Θελήσαμε –και πετύχαμε– αντί η χώρα ν’ αντιμετωπίσει με σθένος κι αποφασιστικότητα τις χρόνιες δυσλειτουργίες και προβλήματα, να την καταστήσουμε παρία και περίγελο της οικουμένης, ανυπόληπτη κι ευάλωτη στις διαθέσεις του κάθε τυχοδιώκτη. Ποδοπατήσαμε θεσμούς, νόμους και σύμβολα κι υψώσαμε τείχη διχασμού, λάβαρα μίσους, παντιέρες καταστροφής.
Θελήσαμε –και πετύχαμε– αντί το πολιτικό σύστημα ν’ αλλάξει, να βελτιωθεί, να προσαρμοστεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της δύσκολης συγκυρίας, ν’ αποσυντεθεί και να κατακερματιστεί, να διαλυθεί. Κλείσαμε μάτια κι αυτιά προς τη λογική κι ανοίξαμε διάπλατα και τις δυο παλάμες προς το κτίριο της Βουλής. Κλείσαμε δρόμους, μαγαζιά, δουλειές κι ανοίξαμε λογαριασμούς με φασίστες, με δανειστές, αλλά και με την Ιστορία.
Μιλάμε τώρα όλο για τα ίδια και τα ίδια, αν κι είναι προφανές ότι τίποτε δεν θέλουμε ν’ αλλάξει. Κοροδευόμαστε καθώς ο καιρός περνάει, κλαψουρίζουμε, αλλά κατά τα λοιπά τα πάντα όλα εξακολουθούν να συμβαίνουν και να εξελίσσονται σαν να μην έχει συμβεί τίποτε. Όλα, τρόπος του λέγειν, εφόσον οι πολλοί βλέπουν καθημερινά την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει και την ποιότητα της ζωή τους να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Είναι τραγική αυτή η οπισθοδρόμηση, αυτό το χάσιμο στο τίποτα, αυτή η καθημερινή αργόσυρτη διολίσθηση στη θλίψη, στη μελαγχολία, στην παραίτηση. Πόσο οδυνηρό, μετά το ξέσπασμα, το κρεσέντο, την ελπίδα, να κυριαρχούν η διάψευση, το τέλμα, η απελπισία, η παραίτηση.
Κατεβάσαμε τα χέρια γιατί βιαστήκαμε να τα σηκώσουμε σε λάθος κατεύθυνση. Σφραγίσαμε τα χείλη γιατί βιαστήκαμε ν’ αφήσουμε την οργή απ’ αυτά να ξεχειλίσει. Πάγωσε η καρδιά γιατί βιαστήκαμε να πετροβολήσουμε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Σκοτείνιασε το παρόν και το μέλλον γιατί βιαστήκαμε ν’ ακολουθήσουμε τυφλά το ψεύδος, τη συκοφαντία, την παραπλάνηση. Παραιτηθήκαμε γιατί βιαστήκαμε να προσπεράσουμε τον καθρέφτη για να μη δούμε το είδωλό μας να μας φτύνει.
Τίποτα δεν έχει πλέον σημασία, τίποτα απ’ όλα αυτά, από αυτά που έγιναν· το τι κάνουμε μετράει, τι κάνουμε κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα. Υπάρχουμε, είναι το μόνο σίγουρο, από ‘κει και πέρα; Άλλος θα πει διαμαρτυρόμαστε, άλλος διαπραγματευόμαστε, άλλος αντιπολιτευόμαστε, άλλος πληρώνουμε κι άλλος δουλευόμαστε. Εγώ πιστεύω, δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Τίποτα που να ‘χει ουσιαστικό αντίκρυσμα την αναστροφή της μέχρι σήμερα αδιέξοδης πορείας και το ξεκίνημα για επιστροφή στην κανονικότητα ως συγκροτημένη χώρα, ως ανεπτυγμένη κοινωνία.
Επιστροφή σε μια κανονικότητα σταθερότητας, εμπιστοσύνης κι αξιοπρέπειας, κατ’ αρχήν, κι όχι σ’ αυτό που, λίγο-πολύ, νομίζαμε σαν κανονικότητα μέχρι το 2009. Επιστροφή της ζωής του καθενός σ’ ένα περιβάλλον ασφάλειας, δικαιοσύνης, νομιμότητας, σ’ ένα αξιόπιστο πλαίσιο αξιών, παιδείας και πολιτισμού. Επιστροφή σε μια χώρα δημοκρατική, ελεύθερη, δημιουργική. Επιστροφή σ’ ένα κράτος που δεν «τρώει», ούτε βολεύει επιλεκτικά τα παιδιά του, δεν είναι τροχοπέδη κι εμπόδιο στη ζωή τους, αλλά προσφέρει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες προκοπής, ανάπτυξης, ικανοποίησης, εξέλιξης.
Γι’ αυτά τα αυτονόητα, που πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη, κιοτέψαμε. Όλοι. Τι σημασία, αν πρώτοι και καλύτεροι το ‘βαλαν στα πόδια εκείνοι που είχαν την ευθύνη πρώτοι να διαγνώσουν, να επισημάνουν, να μεριμνήσουν; Τι νόημα έχει τώρα πια, αν όλοι εμείς ακολουθήσαμε –όπως από πάντα– σαν άβουλοι το ρεύμα; Το αποτέλεσμα, η απάντηση, επιπλέει όζουσα φαρδιά πλατιά στο σημερινό τέλμα, κολλημένη ρυπαρή χαλκομανία στον τοίχο του αδιέξοδου. Με το να ρίχνουμε ο ένας τις ευθύνες στον άλλο πού οδηγεί; Ποιος δεν βλέπει τώρα πια τ’ αποτελέσματα; Δικαιολογίες χίλιες κι ακόμα περισσότερες. Ε, και;
Αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που έχουν ήδη αποφασιστεί, αλλά –κι ακόμα περισσότερο– σ’ αυτά που εκ των πραγμάτων θα έρθουν για να κλείσει ο επόμενος λογαριασμός ή ο μεθεπόμενος και πάει λέγοντας. Και, ξέρεις κάτι; Θέλουμε και τα παθαίνουμε, γιατί –ιδίως μετά το Γενάρη του ‘15– όχι μόνο δεν κάνουμε κάποια απ’ τα αυτονόητα, αλλά ψηφίζουμε με το κιλό και με τους τόμους τις συμφωνίες που υπογράψαμε, στην πράξη όμως σφυρίζουμε αδιάφορα και κάνουμε τα εντελώς αντίθετα.
Γι’ αυτό πιστεύω, ότι δεν είναι μόνο θέμα ιδεοληψιών, προσώπων ή πολιτικών, είναι θέμα πρωτίστως νοοτροπίας και κουλτούρας. Γι’ αυτό δεν εμπιστεύομαι ούτε τις επιλογές της παρούσας κυβέρνησης, αλλά ούτε και τη λύση των εκλογών. Αν ήθελαν κι αν θελήσουν μπορούν. Δεν είναι δυνατόν, από τη στιγμή που οι ζωές μας έχουν ανατραπεί κι ένα κράτος έχει έρθει τα πάνω κάτω, να θέλουμε το πολιτικό παιγνίδι να εξακολουθεί να παίζεται με τους όρους και τις συνήθειες του παρελθόντος. Κυβέρνηση – αντιπολίτευση, κοντρίτσες στα τηλεπαράθυρα και στη Βουλή, λόγια κι υποσχέσεις για το πόπολο και κάθε τρεις και λίγο εκλογές, φύγε συ, έλα συ.
Μια κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, αποφασισμένη να υλοποιήσει, όχι το πρόγραμμα του Προκρούστη, όπως φαντάζουν –κι εν πολλοίς είναι– τα μνημόνια, αλλά μια πολιτική εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, απλούστευσης του πολυδαίδαλου μηχανισμού απόδοσης της δικαιοσύνης και της απελευθέρωσης –νομίζω καταλαβαίνεις την έννοια της λέξης– της οικονομίας απ’ τον κρατικό εναγκαλισμό και τη διαπλοκή, και την ελπίδα και την αξιοπρέπεια και την κυριαρχία θα επανέφερε στον τόπο· θα μας επέστρεφε και πάλι τις ζωές μας και θα γυρνούσε –επιτέλους– η ψυχή μας απ’ την… Κούλουρη της εφορίας, του ΕΝΦΙΑ, της ανεργίας και της φτωχοποίησης.
Τι στόχοι, προϋπολογισμοί, μεσοπρόθεσμα κι αξιολογήσεις, αν μόνοι μας δεν μπορούμε να συμμαζέψουμε τα του οίκου μας, ότι κι αν πουν οι άλλοι δίκιο θα ’χουνε. Από ‘κει και πέρα, ας χαλάμε εμείς τις καρδιές μας στα διαδίκτυα για το ταξίδι στην Κούβα ή για το πρωθυπουργικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη, αλλού βρίσκεται ο λάκκος στη φάβα και δεν θέλει και πολύ μυαλό για να το καταλάβεις· ρίξε μια ματιά στον προϋπολογισμό του 2017.
Οι πιο πολλοί –με τα πολλά– το καταλάβαμε κάπως, νομίζω, μακάρι κι αυτοί που πρέπει να το καταλάβουν πριν να ‘ναι για όλους αργά, πάρα πολύ αργά…
Photo: Newsbeast
Photo: Newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλοπροαίρετα