Μόνο σε επικοινωνιακό και συμβολικό επίπεδο μπορούν να παράγουν τ’ αποτελέσματά τους τα ονόματα που πλαισιώνουν τα ψηφοδέλτια των κομμάτων για τις Ευρωεκλογές. Βεβαίως, οι επικεφαλής και το «βάθος» εκλογιμότητας σηματοδοτούν τις προσδοκίες και τις στοχεύσεις που θέτουν, αλλά επί της ουσίας τα πρόσωπα μικρό μόνο ρόλο διαδραματίζουν για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Συνήθως, οι Ευρωεκλογές λίγο έως καθόλου απασχολούν και προβληματίζουν και τους πολίτες, που αξιοποιούν την ευχέρεια της «χαλαρής ψήφου» για να εκφραστούν μπροστά στην κάλπη –όσοι βεβαίως φτάνουν μέχρι εκεί– με περισσότερη ελευθερία και ευελιξία επιλογής. Ουσιαστικά, η ψήφος αντανακλά τη στάση του εκλογέα απέναντι στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, αντικατοπτρίζει την αντίδρασή του για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τη χρονική κατά βάση συγκυρία μέσα στην οποία διεξάγεται η ψηφοφορία.
Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, η συμβολή τους έως τώρα στην παραγωγή πολιτών εξελίξεων μάλλον περιορισμένη έως μηδενική υπήρξε, εφόσον ούτε η κυβερνητικές πλειοψηφίες, που κατά κανόνα εισπράττουν τη δυσαρέσκεια και τις αρνητικές ψήφους, κινδύνευσαν, ούτε η αντιπολίτευση στο σύνολό της, που κατά κανόνα πριμοδοτείται απλόχερα, κατόρθωσε να μετουσιώσει τις ψήφους σε κάτι περισσότερο από έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αν όλες οι προηγούμενες Ευρωεκλογές, παρουσιάζουν σχεδόν ταυτόσημες συμπεριφορές κι εκλογικά αντανακλαστικά για το εκλογικό σώμα και τ’ αποτελέσματά τους δεν συνεπέφεραν συνέπειες για την κατά περίπτωση κυβερνώσα παράταξη, οι επικείμενες εκλογές της 7ης Ιουνίου, είναι δυνατόν ν’ αποτελέσουν εξαίρεση από τον κανόνα, θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος.
Μια πρόχειρη πρώτη απάντηση, θα ήταν ασφαλώς, αρνητική, εφόσον το πλαίσιο και τα δεδομένα ως προς την ουσία και τη δυναμική των Ευρωεκλογών εξακολουθούν να παραμένουν απαράλλαχτα. Με μια δεύτερη όμως προσεχτικότερη προσέγγιση, όχι μόνο της χρονικής συγκυρίας και των συσσωρευμένων προβλημάτων εξαιτίας της πεντάχρονης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά κυρίως λόγω της εύθραυστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας, θα επέτρεπε να διατυπωθούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα της κυβέρνησης ν’ απορροφήσει τους κραδασμούς ενός προφανώς ανεπιτυχούς αποτελέσματος και να μην αναγκαστεί να ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο συλλογισμό αυτό, μας επιτρέπει να οδηγηθούμε και η πρόσφατη επιλογή του πρωθυπουργού να προχωρήσει στον εσπευσμένο τερματισμό της συνόδου της Βουλής, διακινδυνεύοντας, τόσο την βεβιασμένη διακοπή της διερεύνησης υποθέσεων με ενδεχόμενες ευθύνες υπουργών και άλλων πολιτικών προσώπων, όσο και την αμαύρωση –όπερ σπουδαιότερο– της δημόσιας εικόνας του, εξαιτίας ακριβώς της επιλογής και της συμπεριφοράς του αυτής έναντι των θεσμών και της κοινοβουλευτικής τάξης.
Η τακτική κι ο υπολογισμός έχουν μπλοκάρει την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Τα ποσοστά, οι ημερομηνίες κι οι μονάδες, έχουν καταστεί τα κεντρικά μεγέθη, που κατευθύνουν τις πρωθυπουργικές πρωτοβουλίες και τις κυβερνητικές επιλογές. Η κρίση, τα ελλείμματα, τα μέτρα κι ότι σχετίζεται με χειρισμούς στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας, αξιοποιούνται μόνο ως τεχνικές διατήρησης μιας ανούσιας πολιτικολογίας κι όχι για την παραγωγή πολιτικής και την προώθηση λύσεων, μόνο για κατανάλωση. Εκείνο που διακαώς επιχειρεί να μην καταναλώσει η κυβέρνηση, είναι ο χρόνος παραμονής της στην εξουσία.
Είναι προφανές, επομένως, ότι στο παιχνίδι με τον χρόνο, η 7η Ιουνίου φαίνεται ν’ αποχτά καθοριστικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, εφόσον αποτελεί εκ των πραγμάτων μια ημερομηνία καμπή για το κυβερνών κόμμα, αλλά και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα είναι αδιάφορο, ανέξοδο, αναποτελεσματικό. Αντίθετα, θα μπορεί να παράγει πολιτικές εξελίξεις και συνέπειες, μπορεί ν’ αποτελέσει την αφετηρία για ανατροπές κι ανακατατάξεις. Σε συνάρτηση βεβαίως, με το πώς και κατά πόσο, ο έτερος των ενδιαφερομένων, το ΠΑΣΟΚ, θα πιέσει και θα επιδιώξει ν’ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ώστε να βρίσκεται στο πηδάλιο της χώρας το εξαιρετικά κρίσιμο και δύσκολο από κάθε άποψη 2010.
Συνήθως, οι Ευρωεκλογές λίγο έως καθόλου απασχολούν και προβληματίζουν και τους πολίτες, που αξιοποιούν την ευχέρεια της «χαλαρής ψήφου» για να εκφραστούν μπροστά στην κάλπη –όσοι βεβαίως φτάνουν μέχρι εκεί– με περισσότερη ελευθερία και ευελιξία επιλογής. Ουσιαστικά, η ψήφος αντανακλά τη στάση του εκλογέα απέναντι στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, αντικατοπτρίζει την αντίδρασή του για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τη χρονική κατά βάση συγκυρία μέσα στην οποία διεξάγεται η ψηφοφορία.
Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, η συμβολή τους έως τώρα στην παραγωγή πολιτών εξελίξεων μάλλον περιορισμένη έως μηδενική υπήρξε, εφόσον ούτε η κυβερνητικές πλειοψηφίες, που κατά κανόνα εισπράττουν τη δυσαρέσκεια και τις αρνητικές ψήφους, κινδύνευσαν, ούτε η αντιπολίτευση στο σύνολό της, που κατά κανόνα πριμοδοτείται απλόχερα, κατόρθωσε να μετουσιώσει τις ψήφους σε κάτι περισσότερο από έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αν όλες οι προηγούμενες Ευρωεκλογές, παρουσιάζουν σχεδόν ταυτόσημες συμπεριφορές κι εκλογικά αντανακλαστικά για το εκλογικό σώμα και τ’ αποτελέσματά τους δεν συνεπέφεραν συνέπειες για την κατά περίπτωση κυβερνώσα παράταξη, οι επικείμενες εκλογές της 7ης Ιουνίου, είναι δυνατόν ν’ αποτελέσουν εξαίρεση από τον κανόνα, θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος.
Μια πρόχειρη πρώτη απάντηση, θα ήταν ασφαλώς, αρνητική, εφόσον το πλαίσιο και τα δεδομένα ως προς την ουσία και τη δυναμική των Ευρωεκλογών εξακολουθούν να παραμένουν απαράλλαχτα. Με μια δεύτερη όμως προσεχτικότερη προσέγγιση, όχι μόνο της χρονικής συγκυρίας και των συσσωρευμένων προβλημάτων εξαιτίας της πεντάχρονης κυβερνητικής πολιτικής, αλλά κυρίως λόγω της εύθραυστης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας, θα επέτρεπε να διατυπωθούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα της κυβέρνησης ν’ απορροφήσει τους κραδασμούς ενός προφανώς ανεπιτυχούς αποτελέσματος και να μην αναγκαστεί να ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο συλλογισμό αυτό, μας επιτρέπει να οδηγηθούμε και η πρόσφατη επιλογή του πρωθυπουργού να προχωρήσει στον εσπευσμένο τερματισμό της συνόδου της Βουλής, διακινδυνεύοντας, τόσο την βεβιασμένη διακοπή της διερεύνησης υποθέσεων με ενδεχόμενες ευθύνες υπουργών και άλλων πολιτικών προσώπων, όσο και την αμαύρωση –όπερ σπουδαιότερο– της δημόσιας εικόνας του, εξαιτίας ακριβώς της επιλογής και της συμπεριφοράς του αυτής έναντι των θεσμών και της κοινοβουλευτικής τάξης.
Η τακτική κι ο υπολογισμός έχουν μπλοκάρει την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Τα ποσοστά, οι ημερομηνίες κι οι μονάδες, έχουν καταστεί τα κεντρικά μεγέθη, που κατευθύνουν τις πρωθυπουργικές πρωτοβουλίες και τις κυβερνητικές επιλογές. Η κρίση, τα ελλείμματα, τα μέτρα κι ότι σχετίζεται με χειρισμούς στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας, αξιοποιούνται μόνο ως τεχνικές διατήρησης μιας ανούσιας πολιτικολογίας κι όχι για την παραγωγή πολιτικής και την προώθηση λύσεων, μόνο για κατανάλωση. Εκείνο που διακαώς επιχειρεί να μην καταναλώσει η κυβέρνηση, είναι ο χρόνος παραμονής της στην εξουσία.
Είναι προφανές, επομένως, ότι στο παιχνίδι με τον χρόνο, η 7η Ιουνίου φαίνεται ν’ αποχτά καθοριστικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, εφόσον αποτελεί εκ των πραγμάτων μια ημερομηνία καμπή για το κυβερνών κόμμα, αλλά και για την αξιωματική αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα είναι αδιάφορο, ανέξοδο, αναποτελεσματικό. Αντίθετα, θα μπορεί να παράγει πολιτικές εξελίξεις και συνέπειες, μπορεί ν’ αποτελέσει την αφετηρία για ανατροπές κι ανακατατάξεις. Σε συνάρτηση βεβαίως, με το πώς και κατά πόσο, ο έτερος των ενδιαφερομένων, το ΠΑΣΟΚ, θα πιέσει και θα επιδιώξει ν’ αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ώστε να βρίσκεται στο πηδάλιο της χώρας το εξαιρετικά κρίσιμο και δύσκολο από κάθε άποψη 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα