Λόγο
το λόγο και κουβέντα την κουβέντα έχουμε βρεθεί προ πολλού αλλού, πέρα και
μακριά από αξίες, συνήθειες κι εποχές. Πήραν τα χρόνια τα αρώματα, τις γεύσεις,
τις «καλημέρες», αλλά και τα οράματα και τις ιδέες κι άφησαν πίσω τους την
πίκρα της απογοήτευσης, τη θλίψη της διάψευσης, τη μελαγχολία της μοναξιάς, την
οργή της απελπισίας. Η σκόνη του χρόνου, που τζούζει στα μάτια και τα κάνει να
δακρύζουν συχνότερα, σκεπάζει μέρα τη μέρα το παρόν, που, όπως έρχεται και σμίγει
με πτυχές της κρίσης, γίνεται ακόμα πιο πνιγυρό, πιο απάνθρωπο, πιο αφιλόξενο.
Μας
πήρ’ ο πόνος και νυχτωθήκαμε. Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό σήμερα, που νομίζουμε
έχουν ακυρωθεί όλες μας οι δυνατότητες κι έχουν σβήσει όλες οι ελπίδες,
παραβλέπουμε ότι υπάρχουν διέξοδοι κι έξοδοι κινδύνου, υπάρχουν αλέες και ξέφωτα
ζωντάνιας, υπάρχουν άνθρωποι και όνειρα υπαρκτά, υπάρχουν τρόποι και μέθοδοι,
αντίδρασης, αντίστασης, δημιουργίας και διαφυγής.
Αν
απλώσουμε το χέρι, θα διαπιστώσουμε ότι μέσα στο σκοτάδι, αλλά πάντα εκεί δίπλα
μας, υπάρχει και κάποιο άλλο ή κάποια άλλα χέρια απλωμένα. Χέρια που αναζητούν
και ψάχνουν, υποφέρουν κι αγωνιούν, ελπίζουν και περιμένουν. Χέρια που, αν δεν
τα ξεπεράσεις με τη βιασύνη της καθημερινής ανάγκης, της πολυάσχολης ατομικότητας,
της αδιάφορης ρουτίνας, μπορούν να σε κατευθύνουν, όπως θα σμίξετε, σ’ ένα
νοσταλγικό και φορτισμένο πισωγύρισμα, που θα πλημμυρίζει όμως από τ’ αρώματα της
ελπίδας και τις γεύσεις τις ζωής. Δεν θά ‘ναι μια απελπισμένη βουτιά στο
παρελθόν, αλλά ένα δημιουργικό και ζωογόνο σάλτο στο μέλλον.
Το
βλέμμα σου το σκοτεινό, αυτό που έχει σκεπαστεί από το βαρύ πέπλο της νύχτας,
θα μπορέσει να φωτιστεί και να φωτίσει το σκοτάδι και να διακρίνει, να
ξεχωρίσει και να προσπεράσει, τελικά, ό,τι μας βρήκε κι ότι μας λύπησε. Ν’
αφήσει πίσω το σκοτάδι και την παγωνιά της αλοτρίωσης, της αποξένωσης, του
ανταγωνισμού και να ανασάνει φράσκιες ανάσες ζωής με μια ματιά, μ’ ένα φιλί, μ’
ένα τραγούδι.
Μ’
ένα τραγούδι.
Πόσα
μας έμαθε ο Χατζιδάκης! Πόσα όνειρα μας κέντισε ο Ξαρχάκος! Πόσες ελπίδες μας ύφανε ο Θεοδωράκης! Πόσοι έρωτες, πόσες αγάπες, πόσες πίκρες κι απογοητεύσεις.
Πόσες ζωές φύγαν με τα καμιόνια των δεκαετιών στον περασμένο αιώνα. Πόσες
αναμνήσεις φορτώσαμε στους ώμους μας, σαν βάρος δυσβάσταχτο, σαν διάψευση και
σαν απαντοχή. Αυτές οι ζωές, που δεν ήταν ομορφότερες γιατί ήταν φτωχικές, που δεν
ήταν ελκυστικότερες γιατί ήταν αθώες, που δεν ήταν πεφωτισμένες γιατί ήταν
συλλογικότερες, αυτές οι ζωές, οι περασμένες μας κι όσες έχουν φύγει, αυτές που
ζουν μέσα απ’ τα τραγούδια, στα βιβλία, στον κινηματογράφο, την ποίηση, τη
ζωγραφική, αυτές είναι η προίκα μας, ο πολιτισμός μας. Μπορεί να μην ανοίγεις πια
το ράδιο και ν’ ακούς «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», όμως ο ουρανός είναι εκεί,
το ίδιο γαλανός, το ίδιο ξάστερος, το ίδιο μυστηριώδης κι ερωτικός. Μπορεί ο
Χατζηδάκης να μην είναι εδώ, αλλά είναι διαρκώς παρών, επίκαιρος, αλλά και
βασανιστικά προνοητικός.
Το
ένιωσα έντονα πριν λίγες μέρες, μαζί νομίζω μ’ άλλες τέσσερις- πέντε χιλιάδες
κόσμο. Μέσα από τραγούδια που ένωσαν φωνές, αλλά και ζωές, που έφεραν το χτες
στο σήμερα, όχι σαν βάρος και πίκρα, αλλά σαν φως κι ελπίδα ζωής. Μέσα στη
νύχτα που φωταγωγήθηκε από δράσεις προσφοράς και ανιδιοτέλειας, κάτω απ’ την
Ακρόπολη που έλαμπε σαν αστέρι στον ουρανό επισκιάζοντας όλα όσα αυτές τις
τέσσερις-πέντε χιλιάδες κόσμου χώριζαν.
Μπορούμε
να πιάσουμε την άκρη του νήματος προς το αύριο, μπορούμε να σταθούμε όρθιοι μέσα
στην καταιγίδα, μπορούμε να βρεθούμε και πάλι στο μονοπάτι της ελπίδας. Ας
πάρουμε δύναμη, κουράγιο και πείσμα από αυτά που ο καθένας κουβαλάει μέσα του,
απ’ αυτά που η συνείδησή του υπαγορεύει σαν σωστά, απ’ αυτά που η ψυχή του
αισθάνεται ανθρώπινα.
Γύρω
μας υπάρχουν πάντα μοναδικές ευκαιρίες να ζωντανέψουμε την ελπίδα και την
ελπίδα μας. Ας τολμήσουμε ν’ απλώσουμε με σιγουριά το χέρι για να διαπιστώσουμε
πόσο κοντά μας είναι, πόσο εύκολο είναι.
Εμείς
έχουμε τις απαντήσεις, ο ουρανός είναι εκεί για να μας εμπνέει. Ας στρέψουμε το βλέμμα να τον κοιτάξουμε.
Κάποιες σκέψεις που γεννήθηκαν όπως οι φωνές της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, του Νίκου Πορτοκάλογλου και του Βασιλικού έσμιγαν μοναδικά σε τραγούδια από τον ελληνικό κινηματογράφο στο Ηρώδειο, "Μαζί για το παιδί".
Ουρανέ, όχι δε θα πω το ναι
ΑπάντησηΔιαγραφήουρανέ, φίλε μακρινέ
πώς να δεχτώ άλλης αγκαλιάς τη στοργή
πώς να δεχτώ, μάνα μου είναι η γη
πώς ν’ αρνηθώ της ζωής το φως το ξανθό
αχ ουρανέ πόνε μακρινέ...
Ἐνα μικρό συμπλήρωμα στην όμορφή σου ανἀρτηση.!
Χαιρετώ σε.!
Ευχαριστώ πολύ για τη συμβολή σου, αόρατη! Τι να πρωτοθυμηθείς από το έργο του Μάνου Χατζηδάκη!
ΔιαγραφήΗ θύμησή του ας δημιουργεί πέρα από νοσταλγία και τη διάθεση να κοιτάζουμε γύρω μας με μια άλλη ματιά αναζήτησης κι ελπίδας.
Την εγκάρδια καλημέρα μου!
Tι καταπληκτική ανάρτηση Ευάγγελε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην λάτρεψα!
Μου άρεσε αυτή η πλευρά σου!
Καλό απόγευμα Κυριακής!
Χαίρομαι, 'Ελενα και σ' ευχαριστώ πολύ!
ΔιαγραφήΔίχως ευαισθησία και συναίσθημα όχι μόνο η πολιτική, αλλά η ζωή ολόκληρη αδειάζει κι αποστεώνεται. Μπορεί να μην ακούγεται ή να μην είναι ρεαλιστικό, αλλά αυτό είναι η αλήθεια μου.
Να έχεις μια όμορφη και δημιουργική εβδομάδα!
Πάρα πολύ ωραία ανάρτηση φίλε μου, ευωδιαστή κι ελπιδοφόρα! Σε φιλώ και καλό σου βράδυ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά να περνάς, Joan! Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
Διαγραφή