Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Της είδησης το κάγκελο.


Σοβαρό θέμα το κάγκελο για το λαό μας. Τόσες και τόσες ατάκες, λαϊκές εκφράσεις, αλλά και στίχοι τραγουδιών, το έχουν σαν σημείο αναφοράς και σύμβολο. Στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου έγινε και αιτία «ενόχλησης» του αρμόδιου για την προστασία του πολίτη υπουργού, οποίος –όπως επεσήμαναν κύκλοι του– «έμεινε κάγκελο», διαπιστώνοντας ότι τοποθετήθηκαν κάγκελα για την προστασία των επισήμων κατά τη διάρκεια της μαθητικής παρέλασης.

Η σοβαρότητα εν γένει του θέματος με τα κάγκελα πιστοποιείται –θα έλεγε κάποιος– κι από γεγονός, ότι τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών στο ρεπορτάζ τους για την στρατιωτική παρέλαση επ’ ευκαιρία της επετείου, έκαναν φέτος ειδική αναφορά στο γεγονός. Η μη τοποθέτηση κάγκελων γύρω από την εξέδρα, αλλά και γενικότερα στα πεζοδρόμια, έτυχαν ευρύτατης προβολής και επισήμανσης από τους υπεύθυνους ειδήσεων των καναλιών.

Είναι πράγματι μια σημαντική μέρα γιορτής και μνήμης για την ιστορία της πατρίδας μας η σημερινή. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αιτιολογηθεί το γιατί. Αυτή η μέρα μνήμης τιμάται διαχρονικά από το λαό μας σε όποια γωνιά της υφηλίου κι αν βρίσκεται για να εξαρθεί ο ηρωισμός κι η προσήλωση στο πατριωτικό καθήκον των στρατευμένων, αλλά κι η αφοσίωση με αίσθημα ευθύνης στο πολιτικό χρέος των κυβερνώντων εκείνης της εποχής.

Ανεξάρτητα από τη μορφή που είχαν διαχρονικά τα πολιτεύματα και τα καθεστώτα της χώρας, η 28η Οκτωβρίου, αδιαλείπτως, αποτελούσε μέρα τιμής για τα «παιδιά της Ελλάδος» –κατά την «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο– που έδωσαν τη ζωή τους πολεμώντας τότε για την ελευθερία και μέρα εθνικής περηφάνιας για τους παρόντες, που ολοκληρωνόταν με τη «μεγαλειώδη» συνήθως στρατιωτική παρέλαση.

Στα δύσκολα χρόνια μετά τη χρεωκοπία και την έξαψη της λαϊκής δυσανεξίας στα «μνημόνια», στη δίσεκτη εποχή των δανειακών συμβάσεων και των προαπαιτούμενων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας της χώρας, στη σκοτεινή αυτή καμπή της νεότερης ιστορίας ακόμα κι ο θεσμός αυτός, η μέρα μνήμης, τιμής κι αναφοράς, δεν κατάφερε να ξεφύγει από το παλιρροϊκό κύμα της ισοπέδωσης και της οργής, που σάρωσε την κοινωνία και το λαό.

Μέσα στις άγριες συνθήκες της βίαιης λιτότητας και του ασφυκτικού περιορισμού της κατανάλωσης και των εισοδημάτων, μέσα στον αιφνιδιασμό των ανατροπών και τη δίνη της φτωχοποίησης, ξέσπασε στα σπλάχνα της κοινωνίας ένας άλλος μεγάλος πόλεμος για τον οποίο, αντί να ακουστούν συντονισμένα απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας οι σειρήνες της λογικής, του μέτρου και της σωφροσύνης, ήχησαν εκκωφαντικά οι σειρήνες του λαϊκισμού, της βίας και της προπαγάνδας.

Ο πόλεμος αυτός δεν είχε ως διακύβευμα την λαϊκή κυριαρχία, δεν απέβλεπε στην προάσπιση της ελευθερίας, δεν γινόταν για το δίκιο, κατευθυνόταν από το ψεύδος, τη μισαλλοδοξία και τον καιροσκοπισμό. Ένα από τα «θύματά» του ήταν κι οι παρελάσεις. Έτσι, και τα κάγκελα πήραν μοιραία τη θέση ενός διαλόγου που ουδέποτε διεξήχθη, μιας συμφωνίας που ουδέποτε επιδιώχθηκε, μιας κοινωνικής ειρήνης που ποτέ δεν υπήρξε κομματικός στόχος.

28η Οκτωβρίου 2011, ποιος δεν θυμάται; Ο κόσμος και τότε είχε πάρει τη θέση του κατά μήκος της Λεωφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη, οι επίσημοι στις θέσεις τους, όμως αυτή η παρέλαση δεν έμελλε –για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου και της πόλης– να πραγματοποιηθεί. Ποιοι πρωτοστάτησαν και το τι συνέβη ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας, αλλά το έγραψαν κι οι εφημερίδες της εποχής, το έδειξαν οι τηλεοράσεις,το είπαν τα ραδιόφωνα.

Σήμερα, 28η Οκτωβρίου 2015, οι ως χτες διαμαρτυρόμενοι διαδηλωτές βρίσκονταν πλέον πάνω στις εξέδρες των επισήμων. Ο «αντιμνημονιακός πόλεμος» τερματίστηκε μ’ ένα νέο πιο σκληρό και δυσβάσταχτο μνημόνιο. Δεν έχει σημασία όμως, σημασία έχει ότι η επέτειος γιορτάστηκε χωρίς κάγκελα, το γράφουν, άλλωστε, και το λένε με έμφαση τα ΜΜΕ.

Σιγά την είδηση. Πρέπει να γίνει όμως «είδηση», γιατί τώρα, στις μέρες που κυβερνούν για δεύτερη φορά οι «νικητές», πρέπει να εμπεδωθεί καλά στη λαϊκή συνείδηση, ότι τάχα η δημοκρατία επέστρεψε και πάλι στην Ελλάδα, ότι δήθεν η ελευθερία ξαναγύρισε στους δρόμους. Πρέπει να καταλάβουν όλοι απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ αυτή τη χώρα ότι, τώρα που κυβερνάνε οι «καλοί», τώρα που οι «κακοί» βρήκαν στο πρόσωπο του πρωθυπουργού το δάσκαλό τους, τώρα που ο στρατός εγγυάται ξανά την κοινωνική γαλήνη, ο λαός δεν έχει τίποτε να φοβάται κι –εκτός των άλλων– κι οι παρελάσεις μπορούν να γίνονται ανεμπόδιστα και δίχως κάγκελα.

Τώρα τα κάγκελα στήνονται μέρα με τη μέρα μεθοδικά μέσα στα κεφάλια. [Η ΕΡΤ άνοιξε κι οι «άδειες» ετοιμάζονται].


Photo: THE TOC

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Τι "θα δούμε";


«Θα δούμε». Ίσως δεν υπάρχει στις μέρες μας πιο πολυχρησιμοποιημένη έκφραση μετά απ’ το αξεπέραστο και διαχρονικό: «Τα λέμε».

Δυο λέξεις όλη η αγωνία, η απελπισία, η αδυναμία, το αδιέξοδό μας. Η συνηθισμένη επωδός κοινών, πλέον, διαπιστώσεων, συνηθισμένων επικρίσεων, αδιάψευστων συμπερασμάτων. Η διατύπωση της καθημερινής απόγνωσης για ένα σήμερα που αλλάζει από λεπτό σε λεπτό, αν κι η γενική αίσθηση είναι ότι τα πάντα στη χώρα εξελίσσονται μέσα σ’ ένα απέραντο τέλμα. Ταυτόχρονα, όμως, κλεισμένη μέσα σ’ αυτή τη σύντομη έκφραση κι όλη η ματαιότητα να οραματιστούμε το αύριο και να σχεδιάσουμε στοιχειωδώς το μέλλον.

Μια υπεκφυγή είναι, μια διέξοδος από τη συζήτηση, τη σκέψη, τον προβληματισμό. Ένας εύσχημος τρόπος, μια «τρίπλα», για να κλείσουμε όπως – όπως την κουβέντα και να τελειώσουμε άρον – άρον την επώδυνη αναζήτηση απαντήσεων και λύσεων. Κατά μία έννοια, θα μπορούσε να είναι ο ορισμός του απόλυτου αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η κοινωνία μας.

Περιμένουμε να δούμε τι; Από ποιους και από πού θα έρθουν όλα αυτά που περιμένουμε; Μήπως γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι αυτά; Κατά προσέγγιση ίσως; Έχοντας εξαντλήσει όλα τα πιθανά σενάρια κι υποθέσεις εργασίας, μαζί και τα πολιτικά κόμματα, τα κυβερνητικά σχήματα και τους  πρωθυπουργούς, ανακυκλώνουμε ξανά και ξανά τα ίδια προβλήματα, τις ίδιες ευθύνες, τις ίδιες επιλογές, τις ίδιες συνέπειες.

Μιλάμε για ανάπτυξη, για θέσεις εργασίας, για έξοδο από την κρίση και το μόνο που ζούμε είναι μια αφόρητη επανάληψη των ίδιων επιχειρημάτων, των ίδιων πρακτικών, των ίδιων συμπερασμάτων. Η κυριαρχία του δημόσιου τομέα της οικονομίας παραμένει ανέγγιχτη, ζει και βασιλεύει, ενώ στρατιές νέων συνταξιούχων εξακολουθούν να συνωθούνται μπροστά στα άδεια ταμεία των ασφαλιστικών φορέων. Με μπροστάρη κι οδηγό το πολιτικό σύστημα και τους «πελάτες» του, αλλά κι ό,τι εξέθρεψε και γιγάντωσε τις χρόνιες παθολογίες του νεοελληνικού κράτους.

Η παρούσα κυβέρνηση μοιράζει ανέξοδα υποσχέσεις για ισοδύναμα, αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι το μόνο που μπορεί να μοιράσει –εκτός, βέβαια, από λόγια– είναι η φτώχεια κι η περαιτέρω συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας. Ομιλεί για κοινωνική δικαιοσύνη, ευελπιστώντας, ότι η ολοκληρωτική ισοπέδωση των μεσαίων στρωμάτων, εκ των πραγμάτων –επικουρούντος και του κοινωνικού αυτοματισμού– θα δημιουργήσει κοινωνική ευφορία μέσω της ισοδύναμης φτωχοποίησης σε ακόμα μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.

Βρισκόμαστε σε ελεύθερη πτώση και δεν είναι μόνο οι περικοπές κι οι μειώσεις στα εισοδήματα κι η απαξίωση των περιουσιών που δίνουν αυτή την αίσθηση, αλλά η παρατεταμένη αδυναμία να διακρίνουμε ξεκάθαρα πού βρίσκεται επιτέλους ο πάτος του βαρελιού, η έξοδος του τούνελ. Ούτε το ηθικό έρμα, ούτε την ψυχική δύναμη διαθέτουμε για να ανακόψουμε την πτωτική πορεία μας, ούτε και τους αναγκαίους θεσμικούς και κρατικούς μηχανισμούς –δυστυχώς. Αφεθήκαμε έρμαια στην έλξη της κομματικής βαρύτητας, στην ευκολία της κυβερνητικής αδράνειας, στη δύναμη της πολιτικής «πεπατημένης».

Μέσα σε λίγους μόλις μήνες οι βεβαιότητες διαψεύστηκαν, η σιγουριά χάθηκε, η εμπιστοσύνη εξανεμίστηκε, μόνη διαφαινόμενη προοπτική η επιστροφή της κοινωνίας και της οικονομίας πολλά χρόνια πίσω, δεκαετίες πιθανόν. Βρισκόμασταν καθ’ οδόν, τώρα επιταχύνουμε. Η κατάσταση που «σέρνεται» μετά τις πρόσφατες εκλογές δεν επιτρέπει προς το παρόν, όχι μόνο ν’ αναπηδήσει η όποια ελπίδα, αλλά ούτε κάν να τροφοδοτηθεί η στοιχειώδης αισιοδοξία ότι, τουλάχιστον, επίκειται η σταθεροποίηση, η δημιουργία δεδομένων και βάσης για γόνιμο προβληματισμό, διατύπωση σχεδίων και εφαρμογή λύσεων. 

[Μπορεί μικρόφωνα και μικροτσίπ να μην υπάρχουν πλέον στο οπλοστάσιο του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, αλλά εξαγγελίες για «θερινά Νταβός», μάλλον πίκρα αφήνουν στο χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη].

Θα δούμε.

Photo: naftemporiki.gr

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Παρελθόν που τυφλώνει.


Το ‘χω βουλώσει. Τι να πω; Και δεν είναι που «μίλησε» στις 20 του Σεπτέμβρη ο «λαός», ούτε που καθημερινά επί μήνες κι επί χρόνια –τα τελευταία με ιδιαίτερη ένταση– οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους και τα λόγια ακολουθούν τους πληθωριστικούς ρυθμούς –και την αξία– των κατοχικών χαρτονομισμάτων.

Είναι που νομίζω, πως έχουν δίκιο όσοι επικρίνουν τους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την οχτάμηνη διακυβέρνηση, τις άστοχες επιλογές της και την καταστροφική μέχρι τώρα πολιτική της. Είναι απ’ την άλλη, που δίκιο αισθάνομαι να έχουν κι εκείνοι της κυβερνητικής –κι όχι μόνο– πλευράς, που υποστηρίζουν πως ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης είχε κουράσει, είχε κορεστεί κι ότι το πολιτικό σύστημα χρειάζεται ανανέωση κι αλλαγές.

Λίγο – πολύ όλοι δίκιο έχουμε και έχουνε κοιτάζοντας διαρκώς προς τα πίσω, συγκρίνοντας, κατηγορώντας, επικρίνοντας γι’ αυτά που έγιναν, για εκείνα που συνέβησαν, για όλα τα πεπραγμένα. Και οι μεν νεώτεροι δικαίως φαίνεται να διαμαρτύρονται και ν’ αγανακτούν για τις αστοχίες, τα λάθη και τις επιλογές των πατεράδων, των μανάδων και των παππούδων τους, οι δε «μεγαλύτεροι» με τη σειρά τους, κάπου έχουν δίκιο να υποστηρίζουν, ότι ό,τι έκαναν το ‘καναν για το καλό τους, για να ζήσουν πιο άνετα, για να ξεφύγουν απ’ τη μιζέρια, τη φτώχεια και το περιθώριο της ζωής.

Αυτό που οι νέοι ονομάζουν σήμερα «κατεστημένο» δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το «μέσο» κοινωνικής ενσωμάτωσης κι ανέλιξης, που ξεκίνησε τη διαδρομή του εκεί, στις παρυφές της μεταπολίτευσης του 1974 κι άρχισε ταχτικά δρομολόγια από το 1981 κι εντεύθεν. Τίγκα οι στάσεις από ενδιαφερόμενους να επιβιβαστούν στα «δρομολόγια» του δημοσίου. Κανείς δε ρωτούσε ποιος πληρώνει το εισιτήριο, τον οδηγό, τα καύσιμα, άσε που όλοι νόμιζαν ότι κάθε τόσο θα δημιουργούνταν κι ένα «νέο τέρμα», όπως με τα αστικά της δεκαετίας του ’60, τότε που το λεκανοπέδιο –κι όχι μόνο– γνώριζε την «ανάπτυξη» του «εκτός σχεδίου» και της αντιπαροχής.

Ο άνεμος της δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών κονδυλίων [από κοντά με το «φακελάκι, το «λάδωμα» και τη φοροδιαφυγή] έπνεε πλέριος, παραταύτα έκανε τους προϋπολογισμούς όλους να φαντάζουν διαχρονικά προϋπολογισμοί λιτότητας, η ΑΤΑ να είναι κοροϊδίες κι οι μισθολογικές αυξήσεις ψίχουλα.

Οι νέοι του σήμερα είναι γεννημένοι κάπου εκεί, σε κάποιο «νέο τέρμα» της μεταπολίτευσης. Με φως, νερό, τηλέφωνο, άσφαλτο, ελεύθερο χρόνο και ψυχαγωγία δεδομένα, με το χαρτζιλίκι βρέξει – χιονίσει, με το πανεπιστήμιο και τις σπουδές δεδομένες, με μια θέση –μέσω ΑΣΕΠ από το ’95 και μετά– σε κάποια δημόσια Υπηρεσία σχεδόν κλεισμένη. Οι «Αλβανοί» κι οι άλλοι ήταν για τις βαριές δουλειές. Χτίστες, μπογιατζήδες, υδραυλικοί εξαφανίστηκαν απ’ την Κοτζιά και την Ομόνοια. Θυρωροί, παραδουλεύτρες, αποκλειστικές; Να ‘ναι καλά οι Βουλγάρες, οι Ουκρανές κι οι Φιλιππινέζες.

Κλείσαμε σαν κοινωνία τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν. Θάψαμε άρον – άρον ό,τι μας πλήγωνε και μας βασάνιζε επί δεκαετίες. Ανεβήκαμε, αλλά… Χρόνο με το χρόνο, νόμο με το νόμο, λιθαράκι το λιθαράκι ξεστρατίζαμε μαζικά σε μονοπάτια ανείπωτης ευκολίας και απίστευτης επιπολαιότητας. Τότε, εμείς οι μεγαλύτεροι, δεν δεχόμασταν και κουβέντα για τις επιλογές μας, για τις αποφάσεις μας. Ευκαιρίας δοθείσης, κάθε τρία - τέσσερα χρονάκια, ρίχναμε ένα σαρανταπεντάρι τοις εκατό και ξεμπερδεύαμε μ’ εκείνους που πήγαιναν να μας κάνουν τους έξυπνους. Έτσι διδάξαμε σιγά – σιγά και τα παιδιά μας, έτσι γαλουχήσαμε τους νεώτερους. Μεγαλώστε, ψηφίστε, τελειώσατε.

Η οικονομική κρίση όλους αυτούς τους προχειροθαμένους λογαριασμούς έφερε στο φως. Σαν φαντάσματα κι εφιάλτες χρόνο με το χρόνο και νόμο με το νόμο τώρα γκρεμίζουν και κονιορτοποιούν μαζικά όλα τα λιθαράκια που με ευκολία κι επιπολαιότητα στήθηκαν πάνω στο σαθρό υπόβαθρο της κοινωνικής μας ανέλιξης. Πέσαμε, αλλά… Κοροϊδευόμαστε, ότι θα σωθούμε ανοίγοντας και ξανανοίγοντας «άλλους» λογαριασμούς, λίστες και καταλόγους, μπαινοβγαίνοντας στα σπίτια και τα μαγαζιά, κυνηγώντας χίμαιρες κι αναζητώντας ιστορίες του χτες και του προχτές. Οι «δράκοι» του χτες στοιχειώνουν και μαυρίζουν τη ζωή μας κι οι «πληγές» του παρελθόντος μολύνουν καθημερινά το παρόν.

Με την όπισθεν κανείς μέχρι σήμερα δεν πήγε μπροστά. Εθελοτυφλούμε ανεμίζοντας σε κάθε ευκαιρία τα σφάλματα του παρελθόντος για να καλύψουμε τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του παρόντος. Εμείς θα έπρεπε πρώτοι απ’ όλους τους Ευρωπαίους και τους λαούς που βιώνουν την παγκόσμια οικονομική κρίση να το έχουμε καταλάβει. Νισάφι πια, πέντε χρόνια δοκιμάζονται όλα τα δαιμόνια του παρελθόντος στο σώμα της κοινωνίας μας, πόσο ακόμα; Πότε επιτέλους κι από ποιον, θα τραβηχτεί αυτή η κόκκινη γραμμή –αλήθεια πού πήγαν όλες αυτές οι κόκκινες γραμμές που τραβούσαμε επί χρόνια– με το παρελθόν; Πότε θα κοιτάξουμε μπροστά, απελευθερώνοντας τα παιδιά μας, τους νέους, από τα λάθη –τα αληθινά μας λάθη– του χτες;

Εδώ που φτάσαμε πλέον, το παρελθόν μόνο μια υπηρεσία μπορεί να προσφέρει: Να διδάξει.

Αν σταματούσαμε τα καθημερινά παραμύθια και τις φλυαρίες από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα [δυστυχώς κι από το βήμα της Βουλής], για τους κακούς δράκους που καιροφυλαχτούν σε κάθε μας βήμα και τις φαρμακερές νεράιδες που υπονομεύουν κάθε μας ενέργεια, αν επιχειρήσουμε να δούμε μπροστά και να σχεδιάσουμε από κοινού το μέλλον, με σοβαρότητα, σύστημα κι επίμονη προσπάθεια, ίσως γεννιόταν πολύ σύντομα η βάσιμη ελπίδα, ότι τα παιδιά των παιδιών μας θα κατορθώσουν να ζήσουν σε μια καλύτερη Ελλάδα, δίχως το σημερινό παρελθόν τους να είναι τότε βαρίδι κι εμπόδιο για την εξέλιξη και την ευημερία τους.

Photo: big thing