Ναι, τον Ομπάμα τον θαύμασα, τον καμάρωσα, τον ζήλεψα, σε όλα. Θαύμασα, όμως, καμάρωσα και –δεν το κρύβω– ζήλεψα πιο πολύ δυο συμπατριώτες μας, την Ελένη Μπάνου και τον Δημήτρη Παντερμαλή.

Αισθάνθηκα όμως και μια ξεχωριστή περηφάνια, μια ιδιαίτερη ανάταση, έτσι όπως τους έβλεπα αντίστοιχα στις εικόνες που μετέδιδε η τηλεόραση, να κινούνται με άνεση, με ευπρέπεια, με αυτοπεποίθηση και σιγουριά, με ζωντάνια και βεβαιότητα στο χώρο, στο «χώρο του» ο καθένας, με κινήσεις κι εκφράσεις που μ' έκαναν να καταλάβω και ν’ αντιληφθώ –κι όχι μόνο να δώσουν την εντύπωση– πόσο εξοικειωμένοι, πόσο βαθιοί γνώστες και πόσο έμπειροι ήταν οι συμπολίτες μου αυτοί σ’ αυτό το σημαντικό και απαιτητικό έργο που έκαναν, σ’ αυτόν τον ξεχωριστό κι ιδιαίτερο ρόλο που παρουσίαζαν.
Για τον έναν, τον καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή, είχα πριν λίγο καιρό την ευκαιρία και την τιμή να γνωρίσω από κοντά και ν’ απολαύσω –κυριολεκτικά– μιαν εμπεριστατωμένη ξενάγησή του στους χώρους του Μουσείου της Ακρόπολης, οι εικόνες, επομένως, αντιπροσώπευαν ακριβώς αυτό που ήδη γνώριζα για το κύρος, την επιστημονική επάρκεια και εμπειρία, αλλά και την επικοινωνιακή άνεση, την απλότητα και την αβροφροσύνη του.
Η Ελένη Μπάνου μου ήταν άγνωστη, μόλις σήμερα ανέτρεξα σε κάποια βιογραφικά της στο διαδίκτυο, απ’ όπου διαπίστωσα τόσο το αξιοπρόσεκτο γνωστικό κι επιστημονικό της υπόβαθρο, όσο και τη μακρά εμπειρία της πάνω στο αντικείμενο της αρχαιολογίας. Και για την περίπτωσή της η εκτίμησή μου είναι ότι πρόκειται για μιαν εξαιρετική υπάλληλο του υπουργείου Πολιτισμού κι έναν ευχάριστο και ξεχωριστό άνθρωπο.

Ο Παντερμαλής κι η Μπάνου έχω την πεποίθηση ή –μάλλον– τη βεβαιότητα, ότι δεν είναι οι μόνοι, ακάματοι και μερακλήδες υπάρχουν παντού σ’ αυτόν τον τόπο, σ’ αυτή τη χώρα, σ’ αυτόν τον κρατικό μηχανισμό. Αθόρυβοι «εργάτες» κι ακάματοι υπηρέτες του καθήκοντος και του δημοσίου συμφέροντος –του πραγματικού κι όχι αυτού που επινοήθηκε προσφάτως επ’ ευκαιρία των τηλεοπτικών αδειών– υπάρχουν εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες.
Αν σε όλους αυτούς, τους χαμένους μέσα στη γραφειοκρατία του δημοσίου και το δαιδαλώδες των διαδικασιών, δοθούν οι ευκαιρίες κι η δυνατότητα να ηγηθούν, να προτείνουν, να οργανώσουν και να κατευθύνουν από θέσεις ευθύνης χώρους που έχουν τη γνώση, την ικανότητα, την εμπειρία μα –προπαντός– το μεράκι, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ένα άλλο δημόσιο θ’ αρχίσει μέρα με τη μέρα ν’ αναδύεται και μια διαφορετική υπαλληλική αντίληψη συν τω χρόνω να καλλιεργείται.
Και μη μου πεις γι’ αξιολογήσεις κι αριστείες –καθ’ όλα χρήσιμα εργαλεία, δε λέω– αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος, ότι αν εκδηλωθεί η κατάλληλη πολιτική βούληση κι εξασφαλιστούν οι απαραίτητες εγγυήσεις αμεροληψίας κι αντικειμενικότητας, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, οι ίδιοι οι δημόσιοι φορείς κι Υπηρεσίες, τους γνωρίζουν και μπορούν να τους αναδείξουν, γιατί εκείνοι είναι που από πρώτο χέρι γνωρίζουν ποιοι συνάδελφοί τους μπορούν και θέλουν ν’ ανταποκριθούν με συνέπεια και δυναμισμό σ’ αυτά τα καθήκοντα.
Ένα τολμηρό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μακριά από πελατειακές σχέσεις και συνδικαλιστικές συναλλαγές και διευθετήσεις, μπορεί ν’ αποτελέσει ένα μεγάλο ποιοτικό άλμα για το Ελληνικό δημόσιο, αλλά και για τη χώρα στο σύνολό της.
Λέμε τώρα…