Μέσα στον ορυμαγδό της σκανδαλολογίας, της κρισεολογίας και της προεκλογικής –προφανώς– οξύτητας της κομματικής αντιπαράθεσης των ημερών, αλλά και επηρεασμένοι από τη γενικευμένη παθητικότητα, την απογοήτευση και τη διάχυτη κοινωνική χαλάρωση της εποχής, είναι φυσικό ειδήσεις που αναφέρονται στην τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής, να περνούν «στα ψιλά» και να διαβάζονται –στο βαθμό που γίνονται αντιληπτές– με επιπολαιότητα και αδιαφορία. Κι εμένα, το ενδιαφέρον μού κίνησε μια αποστροφή του Προέδρου Δημήτρη Σιούφα από το βήμα της Βουλής –όπως την «έπιασα» κάνοντας ζάπινγκ– που μιλούσε για τοποθέτηση αναμεταδότη του καναλιού της Βουλής στη Σαμοθράκη.
Είναι γεγονός, ότι το πολιτικό σύστημα διέρχεται μια χρόνια και βαθειά κρίση κι ο θεσμός της Βουλής, παρά τις πανταχόθεν διατυμπανιζόμενες προθέσεις για αναβάθμισή της και ενίσχυση του ρόλου των βουλευτών, ελάχιστα έχουν επιτευχθεί επί της ουσίας. Δεν αναφερόμαστε στο δημιουργικό έργο που επιτελέστηκε τα προηγούμενα χρόνια από τον Απόστολο Κακλαμάνη, που προσέφερε όντως σύγχρονη διάσταση και περιεχόμενο στο θεσμικό έργο της Βουλής και στη δυναμική διασύνδεσή της με την κοινωνία. Ούτε στις προσπάθειες που καταβάλλονται από τον νυν Πρόεδρο, ώστε να συνεχιστεί το ποιοτικό και γόνιμο έργο του προκατόχου του.
Ποιος δεν γνωρίζει όμως, ότι μέρα με τη μέρα εναντίον των βουλευτών ογκώνεται μια ισοπεδωτική κριτική, που τους παρουσιάζει με τα μελανότερα χρώματα ως προς τη συμπεριφορά και το ήθος και τους παρομοιάζει με αδίσταχτα πλάσματα, που παρασιτούν σε βάρος της κοινωνίας καλυπτόμενα πίσω από τη βουλευτική τους ιδιότητα; Ποιος δεν έχει εξοργιστεί από τις πρακτικές οπαδοποίησης και εξέδρας που ακολουθούν οι κοινοβουλευτικές ομάδες ή τα άδεια βουλευτικά έδρανα; Ποιος δεν έχει ακούσει ν’ αναρωτιούνται για το πού πηγαίνουν οι παχυλές βουλευτικές αποζημιώσεις ή τις ασυλίες και τα προνόμια που απολαμβάνουν έναντι των υπολοίπων πολιτών;
Όσο άδικη, σκόπιμη κι αποπροσανατολιστική αν είναι αυτή η κριτική, θα πρέπει να παραδεχτούμε, ότι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο θεσμός του Κοινοβουλίου, αλλά και οι στρεβλώσεις που προκαλεί το πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό μας σύστημα και τα ίδια τα αντιδημοκρατικά δομημένα μεγάλα αρχηγικά κόμματα, συμβάλουν στη δημιουργία, καλλιέργεια και εδραίωση αυτής της αντίληψης, που διαπερνά απ’ άκρου σ’ άκρο την κοινωνία.
«Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι» λέει η λαϊκή παροιμία κι όσες τροποποιήσεις Κανονισμών της Βουλής κι αν γίνουν –εντάξει μπορεί να τοποθετήσουν κάποιους αναμεταδότες ή να τακτοποιήσουν κάποιους υπαλλήλους– το κύρος όμως και την αξιοπιστία των πολιτικών δεν μπορούν ν’ τα αποκαταστήσουν. Γι’ αυτά απαιτούνται όχι νομοθετικές πρωτοβουλίες και ρυθμίσεις, αλλά γενναίες πολιτικές αποφάσεις, που θα βάζουν πάνω από το προσωπικό, κομματικό και παραταξιακό συμφέρον, το συμφέρον του τόπου και του λαού. Ασφαλώς και δεν ζούμε σε κοινωνίες αγγέλων, ούτε τα πολιτικά κόμματα είναι φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η δημοκρατία και το αντιπροσωπευτικό σύστημα για να λειτουργήσουν όμως –όπως άλλωστε κι οι κοινωνίες– έχουν ανάγκη από κανόνες και όρια, που γίνονται σεβαστά απ’ όλους και ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως.
Αν στις μέρες μας οι πολιτικοί μας δέχονται τόσο δριμεία κριτική και αμφισβήτηση, είναι γιατί δημιουργούν την εντύπωση –ή και σε πολλές περιπτώσεις τη βεβαιότητα– στους πολίτες, ότι μπορούν να λειτουργούν έξω από τα θεσμοθετημένα όρια και κανόνες, ότι μπορούν να κάνουν ό,τι τους αρέσει χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, απαλλάσσοντας ή αθωώνοντας μεταξύ τους εαυτούς και αλλήλους. Η ρήση για τη «γυναίκα του Καίσαρα» είναι τετριμμένη και πασίγνωστη, ποια δύναμη ή ποιο ενδεχομένως συμφέρον τους εμποδίζει να το μετουσιώσουν σε πράξη;
Μεταπολιτευτικά όλες οι κυβερνήσεις «ασέλγησαν» λίγο ή πολύ σε βάρος της Βουλής. Η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία αξιοποιούσε την αριθμητική υπεροχή, που της εξασφάλιζαν «πειραγμένοι» εκλογικοί νόμοι και χρησιμοποιούσαν κατά το δοκούν την τύποις ανεξάρτητη νομοθετική εξουσία. Με τα χρόνια έγιναν βέβαια κάποια αργόσυρτα, έστω και δισταχτικά βήματα. Δεν φτάνουν όμως –εφόσον το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει ν’ αντιπαλεύει τις παθογένειές του– κι έτσι το αποτέλεσμα δεν τα δικαιώνει.
Στις τελευταίες Συνόδους της Βουλής, στις μέρες μας, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή, επιφέρει με τόση επιπόλαια ελαφρότητα και απερισκεψία καίρια πλήγματα κατά της όποιας αξιοπιστίας και κύρους των κοινοβουλευτικών θεσμών, ώστε αμφιβάλλουμε αν και πότε η κοινωνία που συμμετέχει και παρακολουθεί το πολιτικό γίγνεσθαι τα ξεπεράσει. Στο όνομα της με κάθε τρόπο και μέσο διατήρησης της πλειοψηφίας και συνεπώς της εκτελεστικής εξουσίας και της διακυβέρνησης του τόπου, επιδίδεται, με την ανοχή των προσκείμενων στην παράταξη οργάνων της Βουλής, σε διαδοχικές κοινοβουλευτικές ακροβασίες και προκλήσεις, που όχι μόνο απαξιώνουν τους θεσμούς, αλλά φτάνουν σε κάποιες περιπτώσεις να γελοιοποιούν το Κοινοβούλιο και το σύνολο του πολιτικού κόσμου.
Ο σκεπτικισμός που δημιούργησε μεταξύ των βουλευτών της κυβερνώσας παράταξης η εξέλιξη της «υπόθεσης Παυλίδη» άφησε προς στιγμή την ελπίδα να ανατραπεί όχι φυσικά η Κυβέρνηση, αλλά το νοσηρό πολιτικό κλίμα και να λειτουργήσουν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί, άνοιγε μια χαραμάδα να διασωθεί η συνταγματική τάξη και «ν’ ανασάνει» το Κοινοβούλιο. Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά οι «άνωθεν εντολές» ανέτρεψαν μόνο την ελπίδα...
Τι μένει να κάνει, λοιπόν, από μόνη της η τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα