Μπορεί μπάνια πολλά και μέρες διακοπών να μην είχε αυτό το καλοκαίρι, είχε όμως πολύ περισσότερο χρόνο για διάβασμα και πολύ περισσότερα από άλλα καλοκαίρια βιβλία. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα έλεγε κάποιος άλλος, εγώ λέω ότι στάθηκα τυχερός, γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω δυο συγγραφείς. Για την ακρίβεια μία νέα συγγραφέα, γιατί ο άλλος –ο παλιός να πούμε για να συνεννοούμαστε– ήταν γνώριμος, απλώς δόθηκε η ευκαιρία να ξανασυστηθούμε, να ξαναγνωριστούμε.
Βιβλιοκριτική και τα τοιαύτα δεν είναι του γούστου μου κι ούτε θέλω να κάνω τον ειδικό, θα ‘θελα μόνο να πω δυο λόγια παραπάνω γι΄αυτά τα βιβλία που διάβασα και με ρούφηξαν, ακολουθώντας με παντού στο σπίτι, όπου υπήρχε χώρος ελεύθερος και χρόνος διαθέσιμος. Έτσι, με τα βιβλία που μ’ αρέσουν δε θέλω να καταφεύγω σ’ απιστίες, διαβάζοντας κι άλλο –ή κι άλλα– ταυτοχρόνως, όπως συμβαίνει σ’ άλλες περιπτώσεις. Παράλληλες σχέσεις δε θέλω να διατηρώ εκεί που η ψυχή μου βρίσκει καταφύγιο κι ο χρόνος από εχθρός γίνεται φίλος.
Ναι, γλυκά ξεφύλλισα το χρόνο προς τα πίσω για να βρεθώ σε γειτονιές εφηβικές και να γνωρίσω, μετά από σαράντα τόσα χρόνια, ανθρώπους που ζούσαν παρακάτω, εκεί γύρω, στη Φωκίωνος, το Άλσος, τα Θυμαράκια, τη Λιοσίων. Για να «ακούσω» Χατζιδάκι, να θυμηθώ «νέα ταλέντα» και να στεγνώσει το λαρύγγι μπρος στα τεράστια βυζιά της Τίνας Σπάθη. Να πάρουμε παρουσίες –Δευτέρα απόγευμα πίσω στη γαλαρία– στην νέα πρεμιέρα του Γκουσγκούνη –ή Γκουζγκούνη; Να διαβώ με δέος στην Αντινέα το κατώφλι και να γευτώ κοκ νέγκρο στου Φοίβου την αυλή στο Περιστέρι.
Βρέθηκα στρωματσάδα, παιδί μικρό και πάλι, νύχτα χωρίς φεγγάρι αλλά μ’ αστέρια κεντημένη, να περιμένω, κρατώντας μ’ αγωνία την ανάσα μου, πότε, κάπου εκεί ψηλά πάνω στο επουράνιο στερέωμα, η μικρή κουκκίδα του Σπούτνικ με τον Γκαγκάριν, θα φανεί καθώς περνάει, για να χαρίσει αλήθεια σ’ ιστορίες γεμάτες πυραύλους, γαλαξίες κι αστροναύτες, που ξεπηδούσαν σε τροχιές απόκοσμες μέχρι ο ύπνος να με πάρει γλυκά αποκαμωμένο απ’ τις φανταστικές πανέμορφες περιγραφές γερμένος στο πλάι του πατέρα μου.
Μαστορικά, σελίδα τη σελίδα, έστησε τις ιστορίες, μα και τις αναμνήσεις, μπροστά στα μάτια μου ο Τατσόπουλος. Λες κι ήμουν κάπου εκεί, σε κάποιο καφέ, καμαρίνι ή σινεμά πάλι και ξαναζούσα μαζί μ’ όλους τους ήρωές του ολοζώντανα ‘κείνα τα χρόνια που περάσανε μέσα από διχόνοιες, φτώχειες, ποδαρόδρομους και γκρίνιες. Χρόνια που φεύγανε κι εγώ αλλού αρμένιζα ανέμελα, σε γειτονιές και χωματόδρομους, σε έρωτες ανείπωτους, εξάωρα και πάρτι.
Το ίδιο γλυκά, μα, με μία πίκρα αδιόρατη κι ένα «όλα θα πάνε κατ΄ευχήν» καρφιτσωμένο στο βλέμμα, γύρισα την τελευταία σελίδα επιστρέφοντας σ’ έναν κόσμο που, όταν τον βλέπεις από τόσο χαμηλά, όπως τον έστησε μπροστά στα μάτια μου ο Πέτρος ο Τατσόπουλος, είναι σαν να τον βλέπεις για πρώτη φορά και μοιάζει η Γη να καθρεφτίζεται όπως στα μάτια κείνου του χωριατόπαιδου, του Γιούρι: «Αηδιαστικά όμορφη».
Έτσι προσγειωμένος βρέθηκα πάνω σε μια σχεδία υφασμάτινη, τρυφερή και φιλική, φιλόξενη και ψαγμένη. Δεν μ’ ενοχλούσαν οι στοίβες –σωστό κάστρο– από τ’ άπειρα βιβλία που βρίσκονταν απλωμένα ένα γύρω –ξέρεις, δα, την εμμονή μου με την τάξη– ούτε οι κλεφτές ματιές της στο γαλάζιο της οθόνης. Τη συγχωρούσες, όλα θα μπορούσες να της τα συγχωρέσεις, γιατί το βλέμμα της έχει μια αλήθεια, μια ειλικρίνεια και μια ευθύτητα, που δεν τη βρίσκεις εύκολα, ιδιαίτερα σ’ εκείνους που επιλέγουν να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο.
Λες και γνωριζόμασταν από πάντα. Μου μίλησε για τον εαυτό της και μ’ έκανε να αισθανθώ τη φίλη που θα ήθελα να έχω. Μου ανέφερε για τη μητέρα, τους φίλους, τη δουλειά, τον πατέρα της με μια οικειότητα που μόνο από πολύ δικούς μου έχω ξανασυναντήσει, κι αν. Άσε, εκεί που έπεσε ο Πιτέλα απ’ το σκαμπό, και γέλασα, το ‘χει κι αυτό, χιούμορ· πόσο μ’ αρέσει να μου μιλάει ακομπλεξάριστα ο άλλος, να μην θέλει να είναι δήθεν, ούτε να το παίξει κάποιος κι ας είναι καταξιωμένη επαγγελματικά, ας έχει στις συνεντεύξεις της ένα Σόιμπλε, ας πούμε, όσο μπορεί εσένα που ‘σαι ΣΥΡΙΖΑ βαμμένος να σ’ εξιτάρει. Αν σε νοιάζει δηλώνει «άπατρις – πολιτικά».
Δεν με νοιάζει. Εκείνο που με νοιάζει, που αισθάνομαι, είναι ότι η Ξένια Κουναλάκη φτερούγισε από το ράφι του Ευριπίδη στο Χαλάνδρι –εκεί τυχαία είχα συναντήσει κάποιο Σαββάτο και τον Τατσόπουλο– γνέφοντάς μου «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες στιγμές», κάθε άλλο παρά έκλαιγε, με κατάκτησε κατά κράτος για τέσσερις ολόκληρες μέρες κι ένα Σαββατοκύριακο αρχές Σεπτέμβρη.
Γυμνή στάθηκε μπροστά στα μάτια μου ακούραστα, βασανιστικά, εξομολογητικά, φιλικά κι εγκάρδια· ριζότο δε φάγαμε, αλλά μιλήσαμε για θέατρο, για βιβλία για κινηματογράφο, για πολλά και διάφορα διόλου αδιάφορα. Θυμήθηκα κι εγώ κάποια δικά μου, μελαγχόλησα· μ’ έπιασε –δεν ξέρω αν το κατάλαβε– ζήλια κάποιες στιγμές που απ’ τον θαυμασμό και την προσήλωσή μου ξέφευγα και να θέλω να κρυφτώ σε μια γωνιά, δίπλα στο πληκτρολόγιο, για να ζήσω από κοντά μια μέρα της στην εφημερίδα. Τι βλάκας… Η κόρη της μπορεί να μ’ έλεγε και νούμερο.
Δεν το πιστεύω, αλλά τελικά, τα καταφέρανε, ξεκόλλησα, κι αυτό μ’ έκανε ελπίδα να γεμίσω κι όλα τα μίζερα, τα γκρινιάρικα, τις μαύρες μου με χρώμα να τα βάψω, με εικόνες έγχρωμες, με αναμνήσεις σινεμασκόπ και σκέψεις να γεμίσω και να μπουκάρω σε φθινοπωρινούς καιρούς με μια αισιοδοξία καλοκαιριάτικη. Να μη με νοιάζει μπάνια και διακοπές που φέτος δεν κατάφερα πολλά να κάνω και παραλίες ξυπόλητος να περπατήσω.
Περπάτησα μ’ απέραντη ευχαρίστηση στου χρόνου το μεταίχμιο, πέρα από της εποχής μας τ’ ανυπόφορα σημεία, ξέφυγα απ’ των ημερών το ασπρόμαυρο και γέμισα τα μάτια μου φως, συναίσθημα και γλύκα και χαμόγελο· αν θες μπορώ να στα δανείσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα