Γεμάτος πάλι ο κυριακάτικος Τύπος από απόψεις κι αναλύσεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίων, ειδικοί και στελέχη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στριφογύρισαν στο γαϊτανάκι των κατά τη γνώμη τους προσφορότερων λύσεων. Οι γνώμες σε κάθε περίπτωση διαφορετικές κι οι προσεγγίσεις ανάλογα με την οπτική που ο καθένας αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τα δεδομένα. Όπως σε κάθε πρόβλημα, πόσο μάλλον και για το θέμα αυτό, οι απόψεις που διατυπώνονται, απηχούν όχι μόνο αντικρουόμενα πολιτικο-ιδεολογικά στρατόπεδα και σχολές, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα.
Αυτή η καθημερινή πλέον περιδίνηση γύρω από τις ενδεχόμενες εξελίξεις και μέσα στο κλίμα που διαμορφώνεται, εξαιτίας των οικονομικών μέτρων, αλλά προπαντός από τη ρευστότητα που καλλιεργεί η ανάγκη διαδοχικών αναθεωρήσεών τους, δημιουργεί έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου, αν όχι στο σύνολο, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου. Η αβεβαιότητα κι η αστάθεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων τόσο στα νοικοκυριά, όσο και στην αγορά.
Μέσα σ’ αυτό το θολό περιβάλλον, στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και γι’ αυτόν οφείλει να εργάζεται με σταθερότητα και συνέπεια, αντίρροπα στις δυνάμεις της διάλυσης και του κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού. Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, που αυτήν την περίοδο δοκιμάζεται, όχι μόνο από την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της (ανεργία, ανέχεια, κοινωνικός αποκλεισμός) αλλά κι από πλήθος άλλων κοινωνικών φαινομένων και παθογενειών (εγκληματικότητα, ξενοφοβία, ανομία), θα πρέπει ν’ αποτελέσει τη λυδία λίθο των κυβερνητικών επιλογών για την υπέρβαση και της οικονομικής κρίσης.
Το πόσο δύσκολο έργο είναι αυτό, μέσα στην παρούσα συγκυρία, εφόσον και το ίδιο το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε βαθειά κρίση αξιοπιστίας και αφερεγγυότητας, είναι αυτονόητο. Όσο δύσκολο όμως φαντάζει αυτό το έργο από την πλευρά της κυβέρνησης, άλλο τόσο επιτακτική προβάλει κι η ανάγκη από την πλευρά της κοινωνίας.
Εδώ, λοιπόν, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη κι αξιοποίηση πολιτικών, που υπερβαίνουν τα έως σήμερα δεδομένα της κυβερνητικής δραστηριότητας σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς, η προώθηση επιλογών που επιτρέπουν να λειτουργήσει με όρους υπερκομματικούς απέναντι στις ομάδες πίεσης και τα οργανωμένα συμφέροντα, η επεξεργασία και λήψη αποφάσεων που ξεπερνούν τις σημερινές αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες της κομματικής οργάνωσης και προσεγγίζουν με δικαιοσύνη, ισότητα κι αλληλεγγύη τις κοινωνικές ανάγκες και αιτήματα.
Το πρόβλημα είναι κατεξοχήν πολιτικό. Το να κουνάς επιτιμητικά κάθε τρεις και λίγο το δάχτυλο, πότε στους πολίτες και πότε στις κοινωνικές ομάδες, πότε στην αξιωματική αντιπολίτευση και πότε στον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, μπορεί να εκτονώνει σε επικοινωνιακό επίπεδο την εύλογη σε πολλές περιπτώσεις κυβερνητική πίεση, δεν παράγει όμως πολιτικά αποτελέσματα, ούτε δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα προβλήματα του τόπου και του λαού. Αντίθετα, ανακυκλώνει μιαν παλαιοκομματικού τύπου αντιπαράθεση, που όχι μόνο δεν πείθει πλέον την κοινή γνώμη, αλλά ούτε καν το υπό στενή έννοια κομματικό ακροατήριο.
Τις πολιτικές πρωτοβουλίες τις έχει στα χέρια της η κυβέρνηση. Η πλειοψηφία των πολιτών, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις ακόμα την εμπιστεύεται. Προτού καταναλωθεί, επομένως, και το τελευταίο ίχνος από το απόθεμα της κοινωνικής ανοχής μεταξύ ανερμάτιστων τεχνοκρατικών αναλύσεων συμβούλων και ειδικών, αλλά και δημόσιων αντιπαραθέσεων μεταξύ υπουργών και βουλευτών, ας δοθεί σαφές πολιτικό μήνυμα δια στόματος του Πρωθυπουργού προς την κοινωνία.
Ας μιλήσει ο ίδιος, πρόσωπο με πρόσωπο με τους πολίτες, με ευθύτητα και θάρρος για τις προθέσεις, τις επιδιώξεις και τις επιλογές της κυβέρνησής του στο εσωτερικό και το εξωτερικό και το σημείο που τοποθετείται πλέον η «κόκκινη γραμμή», που θα σηματοδοτεί το τέλος στην καταβύθιση –πλην της ύφεσης– της εθνικής εσωστρέφειας, της κοινωνικής απογοήτευσης και της ατομικής ανασφάλειας.
Αυτή η καθημερινή πλέον περιδίνηση γύρω από τις ενδεχόμενες εξελίξεις και μέσα στο κλίμα που διαμορφώνεται, εξαιτίας των οικονομικών μέτρων, αλλά προπαντός από τη ρευστότητα που καλλιεργεί η ανάγκη διαδοχικών αναθεωρήσεών τους, δημιουργεί έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και φόβου, αν όχι στο σύνολο, τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου. Η αβεβαιότητα κι η αστάθεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων τόσο στα νοικοκυριά, όσο και στην αγορά.
Μέσα σ’ αυτό το θολό περιβάλλον, στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και γι’ αυτόν οφείλει να εργάζεται με σταθερότητα και συνέπεια, αντίρροπα στις δυνάμεις της διάλυσης και του κατακερματισμού του κοινωνικού ιστού. Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, που αυτήν την περίοδο δοκιμάζεται, όχι μόνο από την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της (ανεργία, ανέχεια, κοινωνικός αποκλεισμός) αλλά κι από πλήθος άλλων κοινωνικών φαινομένων και παθογενειών (εγκληματικότητα, ξενοφοβία, ανομία), θα πρέπει ν’ αποτελέσει τη λυδία λίθο των κυβερνητικών επιλογών για την υπέρβαση και της οικονομικής κρίσης.
Το πόσο δύσκολο έργο είναι αυτό, μέσα στην παρούσα συγκυρία, εφόσον και το ίδιο το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε βαθειά κρίση αξιοπιστίας και αφερεγγυότητας, είναι αυτονόητο. Όσο δύσκολο όμως φαντάζει αυτό το έργο από την πλευρά της κυβέρνησης, άλλο τόσο επιτακτική προβάλει κι η ανάγκη από την πλευρά της κοινωνίας.
Εδώ, λοιπόν, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη κι αξιοποίηση πολιτικών, που υπερβαίνουν τα έως σήμερα δεδομένα της κυβερνητικής δραστηριότητας σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς, η προώθηση επιλογών που επιτρέπουν να λειτουργήσει με όρους υπερκομματικούς απέναντι στις ομάδες πίεσης και τα οργανωμένα συμφέροντα, η επεξεργασία και λήψη αποφάσεων που ξεπερνούν τις σημερινές αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες της κομματικής οργάνωσης και προσεγγίζουν με δικαιοσύνη, ισότητα κι αλληλεγγύη τις κοινωνικές ανάγκες και αιτήματα.
Το πρόβλημα είναι κατεξοχήν πολιτικό. Το να κουνάς επιτιμητικά κάθε τρεις και λίγο το δάχτυλο, πότε στους πολίτες και πότε στις κοινωνικές ομάδες, πότε στην αξιωματική αντιπολίτευση και πότε στον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, μπορεί να εκτονώνει σε επικοινωνιακό επίπεδο την εύλογη σε πολλές περιπτώσεις κυβερνητική πίεση, δεν παράγει όμως πολιτικά αποτελέσματα, ούτε δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα προβλήματα του τόπου και του λαού. Αντίθετα, ανακυκλώνει μιαν παλαιοκομματικού τύπου αντιπαράθεση, που όχι μόνο δεν πείθει πλέον την κοινή γνώμη, αλλά ούτε καν το υπό στενή έννοια κομματικό ακροατήριο.
Τις πολιτικές πρωτοβουλίες τις έχει στα χέρια της η κυβέρνηση. Η πλειοψηφία των πολιτών, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις ακόμα την εμπιστεύεται. Προτού καταναλωθεί, επομένως, και το τελευταίο ίχνος από το απόθεμα της κοινωνικής ανοχής μεταξύ ανερμάτιστων τεχνοκρατικών αναλύσεων συμβούλων και ειδικών, αλλά και δημόσιων αντιπαραθέσεων μεταξύ υπουργών και βουλευτών, ας δοθεί σαφές πολιτικό μήνυμα δια στόματος του Πρωθυπουργού προς την κοινωνία.
Ας μιλήσει ο ίδιος, πρόσωπο με πρόσωπο με τους πολίτες, με ευθύτητα και θάρρος για τις προθέσεις, τις επιδιώξεις και τις επιλογές της κυβέρνησής του στο εσωτερικό και το εξωτερικό και το σημείο που τοποθετείται πλέον η «κόκκινη γραμμή», που θα σηματοδοτεί το τέλος στην καταβύθιση –πλην της ύφεσης– της εθνικής εσωστρέφειας, της κοινωνικής απογοήτευσης και της ατομικής ανασφάλειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα