο σοβαρής συζήτησης και προπαντός ειλικρινών κι ανιδιοτελών προθέσεων. (Η αλήθεια είναι, ότι οι τελευταίες ουδέποτε περίσσεψαν σ' αυτόν τον κομματικό χώρο).

Το σημερινό δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – Νέας Δημοκρατίας ούτε απηχεί τις πραγματικές δυνάμεις των κομμάτων, ούτε μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες σταθερότητας κι εξέλιξης του πολιτικού συστήματος. Είναι μια ευκαιριακή απεικόνιση της περιόδου, γέννημα της οικονομικής κρίσης και δημιούργημα της ανάγκης να υπάρχει έστω μια στοιχειώδης αντιπολίτευση μετά την ολόπλευρη προσχώρηση της Νέας Δημοκρατίας στο «μνημονιακό μπλοκ».

Ο σημερινός δικομματισμός είναι ψευδεπίγραφος και θνησιγενής, εφόσον και η διάκριση «μνημόνιο» - «αντιμνημόνιο» θεωρηθεί το ίδιο πλασματική και ευκαιριακή. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει ένα ενιαίο και σταθερό πλαίσιο διακυβέρνησης, πείθοντας ότι αποτελεί όντως μια εναλλακτική δύναμη εξουσίας, επιβεβαιώνει το πόσο ανίσχυρος είναι αυτός ο πόλος υπό τις παρούσες συνθήκες. Το ίδιο κι η Νέα Δημοκρατία, αδυνατεί να συσπειρώσει μαζικά φιλελεύθερες και συντηρητικές δυνάμεις, εφόσον τόσο το παρόν, όσο και το πρόσφατο παρελθόν της –που τεχνηέντως έχει (συγ)καλυφθεί από το προσκήνιο ως να μην υπήρξε ποτέ– δεν πείθουν για την επάρκεια αντιμετώπισης της παρούσας κρίσης. Δεν είναι διόλου τυχαίο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όμηρος πλέον των ποσοστών του, επιχειρεί να κρατήσει ψηλά τη σημαία του αντιμνημονιακού αγώνα αναζητώντας εκλεκτικές πλην ετερόκλιτες συμμαχίες για τις αυτοδιοικητικές εκλογές στο κόμμα του Πάνου Καμένου.

Το σημερινό ΠΑΣΟΚ σέρνεται κυριολεκτικά πίσω από τους ολετήρες της κυβερνητικής πολιτικής, αδυνατώντας να διαδραματίσει ουσιαστικό αντίβαρο στην πλήρη ισοπέδωση και κονιορτοποίηση, όχι μόνο κάποιων κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και του θεσμικού πλαισίου που μόλις πριν δυο – τρία χρόνια, επί κυβερνήσεων Γιώργου Παπανδρέου είχε προωθηθεί. Ένα άβουλο συνονθύλευμα στελεχών, που υλοποιούν στο όνομα των δανειακών συμβάσεων αμιγώς δεξιές πολιτικές, μακριά από οποιαδήποτε υποψία έστω θέσεων και διακηρύξεων του πρόσφατου ή απώτερου παρελθόντος.

Η συμμετοχή του στην κυβέρνηση δεν συνοδεύεται ούτε με τις στοιχειώδεις επιφυλάξεις ή ελάχιστες προϋποθέσεις για τη διαφύλαξη και προστασία του ιδεολογικού του προσανατολισμού και του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα. Δεν αξιοποίησε στο ελάχιστο τα τεράστια επιτεύγματα της περιόδου 2010 - 2012 με κορυφαίο τη διαγραφή του χρέους κι έχει επιτρέψει στον Αντώνη Σαμαρά να οικειοποιείται ξεδιάντροπα επιτυχίες και πολιτικές για τις οποίες όχι μόνο δεν έχει προσπαθήσει, αλλά τουναντίον τις έχει πολεμήσει λυσσαλέα. Με τον τρόπο αυτό έχει αφεθεί στο έλεος της Νέας Δημοκρατίας και των παπαγάλων της στα ΜΜΕ, να προβάλλεται ως η αδιαφιλονίκητη εγγυήτρια για τη σωτηρία της χώρας, τη στιγμή μάλιστα που το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που επί της ουσίας θυσιάστηκε για τον σκοπό αυτό, φυλλορροεί στα αζήτητα και χλευάζεται ή λοιδορείται ανά πάσα στιγμή. 

Αδυνατούν οι κρατούντες της πάλαι ποτέ κραταιάς Χαριλάου Τρικούπη να αντιληφθούν, ότι μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν το κυβερνητικό απόκομμα του ΠΑΣΟΚ θα το πετάξουν οι της Νέας Δημοκρατίας σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Ποιο εθνικό χρέος και ποια εθνική ευθύνη; Λόγια του αέρα πλέον. Κανείς δεν υποστηρίζει να πέσει η κυβέρνηση τώρα, αλλά χώρος για μιαν άλλη πολιτική στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων υπάρχει. Όχι μόνο χώρος, αλλά γήπεδο ολόκληρο για να «παίξουν μπάλα» τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και να αισθανθεί η κοινωνία, ότι όντως το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ. Πού; Στο φορολογικό –και δε μιλάμε για τα χειμαδιά– με τη διεκδίκηση δίκαιης και αναλογικής κατανομής των βαρών, στις μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο με το πρόταγμα των αξιολογήσεων κι όχι μέσω των ξαφνικών θανάτων και των διαθεσιμοτήτων, με τους διορισμούς στους δημόσιους οργανισμούς με αξιοκρατικά κριτήρια και διαφάνεια, στις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, στα, στα...

Όρεξη να ‘χεις ν’ αναφέρεις, αλλά σήμερα στο ΠΑΣΟΚ ούτε όρεξη έχουν, ούτε διάθεση. Σε λίγο δεν θα έχουν ούτε ψηφοφόρους, ούτε και κόμμα κι ίσως τότε να είναι καλύτερα.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Οι αναμάρτητοι.


Μόνο σαν αναμάρτητος δεν πηγαίνει στο Βερολίνο ο πρωθυπουργός. Το πρόγραμμα έχει κολλήσει, το νέο φορολογικό αγγίζει επικίνδυνα τα όρια αντοχής της κοινωνίας, οι μεταρρυθμίσεις καρκινοβατούν, οι αποκρατικοποιήσεις καθυστερούν και το πολιτικό κλίμα κάθε άλλο παρά ευνοεί την ομαλή εξέλιξη της δανειακής σύμβασης. Το ξέρει κι ο ίδιος –παρά τα περί του αντιθέτου επικοινωνιακά τρικ– αλλά το χειρότερο γι’ αυτόν είναι, ότι ξέρει ότι το ξέρει πολύ καλά κι η ‘Ανγκελα Μέρκελ, που θα συναντήσει εκεί.
 
Αν, στο πριν ένα χρόνο αντίστοιχο ταξίδι του στη Γερμανία, είχε το ελαφρυντικό του «πρωτάρη» πρωθυπουργού και την ανοχή της «νωπής εντολής», σήμερα ούτε ελαφρυντικά χωρούν, ούτε δικαιολογίες για το διαφαινόμενο αδιέξοδο. Η ευθύνη για την παγίδευση, το διάστημα που έκτοτε διέρρευσε, σε μιαν ανούσια ρητορεία εφησυχασμού ως προς την πρόοδο του προγράμματος και τη διολίσθηση στον εύκολο δρόμο της αναβλητικότητας, της υπερβολής και της δημιουργίας πρόσκαιρων εντυπώσεων, βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο και την κυβέρνησή του.
 
Ενόψει του προβλήματος, σπεύδει σε μια συνάντηση, όπου το μόνο που θα μπορούσε να ζητηθεί από τη Γερμανίδα καγκελάριο, είναι μια ακόμα πίστωση, όχι όμως σε ευρωπαϊκά κεφάλαια κι επιδοτήσεις, όχι σε οικονομική βοήθεια, αλλά σε χρόνο. Χρόνος αναζητείται εναγωνίως από την κυβέρνηση, μέχρι τις προσεχείς Ευρωεκλογές ή όσο πιο πίσω γίνεται. Γι’ αυτό το «κενό» μάλλον θα γίνει όλη η συζήτηση, για το χρονικό, αφού το άλλο –το χρηματοδοτικό ή άλλως έλλειμμα– είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι στην παρούσα συγκυρία δεν μπορεί να γεφυρωθεί, ούτε με λογιστικά πλεονάσματα, ούτε με επιμέρους διευθετήσεις, ούτε –πολύ περισσότερο– με νέα οριζόντια μέτρα. (Γιατί πάει κι έρχεται η τρόικα άλλωστε, δίχως να καταλήγουμε σε συμφωνία;)
 
Τίποτα δε θ’ αλλάξει επί της ουσίας αυτή η συνάντηση ως προς τις συμφωνίες, τα μνημόνια και τις υποχρεώσεις της χώρας. Είναι όμως πολύ σημαντική, εφόσον σηματοδοτεί την παραδοχή της αποτυχίας της κυβέρνησης, να διαχειριστεί αποτελεσματικά και στη βάση ενός σχεδίου τα προβλήματα και τις ανάγκες της χώρας στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους δανειστές. Επικυρώνει την παραδοχή της, ότι αδυνατεί να πραγματοποιήσει μ’ ευελιξία και ταχύτητα αλλαγές, που ήταν αναγκαίες για την αναδιοργάνωση του κράτους.
 
Από μιαν άλλη οπτική, η συνάντηση αυτή επισημοποιεί και την παραδοχή της αποτυχίας των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνει τη μεταξύ τους πόλωση, ώστε να συνεννοηθούν επιτυγχάνοντας ένα ελάχιστο συναίνεσης και να συμβάλλουν, κάθε μια από την πλευρά της, στην αντιμετώπιση των μεγάλων διαρθρωτικών και αναπτυξιακών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Υπ’ αυτή την έννοια, τονίζονται και σε διεθνές επίπεδο οι δομικές αδυναμίες κι οι χρόνιες αγκυλώσεις του πολιτικού συστήματος, που στο όνομα της με κάθε τρόπο αυτοσυντήρησης κι επιβίωσής του για τη νομή ή την κατάληψη της εξουσίας, επιλέγει ουσιαστικά τη διάλυση και τον διασυρμό του κράτους, την εξουθένωση και την αλλοτρίωση της κοινωνίας.
 
Στα μάτια της κοινωνίας, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει εδώ και τρία χρόνια η χώρα, μπορεί ν’ αποδίδεται –αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο– σε συγκεκριμένα κόμματα, πολιτικούς, συνθήκες, αιτίες ή περιστάσεις, αλλά εκείνο που την ενδιαφέρει πρωτίστως τούτη την ώρα είναι να βρεθεί μια λύση, να εκλείψει η ανασφάλεια, να μπουν με κάποιον τρόπο τα πράγματα σ’ έναν δρόμο. Η ευθύνη για την προώθηση πολιτικών προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να βαρύνει κατά κύριο λόγο την κυβέρνηση, αλλά οι λύσεις δεν αξιώνονται μόνο από αυτήν.
 
Στα μάτια της κοινωνίας τα προβλήματα της καθημερινότητας ξεπερνούν ήδη κατά πολύ τον Σαμαρά, το Βενιζέλο, τον Τσίπρα ή τον Κουβέλη. Οι μεταξύ τους αντιθέσεις κι οι φραστικές αντεγκλήσεις ποσώς την ενδιαφέρουν. Περισσότερο οργή κι απογοήτευση την γεμίζουν παρά τη σιγουριά και τη βεβαιότητα, ότι η χώρα βρίσκεται προ της εξόδου από την κρίση, όπως βαυκαλίζεται η κυβέρνηση ή ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις για το πρόβλημα, όπως διατείνεται επιμόνως ο κύριος Τσίπρας.
 
Αυτή η κοροϊδία κι αυτό το καθημερινό ξεκατίνιασμα από ΜΜΕ και social media είναι που τρελαίνει την κοινωνία και κοντεύει να τη διαλύσει τελείως. Από κάθε πλευρά και κάθε σημείο του πολιτικού συστήματος διαχέεται μια απύθμενη υποκρισία, ένας παρανοϊκός λαϊκισμός, μια ακατάσχετη ιδιοτέλεια. Φωνές σύνεσης και λογικής καλύπτονται και στοχοποιούνται απροκάλυπτα, λοιδορούνται κι εξοστρακίζονται. Οι πολίτες αισθάνονται απελπιστικά μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι μέσα στην καταιγίδα της κρίσης από ένα πολιτικό σύστημα αναξιόπιστο, ανίκανο, σαθρό, διαπλεκόμενο, αδίστακτο κι υπανάπτυκτο.
 
Κανένας ή έστω η συντριπτική πλειοψηφία, λοιπόν, απ’ τους πρωταγωνιστές του δημόσιου βίου της χώρας δεν θεωρείται αναμάρτητος στη συνείδηση της κοινωνίας. Πλανώνται πλάνην οικτρά όσοι –ιδιαίτερα κάποιοι από τ’ αριστερά που άρχισαν κιόλας να ράβουν κοστούμια– πιστεύουν πως τους φτάνει η αντιμνημονιακή ρητορεία για ν’ απολαμβάνουν χαλαρά την άνεση του απυρόβλητου, που θα τους οδηγήσει ενδεχομένως στην κυβέρνηση. Ούτε εκείνοι που ανευθυνοϋπεύθυνα κατά τα μερομήνια και το πού φυσάει ο άνεμος καθορίζουν την πορεία και τη ρότα τους, θα κατορθώσουν να επιβιώσουν κάτω από την ασφαλή ομπρέλα της συμπάθειας και του λίγο απ’ όλα. Για τους ήδη «βρεγμένους» της συγκυβέρνησης, ούτε λόγος. Οι μόνοι που τρίβουν με ικανοποίηση τα χέρια τους από την απαξίωση και την ανυποληψία του πολιτικού συστήματος, είναι τα κάθε λογής εξτρεμιστικά και φασιστικά στοιχεία.
 
Η κοινωνία, ο λαός, με την υπομονή του έχει αναλάβει το μερίδιο των ευθυνών που του αναλογεί. Η καρτερία κι η ανοχή –ιδιαίτερα των περισσότερο ευάλωτων κι εκτεθειμένων στις επιπτώσεις της κρίσης ομάδων– αξίζουν το θαυμασμό, το ενδιαφέρον, αλλά και τον σεβασμό όλων. Θα μπορούσε κάτω από άλλες συνθήκες να συμπεριφερθεί καλύτερα, αλλά και πολύ χειρότερα. Πολλά θα μπορούσε να έχουν επιτευχθεί με τα «αν» και τα «ίσως», καταναλώθηκαν κι εξακολουθούν να καταναλώνονται όμως ανέξοδα, ανεύθυνα κι επιπόλαια από τους «αναμάρτητους» του πολιτικού συστήματος σε βάρος της κοινωνίας, σε βάρος του λαού.
 
Δίκαια, λοιπόν, ο πρωθυπουργός θα επικαλεστεί ενώπιον της Γερμανίδας καγκελαρίου την εξάντληση των αντοχών της κοινωνίας. Δικαίως θα υποστηρίξει ότι δεν αντέχονται νέα οικονομικά μέτρα. Το ξέρει όμως πολύ καλά, ότι δεν είναι αναμάρτητος, εξάλλου ενώπιον της ίδιας καγκελαρίου το ψέλλισε δημόσια πριν ένα χρόνο. Θα δικαιούνταν, λοιπόν, κι εκείνη με τη λουθηρανική λογική, που ενδεχομένως τη διακρίνει, ν’ αντιτείνει, ότι δεν φταίνε οι μνημονιακοί νόμοι που οδηγήθηκε το Ελληνικό κράτος στην «αμαρτία» του φαύλου κύκλου της υπερχρέωσης, των ελλειμμάτων και της υπανάπτυξης, αλλά ότι, οι «αμαρτίες» του Ελληνικού κράτους αρχίζουν σχεδόν από το... «Προπατορικό Αμάρτημα». Είναι εκείνες που οδήγησαν, όχι μόνο στα μνημόνια και τη σκληρή λιτότητα, αλλά κι εκείνον στην παρούσα ανάγκη, να επικαλείται την κοινωνική πίεση για να συγχωρεθεί η ασυγχώρετή του ασυνέπεια.
 
Στη Γερμανία ο πρωθυπουργός, δεν πρόκειται να πάρει «άφεση αμαρτιών». Εκ των πραγμάτων εξελίξεις το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν. Χρειάζεται, επομένως, να προσεχθούν ιδιαίτερα οι εκτιμήσεις, οι αποφάσεις κι οι χειρισμοί, τόσο του ίδιου όσο και της κυβέρνησης το κρίσιμο από την επιστροφή του διάστημα. Το ίδιο καλά θα πρέπει να σταθμίζουν τα δεδομένα που θα διαμορφώνονται κι εκείνοι από τους αντιπολιτευόμενους, που ήδη, πιθανόν, να «φορτώνουν» βιαστικά δηλώσεις, εκδηλώσεις, «πυροτεχνήματα», «πέτρες» ή ό,τι άλλο πρόχειρο διαθέτει το αντιμνημονιακό οπλοστάσιο.
 
Ο λαός –που καθημερινά σχεδόν κάποιοι επικαλούνται– την «έχει στημένη» σε όλους ανεξαιρέτως, δεν εμπιστεύεται πλέον σωτήρες ή «αναμάρτητους». Παιχνίδια εξουσίας σε βάρος του και σε βάρος της νοημοσύνης του, είναι παιχνίδια με τη φωτιά. Η κοινωνία μέχρι τώρα έχει ανεχτεί βάρη επώδυνα και δυσβάσταχτα, αλλά εξαντλεί πλέον τα έσχατα όριά της.
 
Καθώς το κουτί της Πανδώρας παραμένει ανοιχτό, οφείλουν να σκεφτούν πολύ καλά κυβέρνηση κι αντιπολίτευση τις επόμενες κινήσεις τους. Οφείλουν ν’ αναθεωρήσουν στάσεις και συμπεριφορές που διχάζουν και διαιρούν. Έχουν υποχρέωση ν’ αναζητήσουν διαύλους επικοινωνίας και συνεννόησης. Ας βρουν τρόπο να βάλουν όλοι λίγο νερό στο κρασί τους, να διατηρηθεί η εύθραυστη πλέον κοινωνική συνοχή. Αν ξεσπάσει τούτη την ώρα η οργή του κόσμου, θα είναι τυφλή κι ανεξέλεγκτη, θα είναι καταστροφή και τυραννία, θα σαρώσει τους πάντες και τα πάντα αδιακρίτως και θα γυρίσει την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω.
 
Σέρνουμε που σέρνουμε τόσες αμαρτίες, θ’ αφήσουμε κι αυτήν να μας βαρύνει;

Foto: www.welt.de