Δεν έχω υποδείξεις. Παρακολουθώ, παρατηρώ, προσπαθώ να κατανοήσω. Ξέρεις τι νομίζω κατ’ αρχήν; Ότι πρέπει να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας. Πρέπει να επιτρέψουμε στους νέους να κάνουν τις επιλογές τους, να πειραματιστούν, να δοκιμάσουν, να προχωρήσουν.
Κάποιοι, αξημέρωτα κι όλας η Δευτέρα, έβγαλαν τα συμπεράσματά τους. Σεβαστά, αλλά αισθάνομαι ότι δεν με αφορούν. Δεν με αφορούν κι όλοι εκείνοι που σπεύδουν να λοιδορήσουν, να ειρωνευτούν, να προβλέψουν, να επικρίνουν. Σέβομαι τις απόψεις τους, αλλά ούτε αυτές αισθάνομαι να με αφορούν. Είναι άκαιρες.
Μπορεί να έχουν δίκιο, αφού έτσι μάθαμε να κρίνουμε, να συγκρίνουμε και να πορευόμαστε στο δημόσιο βίο. Έτσι διδαχτήκαμε να συμπεριφερόμαστε στο ασπρόμαυρο φόντο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι δύσκολο να δεχτούμε έναν κόσμο που αλλάζει. Αλλάζει όρους, κανόνες, πρακτικές και δεδομένα. Ο κόσμος που αναδύεται δεν είναι ξένος, είναι ο κόσμος μας. Είναι άγνωστος, παράξενος, αμφίθυμος και πολύπλοκος, αλλά δεν παύει να ‘ναι ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος που μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Οι νέοι. Είναι ο κόσμος που προετοίμασαν πολλοί από μας, οι επιλογές μας.
Να κάνω χώρο θέλω. Τη χρεωκοπία δεν την έφερε το μνημόνιο, ούτε η Γερμανία, ούτε η Ευρώπη. Σαράντα χρόνια μεταπολίτευση και πολιτικού πολιτισμού για να φεύγουν οι πρωθυπουργοί σαν τους κλέφτες. Σαράντα χρόνια δημοκρατία, ανάπτυξη κι ισχυρή Ελλάδα για να φεύγουν οι νέοι στα ξένα κι ο φασισμός ν’ αυγαταίνει στα έδρανα του κοινοβουλίου. Ναι, μόνο στο κοινοβούλιο μας πείραξε, στους δρόμους και στις πλατείες δεν μας πειράζει. Δεν μας πειράζει το σαράκι της ημιμάθειας που κατατρώει το εκπαιδευτικό μας σύστημα ή η λαίλαπα του δήθεν και της ματαιοδοξίας που λυμαίνεται την καθημερινότητα.
Κάνω πρώτος στην πάντα. Δεν απέρχομαι, ούτε αποχωρώ, κάνω όμως χώρο να διαβούν οι νέοι. Ξερόλας το ‘παιζα. Να τ’ αποτελέσματα. Όχι στις εκλογές, αλλά στη χώρα, στην Ευρώπη, στον κόσμο όλο. Ευλογούσα τα γένια μου και τη γενιά μου. Τρίζουν τα κόκαλα του πατέρα μου εδώ και πέντε χρόνια. Στριφογυρίζω γύρω απ’ τον εαυτό μου και κάνω πως δεν ξέρω τι φταίει. Κάνω πως δεν βλέπω. Πώς να δω, που απ’ το νοίκι και το ισόγειο βρέθηκα στο ρετιρέ και τη μεζονέτα; Πώς να καταλάβω, όταν κάνω ακόμα δυο ώρες στην Κηφισίας για να κατέβω Σύνταγμα; [Άσε, την Ομόνοια την παράτησα στο περιθώριο της ζωής και στο ΚΚΕ για τα συλλαλητήρια].
Κρίση σου λέει και κοιτάω δίπλα ή αλλάζω κανάλι. Τώρα αλλάζω στάση. Ναι, γιε μου, σ’ εμπιστεύομαι. Κατεβαίνω απ’ το καλάμι του εγωισμού μου. Παραμερίζω. Δεν λουφάζω στη γωνιά μου, μην το παρεξηγήσεις, ούτε «στην έχω στημένη». Προχώρα μπροστά στο δρόμο που νομίζεις ότι οδηγεί στην ευτυχία. Τράβα στην κατεύθυνση που σε φέρνει πιο κοντά στο αύριο που θα ζήσεις. Ακολούθα τη φωνή της λογικής σου, άκου το χτύπο της καρδιάς σου και προχώρα. Εδώ θα στέκω για να σε καμαρώνω στις επιτυχίες και να συμπαραστέκομαι στις δυσκολίες.
Αυτή η γενιά, η χαμένη για κάποιους, έχει δικαίωμα να ελπίζει. Αυτό κανείς δεν μπορεί να της το αφαιρέσει. Και το πώς αυτό θα το καταφέρει, ούτε εγώ, ούτε εσύ έχουμε το δικαίωμα να της το υποδείξουμε. Αρκετές ελπίδες φρούδες ξεφλουδίσαμε ίσαμε τώρα. Νομίζω πως πιο χρήσιμο θα ήταν, αντί πρόωρα συμπεράσματα κι εικασίες δυσοίωνες να κατακλύζουν το γκρίζο μας κεφάλι, να δώσουμε μια τρυφερή ώθηση κι ανυπόκριτο κουράγιο σ’ όλους τους νέους, σ’ όλα τα παιδιά μας, να προσπαθήσουν ένα ξέφωτο να βρούνε. Την άκρη μιας ελπίδας να πιαστούνε.
Πιο όμορφο συναίσθημα και για μας δεν θα υπάρξει, αν κατορθώσουν, σ’ ό,τι καλό και χρήσιμο διδάχτηκαν, συνέχεια δική μας να γενούνε.
Photo: DUMBLITTLEMAN