Με ταχείς ρυθμούς συνεχίζεται η νομοθετική παραγωγή, προκειμένου οι απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές να έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον Φεβρουάριο, γεγονός που θα φέρει πιο κοντά και την εκταμίευση της τέταρτης δόσης του δανείου προς την χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από την ψήφιση του μνημονίου τον περασμένο Μάιο, μέχρι σήμερα, σε διάστημα ενός εξαμήνου, έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή περισσότεροι από σαράντα (40) νόμοι, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι κυρώσεις διεθνών συνθηκών.
Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό θεσμικών αλλαγών και σε συνδυασμό με όσες κυοφορούνται ή προωθούνται προς ψήφιση, εύλογα δημιουργείται η απορία, πώς είναι δυνατόν το σύστημα δικαίου να κατορθώσει να αφομοιώσει και να ενσωματώσει αποτελεσματικά τις αλλαγές, αλλά και κατά πόσον είναι προετοιμασμένη η υφιστάμενη διοικητική υποδομή, η δημόσια γραφειοκρατία, για την εφαρμογή, την τήρηση ή την επιβολή του, ώστε να το υποστηρίξει με συνέπεια σε όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου. Έπειτα, η διατύπωση οποιασδήποτε διάταξης νόμου, η όποια γενική κι απρόσωπη ρύθμιση, ίσως είναι το εύκολο, στη συνέχεια όμως απαιτείται η εξειδίκευση και ο καθορισμός του τρόπου, των διαδικασιών και των μέσων εφαρμογής της. Οι γνωστές «ερμηνευτικές εγκύκλιοι», που επεξεργάζονται συνήθως οι υπηρεσιακοί παράγοντες, διαδραματίζουν σε κάθε περίπτωση το ρόλο εκείνου που θα δώσει στη νομοθετική ρύθμιση τη δυνατότητα να γίνει πράξει και να παράγει τ’ αποτελέσματά της κι είναι γεγονός ότι η έκδοσή τους απαιτεί πολύ μελέτη και προφανώς αρκετό χρόνο.
Παράλληλα, αυτό το διάστημα εξελίσσεται και το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών του δημοσίου, μία κρίσιμη πτυχή του οποίου είναι η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Όλος αυτός ο σχεδιασμός είναι προφανές, ότι θα προκαλέσει αναστάτωση και ανατροπές στο εσωτερικό των δημοσίων υπηρεσιών και θα επηρεάσει όλους όσους εμπλέκονται στην προσπάθεια να επιμεληθούν, προωθήσουν και τελικά υλοποιήσουν και ελέγξουν την εφαρμογή των θεσμικών αλλαγών στο σύνολό τους.
Ας μην γελιόμαστε, είναι πρακτικά αδύνατο οι δημόσιοι υπάλληλοι, εκείνοι δηλαδή που καλούνται πρώτοι απ’ όλους ν’ αλλάξουν και να πρωταγωνιστήσουν ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον που αλλάζει δραματικά στο πλαίσιο της διοικητικής μεταρρύθμισης, να κατορθώσουν να σηκώσουν στις πλάτες τους και το βάρος της ταυτόχρονης προώθησης και υποστήριξης της θεσμικής μεταρρύθμισης στο σύνολό της. Είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη ν’ αλλάξουν νοοτροπίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις, που έχουν εμπεδωθεί από χρόνια. Είναι αδύνατον οι ίδιοι άνθρωποι, χωρίς συμμετοχή στη θέσπιση του νέου πλαισίου, χωρίς χρόνο για μετεκπαίδευση και με τις αποδοχές μειωμένες κατά 30%, να είναι διαθέσιμοι, ή και διατεθειμένοι ακόμα, για άμεση ανταπόκριση και απόδοση.
Οι δυνατότητες που έχει το διοικητικό σύστημα ν’ απορροφήσει τέτοιου είδους και εύρους αλλαγές είναι γεγονός ότι δεν επαρκούν, αλλά κρισιμότερο κι απ’ αυτό είναι ότι δεν διατίθεται η απαραίτητη κουλτούρα για την έγκαιρη αφομοίωση και προσαρμογή των αλλαγών μέσα σ’ αυτές τις έκτακτες κι επιτακτικές συνθήκες. Πόσο μάλλον, όταν καλείται να υποστηρίξει ένα εγχείρημα, που υπερβαίνει κατά πολύ τον στενό πυρήνα ενός υπουργείου ή έστω την άσκηση μιας καθ’ ύλην αρμοδιότητας.
Το γεγονός, ότι ήδη μιλάμε –έστω και δειλά– για την είσοδο ιδιωτών στο χώρο είσπραξης των εσόδων του κράτους, αποδεικνύει ένα μέρος από το μέγεθος του προβλήματος. Τα πράγματα προς τα εκεί πορεύονται, προς την συρρίκνωση και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα μόνο στις απόλυτα αναγκαίες δραστηριότητες για τη εκτέλεση των βασικών κρατικών αναγκών. Αν η υγεία και η παιδεία περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, προς το παρόν είναι δυσδιάκριτο, είναι άλλωστε τόσα πολλά τα θέματα που αναμένουν τη σειρά τους για ρύθμιση, ώστε είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή να μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να προβλέψει, πώς θα εξελιχθεί ο χώρος του ελληνικού δημοσίου τα επόμενα δύο – τρία χρόνια.
Γεγονός παραμένει, ότι το ελληνικό δημόσιο, όπως το γνωρίσαμε, το λατρέψαμε και το σιχτιρίσαμε επί τόσες δεκαετίες, σύντομα θα βρίσκεται κλεισμένο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό θεσμικών αλλαγών και σε συνδυασμό με όσες κυοφορούνται ή προωθούνται προς ψήφιση, εύλογα δημιουργείται η απορία, πώς είναι δυνατόν το σύστημα δικαίου να κατορθώσει να αφομοιώσει και να ενσωματώσει αποτελεσματικά τις αλλαγές, αλλά και κατά πόσον είναι προετοιμασμένη η υφιστάμενη διοικητική υποδομή, η δημόσια γραφειοκρατία, για την εφαρμογή, την τήρηση ή την επιβολή του, ώστε να το υποστηρίξει με συνέπεια σε όφελος του δημοσίου συμφέροντος και του κοινωνικού συνόλου. Έπειτα, η διατύπωση οποιασδήποτε διάταξης νόμου, η όποια γενική κι απρόσωπη ρύθμιση, ίσως είναι το εύκολο, στη συνέχεια όμως απαιτείται η εξειδίκευση και ο καθορισμός του τρόπου, των διαδικασιών και των μέσων εφαρμογής της. Οι γνωστές «ερμηνευτικές εγκύκλιοι», που επεξεργάζονται συνήθως οι υπηρεσιακοί παράγοντες, διαδραματίζουν σε κάθε περίπτωση το ρόλο εκείνου που θα δώσει στη νομοθετική ρύθμιση τη δυνατότητα να γίνει πράξει και να παράγει τ’ αποτελέσματά της κι είναι γεγονός ότι η έκδοσή τους απαιτεί πολύ μελέτη και προφανώς αρκετό χρόνο.
Παράλληλα, αυτό το διάστημα εξελίσσεται και το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών του δημοσίου, μία κρίσιμη πτυχή του οποίου είναι η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού. Όλος αυτός ο σχεδιασμός είναι προφανές, ότι θα προκαλέσει αναστάτωση και ανατροπές στο εσωτερικό των δημοσίων υπηρεσιών και θα επηρεάσει όλους όσους εμπλέκονται στην προσπάθεια να επιμεληθούν, προωθήσουν και τελικά υλοποιήσουν και ελέγξουν την εφαρμογή των θεσμικών αλλαγών στο σύνολό τους.
Ας μην γελιόμαστε, είναι πρακτικά αδύνατο οι δημόσιοι υπάλληλοι, εκείνοι δηλαδή που καλούνται πρώτοι απ’ όλους ν’ αλλάξουν και να πρωταγωνιστήσουν ταυτόχρονα μέσα σ’ ένα εργασιακό περιβάλλον που αλλάζει δραματικά στο πλαίσιο της διοικητικής μεταρρύθμισης, να κατορθώσουν να σηκώσουν στις πλάτες τους και το βάρος της ταυτόχρονης προώθησης και υποστήριξης της θεσμικής μεταρρύθμισης στο σύνολό της. Είναι αδύνατον από τη μια μέρα στην άλλη ν’ αλλάξουν νοοτροπίες, συμπεριφορές και αντιλήψεις, που έχουν εμπεδωθεί από χρόνια. Είναι αδύνατον οι ίδιοι άνθρωποι, χωρίς συμμετοχή στη θέσπιση του νέου πλαισίου, χωρίς χρόνο για μετεκπαίδευση και με τις αποδοχές μειωμένες κατά 30%, να είναι διαθέσιμοι, ή και διατεθειμένοι ακόμα, για άμεση ανταπόκριση και απόδοση.
Οι δυνατότητες που έχει το διοικητικό σύστημα ν’ απορροφήσει τέτοιου είδους και εύρους αλλαγές είναι γεγονός ότι δεν επαρκούν, αλλά κρισιμότερο κι απ’ αυτό είναι ότι δεν διατίθεται η απαραίτητη κουλτούρα για την έγκαιρη αφομοίωση και προσαρμογή των αλλαγών μέσα σ’ αυτές τις έκτακτες κι επιτακτικές συνθήκες. Πόσο μάλλον, όταν καλείται να υποστηρίξει ένα εγχείρημα, που υπερβαίνει κατά πολύ τον στενό πυρήνα ενός υπουργείου ή έστω την άσκηση μιας καθ’ ύλην αρμοδιότητας.
Το γεγονός, ότι ήδη μιλάμε –έστω και δειλά– για την είσοδο ιδιωτών στο χώρο είσπραξης των εσόδων του κράτους, αποδεικνύει ένα μέρος από το μέγεθος του προβλήματος. Τα πράγματα προς τα εκεί πορεύονται, προς την συρρίκνωση και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα μόνο στις απόλυτα αναγκαίες δραστηριότητες για τη εκτέλεση των βασικών κρατικών αναγκών. Αν η υγεία και η παιδεία περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτό, προς το παρόν είναι δυσδιάκριτο, είναι άλλωστε τόσα πολλά τα θέματα που αναμένουν τη σειρά τους για ρύθμιση, ώστε είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή να μπορεί κάποιος με βεβαιότητα να προβλέψει, πώς θα εξελιχθεί ο χώρος του ελληνικού δημοσίου τα επόμενα δύο – τρία χρόνια.
Γεγονός παραμένει, ότι το ελληνικό δημόσιο, όπως το γνωρίσαμε, το λατρέψαμε και το σιχτιρίσαμε επί τόσες δεκαετίες, σύντομα θα βρίσκεται κλεισμένο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα