Το οξυγόνο τελείωσε σ’ ένα Σαββατοκύριακο· απνευστί. Ένοιωσα ξαφνιασμένος ή αμήχανος –καλύτερα. Τι δεν κατάλαβα; Ίσως δεν έκανα στάσεις
αποσυμπίεσης –σκέφτηκα– γι΄αυτό την Τρίτη έκανα εκ νέου μια προσπάθεια ανάνηψης
εστιάζοντας ιδιαίτερα σε συγκεκριμένα σημεία, τότε αισθάνθηκα να μένω στα ρηχά.
Ανάμεσα στις σελίδες, γραμμή τη γραμμή και πίσω απ’ τις λέξεις, κάπου
μεταξύ Τήλου και πλατείας Ομονοίας, η Ξένια υπονοούσε την παρουσία της, αλλά
ουσιαστικά ήταν απούσα. Τίποτα δεν με παρέπεμπε στις ευαισθησίες, τη χάρη, το άρωμα
και τη σπιρτάδα του λόγου της, όπως στο παρελθόν είχα γνωρίσει, είχα αγαπήσει.
Δεν φταίει η Ξένια, εγώ είμαι μακριά από την ορολογία της εποχής, από
πεποίθηση έξω από τσατ κι ηλεκτρονικές επικοινωνίες και παραδοσιακά προσκολλημένος
σε σχέσεις και συμπεριφορές παλιομοδίτικες, παραδοσιακές κι εν πολλοίς –όπως φαίνεται–
παρωχημένες.
Οι δικές μου παρέες, εκεί γύρω στο ’90, μπορεί να αισθάνονταν διαφορετικά
τον έρωτα, να βίωναν διαφορετικά την ελευθερία, να είχαν άλλες ανησυχίες και
προτεραιότητες. Ναι, την εποχή εκείνη ακολούθησε μια εικοσαετία αχαλίνωτης
ευημερίας. Οι κανόνες έγιναν εύκαμπτοι, οι διαδικασίες ευέλικτες, οι ανάγκες
ατέλειωτες, οι άνθρωποι αδύναμοι.
Κοιτάζω τη φωτογραφία στο εξώφυλλο κι αναζητώ τον εαυτό μου κάπου ανάμεσα
στους περαστικούς της γωνίας πλατείας Ομονοίας και Γ’ Σεπτεμβρίου να στρίβω έξω
απ’ τη «Μπραζίτα». Πόσες φορές πρωί – μεσημέρι είχα περάσει απ’ το σημείο αυτό
κατευθυνόμενος στον ηλεκτρικό· μια ζωή.
Εκείνη την εποχή δεν ήμουν και στα καλύτερά μου. Όχι επειδή ήταν και τότε
Νέα Δημοκρατία και Μητσοτάκης στα πράγματα, ούτε που ο Σαμαράς «άνοιγε» τα
σύνορα για τους Αλβανούς ή που η οικονομική κατάσταση δεν ήταν και πάλι καλή,
αλλά, να, σαν ζευγάρι κάναμε αγώνα για παιδί, στη δουλειά οι εκλεκτοί στα «μέσα
και στα έξω» και στις παρέες μια αγωνία για το αύριο κι ό,τι διαισθανόμασταν
πως έφερνε.
Κάτι ο Νταλάρας κι ο Παπακωνσταντίνου στο Αττικόν και κάτι ούζα –στις διακοπές–
στα Μεστά της Χίου μας ζωγράφιζαν με φως τις εποχές. Κι ένας ολόλαμπρος ήλιος που έλαμψε το Νοέμβρη
του ’91 κι έδωσε, πέρα από φως, καινούργιο νόημα κι άλλη διάσταση κι ενέργεια
στη ζωή μας. Ακολούθησε μια εικοσαετία ευημερίας και προόδου.
Απλά μικροαστικά θέματα. Μια καθημερινότητα που κουράζει, αλλά και που
αναστατώνει η τυχόν ανατροπή της. Η «Αγία Καθημερινότητα», όπως συνηθίζω να την
αποκαλώ. Μια καθημερινότητα με τη ρουτίνα της, τα καλά και τα κακά της, τις
αγάπες, τα μυστικά, τις ενοχές και τις συγγνώμες της, τις σιωπές, τις ματιές
και τους κρυφούς της αναστεναγμούς, τις χαρές και τις λύπες της.
Σ’ αυτή την καθημερινότητά μου το οξυγόνο δεν μπήκε το περασμένο
Σαββατοκύριακο. Αντίθετα, με έβαλε σε κάποιες άλλες –με συνέπεια,
παραστατικότητα και δεξιοτεχνία οφείλω να ομολογήσω– που, χωρίς να’ναι ολότελα «ξένες»
δεν κατάφεραν να οικειοποιθούν κάτι απ’ αυτά που αισθάνομαι, πιστεύω ή
φαντάζομαι. Οι λέξεις θα’θελα νά 'ναι πιο τρυφερές, πιο αγαπησιάρικες οι σχέσεις κι οι
άνθρωποι πιο καθημερινοί κι οικείοι. Μου φάνηκαν πολλά για τόσο λίγους.
Το ξαναλέω, δεν φταίει η Ξένια, εγώ φταίω
που, όταν διαβάζω, αναζητώ πίσω απ’ τις λέξεις, μέσα απ’ τα νοήματα, να
συναντηθώ με τον συγγραφέα και να ταιριάξουν οι εικόνες του με τις ιδέες μου κι
η φαντασία του με τα συναισθήματά μου. Κι εκεί στο σμίξιμο και μπρος στα έκπληκτα μάτια μου, να παρασυρθώ απ' την απλότητα, την πλοκή, την ευρηματικότητα και τη σεμνότητα.
Είναι μια άλλη εποχή αυτή που ζούμε.
Είναι μια εποχή δύσκολη, απρόσωπη,
γρήγορη, ίσως και σκληρή. Έχω πίστη, όμως, και υπομονή, και μια κρυφή ελπίδα. Οι
εποχές αλλάζουν, το ίδιο κι οι άνθρωποι. Την Ξένια τη θαυμάζω και μπορώ να
περιμένω.