Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Όχι άλλα δάκρυα.


Εδώ μιλάμε με το θυμικό για πολύ σοβαρότερα πράγματα, επ’ ευκαιρία του θανάτου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα επιστρατεύαμε τη λογική; Προσωπικά αισθάνομαι επί του παρόντος ήσυχος, μιας κι ότι μου ήρθε να πω, το έχω πει σε ανύποπτο χρόνο και στιγμή και –προφανώς– με άλλη αφορμή. Τραβώ, λοιπόν, γι’ αλλού τη σκέψη μου, αφού μ’ όλα αυτά που ακούω και διαβάζω, κινδυνεύω να ξεχάσω αυτά που έζησα, αυτά που διάβασα κι αυτά που μέχρι σήμερα έχω μάθει για τον εκλιπόντα.

Ξέρεις –και το γράφω πιο πολύ για κάποιους πολύ νέους– μπορεί να μας κατηγορείτε ότι φταίμε για όλα και πάν’ απ’ όλα για την κατάσταση, την κρίση, που βρέθηκε η χώρα και δεν έχετε απόλυτα άδικο, αλλά δεν έχετε κι απόλυτα δίκιο. Δεν επιχειρώ να κρατήσω ούτε ίσες αποστάσεις, ούτε να εξωραΐσω μια κατάσταση. Πρέπει να γνωρίζετε όμως εσείς που δεν ζούσατε τότε, αλλά προπαντός οι κάπως μεγαλύτεροι κι οι πιο μεγάλοι –ναι, εσείς που κάποτε φωνάζατε «καλύτερα παπάκι παρά το Μητσοτάκη» ή βγαίνατε στους δρόμους για το 0 + 0 = 14 και σήμερα συνωστίζεστε στη Μητρόπολη–, ότι οι πράξεις κι οι παραλήψεις μας ως πολίτες όλα τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια ανταποκρινόντουσαν σε μια κανονικότητα, σε μια κυρίαρχη λογική και μια τάξη πραγμάτων, στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, τη χώρα και τους θεσμούς της.

Τα χρόνια αυτά, τα μετά το 1974 την –«επάρατο» για κάποιους πολύ νεότερούς της– μεταπολίτευση, ήταν χρόνια που ζήσαμε ως νέοι, ως εργαζόμενοι, ως οικογενειάρχες κι ως πολίτες σε μια κανονικότητα σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες της εποχής, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 και του 1985 αργότερα, τους νόμους και τους κανόνες και τις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος. Είχαμε ελευθερίες και δημοκρατία, όπως ορίζεται, τουλάχιστον, στο δυτικό κόσμο.

Αντιρρήσεις και διαφωνίες και διαφορετικές απόψεις, ασφαλώς και υπήρχαν, όλα όμως λειτουργούσαν στο πλαίσιο αυτού του συστήματος κι αυτής της λογικής. Τα κόμματα τη δουλειά τους κι οι πολίτες τις δικές τους. Ναι, με όλα αυτά που σήμερα καταγγέλλουμε ως απαράδεκτα, πελατειακά, ρουσφετολογικά, αδιαφανή και διεφθαρμένα. Ναι, με όλες τις αδυναμίες της εγχώριας παραγωγής, του ανταγωνισμού, των υποτιμήσεων ή της λιτότητας –ναι, κι απ’ αυτή είχαμε όσο κι αν ακούγεται παράξενο!

Στην αποψίλωση της αγοράς εργασίας απαντούσαμε με δημιουργία φορέων και διορισμούς στο δημόσιο, σαν αντίδοτο στη συρρικνούμενη αγορά αυξάναμε τις δημόσιες επενδύσεις, για την τόνωση της ζήτησης ενεργοποιούσαμε είτε τις ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή), είτε τις μισθολογικές ωριμάνσεις (μισθολογικά κλιμάκια, τριετίες, πολυετίες κ.ο.κ.). Στραβά; Στραβά, Κουτσά; Κουτσά. Πηγαίναμε όμως, προχωράγαμε. Με τον αραμπά; Με τον αραμπά.

[Κοίτα –επέτρεψέ μου να σου πω άνοιξε και κάνε αξιόπιστο βιβλίο για την εποχή και την Ιστορία της, μη μένεις μόνο στο twitter και στο facebook ή σ’ ένα ξερό «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Μην περιμένεις, σε παρακαλώ, σε πέντε – δέκα αράδες την εξιστόρηση μιας εποχής, αλλά σ’ εκείνο που θέλω να καταλήξω είναι ότι καλώς θεωρούσαμε τότε ότι έπρεπε να διαδηλώνουμε κατά της πολιτικής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και καλώς τώρα –αφού έτσι αισθανόμαστε– παραβρισκόμαστε στην εξόδιο ακολουθία του.]

Το μίσος, με άλλα λόγια, κι η ισοπέδωση των πάντων μόνο κακά μαντάτα έχουν να μας φέρουν. Κάθε εποχή έχει τις ιδιαιτερότητες, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους της, μόνο κάποιος που προσεγγίζει εντελώς επιδερμικά κι επιπόλαια την πραγματικότητα δεν μπορεί να το διακρίνει. Μόνο αυτός που μένει στο θυμικό ή στο φαίνεσθαι αδυνατεί να παρακολουθήσει τα σημεία των καιρών και τις καμπές της ζωής.

Αν, λοιπόν, μένει κάτι να καταλάβουμε –πάντα κατά τη γνώμη μου– και να προβληματιστούμε σοβαρά, είναι ότι το νήμα της ζωής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη –για να δώσω κι ένα τόνο επικαιρότητας– ξεκίνησε το 1918 μέσα σε συνθήκες απόλυτου διχασμού μεταξύ Βενιζελικών – Αντιβενιζελικών και κόπηκε και πάλι μέσα σε διχαστικές συνθήκες μεταξύ μνημονιακών – αντιμνημονιακών. Εκατό χρόνια, ένας αιώνας κι ο λαός μας, η χώρα μας, σπαράζεται από τη διχόνοια και το μίσος.

Αυτό το μίσος, αυτή η κατάρα, δεν διέκρινε τις πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις της περιόδου που πολιτεύτηκε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κι ο Ανδρέας Παπανδρέου κι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Σημίτης κι οι άλλοι πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης. Σφοδρές, σφοδρότατες αντιπαραθέσεις, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, φανατισμός, πλατείες και συλλαλητήρια, μπλε και πράσινα καφενεία, κορώνες στη Βουλή, λάσπη, κιτρινισμός απ’ τον Τύπο της εποχής –κάποιοι ακολουθούν ως τις μέρες αυτές την ίδια προσοδοφόρο πραχτική–, ελεγχόμενη κρατική τηλεόραση, αλλά και στήσιμο το ’89 –ας μην το ξεχνάμε– εν μία νυκτί της «ελεύθερης» ιδιωτικής τηλεόρασης.

Όμως –πρόσεξέ με σε παρακαλώ σ' όλες αυτές δημόσιες εκδηλώσεις ήταν ευδιάκριτη μια πατίνα ευπρέπειας, ενός μέτρου, ενός ήθους –τολμώ να πω– και μιας αξιοπρέπειας, που ήταν ευδιάκριτη και καθορισμένη στο πλαίσιο του πολιτικού παιχνιδιού και της κομματικής αντιπαλότητας, μια ατμόσφαιρα που, τελικά, δικαιώνει τις σημερινές εκδηλώσεις του κόσμου για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όπως παλαιότερα είχε συμβεί και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Γιώργο Γεννηματά, τη Μελίνα, τον Γεώργιο Ράλλη, τον ‘Εβερτ, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή παλαιότερα, αλλά και τον Χαρίλαο Φλωράκη ή τον Λεωνίδα Κύρκο.

Σήμερα αυτή η κανονικότητα δεν υπάρχει και δεν φταίνε τα μνημόνια κι η κρίση γι’ αυτό, αλλά δεν υπάρχει κι ούτε ίχνος απ’ αυτήν την πατίνα πολιτικού ήθους και κοινοβουλευτικής ευπρέπειας. Οι εποχές είναι άλλες –θα πεις και με το δίκιο σου– αυτή η διαφορετικότητα κι η κρισιμότητα των εποχών, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να φαγωθούμε μεταξύ μας, αλλά, τουναντίον, ενωμένοι μπροστά στις δυσκολίες να εξασφαλίσουμε ένα μίνιμουμ συνεννόησης και ν’ αντιπαλέψουμε γι’ αυτά που θεωρούμε δίκαια και σωστά, καθένας από την πλευρά του, με τις ιδέες και τις απόψεις του, με σεβασμό πάντα στη διαφορετική γνώμη, με ευπρέπεια, με αξιοπρέπεια. Όλοι μαζί για να προσπαθήσουμε να γίνουμε καλύτεροι, να διορθώσουμε όλα όσα εκείνοι που επί χρόνια μας κυβέρνησαν παρέλειψαν, ξέχασαν, αδιαφόρησαν, δεν μπόρεσαν, δεν τους επιτρέψαμε. Όχι καταστρέφοντας, αλλά δημιουργώντας.

Σ’ αυτή τη λογική η «παλιά φρουρά» των πολιτικών είχε τη δύναμη και τη δυνατότητα, το κύρος και την εξυπνάδα, τη διορατικότητα και τον οραματισμό, να δίνει τον τόνο, το σύνθημα και τον ρυθμό, «να κρατά τα γκέμια», προσόντα που –πολύ φοβάμαι– η ανεπάρκεια ή η έλλειψή τους, στους δύσκολους καιρούς μας, επιχειρείται να κρυφτεί κάτω και πίσω από αφορισμούς απελπισίας και καταδίκες απόγνωσης.

Αυτά κι ευχαριστώ για την υπομονή σου.-

Photo: star.gr

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Σκίζουμε.


Δεν σκίζουμε πια τα μνημόνια· εκείνες οι «ηρωικές» εποχές ανήκουν οριστικά –όπως φαίνεται– στο παρελθόν, κρυμμένες στο άλλοθι των ψευδαισθήσεων, θαμμένες από τόννους ψεμμάτων, ξεχασμένες στα άδυτα μιας εποχής που νομίζαμε πως ζούσαμε το τέλος του κόσμου.

Τα «μνημόνια» –ή όπως αλλιώς θέλεις πες τα– αποτελούν πλέον μια κανονικότητα, τον οδικό χάρτη διακυβέρνησης της χώρας, είναι τα σενάρια για να παριστάνουν κάποιοι τους υπουργούς και τους πρωθυπουργούς. Δεν αποτελούν πλέον ούτε ντροπή, ούτε αποδείξεις υποτέλειας και κατάλυσης εθνικής κυριαρχίας. Εκείνοι που τα εισάγουν και τα ψηφίζουν δεν είναι «στα τέσσερα», αλλά το πράττουν ευχαρίστως και με τα δυο τους χέρια.

Κανονικά και τα συσσίτια στα σχολεία, που δεν αποτελούν πλέον αποδείξεις φτώχειας και πείνας, αλλά τουναντίον ανταποκρίνονται στα πρότυπα και τις απαιτήσεις ανεπτυγμένων κοινωνιών, εξασφαλίζουν συνθήκες συντροφικότητας και μείωσης των ανισοτήτων, αλλά συμβάλουν ταυτόχρονα και στη «βελτίωση των παιδαγωγικών και γνωστικών αποτελεσμάτων της παρεχόμενης εκπαίδευσης».

Κανονικά και σε καθημερινή βάση νεόκοποι βουλευτές κατηγορούν συλλήβδην τους εκπροσώπους του «παλιού» πολιτικού συστήματος για τη δεινή θέση που βρέθηκε η χώρα, ενώ ταυτόχρονα οι συνάδελφοί τους από τους υπουργικούς θώκους εφαρμόζουν τις ίδιες ή και χειρότερες πρακτικές. Το ίδιο κανονικά, «αριστεροί» του ΣΥΡΙΖΑ συναγωνίζονται τους ως χτες «προσκυνημένους» της αντιπολίτευσης σε πατριωτικό καθήκον, υπευθυνότητα, συνέπεια και προσήλωση στις μνημονιακές υποχρεώσεις.

Όλα κυλούν κανονικά και για την κυβέρνηση και για την αντιπολίτευση και για μας ακόμα –τολμώ να πω– κανονικά φαίνεται να τραβούν τα πράγματα, έτσι –πώς να το εκφράσω καλύτερα;– είμαστε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα· εκείνοι τη δουλειά που ξέρουν από πάντα (αντιπαραθέσεις επί παντός, νόμους για ψύλλου πήδημα, φόρους σ’ ό,τι κινείται κι ό,τι στέκεται) κι εμείς στο εθνικό μας σπορ (γκρίνια επί παντός, παλικαριές για ψύλλου πήδημα, φοροδιαφυγή κι άγιος ο Θεός).

Μια κανονικότητα εξοντωτική για τη λογική, για την πολιτική, για την κοινωνία, για την οικονομία, για τη χώρα, για όλους, μια κανονικότητα για την οποία με νύχια και δόντια κυβερνώντες κι αντιπολιτευόμενοι πασχίζουν, καθένας απ’ την πλευρά του, να μας πείσουν ότι κάνουν ότι μπορούν να τη διατηρήσουν, να την προστατεύσουν, να τη διαφυλάξουν από εκείνους –τους λίγους πια– που τολμούν να διασαλεύουν με τους προβληματισμούς, τις διαμαρτυρίες και τις φωνές τους την τάξη των πραγμάτων και την νεκρική ακινησία του πολιτικού συστήματος.

Πάμε από μέτρο σε μέτρο κι από περικοπή σε περικοπή, φτάσαμε να νομοθετούνται και μέτρα για την επόμενη δεκαετία και κανείς δεν έχει το θάρρος, κανείς δεν τολμά ακόμα να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κάποιος να ομολογήσει, επιτέλους, ότι αυτό που ζούμε δεν οφείλεται μόνο στις σπατάλες του παρελθόντος, στον παραλογισμό των ξένων, στα λάθη του ΔΝΤ, στην παγκοσμιοποίηση, στο τραγικό πρώτο εξάμηνο του ’15, στον Κυριάκο τον Μητσοτάκη, στο έναν και στον άλλον.

Κάποιος να ομολογήσει ευθαρσώς, ότι κανένα παράλληλο πρόγραμμα, κανένας Σώρρας, κανένα αντίμετρο, αλλά και κανένας «δημοσιονομικός χώρος» όσο ευρύχωρος κι αν είναι, μπορεί να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση και καμιά ρύθμιση για το χρέος –αυτή η σύγχρονή μας πανάκεια– μπορεί να δημιουργήσει αυτόματα κι από μόνη της συνθήκες πλήρους απασχόλησης κι ανάπτυξης, αν προηγουμένως –ή ταυτόχρονα έστω– δεν αντιμετωπιστούν οι χρόνιες και δομικές αδυναμίες του παραγωγικού μας μοντέλου, του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, των δημοσιονομικών μας αδυναμιών και των θεσμικών μας στρεβλώσεων (π.χ. σταθερό εκλογικό σύστημα, δίκαιοι και διαυγείς κοινοβουλευτικοί κανόνες, αναδιοργάνωση κυβέρνησης και δικαιοσύνης).

Μας το λένε με κάθε ευκαιρία οι Ευρωπαίοι εταίροι, αλλά κι οι εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και φορέων, το διαβάζουμε κάθε τρεις και λίγο σε κάποια ξενόγλωσση εφημερίδα ή περιοδικό, ανακοινώνεται σε συνέδρια, φόρα κι ημερίδες, βοά επί τόσα χρόνια η οικουμένη κι οι μόνοι που –πλέοντας στα πελάγη της κανονικότητάς μας– κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε τίποτα είμαστε εμείς, ναι, εμείς κι αυτοί που κάθε τρεις και λίγο επιλέγουμε για να μας κυβερνήσουν, πότε ανεμίζοντας ισοδύναμα, πότε προγράμματα Θεσσαλονίκης και πότε δημοψηφίσματα περηφάνιας και εθνικής ανάτασης.

Εμείς, μετονομάσαμε την τρόικα σε «θεσμούς» και νομίζουμε πως ξεμπερδέψαμε με τις μεταρρυθμίσεις. [Α, ναι, τους πηγαίνουμε πλέον και στο Χίλτον]. Έτσι απλά, όπως τώρα απλώς περιμένουμε. Περιμένουμε να μονιμοποιηθούν οι συμβασιούχοι των Δήμων, να διοριστούν οι εκπαιδευτικοί, να κρατικοποιηθεί ο ΟΑΣΘ, να πάρει τον ΔΟΛ ο Σαββίδης, να επιλεγούν οι νέοι προϊστάμενοι στο δημόσιο, να καταργηθούν οι εισαγωγικές για τα ΑΕΙ, να δούμε ποιος θα κερδίσει το survivor. Δημιουργούνται έτσι συνθήκες ανάπτυξης ή νέων επενδύσεων; Επιτρέπεται να δημιουργηθούν στην οικονομία συνθήκες ανταγωνιστικότητας ή νέες θέσεις εργασίας; Σηκώνει κεφάλι η αγορά ή ο καταναλωτής;

Κι όμως, αυτή είναι η ατζέντα κι η καθημερινή μας κανονικότητα, στη Βουλή, στα τηλεοπτικά πλατό και στις στήλες των εφημερίδων. Κάθε μήνα να ζούμε με το θρίλερ του κάθε Γιούρογκρουπ για να έχουμε να λέμε και να συζητάμε επί ώρες ατέλειωτες και μήνες και χρόνια πότε για τη διαπραγμάτευση, πότε για την αξιολόγηση και πότε για το χρέος, αντί ώρες ατέλειωτες και μήνες και χρόνια να προσπαθούμε από κοινού και να εργαζόμαστε πάνω στο σχέδιο διεξόδου και σωτηρίας της χώρας.

Έτσι, αραχτοί κανονικά, αλλά σε δουλειά να βρισκόμαστε, αφού –και πρακτικά να το δεις– τα μνημόνια είναι πλέον αδύνατο να σκιστούν. [Αυτό κι αν δεν είναι πια καθόλου, μα καθόλου, τυχαίο…]

Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Κεντροαριστερή δυσανεξία.


Τόση διάθεση για την αναζωογόνηση του κεντροαριστερού πολιτικού χώρου δεν ξέρω αν έχουμε ξαναζήσει. Λυτοί και δεμένοι –που λέει κι ο λόγος– κινητοποιούνται, συναθροίζονται, εκτίθενται κι εκδηλώνονται, όλοι για το ξαναζωντάνεμα της «κεντροαριστεράς», για τη συσπείρωση των «δημοκρατικών και προοδευτικών» δυνάμεων, για τη δημιουργία του τρίτου πόλου.

Ενώ όμως η διάθεση κι ο οίστρος για προσφορά στην υπόθεση της κεντροαριστεράς περισσεύει, καμιά διάθεση δεν φαίνεται να υπάρχει προκειμένου όλοι αυτοί οι ενδιαφερόμενοι και οικειοθελώς προσφερόμενοι για τη σωτηρία της κεντροαριστεράς και της χώρας, να συντονίσουν τη δράση και τις πρωτοβουλίες τους από κοινού για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

Καθένας απ’ όσους φιλοδοξούν να διαδραματίσουν το ρόλο του αναγεννητή και του ζωοδότη της κεντροαριστεράς επιφυλάσσει για τον εαυτό του ή έστω και για το χώρο που εκπροσωπεί, την αδιαφιλονίκητη αυθεντικότητα, την αδιαπραγμάτευτη καθαρότητα, την ακριβέστερη άποψη, αλλά, τελικά, και τ’ αναμφισβήτητα πρωτεία στην πορεία προς την επιδιωκόμενη ενοποίηση και ενιαιοποίηση του χώρου.

Από το 2012, οπότε στελέχη και ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να φυλλορροούν προς διάφορες άλλες κομματικές κατευθύνσεις κι επιλογές, ο πολιτικός χώρος που το άλλοτε κραταιό κόμμα εκπροσωπούσε, παρέμεινε κραυγαλέα αποψιλωμένος στελεχειακά κι απονεκρωμένος πολιτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ευτύχησε, έκτοτε, να καρπωθεί τη μερίδα του λέοντος τόσο σε εκλογικά ποσοστά, όσο και σε ένταξη στελεχών του ΠΑΣΟΚ στα ψηφοδέλτια και τα όργανά του.

Αυτή η εκλογική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κι η συνακόλουθη παταγώδης κυβερνητική του μεταστροφή, που σημαδεύεται από ασυνέπεια, αμφιθυμία, προχειρότητα κι αλαζονεία, άνοιξε, δειλά στην αρχή αλλά με ιδιαίτερη ένταση πρόσφατα, τη συζήτηση και την αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων για την αναδιοργάνωση και την επανασυσπείρωση του κεντροαριστερού χώρου. Κι όλα αυτά, ταυτόχρονα με την παρατεταμένη εσωστρέφεια, τις μεταλλάξεις, αλλά και τη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ.

Κουβέντες πολλές για την κεντροαριστερά, λοιπόν, μαζί με διαγκωνισμούς, αψιμαχίες και φιλοδοξίες σ’ ένα πολιτικό τοπίο που μέρα τη μέρα ερημώνεται, συντηριτικοποιείται, οπισθοδρομεί. Λόγια κι άλλα λόγια μπροστά στις οθόνες, τα θέατρα και τ’ αμφιθέατρα, αλλά και στα κλειστά αυτιά μιας κοινωνίας απογοητευμένης, κουρασμένης κι απρόθυμης ν’ ακολουθήσει. Κουβέντες και λόγια που πλειοδοτούν σε καλές προθέσεις κι υστερούν απελπιστικά σε απήχηση, δυνατότητες και ρεαλισμό.

Δικαίωμά τους να διεκδικεί ο καθένας τους για λογαριασμό του μια λύση για τον «χώρο» και τη χώρα, θεμιτές κι οι προσωπικές φιλοδοξίες, αλλά απ’ όλο αυτό το κουβεντολόι και το σύρε κι έλα όλων αυτών των πασίγνωστων για το ΠΑΣΟΚικό παρελθόν τους στελεχών, αυτό που προκύπτει είναι έκδηλη δυσανεξία μεταξύ προσώπων και ομάδων. Δε «χωνεύονται» μεταξύ τους, έχουν πολλά «προηγούμενα». Αυτός –κατ’ εμέ– είναι κι ο μόνος λόγος που δεν βρίσκονται, δεν συμπυκνώνουν πέντε - δέκα κοινά αποδεκτές απόψεις σε μια κόλλα χαρτί, αλλά ψάχνονται και ψάχνουν διαφορές τάχα στις λεπτομέρειες και στα σημεία.

Το πολιτικό τους αύριο επιδιώκουν να διασφαλίσουν. Ακούγεται κυνικό, αλλά αυτός είναι ο κανόνας, μια ματιά στο κομματικό τοπίο με τις μετακινήσεις, τις μεταπηδήσεις και τις διαγραφές των τελευταίων ετών μαρτυρά πολλά· γι’ αυτό πασχίζουν –κάποιοι, μάλιστα, και για τα παιδιά ή τα εγγόνια τους.

Με τη χώρα μέσα στα μνημόνια και τις ασφυκτικές δανειακές συμφωνίες, μετά το πατατράκ του ΣΥΡΙΖΑ, ποιος πιστεύει πλέον σε καθαρά ιδεολογικά σχήματα και ανεξάρτητες πολιτικές, ποιος μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά, ότι υπάρχουν –τουλάχιστον προς το παρόν– ποικίλες και τόσο κραγαλέα διαφορετικές επιλογές ή λύσεις μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο συμφωνιών και συμμαχιών της χώρας; Και μη μου πείτε για τις «κοινωνικές πολιτικές» της παρούσας κυβέρνησης, γιατί τέτοιες κοινωνικά μονομερείς κι άδικες πολιτικές ο καθένας ιδεοληπτικός και ψηφοθήρας θα μπορούσε να εφαρμόσει.

Τα πράγματα είναι απλά· όλη αυτή η κεντροαριστερή αναζήτηση και πρεμούρα όσο παρατείνεται και πλανάται θολώνει αντί να ξεκαθαρίζει το πολιτικό τοπίο και μπορεί να μείνει απλώς στα λόγια και τα χαρτιά, το σημαντικότερο, όμως, απαξιώνει και ζημιώνει ακόμα περισσότερο το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, που, εν πάσι περιπτώσει, εξακολουθεί να είναι το κόμμα αναφοράς για την κεντροαριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία στη χώρα.  

Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, ώστε, όταν έρθει η ώρα, οι δυσαρεστημένοι κι ανένταχτοι «κεντροαριστεροί» χαρακτηριζόμενοι ψηφοφόροι –ιδιαίτερα εκείνοι που με κάθε τρόπο επιθυμούν την απαλλαγή της χώρας από την παρούσα κυβέρνηση– να προστρέξουν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, χαρίζοντάς τους θεαματικά εκλογικά ποσοστά, ενώ οι υπόλοιποι –που «δεν πάει με τίποτα το χέρι τους δεξιά»– να χαρίσουν, θες με βαριά, θες μ’ ελαφριά καρδιά, μια ακόμα ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα, αφού –ποιος ξέρει;– μπορεί μέχρι εκείνη την ώρα να το ‘χει φέρει «το μαγαζί» εντελώς στα ίσα· τι; Μα, να το έχει πλήρως ΠΑΣΟΚοποιήσει.

Τον Τσίπρα πολλοί εμίσησαν· την εξουσία ουδείς. [Τότε να δεις μια κεντροαριστερά, νααα!]