Αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα το μεγαλύτερο λάθος από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και συνάμα τον ισχυρότερο παραμορφωτικό καθρέφτη της κοινωνικής μας πορείας. Η αποσιώπηση της ιστορικής αλήθειας απ’ τη μια και της ασίγαστης και διαχρονικής προσπάθειας παραποίησής της απ’ την άλλη, αποτελούν τους δυο κρισιμότερους παράγοντες που επέδρασαν, ο καθένας ξεχωριστά αλλά κι οι δυο μαζί, από γενιά σε γενιά, ώστε σήμερα να μην είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε και εν πολλοίς να διαχειριστούμε ως λαός και ως οργανωμένη κοινωνία την κρίση που έχει ξεσπάσει και απειλεί να μας γυρίσει, αν όχι από ‘κει που ξεκινήσαμε, τουλάχιστον πολλές δεκαετίες πίσω.
Ασφαλώς τούτες τις δύσκολες ώρες ίσως δεν χωρούν, είτε γιατί δεν υπάρχει η απαραίτητη διάθεση, είτε γιατί δεν περισσεύει ο χρόνος, ιστορικές αναφορές και ανασκοπήσεις. Άλλωστε, όπως έχει γραφτεί «η προσέγγιση της διαχρονικής αλήθειας, ως απόλυτη ταύτιση με την ιστορική πραγματικότητα, αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, επιστημονική ουτοπία».
Πρόθεσή μας δεν είναι να κάνουμε μάθημα Ιστορίας, υπάρχουν όμως κορυφαία γεγονότα, που σχετίζονται με την πορεία του κράτους μας στο χρόνο και τον ρόλο που διαδραμάτισαν ανά εποχή οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που αν μη τι άλλο πιστοποιούν μια πραγματικότητα που είναι δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί.
Από τη δημιουργία των συνθηκών για την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τη συμφωνία για την ένταξη της χώρας στο ευρώ και στο μηχανισμό της Ο.Ν.Ε., το στοιχείο που σε κάθε περίπτωση είναι κυρίαρχο στις σχέσεις Ελλάδας – Ευρώπης και λειτουργεί στις κρίσιμες περιστάσεις καταλυτικά, δίκην κοινού παρανομαστή, είναι ένα και μόνον ένα: Η πολιτική βούληση. Ασφαλώς δεν αναφερόμαστε μόνο στην αυτονόητη εκδήλωσή της από την ελληνική πλευρά, αλλά προπαντός όπως εκδηλώνεται από την πλευρά των ευρωπαίων, είτε «Μεγάλες Δυνάμεις» ονομάζονταν, είτε «Ανταντ», είτε «UNRRA», είτε «Ε.Ο.Κ.», είτε «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Εξίσου χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί συνήθως στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, από την περίοδο ακόμα πριν την ανεξαρτησία, είναι η διχόνοια, οι σκοπιμότητες κι οι μικροϋπολογισμοί, που διακρίνουν συνήθως τις συμπεριφορές και τις στάσεις των πρωταγωνιστών, των φατριών, των ομάδων και των κομμάτων, του «εσωτερικού παράγοντα» με άλλα λόγια, που πρωταγωνιστεί κάθε φορά στα δημόσια πράγματα και στο πολιτικό προσκήνιο.
Το 1827, το 1916, 1945, 1965, το 1981 και πάει λέγοντας μέχρι σήμερα. Ο «εξωτερικός παράγων», από την εποχή ακόμα της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου, δεν χαράζει πολιτική και δεν αποφασίζει ως προς τη χώρα μας, μόνο εξαιτίας των φιλελληνισμού του, αλλά, όπως είναι φυσικό, με γνώμονα την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων του και των συμφερόντων των λαών που εκπροσωπεί.
Οι «εσωτερικοί παράγοντες» από την άλλη, παρουσιάζουν ανά εποχή εγγενείς αδυναμίες και αγκυλώσεις σε στερεότυπα πολιτικής συμπεριφοράς, που τους εμποδίζουν ν’ αρθούν υπεράνω των στενώς εννοούμενων συμφερόντων τους –πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων που μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα– ακόμα και σε κρίσιμες ή δύσκολες για τον τόπο περιστάσεις. Το «πολιτικό κόστος» υπερισχύει κατά κράτος κάθε έννοιας εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος για τους κυβερνώντες, ενώ η ισοπέδωση και η καταστροφολογία χαρακτηρίζει σταθερά και διαχρονικά την αντιπολιτευτική πρακτική.
Το τελευταίο διάστημα η χώρα έχει εμπλακεί σε μια αδυσώπητη περιπέτεια ως προς την οικονομική της επιβίωση με όρους που να ταιριάζουν κατά το δυνατόν στη διεθνή της θέση και στο επίπεδο της κοινωνικής της ανάπτυξης. Οι λόγοι κι αιτίες πολλές κι η ιστορία έχει καταγράψει με ακρίβεια σε πολλές περιπτώσεις κάποιες απ’ αυτές.
Ο μηχανισμός που μας διευκολύνει πλέον να λειτουργούμε ως κράτος στηρίζεται από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ. κι έχει, ως γνωστόν, ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα κι ένα καθορισμένο πλαίσιο όρων και ενεργειών που πρέπει να γίνουν απ’ την πλευρά μας. Το κράτος μας τυπικά δεν έχει κηρύξει -για μιαν ακόμα φορά- πτώχευση, επειδή ο «εξωτερικός παράγων» αποφάσισε πριν ένα χρόνο να την αποτρέψει.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει και μάλλον δεν έχουν αλλάξει υπέρ μας. Ενώ στη Ευρώπη επεξεργάζονται πυρετωδώς σενάρια και λύσεις που σχετίζονται και αφορούν άμεσα τις εξελίξεις και το μέλλον της χώρας μας, στη χώρα μας ερίζουμε για το πιο πακέτο μέτρων ταιριάζει πιο πολύ στα μέτρα μας και πόσο βαρύ είναι το μεσοπρόθεσμο έναντι του βάρους του «Ζάππειο ΙΙ».
Πόση άραγε σημασία θα έχει σε περίπτωση πτώχευσης αν έφταιξε πιο πολύ η κυβέρνηση που άργησε να πάρει μέτρα ή ο Αντώνης Σαμαράς που δεν συναίνεσε σ’ αυτά τα μέτρα; Πόση αξία θα έχει τότε μπροστά στη διάλυση των κοινωνικών δομών, αν γίνουν εκλογές και κερδίσει η Νέα Δημοκρατία ή σχηματιστεί κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας; Τι νόημα θα ‘χει τότε, αν το γάλα είναι στο 23 ή στο 6 τα εκατό ΦΠΑ, όταν δεν θα μπορείς ούτως ή άλλως να το αγοράσεις;
Η Ευρώπη πρέπει να είναι μονόδρομος για την Ελλάδα και πέρα από την οικονομική χρειαζόμαστε όσο ποτέ και την πολιτική της στήριξη. Ας μη αφήνουμε χώρο με τις παραλήψεις και τη στάση μας ν’ αναπτύσσονται σενάρια που μας ωθούν αργά αλλά σταθερά εκτός Ευρώπης. Το «τυχαίο γεγονός» μπορεί αυτή τη φορά να είναι σε βάρος μας. Η 5η δόση είναι τώρα κι η 6η το Σεπτέμβρη, μετά τι;
Αν διδάσκει κάτι η ιστορία, όπως απλουστευτικά και πολύ σχηματικά πιο πάνω αναφέρθηκε, είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε εκτεθειμένοι στη δίνη ενός οικονομικού προβλήματος, που η λύση του εξαρτάται απόλυτα από την πολιτική βούληση του «εξωτερικού παράγοντα». Όπως εύστοχα έχει υποστηριχτεί, η κοινωνική σκέψη θεωρεί ότι η ιστορία αποτελεί έναν ορισμένο τρόπο για μια κοινωνία να διακανονίσει και να επεξεργαστεί μια μάζα μαρτυριών από τις οποίες δε διαχωρίζεται.
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας το μέλλον καθορίζεται τόσο δεσμευτικά από την πολιτική βούληση του «εξωτερικού παράγοντα», η εκδήλωση της οποίας όμως για πρώτη φορά επίσης συναρτάται και τόσο άρρηκτα κι επιτακτικά από τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά των «εσωτερικών παραγόντων» και στην περίπτωση αυτή η έστω εν τάχη ιστορική αναδρομή πολλά συμπεράσματα και λάθη προς αποφυγήν θα είχε να μας διδάξει.
Ας σκεφτούμε κι ας αποφασίσουμε, στον λίγο χρόνο που έχει απομείνει, ρίχνοντας πού και πού καμιά ματιά στα διδάγματα της ιστορίας, ότι έχει σημάνει η ώρα –έστω μ’ αυτόν τον δραματικό τρόπο– όλοι μαζί να προσπαθήσουμε ν’ αναδιοργανώσουμε όσο γίνεται καλύτερα τα της χώρας και του οίκου μας και ν’ αναπροσαρμόσουμε τις συμπεριφορές μας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, παρά να αργοπορούμε δαιμονοποιώντας στις πλατείες και ξορκίζοντας στα τηλεοπτικά παράθυρα τον «εξωτερικό παράγοντα», πότε ότι ανακατεύεται απροκάλυπτα στα εσωτερικά μας και πότε ότι για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να πάρει όπως-όπως πίσω αυτά που του χρωστάμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, άλλοτε σαν φάρσα κι άλλοτε σαν κωμωδία. Μακάρι να λαθεύω νομίζοντας, ότι μάλλον αυτή την ώρα βρισκόμαστε μιαν ανάσα πριν από την εκδίκησή της.
Ασφαλώς τούτες τις δύσκολες ώρες ίσως δεν χωρούν, είτε γιατί δεν υπάρχει η απαραίτητη διάθεση, είτε γιατί δεν περισσεύει ο χρόνος, ιστορικές αναφορές και ανασκοπήσεις. Άλλωστε, όπως έχει γραφτεί «η προσέγγιση της διαχρονικής αλήθειας, ως απόλυτη ταύτιση με την ιστορική πραγματικότητα, αποτελεί, αδιαμφισβήτητα, επιστημονική ουτοπία».
Πρόθεσή μας δεν είναι να κάνουμε μάθημα Ιστορίας, υπάρχουν όμως κορυφαία γεγονότα, που σχετίζονται με την πορεία του κράτους μας στο χρόνο και τον ρόλο που διαδραμάτισαν ανά εποχή οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που αν μη τι άλλο πιστοποιούν μια πραγματικότητα που είναι δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί.
Από τη δημιουργία των συνθηκών για την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τη συμφωνία για την ένταξη της χώρας στο ευρώ και στο μηχανισμό της Ο.Ν.Ε., το στοιχείο που σε κάθε περίπτωση είναι κυρίαρχο στις σχέσεις Ελλάδας – Ευρώπης και λειτουργεί στις κρίσιμες περιστάσεις καταλυτικά, δίκην κοινού παρανομαστή, είναι ένα και μόνον ένα: Η πολιτική βούληση. Ασφαλώς δεν αναφερόμαστε μόνο στην αυτονόητη εκδήλωσή της από την ελληνική πλευρά, αλλά προπαντός όπως εκδηλώνεται από την πλευρά των ευρωπαίων, είτε «Μεγάλες Δυνάμεις» ονομάζονταν, είτε «Ανταντ», είτε «UNRRA», είτε «Ε.Ο.Κ.», είτε «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Εξίσου χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατεί συνήθως στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, από την περίοδο ακόμα πριν την ανεξαρτησία, είναι η διχόνοια, οι σκοπιμότητες κι οι μικροϋπολογισμοί, που διακρίνουν συνήθως τις συμπεριφορές και τις στάσεις των πρωταγωνιστών, των φατριών, των ομάδων και των κομμάτων, του «εσωτερικού παράγοντα» με άλλα λόγια, που πρωταγωνιστεί κάθε φορά στα δημόσια πράγματα και στο πολιτικό προσκήνιο.
Το 1827, το 1916, 1945, 1965, το 1981 και πάει λέγοντας μέχρι σήμερα. Ο «εξωτερικός παράγων», από την εποχή ακόμα της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου, δεν χαράζει πολιτική και δεν αποφασίζει ως προς τη χώρα μας, μόνο εξαιτίας των φιλελληνισμού του, αλλά, όπως είναι φυσικό, με γνώμονα την προώθηση και την προστασία των συμφερόντων του και των συμφερόντων των λαών που εκπροσωπεί.
Οι «εσωτερικοί παράγοντες» από την άλλη, παρουσιάζουν ανά εποχή εγγενείς αδυναμίες και αγκυλώσεις σε στερεότυπα πολιτικής συμπεριφοράς, που τους εμποδίζουν ν’ αρθούν υπεράνω των στενώς εννοούμενων συμφερόντων τους –πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων που μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα– ακόμα και σε κρίσιμες ή δύσκολες για τον τόπο περιστάσεις. Το «πολιτικό κόστος» υπερισχύει κατά κράτος κάθε έννοιας εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος για τους κυβερνώντες, ενώ η ισοπέδωση και η καταστροφολογία χαρακτηρίζει σταθερά και διαχρονικά την αντιπολιτευτική πρακτική.
Το τελευταίο διάστημα η χώρα έχει εμπλακεί σε μια αδυσώπητη περιπέτεια ως προς την οικονομική της επιβίωση με όρους που να ταιριάζουν κατά το δυνατόν στη διεθνή της θέση και στο επίπεδο της κοινωνικής της ανάπτυξης. Οι λόγοι κι αιτίες πολλές κι η ιστορία έχει καταγράψει με ακρίβεια σε πολλές περιπτώσεις κάποιες απ’ αυτές.
Ο μηχανισμός που μας διευκολύνει πλέον να λειτουργούμε ως κράτος στηρίζεται από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Δ.Ν.Τ. κι έχει, ως γνωστόν, ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα κι ένα καθορισμένο πλαίσιο όρων και ενεργειών που πρέπει να γίνουν απ’ την πλευρά μας. Το κράτος μας τυπικά δεν έχει κηρύξει -για μιαν ακόμα φορά- πτώχευση, επειδή ο «εξωτερικός παράγων» αποφάσισε πριν ένα χρόνο να την αποτρέψει.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει και μάλλον δεν έχουν αλλάξει υπέρ μας. Ενώ στη Ευρώπη επεξεργάζονται πυρετωδώς σενάρια και λύσεις που σχετίζονται και αφορούν άμεσα τις εξελίξεις και το μέλλον της χώρας μας, στη χώρα μας ερίζουμε για το πιο πακέτο μέτρων ταιριάζει πιο πολύ στα μέτρα μας και πόσο βαρύ είναι το μεσοπρόθεσμο έναντι του βάρους του «Ζάππειο ΙΙ».
Πόση άραγε σημασία θα έχει σε περίπτωση πτώχευσης αν έφταιξε πιο πολύ η κυβέρνηση που άργησε να πάρει μέτρα ή ο Αντώνης Σαμαράς που δεν συναίνεσε σ’ αυτά τα μέτρα; Πόση αξία θα έχει τότε μπροστά στη διάλυση των κοινωνικών δομών, αν γίνουν εκλογές και κερδίσει η Νέα Δημοκρατία ή σχηματιστεί κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας; Τι νόημα θα ‘χει τότε, αν το γάλα είναι στο 23 ή στο 6 τα εκατό ΦΠΑ, όταν δεν θα μπορείς ούτως ή άλλως να το αγοράσεις;
Η Ευρώπη πρέπει να είναι μονόδρομος για την Ελλάδα και πέρα από την οικονομική χρειαζόμαστε όσο ποτέ και την πολιτική της στήριξη. Ας μη αφήνουμε χώρο με τις παραλήψεις και τη στάση μας ν’ αναπτύσσονται σενάρια που μας ωθούν αργά αλλά σταθερά εκτός Ευρώπης. Το «τυχαίο γεγονός» μπορεί αυτή τη φορά να είναι σε βάρος μας. Η 5η δόση είναι τώρα κι η 6η το Σεπτέμβρη, μετά τι;
Αν διδάσκει κάτι η ιστορία, όπως απλουστευτικά και πολύ σχηματικά πιο πάνω αναφέρθηκε, είναι ότι σήμερα βρισκόμαστε εκτεθειμένοι στη δίνη ενός οικονομικού προβλήματος, που η λύση του εξαρτάται απόλυτα από την πολιτική βούληση του «εξωτερικού παράγοντα». Όπως εύστοχα έχει υποστηριχτεί, η κοινωνική σκέψη θεωρεί ότι η ιστορία αποτελεί έναν ορισμένο τρόπο για μια κοινωνία να διακανονίσει και να επεξεργαστεί μια μάζα μαρτυριών από τις οποίες δε διαχωρίζεται.
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας το μέλλον καθορίζεται τόσο δεσμευτικά από την πολιτική βούληση του «εξωτερικού παράγοντα», η εκδήλωση της οποίας όμως για πρώτη φορά επίσης συναρτάται και τόσο άρρηκτα κι επιτακτικά από τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά των «εσωτερικών παραγόντων» και στην περίπτωση αυτή η έστω εν τάχη ιστορική αναδρομή πολλά συμπεράσματα και λάθη προς αποφυγήν θα είχε να μας διδάξει.
Ας σκεφτούμε κι ας αποφασίσουμε, στον λίγο χρόνο που έχει απομείνει, ρίχνοντας πού και πού καμιά ματιά στα διδάγματα της ιστορίας, ότι έχει σημάνει η ώρα –έστω μ’ αυτόν τον δραματικό τρόπο– όλοι μαζί να προσπαθήσουμε ν’ αναδιοργανώσουμε όσο γίνεται καλύτερα τα της χώρας και του οίκου μας και ν’ αναπροσαρμόσουμε τις συμπεριφορές μας σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, παρά να αργοπορούμε δαιμονοποιώντας στις πλατείες και ξορκίζοντας στα τηλεοπτικά παράθυρα τον «εξωτερικό παράγοντα», πότε ότι ανακατεύεται απροκάλυπτα στα εσωτερικά μας και πότε ότι για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να πάρει όπως-όπως πίσω αυτά που του χρωστάμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, άλλοτε σαν φάρσα κι άλλοτε σαν κωμωδία. Μακάρι να λαθεύω νομίζοντας, ότι μάλλον αυτή την ώρα βρισκόμαστε μιαν ανάσα πριν από την εκδίκησή της.
η ιστορια απεδειξε οτι το ελληνικο κρατος ειναι ενα προιον της ευρωπαικης διπλωματιας που φκιασθηκε για τις αναγκες της στιγμης και οχι για να υπαρξει επι μακροχρονιου βασεως.
ΑπάντησηΔιαγραφή'Οπως κι αν προέκυψε, έχουμε χρέος και μπορούμε αυτό το κράτος να το κάνουμε καλύτερο. Πρέπει να προσπαθήσουμε γι' αυτό κι όχι να τα παρατήσουμε τώρα στα δύσκολα.
ΑπάντησηΔιαγραφή