«Φεύγαμε από το σπίτι το πρωί και
επιστρέφαμε λίγο πριν νυχτώσει. Κανείς δεν μας γύρευε. Ήξεραν ότι θα
επιστρέφαμε. Δεν είχαμε ούτε Play Station
ούτε X-Box ούτε video game ούτε 99 κανάλια στην
τηλεόραση ούτε ήχο surround,
ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε προσωπικούς υπολογιστές, ούτε chat rooms για μοναχικές ψυχούλες
στο Ιντερνετ» ή το άλλο:
«Πίναμε νερό απ το λάστιχο του
κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη,
κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία,
αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε
τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες
και σεράνο απ’ τις ΕΒΓΑ της γειτονιάς».
Δε
μπορεί, σίγουρα κάποιο ανάλογο κείμενο θα έχεις
συναντήσει κάπου στο διαδίκτυο, σε κάποιο ιστολόγιο ίσως ή σαν σύνδεσμο σε σελίδα
κάποια φίλου. Κείμενα γεμάτα νοσταλγικές αναμνήσεις και περιγραφές για τον
τρόπο ζωής σε περασμένες δεκαετίες –κυρίως του ’60 και του ’70 ή ακόμα και του
‘80– για την παιδική κι εφηβική ηλικία κάποιων σαραντάρηδων και πενηντάρηδων
του σήμερα, σίγουρα και κάποιων μεγαλύτερων.
Μαζί με τη νοσταλγία
όμως, κάπου αδιόρατα πίσω από τις γραμμές κι ανάμεσα στις λέξεις, διακρίνεται
μια μελαγχολία, όχι μόνο για τα χρόνια που έχουν περάσει, αλλά για τις
τεράστιες αλλαγές που έχουν στο μεταξύ συμβεί. Ένα ανεπαίσθητο παράπονο, για
όσα ακολούθησαν κι έχουν ανατρέψει συνήθειες, σχέσεις, καταστάσεις, ολόκληρη τη
ζωή. Μια εξομολόγηση με άρωμα πίκρας, αλλά κι εξωραϊσμού ταυτόχρονα γι’ αυτά
που χάθηκαν, αλλά και γι’ αυτά που ήρθαν. Ένας κλαυσίγελος για τις χαρές και
την ξενοιασιά που υπήρχε, αλλά και για τις ανέσεις και τις ευκολίες, που
βιώνουν τα παιδιά του σήμερα.
Δεν είναι ηθογραφικά
αυτά τα κείμενα. Είναι, νομίζω, βαθύτατα πολιτικά. Το έντονα νοσταλγικό τους
ύφος, αλλά κι η διάχυτη –αν κι υποβόσκουσα– αίσθηση απογοήτευσης για το σήμερα,
τους προσδίδουν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και φανερώνουν τη βαθειά κρίση την
οποία διέρχεται η κοινωνία μας.
Τα σκέφτονται και τα
γράφουν άνθρωποι που ζουν και κινούνται ανάμεσά μας, βιώνουν την τραγικότητα
του σήμερα, αντιλαμβάνονται την αλλοτρίωση και τη μοναξιά. Προβάλλοντας δημόσια
τις ζωές άλλων εποχών και την καθημερινότητα ενός όχι τόσο μακρινού
παρελθόντος, είναι σα να ξορκίζουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα που
δημιουργεί η εποχής μας, είναι σαν να οικτίρουν, όχι μόνο τα παιδιά του σήμερα,
αλλά τους ίδιους τους τους εαυτούς.
Πίσω και πέρα,
λοιπόν, από τη γλύκα και την τρυφερότητα αυτών των κειμένων, ξεγυμνώνοντας τη
ματιά από τη συναισθηματική φόρτιση –κι εγώ αυτής της εποχής είμαι– των
αναμνήσεων και των εικόνων, που πολλές φορές τα συνοδεύουν, σκέφτομαι, μήπως
βρίσκεται η απάντηση ή οι απαντήσεις ίσως σε πολλά απ’ αυτά που διαπιστώνουμε
και μας βασανίζουν σήμερα. Μήπως, δηλαδή, όλη αυτή η νοσταλγική διάθεση που μας
έχει πιάσει, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα για καταφυγή στο παρελθόν κι η ανάγκη ν’
ανατρέχουμε κάθε τρεις και λίγο στις ιστορικές μας μνήμες, δεν είναι τίποτε
άλλο από μια προσπάθεια να φύγουμε και ν’ αποφύγουμε τα δύσκολα. Μια απόπειρα,
μ’ ένα σάλτο στην άβυσσο των περασμένων, να ξεγλιστρήσουμε ανώδυνα κι εύκολα
από ένα σήμερα που κάθε άλλο παρά χαρές κι ευτυχία έχει να μας προσφέρει κι από
ένα αύριο που πανταχόθεν διακηρύσσεται και προοιωνίζεται δυσοίωνο κι
απαισιόδοξο.
Εξωραΐζουμε το
μπαγιάτικο ψωμί σήμερα που πετάμε τις φραντζόλες με το καντάρι. Αποθεώνουμε μια
μακαρονάδα σήμερα που τ’ αποφάγια της ημέρας φτάνουνε να θρέψουν άλλη μια –κι
ίσως όχι μόνο– οικογένεια. Εξυμνούμε λεωφορεία και τρόλεϊ τη στιγμή που ακόμα και
στο περίπτερο πηγαίνουμε με τ’ αυτοκίνητο. Αναπολούμε το κρυφτό και το κυνηγητό
με τις ώρες στις αλάνες, όταν στα παιδιά μας δεν αφήνουμε στιγμή ελεύθερο χρόνο
και τα πηγαινοφέρνουμε σε ιδιωτικά, φροντιστήρια, σχολές κι ωδεία.
Ξαναθυμόμαστε τη γειτονιά και τους χωματόδρομους τώρα πια που οι μεζονέτες
έχουν ξεπεράσει τα καμένα κι έχουν σκαρφαλώσει στις κορυφογραμμές.
Τόσα και τόσα που
συνθέτουν μια καθημερινότητα που άλλαξε με τον καιρό, με την οικονομική
ανάπτυξη, με την κοινωνική πρόοδο –και καλά έκανε– αλλά που νομίζω δεν
καταφέραμε να τη διαχειριστούμε. Δεν μπορέσαμε να συγκρατηθούμε, να πάμε βήμα –
βήμα και να βαδίσουμε με υπομονή και ασφάλεια. Δεν αξιολογήσαμε όπως θα έπρεπε
τις επιλογές και τις αποφάσεις μας. Αφεθήκαμε να μας πάνε οι εξελίξεις, οι
επιτήδειοι, οι καιροσκόποι, οι λαοπλάνοι, οι δεξιοί, οι αριστεροί, οι ξένοι, τα
συμφέροντα, οι συντεχνίες. Όλοι αυτοί, άνθρωποι, ομάδες, κόμματα, οργανώσεις,
ηγέτες και αρχηγοί. Βολευτήκαμε στο ρόλο του «λαού», του χειροκροτητή, του
υποστηριχτή, του ψηφοφόρου, του υπαλλήλου, του πατέρα, της μάνας.
Λίγοι ήταν εκείνοι
που «ψάχνονταν», ελάχιστοι εκείνοι που τη διαφωνία και τον προβληματισμό τους
τον μετουσίωναν σε τρόπο ζωής. Μη γελιόμαστε και μην ξεγελάμε και τον εαυτό
μας, τους περισσότερους απ’ αυτούς –αριστερούς συνήθως για να μην ξεχνιόμαστε–
τους «παίρναμε και στο μεζέ», αδιαφορούσαμε. Εμείς είμαστε με τους «νοικοκυραίους», φιλήσυχοι
και με τη μεταπολίτευση ανασάναμε. Μετά το ’81 ξεσαλώσαμε. Όσα δεν είχαμε δει
και δεν είχαμε κάνει μια ζωή «εδώ και τώρα» να τα κάνουμε.
Τις μακαρονάδες και
το μοσχάρι της Κυριακής το κάναμε καθημερινότητα και το εμπλουτίσαμε με
κοντοσούβλια και ψαρονέφρια. Τον ποδαρόδρομο και το λεωφορείο τα κάναμε κούρσες
και Ι.Χ. Το μεροκάματο και τη βιοπάλη την κάναμε θέση σε υπουργείο και σε
κομματικά γραφεία. Μάθαμε τι εστί εξοχικό και διακοπές, πώς είναι το Παρίσι και
το Λονδίνο. Όλα όσα μας βασάνιζαν σαν παιδιά και μας πλήγωναν σαν έφηβους και
σαν νέους τα αποτινάξαμε με την πρώτη ευκαιρία, τα απαρνηθήκαμε, τα προδώσαμε.
Σήμερα, τρία και
πλέον χρόνια μέσα στην κρίση αδυνατούμε να ξανακοιτάξουμε τον εαυτό μας στον
καθρέφτη. Έχουμε χάσει όχι τη μνήμη, αλλά τη συνείδησή μας, την ψυχή μας.
Μιξοκλαίμε για τα «περασμένα μεγαλεία», για τους «χαμένους παραδείσους», για τα
«αξέχαστα χρόνια» παραβλέποντας τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που μπορούμε
να διεκδικήσουμε. Αποκηρύσσουμε –και σε πολλές περιπτώσεις καλά κάνουμε– το
πρόσφατο παρελθόν, αλλά είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε όποιον υπόσχεται να
μας επαναφέρει σ’ αυτό.
Υποκρινόμαστε για
την κατάσταση που έχουμε περιέλθει, αλλά επί της ουσίας καταλαβαίνουμε, ότι δεν
μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Ποιος φίλος ή γνωστός ζούσε για μια ζωή με
δανεικά κι αγύριστα; Τη γλυτώσαμε με τις δανειακές συμφωνίες, δύσκολα μεν, αλλά τη
γλυτώσαμε και τώρα πιπιλάμε εκ του ασφαλούς την καραμέλα της «μικρής πλην
έντιμης Ελλάδας» από την αρχή. Νοσταλγούμε τη δραχμή, αντί να κοιτάξουμε πώς
μπορούμε να μπούμε ακόμα πιο βαθειά στο ευρώ. Μας ενοχλούν και μας πειράζουν οι
ξενέρωτοι Ευρωπαίοι δανειστές, αντί να κοιτάξουμε πώς μπορούμε να γίνουμε κι
εμείς πιο πολύ Ευρωπαίοι. Μας απωθούν τα κόμματα κι οι πολιτικοί, αντί να
κοιτάζουμε πώς με τη συμμετοχή μας θ’ ανατρέψουμε καθεστηκυίες αντιλήψεις και
ομάδες. Μας εξοργίζει η φτώχια κι η ανεργία, αλλά στο μεροκάματο πηγαίνουν
ακόμα μόνο οι Αλβανοί κι οι Βουλγάρες. Τα παιδιά μας ξενιτεύονται με τα πτυχία και τις σπουδές στις αποσκευές τους, αλλά επιμένουμε στο: Κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ.
Έχουμε
πρόβλημα και πρέπει να το παραδεχτούμε. Αν δεν κατορθώσουμε, όλοι όσοι
μετήλθαμε σαν παιδιά των αχράντων μυστηρίων των δεκαετιών ’60, ’70. αλλά κι
’80, να διαχειριστούμε από ‘δω και πέρα τις ζωές μας κάνοντας έναν ειλικρινή κι
έντιμο απολογισμό, δεν πρόκειται να λυτρωθούν οι νεότεροι, τα παιδιά μας, από τις
κατάρες της μεμψιμοιρίας, της οργής και της εκδίκησης.
Photo: GreecDDL