Οι πενηντάρηδες, οι άνθρωποι που ευτύχισαν να ζήσουν τα ομορφότερα τριάντα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα στην πατρίδα μας, βλέπουν καθημερινά ν’ αποκαθηλώνονται και να γκρεμίζονται αξίες και παραδοχές, σταθερές και σύμβολα, που χτίστηκαν μέρα με τη μέρα, πορεία με την πορεία και νόμο με το νόμο. Όσες κόκκινες γραμμές κι αν μπαίνουν τώρα, σε μια προσπάθεια να περισωθούν έστω τα προσχήματα, δεν επαρκούν για να ανακόψουν τη φόρα των γεγονότων και το ξετύλιγμα της Ιστορίας.
Μέσα στον ορυμαγδό της οικονομικής κρίσης, δυο χρόνια τώρα, εκείνο που διαπιστώνεται είναι μια εξαντλητική αναφορά στα αίτια και τις αφορμές. Όλο το βάρος πέφτει στην αναζήτηση ευθυνών και πρωταιτίων. Υπό την πίεση της ανατροπής των δεδομένων και της ανάγκης επαναπροσδιορισμού της ζωής ολόκληρης, εύκολα εξάπτεται το θυμικό και κατασκευάζονται αποδιοπομπαίοι τράγοι. Όταν όλα γκρεμίζονται γύρω, το ξέσπασμα είναι βίαιο, αλλά συνάμα και λυτρωτικό, η οργή όμως είναι κακός σύμβουλος κι ο θυμός τυφλός οδηγός.
Αν αυτή η καθαρτήρια διαδικασία, μπορέσει να ξεσπάσει σε μιαν έκρηξη δημιουργικότητας και σημάνει την εκκίνηση της εξίσου σημαντικής διαδικασίας ανάταξης κι ανασύνταξης με γνώμονα το συμφέρον του τόπου και πυξίδα τη λογική, τότε πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες και λύσεις διεξόδου πρόσφορες να εξευρεθούν και η δοκιμαζόμενη κοινωνική συνοχή να διατηρηθεί. Για όσους επηρεάζουν την κοινή γνώμη αυτό είναι ένα στοίχημα τιμής, για όσους έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης είναι ένα χρέος ζωής.
Το κράτος που ψάχνουμε, που ονειρευόμαστε, που επιθυμούμε, το κράτος μετά την κρίση, δεν θα προκύψει ούτε αυτόματα, ούτε ακούραστα, ούτε –πολύ περισσότερο– απροσδόκητα. Θ’ αποτελέσει προϊόν συγκρούσεων, αλλά κι αποτέλεσμα της συλλογικής μας βούλησης ν’ αλλάξουμε, να μεταβούμε σ’ ένα διαφορετικό πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας χωρίς αποκλεισμούς και διαχωριστικές κόκκινες γραμμές. Θα ενσωματώνει τις αντιθέσεις μας, αλλά και θα πραγματώνει τη συλλογική μας απόφαση να βαδίσουμε ενωμένοι μπροστά, διατηρώντας ταυτόχρονα χωρίς προκαταλήψεις κι αγκυλώσεις χαρακτηριστικά και ήθη που τιμούν το λαό κι αναδεικνύουν την ιστορική του συνέχεια.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι πανάκια, αλλά είναι η βάση για να προσδιορίζει την πορεία της στο χρόνο κάθε συντεταγμένη πολιτεία. Οι συνέπειες της αναθεώρησης του 1975, αλλά και του 1985, έχουν αποτυπωθεί ιστορικά. Τις επιπτώσεις της επιπόλαιας, επικοινωνιακής κι επιδερμικής αναθεώρησης του 2001 τις βιώνουμε στις μέρες μας. Σήμερα, νομίζουμε ότι αρχή και τέλος για την εθνική μας κυριαρχία είναι οι όροι του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων, παραβλέποντας ότι κατά το σύνταγμα ο λαός είναι η βάση του πολιτεύματος κι απ’ αυτόν πηγάζουν όλες οι εξουσίες.
Ο λαός που δεν οχλοκρατείται και δεν αφιονίζεται για να στήσει μόνο κρεμάλες, ικριώματα, λαϊκά δικαστήρια κι έκτακτα στρατοδικεία, αλλά συνέρχεται και προτείνει, συναθροίζεται και διεκδικεί, συμμετέχει, ψηφίζει, εκλέγει και ελέγχει. Αυτόν τον οργανωμένο δημοκρατικά λαό θ’ αφορά η αναθεώρηση του συντάγματος κι αυτού του λαού την κρατική οργάνωση θα ρυθμίζει.
Αυτή μπορεί να είναι κι η ύστατη απόπειρα της γενιάς που «καρφίτσωσε» στο πέτο τη μεταπολίτευση, για ν’ αποκαταστήσει την ιστορική συνέχεια και να οριοθετήσει με θεσμικό τρόπο το οριστικό –επιτέλους– τέλος της. Για να σταματήσουν οι Κασσάνδρες και τα λόμπι να οργανώνουν την ατζέντα της επικαιρότητας και να έρθει στο επίκεντρο η πολιτική, εκτοπίζοντας τις διαρροές, τις φήμες, το κουτσομπολιό και την παραπολιτική.
Ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως θεσμικά προβλέπεται, διττός μπορεί να είναι ο στόχος, πρώτα για ν’ ανοίξει διάπλατα κι ισότιμα τις πύλες της συμμετοχής και του διαλόγου σ’ όποιους θέλουν να συμβάλλουν στην αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος κι έπειτα για να παραδώσει στους νέους και τους νεότερους τη σκυτάλη και τον πρώτο λόγο να χαράξουν τον πολιτειακό χάρτη για το νέο κράτος, τα νέα κοινωνικά δικαιώματα, τις νέες εθνικές επιδιώξεις.
Αυτή η συζήτηση μπορεί να δώσει την αναγκαία ώθηση να ξεκολλήσει η χώρα από το τέλμα, το σκοτάδι και το αδιέξοδο. Αυτή η αναζήτηση θ’ αναλάβει και θα συμβάλει στο ν’ αναδειχθούν διαλεκτικά τα αιτήματα, οι τάσεις, τα οράματα, τα κόμματα, οι ηγέτες. Άλλως τα φαντάσματα κι οι εφιάλτες του παρελθόντος θα εξακολουθήσουν να νεκρανασταίνονται κατά περίπτωση και να τρομοκρατούν αδιακρίτως, δηλητηριάζοντας κι εξουθενώνοντας την κοινωνία μας και συντηρώντας, ταυτόχρονα, το φυλλορρόημα και τον εκφυλισμό της τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας (έστω κι αν κάποιοι συνήθως υποστηρίζουν, ότι «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»…)
Ευάγγελε οι σκέψεις σου είναι εύστοχες και σωστά διατυπωμένες, τέτοια κείμενα γραμμένα με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα σπανίζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα να σταθώ στο σημείο που αναφέρεις πως η Ελλάδα μετά την κρίση δε θα προκύψει ως δια μαγείας αλλά με δουλειά συλλογική και αποφάσεις του λαού για την πορεία προς το μέλλον. Αυτό ίσως είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα τα οποία ο σύγχρονος Έλληνας δεν έχει συνειδητοποιήσει δυστυχώς. Επικρατεί η μεμψιμοιρία αντί της περηφάνιας κι αντί να σχεδιάζουμε το αύριο μοιρολογούμε για το χτες ψάχνοντας υπευθύνους κι αιτίες! Το μεγάλο στοίχημα είναι το μπροστά, αυτό που έρχεται και πρέπει κάποια στιγμή να στρέψουμε όλοι το βλέμμα μας προς τα εκεί.
Την καλημέρα μου.
Φεύγει ο καιρός, Κώστα μου, και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό είναι σε βάρος μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι είναι σε βάρος μας όχι γιατί δεν θα προλάβουμε να πάρουμε την επόμενη δόση, αλλά γιατί είναι πολλά εκείνα που πρέπει ν' αλλάξουν.
Ποιος περιμένουμε να τα κάνει αντί για εμάς η τρόικα ή οι άλλοι;
'Ομορφες οι συζητήσεις, υπέροχες οι αναλύσεις, αναγκαίες οι πορείες κι οι διαμαρτυρίες. Τη δουλειά όμως ποιος τελικά θα την κάνει;