Πιάνω τον εαυτό μου να γκρινιάζει και να κατακρίνει κυβερνώντες και κυβερνήσεις για αδράνεια, για διαχείριση του παρόντος, για στερεότυπες συμπεριφορές και για παλαιοκομματικά τερτίπια. Δυσανασχετώ, επειδή ακολουθείται η πεπατημένη, επιλέγεται το μικρότερο πολιτικό κόστος, διευθετούνται τα προβλήματα με περιστασιακές λύσεις. Εκνευρίζομαι, γιατί αποφεύγονται τα αυτονόητα, καταστρατηγείται η κοινή λογική και παραγνωρίζεται η αξία του μέτρου, αλλά ρίχνοντας μια ματιά, μια πιο ψύχραιμη ματιά, πιο πέρα διαπιστώνω, ότι ο «παλιός» κόσμος είναι πανταχού παρών.
Η αντιπολίτευση και τα κόμματα, οι αρχηγοί κι οι αρχηγίσκοι, πολιτεύονται σαν ανεύθυνοι άρχοντες. Κρίνουν, επικρίνουν, κατηγορούν και καταγγέλλουν, τάζουν λαγούς με πετραχήλια, υπόσχονται και τα πιο απίθανα κι απίστευτα, δεν δεσμεύονται επί της ουσίας για τίποτε κι έχουν επιπλέον και την ανευθυνότητα να εγκαλούν –πολλές φορές με περισσό θράσος– όσους δυσανασχετούν ή αντιδρούν στις απόψεις τους. Το «άσπρο – μαύρο» ζει και βασιλεύει κι η ισοπέδωση καλά κρατεί, στο όνομα της αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση.
Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μήπως βρίσκονται σε άλλο μήκος κύματος; Μήπως έχουν εκσυγχρονίσει το συνδικαλιστικό τους λόγο και την επιχειρηματολογία τους για να πείθουν και να ευαισθητοποιούν τους εργαζόμενους; Μήπως έχουν καταβάλει προσπάθεια να ξεφύγουν απ’ τη λογική του «κάτω τα χέρια» και του «ενάντια» και ν’ ακολουθήσουν περισσότερο συναινετικές κι ευέλικτες πρακτικές διεκδίκησης; Μήπως έχουν απαλλαγεί από κομματικές ή άλλες εξαρτήσεις και δεσμεύσεις; Μήπως έχουν αναπτύξει συνδικαλιστικά αντανακλαστικά με αλληλεγγύη και αλτρουισμό πέραν του στενά εννοούμενου συντεχνιακού συμφέροντος;
Οι επιχειρηματίες είναι συνεπείς; 'Εχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες και τους όρους που θέτει ο σκληρός ανταγωνισμός; Έχουν συμβάλει στον εκσυγχρονισμό και την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς; Αναλαμβάνουν επιχειρηματικό ρίσκο για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και για τη βελτίωση της κερδοφορίας τους; Αναζητούν για τη διατήρηση των επιχειρήσεών τους καινοτόμες εφαρμογές κι ευέλικτες λύσεις πέραν των απολύσεων και της μείωσης του εργασιακού κόστους; Επιζητούν την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας σε όφελος και του κοινωνικού συνόλου;
Τα «Μέσα», τα ΜΜΕ –κατά το κοινώς λεγόμενο– οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα έχουν μεταβάλλει στάση, ρόλο και σχέση έναντι του κοινού; Άλλαξαν τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων και των ειδήσεων; Προσέγγισαν μ' ευαισθησία και σοβαρότητα το φαινόμενο της κρίσης και τις συνέπειές του; Πρόταξαν την ανάγκη της κοινής γνώμης για ενημέρωση έναντι των σκοπών ή των συμφερόντων τους; Κάλυψαν την ανάγκη του κοινού τους αυτή τη δύσκολη συγκυρία για προσιτή αλλά και ποιοτική ψυχαγωγία;
Πού αλλού να κοιτάξεις; Σε ποιον θεσμό να ρίξεις το βλέμμα και να μη διαπιστώσεις, ότι ο παλιός κόσμος «λύνει και δένει». Στην εκπαίδευση που ακόμα ψάχνουμε αν έχουν περισσότερη βαρύτητα τα θρησκευτικά από τη βιολογία ή την ιστορία; Στο στρατό, που για να κλείσει ένα στρατόπεδο τον πρώτο λόγο έχει η κάθε τοπική κοινωνία κι όχι ο σχεδιασμός για την άμυνα της χώρας; Στη δικαιοσύνη, που οι δίκες κι όλες οι διαδικασίες για την απονομή της ακολουθούν τη λογική και τις συνήθειες περασμένων αιώνων; Στο σωφρονιστικό σύστημα και τις άθλιες συνθήκες κράτησης ή στις διοικητικές διαδικασίες και τις ατέρμονες εμμονές τους;
Άφησα για το τέλος εμένα. Εμένα, που με άνεση και παρρησία υψώνω τον τόνο της φωνής και σε πολλές περιπτώσεις –ιδιαίτερα στους χαλεπούς μας καιρούς– με ευκολία και το χέρι. Έχω βελτιωθεί ως άτομο, ως πολίτης; Από πού να πιάσω και πού να τελειώσω; Μήπως όμως –γιατί κι αυτό ακούγεται με μεγάλη ευκολία στις μέρες μας– είμαι παντελώς ανεύθυνος; Μήπως όλοι εμείς οι ανώνυμοι κι οι πολυπληθείς, που απογοητευόμαστε, δυσανασχετούμε, θυμώνουμε, βρίζουμε ή και διαπληκτιζόμαστε, εμπίπτουμε σε κάποιον άγραφο νόμο «περί ευθύνης πολιτών»; Μήπως δεν μας αφορούν οι νόμοι κι οι κανόνες που υπάρχουν ή αφορούν μόνο τους επώνυμους, όλους αυτούς που με την πρώτη ευκαιρία λοιδορούμε, κατηγορούμε και προπηλακίζουμε; (Μην κουράζεσαι, ξέρω τι θα πεις «το ψάρι βρωμάει απ' το κεφάλι»). Μήπως εμείς δεν επιλέγουμε τους ταγούς μας; Μήπως το άλλοθι της από κούνια αθωότητας, μας επιτρέπει να μένουμε διαρκώς στο απυρόβλητο και να 'χουμε το άλλοθι να κάνουμε ό,τι νομίζουμε κι ό,τι μας συμφέρει;
Ίσωμα δεν είναι όλα. Ούτε όλα είναι μαύρα κι άραχνα, τουναντίον, αλλά θα πρέπει να πάψει η εξαίρεση να επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αυτή η πολυεπίπεδη κρίση, όπως πολλοί και σε πολλές περιπτώσεις έχουν επισημάνει, μπορεί ν’ αξιοποιηθεί σε όφελος της κοινωνίας και των θεσμών της. Μπορεί το παλιό, το φθαρμένο, το «βαρίδι» να παραμεριστεί, να περάσει στο παρελθόν και η Ιστορία από βάρος να γίνει δύναμη κι εφαλτήριο προς το μέλλον.
Τελευταία μας έχουν πάρει από κάτω οι οικονομικές προσεγγίσεις και λες και θαμπωθήκαμε από το ξαφνικό success story που μας προέκυψε και χάσαμε τη λαλιά μας για όλες τις μεγάλες αλλαγές και ανατροπές που θα πρέπει η κοινωνία μας να πετύχει. Πάψαμε να ψάχνουμε με επιμονή και πείσμα για το καινούργιο ως ιδέα, ως νοοτροπία, ως έκφραση, ως στάση ζωής. Αν κάποιοι σήμερα ψάχνουν και ψάχνονται είναι μόνο όσοι αναζητούν την «κεντροαριστερά».
Πέσαμε με τα μούτρα στη μιζέρια και την απογοήτευση της καθημερινότητας και παραβλέπουμε τις τεράστιες αλλαγές που μπορούμε να διεκδικήσουμε, αλλά επιπόλαια αφήνουμε στα αζήτητα ή σε χέρια αδέξια. Σερνόμαστε έτσι από τις συνήθειες και τις νόρμες ενός παρελθόντος, που ενώ του καταλογίζουμε την ευθύνη για τη δεινή μας κατάσταση στο παρόν, εξακολουθούμε να βολευόμαστε στην ασφάλεια της πεπατημένης του. Δαιμονοποιούμε πρόσωπα, εποχές, κόμματα, καταστάσεις, περιστάσεις, τη ζωή την ίδια και τους εαυτούς μας τους ίδιους οικτίρουμε ολημερίς. Τραβάμε δεξιά κι αριστερά κόκκινες γραμμές, τον κόσμο όλο μουτζουρώνουμε, ακόμα και την κεντροαριστερά με τα στερεότυπα και τους αποκλεισμούς του παρελθόντος την οριοθετούμε, αντί να κάνουμε το αυτονόητο, όλοι, καθένας στο βαθμό και το μέτρο που τον αφορά κι έχει την ευθύνη, να προσπαθήσει ν’ αλλάξει κάτι από τον παλιό του εαυτό, από τις παλιές του συνήθειες, από τα παλιά του δεδομένα. (Ας μην επιτρέψουμε –λέω εγώ τώρα– στο σκύλο μας να λερώσει στην εξώπορτα του άλλου ή στο δημόσιο χώρο).
Πάμε μπροστά. Αν είναι κάτι να κρατήσουμε, ας μην είναι ο «παλιός καλός καιρός», αλλά οι «παλιές αγάπες», γι' αυτές που μπορεί να επιμένει ο στίχος να «μη μιλάς», αλλά –ας το φωνάξουμε επιτέλους– αυτές κάποτε μπορεί να ήταν η αξιοπρέπεια, το φιλότιμο, ο σεβασμός, η εργατικότητα, το μεράκι κι όλες αυτές οι αρετές κι οι αξίες, που ξέμειναν πίσω, όπως τρέχαμε βιαστικά και φουριόζικα με τον εγωισμό μας παραμάσχαλα για να προφτάσουμε να σκαρφαλώσουμε στο «ΚΤΕΛ» για την ατομική μας επιτυχία, για την ατομική μας ανέλιξη, για την επαγγελματική μας καταξίωση, στο «ΚΤΕΛ» του χτες που μας έφερε στο σήμερα.
Να σου πω, λοιπόν, τι καταλαβαίνω απ' όλα αυτά; Ο παλιός δεν είναι αλλιώς. Ο παλιός είναι παλιός (έστω κι αν τα ΚΤΕΛ ως τις μέρες μας πριμοδοτούνται –από πού αλλού;– απ' το κράτος για ν' αγοράσουν καινούργια λεωφορεία).
Foto: Floriana Barbu
Foto: Floriana Barbu