Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Αυτή η χώρα δεν υπάρχει.


Τα σωσίβια δεν ήτανε το πρόβλημα, ούτε τότε, ούτε τώρα. με την πυξίδα είχαμ’ ένα θέμα. Ο μπούσουλας δεν χάθηκε –δυστυχώς– τώρα τελευταία, στις μέρες μας, έχει χαθεί από χρόνια, πολλά χρόνια πριν.

Ο προσανατολισμός κι η πορεία που τύχαινε να έχουμε κατά καιρούς, εντελώς περιστασιακά και κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες ή φωτισμένες ηγεσίες, απλώς συνέβαλε να επιπλέουμε και ν’ αρμενίζουμε στο χρόνο, να βρίσκουμε, μέσα στο πέλαγος της άγνοιας, του εγωισμού και του επαρχιωτισμού μας, μέσα στα τελματωμένα νερά της μικρής πατρίδας,  μια σανίδα που να μας κρατά για λίγο στον αφρό, στην επιφάνεια.

Ανάσες ήτανε ζωής, που τις αρπάζαμε και τις ρουφούσαμε αχόρταγα μέχρι να ξεθυμάνουν ένα ηλιόλουστο πρωί και να χαθούν, αφήνοντάς μας πάλι μεσοπέλαγα μέσ’ στη μιζέρια να τσαλαβουτάμε, μέσ’ στη διχόνοια, στην οιμωγή μας και στο μίσος. Με τα πλεμόνια γεμάτα αχαριστία, γεμάτα χολή κι εκδικητικότητα για ό,τι στον αφρό μπόρεσε και μας κράτησε δίχως να καταβάλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια, αλλά και δίχως πρόνοια –τότε στα πάνω, τα έτοιμα και τα εύκολα– τα κόλπα και τα μυστικά του πέλαγου να μάθουμε για να κρατάμε στους δύσκολους καιρούς γερό τιμόνι.

Βουλιάζουμε. Ούτε τα χέρια δε χτυπάμε πια να μείνουμε στην επιφάνεια με πείσμα, με αυταπάρνηση, με ελπίδα. Ο σώζων εαυτόν σωθείτο. Μόνος του καθένας, έχει τα χέρια μόνο να κρατά σφιχτά αρχαία λάβαρα ή θαυματουργές εικόνες, να τα υψώνει με ορθάνοιχτες παλάμες στα μούτρα μπρος αυτών που τρεις και λίγο αποθεώνει και με το δάχτυλο εκεί, προτεταμένο, τους ένοχους ολημερίς να δείχνει με μανία.

Τι να τα κάνεις, το λοιπόν, τα σωστικά; Πολλοί στις μέρες μας άδικα θαλασσοδέρνωνται και πνίγονται στ’ αλήθεια, αλλά το πάθος για να ζήσουνε, να φτάσουνε, να βγούνε, είναι πολύ –πόσο μικρή για την περίσταση η λέξη– πιο μεγάλο από το όποιο κύμα, την όποια αναποδιά, την όποια απώλεια ή της ζωής κακοτυχία.

Σ’ όσους έχουν ξεχάσει πώς αληθινά παλεύουν, έχουν ξεχάσει πως είναι ξύπνιος να ονειρεύεσαι, έχουν ξεχάσει πώς γεννιούνται οι ελπίδες, όσα σωσίβια κι αν βρεις να τους φορέσεις, πάλι στον πάτο θα κολλήσουν με τη μία. Είναι βαριές κι ασήκωτες οι αλυσίδες που τους σέρνουν –από υλικά καλά του παρελθόντος– είναι σφιχτά δεμένα τα βαρίδια κι είναι φτωχοί κι αυτοί οι καιροί από ιδέες, από ηγέτες, από λύσεις, που μόνο θαυματοποιοί πλανόδιοι, φελλοί ή απατεώνες καταφέρνουν να επιπλέουν.

Γι’ αυτούς που τη στεριά οραματίζονται, τη στέρεα γη κι όχι τη δήθεν ουτοπία, αυτούς που ψάχνουν, επιμένουν, συνεχίζουνε, σωσίβια και λέμβοι σωστικοί τούς είναι άχρηστα, αχρείαστα. Αυτοί αντέχουν στις φουρτούνες και στα δίσεχτα. Αυτοί την Ιστορία δεν τη μηρυκάζουνε, ούτε την περιφέρουν τραγουδώντας, αυτοί την ιστορία τους τη γράφουνε, τη ζούνε, την αλλάζουνε.

Υπάρχουν κάπου εκεί δίπλα, ναι υπάρχουνε. Ψάξ’ τους μέσα στο χαλασμό και την αντάρα, αυτοί είναι για όλους μας σωσίβια, καπεταναίοι ανώνυμοι, που η υπομονή, η γνώση και το πείσμα τους έχει χαράξει τη σωστή πορεία από χρόνια και ξεχωρίζει των καιρών μας τα σημάδια, αυτών των δίσεκτων κι ανάποδων καιρών τ’ ανεμολόγια και τις συντεταγμένες, όπως ο φάρος ξεχωρίζει στο σκοτάδι.

Μαζί μ’ αυτούς, αλλά και μ’ όσους το θελήσουνε, όλοι μαζί πάλι τη χώρα αυτή, τη χώρα μας, να βρούμε, γιατί, αυτή η χώρα που στην ανυποληψία χάθηκε, υπάρχει δεν ξεχάστηκε και βρίσκεται εκεί που μονοιασμένοι θα βρεθούμε.

2 σχόλια:

  1. Λιγάκι δύσκολο να ξανασταθούμε όρθιοι φίλε Ευάγγελε, εκεί που έχουμε φτάσει αλλά πιστεύω πως για μια ακόμη φορά θα καταφέρουμε να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας.
    Νάσαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κρατώ το ελπιδοφόρο κλείσιμο του σχολιασμού σου, αγαπητέ Ντένη!

      "Συν Αθηνά και χείρα κίνει", όμως!...

      Καλή Σαρακοστή να έχουμε!

      Διαγραφή

Καλοπροαίρετα