«Άπαντες παρόντες», θα μπορούσε να είναι ένας δημοσιογραφικός τίτλος για να καταδειχτεί το πλήθος των συμμετασχόντων από τον εκπαιδευτικό χώρο, αλλά για να τονιστεί ιδιαίτερα η παρουσία σχεδόν όλων από τους διατελέσαντες τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια υπουργούς στον ευαίσθητο και νευραλγικό αυτόν τομέα. Και δεν ήταν μόνο αυτοί, αφού σημαντικός ήταν κι ο αριθμός των βουλευτών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έκαναν αισθητή την παρουσία τους.
Ακούστηκαν πολλά εξόχως ενδιαφέροντα και κατατοπιστικά για τις επιπτώσεις που θα προκαλέσουν οι εισαγόμενες από την κυβέρνηση ρυθμίσεις στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, για τις συνέπειες που θα ανακύψουν και την υποβάθμιση που θα επέλθει στα ΑΕΙ με την κατάργηση του «νόμου Διαμαντοπούλου». Μάλιστα, όπου γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο νομοθέτημα η αντίδραση από το ακροατήριο ήταν εξόχως θερμή [δεν διέκρινα, δυστυχώς, αν μεταξύ των χειροκροτητών σ’ αυτές τις αποστροφές ήταν κι ο παρευρισκόμενος κύριος Αρβανιτόπουλος]. Διατυπώθηκαν και συγκεκριμένες ιδέες και προτάσεις για το παρόν και το μέλλον του εκπαιδευτικού συστήματος και το ρόλο των εκπαιδευτικών. Όλα κύλησαν καλά.
Το πόσο «καλά» κυλούν τα εκπαιδευτικά μας θέματα επί σειρά ετών δεν χρειάζεται νομίζω να το επισημάνω εγώ. Η παιδεία κάθε τρεις και λίγο πρωταγωνιστεί –αρνητικά κατά κανόνα– στην επικαιρότητα και οι οικογένειες που έχουν παιδιά σε κάποια από τις εκπαιδευτικές βαθμίδες βιώνουν «από πρώτο χέρι» τα προβλήματα και τις παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, το ίδιο κι οι διδάσκοντες όλων των βαθμίδων κι όλων των χώρων.
Αυτή η δυσάρεστη –έως θλιβερή– κατάσταση, έδωσε κατά καιρούς ευκαιρίες για συζητήσεις και αναζητήσεις –αλλά και σκληρές αντιπαραθέσεις, βεβαίως– για συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16, για τις καταλήψεις, για την κατάργηση του ασύλου, για τα δωρεάν σχολικά βιβλία, για τα συγγράμματα κ.ο.κ. Φτάσαμε στο 2015 με τον τρόπο αυτό κι ακόμα αναζητάμε τρόπους για να επιλέγονται οι διευθυντές των σχολικών μονάδων, για την αξιολόγηση, για τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ, για χίλια δυο πράγματα.
Να το γράψω όπως το αισθάνθηκα στη χτεσινή εκδήλωση. Έχουμε χάσει από χέρι. Και δεν εννοώ εμάς, που σαράντα χρόνια διαχειριστήκαμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα της παιδείας –και όχι μόνο, βεβαίως-βεβαίως. Είναι χαμένα τα παιδιά κι οι γενιές που ακολουθούν και θα είναι χαμένα όσο εμείς κι όλοι όσοι ασχολούνται με τα της παιδείας και του εκπαιδευτικού συστήματος δεν βάλουν στην άκρη τις κομματικές και παραταξιακές τους ταμπέλες, καρέκλες και βολές κι ασχοληθούν ουσιαστικά για τα πραγματικά προβλήματά της.
Αν δεν μπει πρωτίστως, με ειλικρίνεια και διάθεση, η παιδεία στο επίκεντρο του πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και να πάνε στην πάντα τα συμφέροντα και τα νταλαβέρια, είτε δασκάλων και καθηγητάδων με τα κομματικά γραφεία, είτε πανεπιστημιακών με τις κυβερνητικές καριέρες και τις επαγγελματικές ανελίξεις, ούτε το μέλλον της παιδείας πρόκειται να ξεκαθαρίσει, ούτε το μέλλον των παιδιών μας βρίσκεται εντός των συνόρων της χώρας. Αν, με δυο λόγια, η εκπαιδευτική βιομηχανία της χώρας δεν αφοσιωθεί στο έργο της και δεν αναπροσανατολιστεί στο σκοπό της, στην παραγωγή δηλαδή εκπαιδευμένων πολιτών και κατηρτησμένων επιστημόνων, θα διαιωνίζονται οι συνελεύσεις κι οι πρωτοβουλίες σε πλατείες και στάδια, αλλά λύση στο προαιώνιο πρόβλημα της διασύνδεσης π.χ. της πανεπιστημιακής έρευνας με τις επιχειρήσεις δεν πρόκειται να υπάρξει.
Ο ανώνυμος εκπαιδευτικός κι εγώ μαζί ως πολίτης ήμασταν εκεί χτες, ήμασταν για ν’ ακούσουμε και να δούμε κατά πού μπορούν να τραβήξουν οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας. Ν’ αφουγκραστούμε και να καταλάβουμε, να ενημερωθούμε, ν’ αντιδράσουμε. Ούτε για το θεαθήναι πήγαμε, ούτε για δημόσιες σχέσεις.
Δεν υπονοώ μ’ αυτό, ότι όλοι αυτοί οι επώνυμοι που παραβρέθηκαν θα ήταν καλύτερα να είχαν κάτσει στα σπίτια τους, αλλά θα επιθυμούσα, προτού ξαναβγούν στην αντίσταση για το καλό της παιδείας και της χώρας, να επιχειρούσαν μια βαθιά και ειλικρινή αυτοκριτική για την κατάσταση που επικρατεί στην παιδεία σήμερα. Να συλλογιστούν, πού θα μπορούσαμε να είμαστε ως χώρα και ως κοινωνία, αν, όταν έπρεπε, συμφωνούσαν κι αποφάσιζαν κυβερνώντες κι εκπαιδευτικοί λειτουργοί, πολιτικοί και πανεπιστημιακοί, «να πέσει μπαλτάς» στις χρόνιες στρεβλώσεις και τις παθογένειες της παιδείας και το μαχαίρι στο εκπαιδευτικό σύστημα της μεταπολίτευσης «να φτάσει στο κόκαλο».
Νομίζω όμως, ότι τότε, τότε που οι συνθήκες ήταν περισσότερο ώριμες κι οι καιροί ιδιαίτερα πρόσφοροι, απασχολούσαν περισσότερο τους αρμόδιους άλλοι «μπαλτάδες» κι άλλα «κόκαλα». Είναι εύκολο ν’ αντιπαλέψουν τώρα τους σκελετούς; Το εγγύς μέλλον θα δείξει.
[Όπως και να ‘χει, απόψε το βράδυ στο Σύνταγμα, θα κρατώ, κύριε Βερέμη, στο χέρι μια μαργαρίτα].
Photo: Γιώργος Πατούλης blog
Photo: Γιώργος Πατούλης blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα