Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Όχι άλλα δάκρυα.


Εδώ μιλάμε με το θυμικό για πολύ σοβαρότερα πράγματα, επ’ ευκαιρία του θανάτου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα επιστρατεύαμε τη λογική; Προσωπικά αισθάνομαι επί του παρόντος ήσυχος, μιας κι ότι μου ήρθε να πω, το έχω πει σε ανύποπτο χρόνο και στιγμή και –προφανώς– με άλλη αφορμή. Τραβώ, λοιπόν, γι’ αλλού τη σκέψη μου, αφού μ’ όλα αυτά που ακούω και διαβάζω, κινδυνεύω να ξεχάσω αυτά που έζησα, αυτά που διάβασα κι αυτά που μέχρι σήμερα έχω μάθει για τον εκλιπόντα.

Ξέρεις –και το γράφω πιο πολύ για κάποιους πολύ νέους– μπορεί να μας κατηγορείτε ότι φταίμε για όλα και πάν’ απ’ όλα για την κατάσταση, την κρίση, που βρέθηκε η χώρα και δεν έχετε απόλυτα άδικο, αλλά δεν έχετε κι απόλυτα δίκιο. Δεν επιχειρώ να κρατήσω ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε να εξωραΐσω μια κατάσταση. Πρέπει να γνωρίζετε όμως εσείς που δεν ζούσατε τότε, αλλά προπαντός οι κάπως μεγαλύτεροι κι οι πιο μεγάλοι –ναι, εσείς που κάποτε φωνάζατε «καλύτερα παπάκι παρά το Μητσοτάκη» ή βγαίνατε στους δρόμους για το 0 + 0 = 14 και σήμερα συνωστίζεστε στη Μητρόπολη–, ότι οι πράξεις κι οι παραλήψεις μας ως πολίτες όλα τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια ανταποκρινόντουσαν σε μια κανονικότητα, σε μια κυρίαρχη λογική και μια τάξη πραγμάτων, στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, τη χώρα και τους θεσμούς της.

Τα χρόνια αυτά, τα μετά το 1974 την –«επάρατο» για κάποιους πολύ νεότερούς της– μεταπολίτευση, ήταν χρόνια που ζήσαμε ως νέοι, ως εργαζόμενοι, ως οικογενειάρχες κι ως πολίτες σε μια κανονικότητα σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της εποχής, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 και του 1985 αργότερα, τους νόμους και τους κανόνες και τις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος. Είχαμε ελευθερίες και δημοκρατία, όπως ορίζεται, τουλάχιστον, στο δυτικό κόσμο.

Αντιρρήσεις και διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις, ασφαλώς και υπήρχαν, όλα όμως λειτουργούσαν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος κι αυτής της λογικής. Τα κόμματα τη δουλειά τους κι οι πολίτες τις δικές τους. Ναι, με όλα αυτά που σήμερα καταγγέλλουμε ως απαράδεκτα, πελατειακά, ρουσφετολογικά, αδιαφανή και διεφθαρμένα. Ναι, με όλες τις αδυναμίες της εγχώριας παραγωγής, του ανταγωνισμού, των υποτιμήσεων ή της λιτότητας –ναι, κι απ’ αυτή είχαμε όσο κι αν ακούγεται παράξενο!

Στην αποψίλωση της αγοράς εργασίας απαντούσαμε με δημιουργία φορέων και διορισμούς στο δημόσιο, σαν αντίδοτο στη συρρικνούμενη αγορά αυξάναμε τις δημόσιες επενδύσεις, για την τόνωση της ζήτησης ενεργοποιούσαμε είτε τις ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή), είτε τις μισθολογικές ωριμάνσεις (μισθολογικά κλιμάκια, τριετίες, πολυετίες κ.ο.κ.). Στραβά; Στραβά, Κουτσά; Κουτσά. Πηγαίναμε όμως, προχωράγαμε. Με τον αραμπά; Με τον αραμπά.

[Κοίτα –επέτρεψέ μου να σου πω άνοιξε και κάνε αξιόπιστο βιβλίο για την εποχή και την Ιστορία της, μη μένεις μόνο στο twitter και στο facebook ή σ’ ένα ξερό «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Μην περιμένεις, σε παρακαλώ, σε πέντε – δέκα αράδες την εξιστόρηση μιας εποχής, αλλά σ’ εκείνο που θέλω να καταλήξω είναι ότι καλώς θεωρούσαμε τότε ότι έπρεπε να διαδηλώνουμε κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και καλώς τώρα –αφού έτσι αισθανόμαστε– παραβρισκόμαστε στην εξόδιο ακολουθία του.]

Το μίσος, με άλλα λόγια, κι η ισοπέδωση των πάντων μόνο κακά μαντάτα έχουν να μας φέρουν. Κάθε εποχή έχει τις ιδιαιτερότητες, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους της, μόνο κάποιος που προσεγγίζει εντελώς επιδερμικά κι επιπόλαια την πραγματικότητα δεν μπορεί να το διακρίνει. Μόνο αυτός που μένει στο θυμικό ή στο φαίνεσθαι αδυνατεί να παρακολουθήσει τα σημεία των καιρών και τις καμπές της ζωής.

Αν, λοιπόν, μένει κάτι να καταλάβουμε –πάντα κατά τη γνώμη μου– και να προβληματιστούμε σοβαρά, είναι ότι το νήμα της ζωής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη –για να δώσω κι ένα τόνο επικαιρότητας– ξεκίνησε το 1918 μέσα σε συνθήκες απόλυτου διχασμού μεταξύ Βενιζελικών – Αντιβενιζελικών και κόπηκε και πάλι μέσα σε διχαστικές συνθήκες μεταξύ μνημονιακών – αντιμνημονιακών. Εκατό χρόνια, ένας αιώνας κι ο λαός μας, η χώρα μας, σπαράζεται από τη διχόνοια και το μίσος.

Αυτό το μίσος, αυτή η κατάρα, δεν διέκρινε τις πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της περιόδου που πολιτεύτηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο Ανδρέας Παπανδρέου κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Σημίτης κι οι άλλοι πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης. Σφοδρές, σφοδρότατες αντιπαραθέσεις, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, φανατισμός, πλατείες και συλλαλητήρια, μπλε και πράσινα καφενεία, κορώνες στη Βουλή, λάσπη, κιτρινισμός απ’ τον Τύπο της εποχής –κάποιοι ακολουθούν ως τις μέρες αυτές την ίδια προσοδοφόρο πραχτική–, ελεγχόμενη κρατική τηλεόραση, αλλά και στήσιμο το ’89 –ας μην το ξεχνάμε– εν μία νυκτί της «ελεύθερης» ιδιωτικής τηλεόρασης.

Όμως –πρόσεξέ με σε παρακαλώ σ' όλες αυτές δημόσιες εκδηλώσεις ήταν ευδιάκριτη μια πατίνα ευπρέπειας, ενός μέτρου, ενός ήθους –τολμώ να πω– και μιας αξιοπρέπειας, που ήταν ευδιάκριτη και καθορισμένη στο πλαίσιο του πολιτικού παιχνιδιού και της κομματικής αντιπαλότητας, μια ατμόσφαιρα που, τελικά, δικαιώνει τις σημερινές εκδηλώσεις του κόσμου για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όπως παλαιότερα είχε συμβεί και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Γιώργο Γεννηματά, τη Μελίνα, τον Γεώργιο Ράλλη, τον ‘Εβερτ, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή παλαιότερα, αλλά και τον Χαρίλαο Φλωράκη ή τον Λεωνίδα Κύρκο.

Σήμερα αυτή η κανονικότητα δεν υπάρχει και δεν φταίνε τα μνημόνια κι η κρίση γι’ αυτό, αλλά δεν υπάρχει κι ούτε ίχνος απ’ αυτήν την πατίνα πολιτικού ήθους και κοινοβουλευτικής ευπρέπειας. Οι εποχές είναι άλλες –θα πεις και με το δίκιο σου– αυτή η διαφορετικότητα κι η κρισιμότητα των εποχών, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να φαγωθούμε μεταξύ μας, αλλά, τουναντίον, ενωμένοι μπροστά στις δυσκολίες να εξασφαλίσουμε ένα μίνιμουμ συνεννόησης και ν’ αντιπαλέψουμε γι’ αυτά που θεωρούμε δίκαια και σωστά, καθένας από την πλευρά του, με τις ιδέες και τις απόψεις του, με σεβασμό πάντα στη διαφορετική γνώμη, με ευπρέπεια, με αξιοπρέπεια. Όλοι μαζί για να προσπαθήσουμε να γίνουμε καλύτεροι, να διορθώσουμε όλα όσα εκείνοι που επί χρόνια μας κυβέρνησαν παρέλειψαν, ξέχασαν, αδιαφόρησαν, δεν μπόρεσαν, δεν τους επιτρέψαμε. Όχι καταστρέφοντας, αλλά δημιουργώντας.

Σ’ αυτή τη λογική η «παλιά φρουρά» των πολιτικών είχε τη δύναμη και τη δυνατότητα, το κύρος και την εξυπνάδα, τη διορατικότητα και τον οραματισμό, να δίνει τον τόνο, το σύνθημα και τον ρυθμό, «να κρατά τα γκέμια», προσόντα που –πολύ φοβάμαι– η ανεπάρκεια ή η έλλειψή τους, στους δύσκολους καιρούς μας, επιχειρείται να κρυφτεί κάτω και πίσω από αφορισμούς απελπισίας και καταδίκες απόγνωσης.

Αυτά κι ευχαριστώ για την υπομονή σου.-

Photo: star.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Καλοπροαίρετα